Το πρωί ξυπνήσαμεν 9.5.48 και πήραμε κατεύθυνση προς τα υψώματα της Παληοβούνας. Αφού ανεβήκαμε στα υψώματα της Παληοβούνας, επήραμε θέσεις μάχης και παρατηρήσεως. Κατά τις εννέα η ώρα π.μ. ήλθεν ο Θεόφιλος και μας είπεν ότι ο στρατός με μεταγωγικά πολλά έρχονταν από Δόκανο προς Αράχωβα. Τότε πήρα τα κυάλια και πήγα μόνος μου, παρακολούθησα την κίνηση και είδον τον εχθρό να καταυλίζεται στο Ασπρόχωμα. Τότε φώναξα τον Θεοχάρη και του είπα να τους βάλουμε με τα οπλοπολυβόλα την ώρα που όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στο ύψωμα Ντερζενίκου-Ασπρόχωμα. –Δεν πρέπει να τους βάλομε, Μπάρμπα, μου είπεν ο Θεοχάρης, διότι δεν ξέρομε πού κατέχει ο εχθρός και τα νώτα μας δεν τα έχομε ασφαλίσει. Γι’ αυτό προσέξτε να μη μας καταλάβουν. Εσυμφωνήσαμε και μείναμε μέχρι το απόγευμα ακίνητοι. Το απόγευμα έπιασε βροχή και άρχισε να πέφτει ομίχλη γερή. Τότε ξεκινήσαμεν, πήγαμεν στην Καλανόρραχη. Όταν φθάσαμε εκεί, επήρα άλλα τέσσερα παιδιά και πήγαμε ανίχνευση στην κορυφή. Όταν βγήκαμε απάνω, δεν είδαμε τίποτα εχθρική κίνηση. Τότε τους είπα με το νόημα, προχωράτε ανοιχτά στο ύψωμα αυτό, εάν υπάρχει σκοπός θα τον πιάσομε στα χέρια. Προσέχτε μην πυροβολήσετε κανείς καλά. Εσυνεννοηθήκαμε και ξεκινάμε όλοι ανοιχτά, προς το μέρος εκείνο, το ύψωμα. Μα όμως μια λαγίνα περνούσε με ησυχία δίπλα μου. Προς στιγμήν την κοίταξα, αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ και την πυροβόλησα και την σκότωσα (επαναλαμβάνω, είχα πιστογιομή1). Οι σύντροφοί μου ξαφνιάστηκαν, και έστριψαν αμέσως τα όπλα προς τα εμέ, αφού με κοίταξαν να τους πω τι συμβαίνει.
Τότε τους έκαμα νόημα με το χέρι στο αχείλι και τους είπα σουτ, ’λάτε να δείτε τι ντουφέκισα. Ήλθαν και τους έδειξα το λαγό και τον πήραν γεμάτοι από χαρά. Μου έπιασε το χέρι ο Θεοχάρης και οι άλλοι και μου το έσφιγγαν από χαρά. Τότε έφτασαν και οι υπόλοιποι που πήγαιναν πιο χαμηλά από εμάς. Ήλθαν για ενίσχυση. –Ε, βρε, τι συμβαίνει, λέγει ο Χολέβας. –Τίποτα, του απαντήσαμε. Μας πεδίκλωσεν ο λαγός και του δείξαμε. Τότε όλοι μαζί βγήκαμεν στο καραούλι, κοιτάξαμε ολόγυρα και κατόπιν πήγαμε στον Κητιό (Καστρίτικο, Καλάνια, βορείως), πιάσαμε το μεγάλο γούπατο,2 ανάψαμε φωτιά και κοιμηθήκαμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. πιστογεμή: οπισθογεμές, κυνηγητικό όπλο.
2. γούπατο: κοίλωμα γης, σχετικά μεγάλη γούβα.
[9.5.1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)