Ξύπνησα φριχτά συναχωμένος, με πονοκέφαλο πολύ τη νύχτα. Προσπάθησα ν’ ανάψω κανά λιανόξυλο απ’ αυτά που είχαμε τραβήξει απ’ το φράχτη χάμω. Ήταν αδύνατο να ζεσταθώ. Έγινα άθλιος. Ούτε μαντήλι δεν έχω να σκουπιστώ. Αυτόματα φέρνω το χέρι στις τσέπες για τσιγάρο. Κολοκύθια. Τσιγάρα. Ξημέρωσε και γω μαζωμένος στη στάχτη πήρα το πρωινό άγλυκο τσάι και τρώω μια γαλέττα ξερή. Ύστερα καταπιάστηκα μ’ αυτά εδώ. Τώρα δα σημαίνει συγκέντρωσις. Θάχουμε δρόμο φαίνεται. Κατ’ ανάγκην διακόπτω. Αλλά και τι άλλο να πω; Δρόμο λοιπόν. Φεύγουμε πάλι. Κατεύθυνσις προς βορράν, στον δρόμο προς Τύραννα, εν όλω 200 χιλιόμετρα. Περνούμε εν τω μεταξύ διάφορα Αλβανοχώρια μα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά τους. Σταματούμε στην Σλένιτσα. Χωριό μεγάλο, σε ίσιωμα. Γεμάτο στρατό μέσα. Αρχίζει να νυχτώνει. Ο καιρός είναι ξερός ολότελα και η παγωνιά πολύ δυνατή. Στον δρόμο που στεκόμουν με πλησιάζει ο Ανθυπασπιστής Βατσέλλας και μου ανακοινώνει τούτο το αναπάντεχο και απροσδόκητο.– Είδε λέει εδώ πιο πάνω σ’ ένα αλβανοχώρι τον αδελφό μου, τον Νιόνιο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Είπα να μην έγινε καμμιά παρεξήγηση, αλλά ένα σημείωμα του Ν. που μου έδωσε αμέσως διέλυσε τους φόβους μου. Ώστε ήταν ο Νιόνιος εδώ κοντά; Πετούσα απ’ τη χαρά μου και ούτε για σπίτι ούτε για καλύβι ούτε γι’ αχερώνα, ούτε για τίποτα δεν ήθελα να κυττάξω. Μ’ άφησε η κούραση μ’ άφησαν και τα πόδια. Ήθελα αμέσως να τρέξω να τον βρω. Αφού κατατοπίστηκα όπως όπως για το χωριό και την απόσταση, αποφάσισα να το σκάσω. Άφησα τα πράγματα στον φίλο Καρ. και δρόμο. Με συνόδεψε και ο στρατιώτης Φαντάκης, περισσότερο με την προσδοκία να οικονομηθή κανένα τσιγάρο παρά για να μου κάνη συντροφιά. Ήξερε ότι πηγαίναμε σε αξ/κό και όπως νάναι θα βρισκόταν κανένα τσιγάρο. Δρόμος άσχημος, πρόχειρος. Λάσπη, πέτρες, γλύστρες και λακούβες. Είχε νυχτώσει κι’ όλας. Βαδίσαμε 1 1/2 ώρα και ούτε κατάλαβα πότε φθάσαμε στο χωριό που ήταν χωμένο βαθειά μέσα σε μια χαράδρα με κοφτά απότομα βουνά γύρω γύρω, γεμάτα χιόνι, κάτασπρα. Είμαστε στην πρώτη γραμμή του πυρός. Το κανονίδι συνεχιζόταν πυκνότατο μπρος και πίσω μας. Παρά τη νύχτα και την απορία μου πώς ήταν δυνατόν να βάζουν, νύχτα καιρό, τα πυροβολικά. Αφού εψάξαμε αρκετά, πληροφορηθήκαμε από φαντάρους το κατάλυμα του Νιόνιου.
ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟΝ, ΑΞΥΡΙΣΤΟΝ, ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΟΝ, ΑΛΛΑ ΓΕΡΟ. Πολεμάει 20 μέρες πάνου στις γραμμές. Η ψυχή μου σκίρτησε και κινδύνεψα να κρατήσω τα μάτια μου. Είχα ξεχάσει τα πάντα. Η συνάντηση αυτή με ζωντάνεψε αφάνταστα και με τόνωσε ώς βαθειά μέσα μου. Αδύνατο να καταλάβη το νόημά της άνθρωπος που δεν έζησε τις στιγμές και τις ώρες και τις ημέρες του πολέμου. Μέσα στο κανονίδι, μέσα στην ανείπωτη ταλαιπωρία και κακουχία, στις άγρυπνες νύχτες στα χιόνια, στις παγωνιές, στη βρώμα, στην απλυσιά και στην ολοκληρωτική μόνωση και το χάος που καλύπτει τον άνθρωπο, που καταντάει να χάνη την ύπαρξή του και τον εαυτό του, μέσα στη δίνη και τον κυκλώνα τον πολεμικό.
Ήσαν κι’ άλλα παιδιά αξ/κοί εκεί. Με υποδεχθήκαν όλοι εγκάρδια και φιλικά. Καταλάβαινα πως ήμουν άνθρωπος. Περιποιήσεις όσες μπορούσαν και επιτρέπαν τα πράγματα. Και φαΐ καλό – κρέας βραστό και φασόλια και ελιές και σύκα και κονιάκ. Τάφαγα και τάπια όλα. Πεινούσα.
Έτρωγα και γελούσα όλος και μιλούσα συνεχιστά με τον Νιόνιο. Μου είπε τα δικά του. Μόλις κατέβηκε απ’ τα κανόνια για ανάπαυλα έπειτα από 20 ημερών κανονίδι και καταδίωξη στις κορφές στα χιόνια και στις χαράδρες. Ήπια και καφφεδάκι ΑΓΝΟ ΚΑΦΕ. Παρεσκευάσθη προς τιμή μου. Αγαλλίαση. Πρώτη φορά έπινα καφέ έπειτα από τη στράτευσή μου και κινδύνευα να ξεχάσω τη γεύση του. Ήταν σπουδαίο. Προ παντός όμως κάπνισα. Κάπνισα ωραία τσιγάρα. Άσσο Παπαστράτου, τα τσιγάρα μου. Μεγάλη ευτυχία. Γιατί πρώτα πρώτα με είχε ζορίσει η έλλειψις των τσιγάρων και δεύτερον γιατί δηλητηριαζόμαστε με τα χίλιων λογιών χίλιες μάρκες. Κάθε μέρα από μια άγνωστη και απίθανη. Τσιγάρα πόκερ π.χ. ή πετεινός και ό,τι άλλο θέλεις, σε μικρά κουτάκια συρτάρια. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά με τον αδελφό μου. Οχτώ κουβέρτες είχε. Βλέπεις αξ/κός αυτός. Κι’ άλογο ωραίο για καβάλα και μουλάρι για μεταγωγικό. Εγώ ο ίδιος και μουλάρι και άλογο μαζί. Τι να γίνη!
4-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)