31.7.48, Σάββατον. Πρωί παίρνω αποστολή για το τμήμα. Στο δρόμο που πήγαινα, χτύπησα κι έναν λαγό. Όταν πήγα στο τμήμα, ο Παρνασσός γέλασε και μου είπε: –Καλά βάρεσες λαγό, αλλά σε άκουσε ο φασισμός, είχε βγει στο Ψηλό Κοτρώνι κι έρχονται προς Κολοκυθόβρυση. Δεν είχαμε τελειώσει, ήρθεν και ο Ζαχαρόπουλος, μας φέρνει τις ίδιες πληροφορίες. Κινήθηκαν προς τους Καψιμαδάδες. Τότε είπα στον Τεπελένη να μου βάλει λίγο λάδι να φύγω γρήγορα, να προλάβω να περάσω ανάμεσά τους, πριν κλείσουν τη διάβαση καλά. Ούτω και έγινεν, ίσια που πρόλαβα και πέρασα. Πήγα στο στέκι. Δεν βρήκα κανέναν εκεί. Είχαν κινηθεί από την Αγόριανη και οι δικοί μου έφυγαν πήγαν στη Σκιαδόραχη. Εκεί δίπλα πήγα και εγώ, αλλά πού να ξέρομε, ούτε αυτοί είδαν εμένα ούτε και εγώ αυτούς. Το απόγεμα έφτασεν ο στρατός, 37 μέτρησα στο Μεγάλο Έλατο. Τους παρακολούθησα και έπειτα έφυγα. Πέρασα στην πλαγιά Δόκανο. Έψησα λαγό σε μια ρεματιά, έφαγα, έπειτα πήγα στο πηγάδι ήπια νερό και πήγα στην ταράτσα. Πήρα λίγο καπνό που είχα κρύψει, ξαναγύρισα πίσω και κοιμήθηκα στην πλαγιά.
[31.7.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)