Εμείς οι άλλοι νιφτήκαμε και σημειώνομεν 5.6.48. Κατόπιν βγήκαμε αποπάνω, σε ένα μικρό καραουλάκι και καθήσαμε, αφού πρώτα το καραούλι ανέβηκεν απάνω σ’ έναν έλατο και βλέπει γύρα πολύ καλά.
Ύστερα από μια ώρα το φαγητό ήταν έτοιμο. Το ήφεραν στο υψωματάκι και φάγαμεν. Έπειτα ο Αργύρης, ο Βασίλης και ο Γιώργος φύγανε για τη σουραλίδα,1 να δουν το χωριό. Εγώ ανέβηκα στον έλατο και οι άλλοι, που ήταν περισσότερο κουρασμένοι και άυπνοι, τους άφησα να κοιμηθούν όσο ημπορούν. Και όντως κοιμήθηκαν από τις οκτώ μέχρι τις δυο απόγευμα. Εγώ κουράστηκα και νύσταζα, αλλά τους λυπάμαι να τους ξυπνήσω. Έτσι κάνω βόλτες και ξαγρυπνώ. Επιτέλους, ξύπνησαν. Πήραν και καθαρίζουν κουκιά για να μαγειρέψουν για το βράδυ. Εγώ φεύγω να πάω πιο πέρα, που είναι ένα υψωματάκι να ετοιμάσω τόπο για να φάμε το βράδυ εκεί και να κοιμηθούμε. Εκεί όπου ισιάζει το μέρος βλέπω τον Γιώργο με τον Αργύρη να έρχονται ιδρωμένοι. Κατάλαβα πως κάτι κακό συμβαίνει. –Τι είναι, βρε; –Έρχονται από το χωριό στρατός, έχουν κατεύθυνση προς το Πηγάδι. –Γρήγορα να φύγομεν. Φτάσανε κάτω. Κάμε προς τα εδώ. –Οι άλλοι πού είναι; Οι γυναίκες πού; –Στείλαμε τον Βασίλη και θα τις πάγει στα ζαστάνια,2 απάνω, έτσι εξηγηθήκαμε. Τότε έκαμα κάτω και εγώ και πήγαμε πιο κάτω, στο Στενό, και εκεί σταματήσαμε σε κάποιο κουτσούρι. Ακούσαμε τον εχθρό να κινεί μεταγωγικά προς το Πηγάδι και να φωνάζουν «ντιί». Πήραν τον ανήφορον προς τη Φασούλα και εκεί σταμάτησαν. Αφού νύχτωσε το ξεκινήσαμε και εμείς να πάμε εκεί που μαγείρευαν οι γυναίκες, μήπως έχουν τρυπώσει πουθενά. Και εάν δεν είναι εκεί, να πάμε στα βράχια να κράξομεν, να έλθουν να φύγομε για άλλο, μακρινό λημέρι. Προχωράτε, παιδιά εσείς, είπα, και να μην περιμένετε στο Ρέμα, που μαγειρεύουν, να πάγω από εδώ να πάρω την πιστογιομή,3 δεν θα αργήσω. Καλά, είπε ο Γιώργος. Και προχώρησε. Πήρα το όπλο και το σακκάκι μου, που είχα αφήσει από το πρώτο βράδυ εκεί και πήγα στο μέρος που είχαμε εξηγηθεί να με περιμένουν. Αλλά δυστυχώς εκεί δεν περίμενε κανείς. Φώναξα, έκραξα, σφύριξα, μα τίποτα. Τότε πήρα κατεύθυνση προς το ζαστάνι, αλλά μόλις έφθασα εις το χωράφι Βασίλη Βελέντζα-Παληοέλατο, δεν έβλεπα άλλο να προχωρήσω και έμεινα εκεί, κοιμήθηκα νηστικός ανάμεσα σε δυο μεγάλες κοτρώνες. Το πρωί θαμπά, απελπισμένος και ξεκομμένος πλέον από τους άλλους έλαβα κατεύθυνση προς το Μαυρόλογγο.4
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. σουραλίδα: μικρή νεροσυρμή.
2. ζαστάνι: στενωπός ανάμεσα σε βράχια.
3. πιστογεμή: οπισθογεμές, κυνηγητικό όπλο.
4. Η πλαγιά αυτή είναι φάτσα απέναντι και λίγο λοξά αριστερά από την πλαγιά της Φασούλας.
[5.6.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)