Το πρωί ξυπνήσαμε 8-5-48. –Πού θα πάμε Καραντζά; είπεν ο Λοχαγός. –Θα περάσομεν πέρα στα ζαβά,1 του είπα. Είστε έτοιμοι; –Ναι. Έτοιμοι. Μπήκα πάλι εμπρός και ξεκίνησα. Όταν έφθασα στα βράχια, υπέδειξα στα παιδιά πού να μείνουν και κάθησαν. Έλειπεν ο Λοχαγός. –Πού είναι ο Λοχαγός; ρώτησα. –Αρρώστησε από τα χθες το βράδυ, είναι επικίνδυνος, έφαγεν μπουγάτσα πολλή και του πείραξε το στομάχι, τώρα τον κρύψαμε εκεί κάτω, σε ένα καλό μέρος, αλλά κάνει εμετό,2 και δεν βγαίνει τίποτα από μέσα, μόνον σάλια βγαίνει και τίποτ’ άλλο. –Σύρτε3 δυο παιδιά και πάρτε τον πάνω, να έλθει εδώ που είμαστε όλοι. Πήγαν τα παιδιά και τον πήραν. Εκείνος, μόλις πλησίασεν, τον βλέπω να σηκώνει τα πόδια υψηλά και να τα πατά με δύναμη, σαν μεθυσμένος, το κεφάλι το είχε κρεμάσει σαν παράλυτο και μόλις έφθασεν εκεί σε μένα, χωρίς να με δεί, άρχισε τον εμετό και έκανε σαν τα γουρούνια, όταν τα σφάζουν, αλλά δεν έβγαζε τίποτα. –Ε, Λουκά, του είπα, κουράγιο, δεν έχεις τίποτα. Κάτσε εδώ στον ήλιο να ησυχάσεις. Έστρωσα τη μαντύα και ξαπλώθηκε. Τότε εγώ τραβήχτηκα πιο πέρα και παρακολουθούσα τις εχθρικές κινήσεις, που έκαναν απέναντι στα Λαζαργιάτικα(;). Αλλά όσο πήγαιναν και επλησίαζαν προς τα εμάς. Το μεσημέρι σχεδόν μας διπλάρωσαν από το βόρειον μέρος και από το δυτικόν προσπαθούσαν να ανέβουν από το Βαρκό απάνω. Τότε πήγα, πήρα τα παιδιά και τους πέρασα στο άλλο ύψωμα, νότια, προς Αράχωβα. Αλλά και εκεί δεν καθήσαμε πολλήν ώρα, όπου ήρθαν στο ύψωμα, που καθόμασταν πρώτα. Άρχισαν να φωνάζουν δυνατά, αλλά και ένας σκύλος να γαυγίζει τον ντορό4 μας. Τότε εξαναγκάζομαι και αλλάζω και άλλο λημέρι προς το σπανό.5 Αλλά και εκεί δεν αργήσαμε να φύγομε. Ο σκύλος έφθασεν εις το μέρος που είχαμεν φύγει και άρχισεν να ορλίζεται και εκεί, έφθασεν το αφεντικό του και του είπεν εμπρός! εμπρός! Έφερε αρκετές βόλτες εκεί μέσα, αλλά κοντά μας άργησε να ξεκινήσει, επήρα τα παιδιά και τα πέρασα σε άλλη, ψηλότερη κορυφή, τα άφησα εκεί και εγώ γύρισα πίσω, έπιασα πενήντα μέτρα απέξω από το δρόμο, όπου είχαμε περάσει απάνω και αφού στην πιστογιομή6 έβαλα σφαιρίδια και τις μύτες μου τύλιξα κασκόλ7 για τα χνώτα, έπιασα ένα μέρος καλό, καλυμμένο και περίμενα τον σκύλο με το αφεντικό του. Αλλά είτε δεν είχαν ώρα να έλθουν άλλο κοντά είτε με εκατάλαβαν, εγύρισαν πίσω και δεν μας ενόχλησαν άλλο. Αφού καθήσαμεν αρκετήν ώρα εκεί, το βράδυ φύγαμεν. Κατεβήκαμεν στην τρούπα Ντερζενίκου8 και κοιμηθήκαμεν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ζαβά: δυσκολοπάτητα, απόκρημνα μέρη.
2. Μιτό, στο χειρόγραφο.
3. (Να) πάτε.
4. ντορός: τα ίχνη στο χώμα ή το χιόνι.
5. σπανό (το): άδενδρο, γυμνό.
6. πιστογεμή: οπισθογεμές, κυνηγητικό όπλο.
7. Χασκόλ, στο χειρόγραφο.
8. Η τρύπα στη βόρεια άκρη στο Λιβάδι της Αράχωβας. Από την τρύπα αυτή βγαίνει πολύ νερό τους κρύους μήνες του χρόνου.
[8.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)