Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[6.5.1948]
Καραντζάς Μήτσος Ηλ.

Το πρωί στις 6.5.48 επήρα πέρα 7 παλλικάρια, τη Γιαννούλα 8 και εγώ εννέα και ξεκινήσαμεν να πάμε για να πάρομε τρόφιμα, που είχαμε κρύψει στο Καταρράχι,1 Κάτω Ζαμπειού.2 Όταν φθάσαμεν εις τα Νεραϊδάλωνα και κοιτάξαμε κάτω, είδαμε φυλάκια στον Ζαμπειό και στρατός να προχωρεί από το Πιθικούκι3 στον Άγιο Ηλία. –Ε, παιδιά, είπα, σήμερα έχομεν κινήσεις από όλα τα σημεία. Εμπρός να φύγομεν, να πάμε να βρούμε και τα άλλα παιδιά, γιατί θα κοπούμε. Λέγοντας αυτά, ξεκινάμε προς τα παλλικάρια που είχαμε αφήσει πιο πάνω στην κορυφή. –Μπάρμπα, μου είπεν ο Χολέβας, έρχεται ο Γιώργος τρέχοντας, κάτι θα είδαν φαίνεται. Εν τω μεταξύ πλησίασεν και ο Γιώργος λίγο χλωμός. –Τι είναι ωρέ Γιώργο, του λέγω. –Μπάρμπα Μήτσο, στα Καλάνια εκεί που αφήσαμε το Λαοκράτη με τη διμοιρία του βλέπομεν πολύ μεγάλον καπνόν. –Τι; Καπνό; του λέγω και τρέχω προς το ύψωμα. –Ναι, Μπάρμπα, πολύ καπνό. –Μήπως ακούσατε ντουφέκι; –Όχι. Ντουφέκια δεν ακούσαμεν. Όταν έφθασα στο ύψωμα, βλέπω όχι μόνον στα Καλάνια φωτιά, αλλά σε όλες τις καλύβες που υπάρχουν από τα Καλάνια, Δόκανο, Κατσικογιάννη, Αστραπόκαμα, Τρούπα.4 Το στρίβω να κοιτάξω προς Αργοστίλια. Άλλος από εκεί. Καίονται και κείνες οι καλύβες και ο στρατός μας πλησιάζει. Τότε με βουρκωμένα μάτια είπα αχ, κοπήκαμε από τα παιδιά, δεν θα μπορέσομε να ανταμώσομε, δεν ξέρουν τον τόπο και θα πάθουν καμιά ζημιά. –Τι θα κάνομε Μπάρμπα Μήτσο, μου είπαν τα παιδιά που είχα μαζί μου, ο κλοιός όσο πάει και σφίγγει. –Ναι, παιδιά, έτοιμοι. Πάρτε είκοσι μέτρα απόσταση χωρίς να ακούσω φωνές και βρόντο. Θα με ακολουθείτε με προσοχή, τα μάτια σας και τ’ αυτιά σας να παίζουν δεξιά και αριστερά, εμπρός μαρς. Και ξεκινάμε νοτιοανατολικά προς Αρέντες. Όταν εφθάσαμεν εις το ύψωμα Ρούδια, είδαμε μπροστά μας να καίγονται οι καλύβες του Αρχηγείου κι άλλες. Τώρα βρισκόμαστε ανάμεσα σε όλα τα πυρά, είπα μέσα μου. Είμαστε χαμένοι, θα μας πιάσουν, θα μας σκοτώσουν. Ο στρατός από την Αγόριανη είχε βγει στον Άγιον Ηλία, Δόκανο, Στρούγγες, Άνω Ζαμπειό, και προχωρούν. Τα υψώματά μας, που είμαστε εμείς, η απόσταση είναι 150 μέτρα μακριά μας. Σκέπτομαι προς στιγμή να γυρίσω πίσω, προς το Κολοβατιανό Πηγάδι, μα εκείνη τη στιγμή πέφτουν 5-6 ντουφεκιές από εκεί και μόλις τις άκουσα εθέλωσε5 το μυαλό μου. –Εμπρός, πάρε την απόφαση να φύγομεν, μου λεν τα παλλικάρια. –Παιδιά, μην στενοχωρείστε, ας είμαστε κλεισμένοι, θα φύγομεν γιατί ξέρω τον τόπο καλά, πολύ καλά, και θα περάσομεν ανάμεσά τους. Αφουγκραστείτε καλά να μου πείτε πού ακριβώς ακούγονται, διότι εγώ δεν ακούγω καλά, αλλού φωνάζουν αυτοί αλλού ακούγω εγώ. Τότε τα παιδιά μου είπαν πού ακριβώς ακούν τις φωνές και πού τα πατήματα που μας πλησίαζαν. Μόλις μου είπαν την ακρίβεια,6 γέλασα, έδωσα θάρρος στα παιδιά, άναψα τσιγάρο και προχωρώ. –Πέντε μόνο μέτρα, παιδιά απόσταση. Γρήγορα να περάσομεν στον αυχένα Αρέντες, πιο λίγο κάτω, που είναι τα κοντολατάκια7 τρία μέτρα.
    Θα ξελακώσομε εκεί, θα πηδήστε σαν ζαρκάδια όλοι στα γρήγορα, πριν βγουν αυτοί στο καραούλι. Σαν αστραπή περάσαμε όλοι από κει και δεν προχωρήσαμεν εκατό μέτρα στο δασωμένο μέσα, όπου ο εχθρός έπιασε το καραούλι Αρέντες (εκεί που περάσαμεν εμείς) και έριξαν φωτοβολίδα. –Μήπως μας είδαν; ρώτησαν μερικοί. –Όχι, τους είπα. Καθήστε. Ξανασάνετε και μη φοβάστε. –Μα τι να καθήσουμε Μπάρμπα Μήτσο, αριστερά μας ακούγονται φωνές, πατήματα, πίσω φωνές, φωτοβολίδες, δεξιά και εμπρός μας χαλάγει ο κόσμος, πούθε θα περάσομεν; –Ε, δεν σας είπα να έχετε υπομονή και την εμπιστοσύνη στον παππού; Και σας το δίνω γραφτό πως θα σας περάσω όλους πέρα σώους και αβλαβείς με τρία ζικ-ζακ που θα κάνουμε ανάμεσα στον εχθρό, εγώ κυνηγάω εδώ μέσα 30 χρόνια και ξέρω πόσες πέτρες είναι και πόσα κοντολάτια υπάρχουν εδώ μέσα. Και κοιτάτε, αυτοί που μιλάν μπροστά μας θα παν να πιάσουν κείνο το ύψωμα και μεις θα περάσομε στη μέση από αυτό το υψωματάκι. Ξεκινάμε, όλο το καλυμμένο μέρος. Με τα ζικ-ζακ περάσαμε μεσοπλαγίς, μπήκαμε στα γούπατα8 Καραντζά, πεταχτήκαμεν από γούπατο σε γούπατο πάνω στο μισοβούνι, πήραμε πάλι το πυκνό δασωμένο στην κορυφή Παστρόγιαννου χωράφι, στη ρίζα στο βράχο μισοβούνι (αφού από πάνω στην κορυφή υπήρχε στρατός και από κάτω στις Κόκκινες Λάκκες, στα κέδρα και στο νερό Παληοσβάλες ήτο γεμάτο στρατό και μεταγωγικά βουίζουν τ’ αυτιά μας από τις φωνές), εμείς, όλο το κλειστό, βγήκαμεν στην κορυφή από το αραχωβίτικο ύψωμα.
    Πέρα Στρούγκα προς Χαλασμένα Χωράφια. Όταν φτάσαμε εκεί, βρήκαμεν έναν έλατον δίπλα και είπα καθήστε εδώ στο απάγκειο9 και εγώ θα προχωρέσω να εξετάσω το ύψωμα. Τα παλλικάρια μου κάθησαν εκεί, όπου τους είπα και εγώ με το όπλο στο χέρι και το δ[άκτυλο] στη σκαντάλη προχωρώ σιγά-σιγά στην κορυφή. Όταν επλησίασα, άκουσα μπροστά μου χαμηλή κουβέντα. Έκανα λίγα βήματα λοξά, έπιασα έναν έλατο και αφουγκραζόμουν να γνωρίσω ποιοι10 είναι αυτοί που μιλούν. Τα λοξά βήματα, όπου έκαμα, βλέπω μέσα από κάτι κοντολάτια, που ήταν σε μικρό βραχάκι, να βγαίνει ένα κεφάλι, που κάτι ψιθύριζεν εμέ, αλλά εγώ δεν το άκουγα, έπειτα έβγαλε και το χέρι και μου φώναξε πιο δυνατά. –Μπάρμπα, έλα εδώ. –Ποιος είσαι; του είπα. Έλα εδώ εσύ. –Έλα, εκεί είναι και ο λοχαγός Παπαϊωάννου είπεν. Τότε βλέπω τον Παπαϊωάννου που τινάχτηκε πάνω γεμάτος από χαρά, όταν άκουσε που βρισκόμουν εκεί κοντά του. Όχι βέβαια ότι με αγαπούσε, αλλά διότι ήξερα καλά τον τόπο.
    Τότε πήγα εκεί, χαιρετήθηκα με όλα τα παιδιά, που είχε μαζί του ο λοχαγός, και καθήσαμεν να πούμε ο ένας με τον άλλον τι σχετικά ήξερε. –Ε, σταμάτα να πάω να πάρω την ομάδα που με περιμένει εδώ πιο κάτω, είπα στο λοχαγό. –Τι; Ομάδα; Ποιοι είναι; Τώρα θαρθούν και θα τους δεις. Πήγα λίγο πιο κάτω και έκραξα σαν πέρδικα. Τα περδικόπουλα ξέραν τη δουλειά τους και αμέσως ξεκίνησαν προς εμέ. Μόλις έφτασαν εκεί, με ρώτησαν αμέσως γιατί άργησα. Βρήκα και άλλους κομμένους, γι’ αυτό άργησα, τους είπα. –Και άλλους; Ποιοι είναι οι άλλοι; –Ο λοχαγός Παπαϊωάννου, με καμιά 25αριά ακόμα. Γεμάτοι χαρά πήγαμε εκεί και η χαρά έλαμψε στα μάτια όλων. Αφού συζητήσαμε αρκετή ώρα, τότε μου είπαν να τους πάω σε μέρος καλό για να ανάψομε και φωτιά. –Ναι, παιδιά, θα πάμε λίγο μακριά, είναι ώρα να ξεκινήσομε, εμπρός ανά 10 μέτρα απόσταση και ελάτε κοντά. Ξεκίνησα πρώτος και όλοι έρχονται από κοντά. Πήγαμε στον αρβανιτόβραχο, καθήσαμε σε ένα ύψωμα πήγαν μερικά παιδιά πήραν νερό και κατόπιν κατεβήκαμε και ανάψαμε φωτιά σ’ ένα βαθύ γούπατο φάγαμε και κατόπιν κοιμηθήκαμε.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Τοποθεσία, ένα τέταρτο της ώρας πάνω από το χωριό Επτάλοφος (Άνω Αγόριανη).
 
2. Βρύση και τοποθεσία, μισή ώρα πάνω από το χωριό Επτάλοφος.
 
3. Το δασωμένο βουναλάκι ακριβώς πάνω από το χωριό Επτάλοφος.
 
4. Τοποθεσίες του Παρνασσού στο δασωμένο τετράγωνο Αράχωβα, Δελφοί, Κολοβάτες, Επτάλοφος.
 
5. Εθόλωσε.
 
6. Ακρίβγια, στο χειρόγραφο.
 
7. κοντολατάκι: κοντό έλατο.
 
8. γούπατο: κοίλωμα γης, σχετικά μεγάλη γούβα.
 
9. Απάνκιο, στο χειρόγραφο. Απάνεμο.
 
10. Πγη, στο χειρόγραφο.

(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)