Σήμερα του Αγίου Νικολάου. Θυμήθηκα τον πατέρα μου και του ταχυδρόμησα τα χρόνια πολλά. Έλαβα και δύο γράμματα, δελτάρια. Το μεσημέρι ήρθε κι’ ο Νιόνιος. Τον φιλοξένησαν οι αξ/κοί μας. Περάσαμε κουβεντιάζοντας κάμποση ώρα. Σα στο σπίτι, με απόλυτη ησυχία και αφροντισιά. Γύρω μας μαίνεται η οβίδα και το πολυβόλο. Πρό ολίγου έσκασαν δύο μεγάλες ιταλικές καμμιά εκατοστή μέτρα μακρυά μας. Τις προάλλες δέχτηκε ο Νιόνιος μια ελαφριά ορειβατική 2 1/2 μέτρα κοντά του. Ούτε τον πείραξε καθόλου. Ξέρετε έχουμε συνηθίσει. Τόσο που φράγκο δεν δίνουμε.
Συμβαίνει δε και το εξής περίεργο πράμα με τις βολές τις ιταλικές. Ποτέ δεν κάνουν, και σε στόχο να πέσουν, ούτε το δέκατο ζημιάς απ’ αυτή που θα ήταν φυσικό να κάνουν. Πέφτουν μπροστά στους στρατιώτες μας και τους γκρατζουνίζουν κανά χέρι. Παιρνούν οι σφαίρες και τους χαϊδεύουν. Σπάζουν οι όλμοι τους και μόλις ματώνουν καμμιά μύτη. Γι’ αυτό και οι ελάχιστες απώλειες. Το βαρύ τους σαν μουρλό, όλο στα χωράφια και στις έρημες ρεματιές αδειάζει. Και εδώ είναι ξάνοιγμα αρκετό και εδώ χιλιάδες και χιλιάδες στρατού κυκλοφορούν. Χιλιάδες υποζύγια και αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται. Πηχτός νύχτα μέρα ο μικρός κάμπος. Τίποτε δεν μας έκαναν 4 ημέρες σχεδόν που βρισκόμαστε στη βολή τους. Ούτε άλογο τραυματίας, όχι στρατιώτης. Κάτι συμβαίνει λοιπόν.
Ο Νιόνιος έφυγε το απόγευμα. Χαιρετιστήκαμε. Ίσως δεν τον ξανάβλεπα, γιατί αυτοί θα τραβούσαν πιο πίσω για ανάπαυση και ανασυγκρότηση. Εμείς μόλις μια βδομάδα στον πόλεμο, τραβούσαμε εμπρός. Έκανα τις προμήθειες του Λόχου απ’ το κέντρο εφοδιασμού, αργά κατά το βραδάκι και ύστερα συζητησούλα με τον προϊστάμενο και τον γιατρό στο σπίτι των αξιωμ/κών.
6-12-40
(από το βιβλίο: Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙV, Βιβλιόραμα, 2006)