9.8.48, Δευτέρα. Σήμερα ξεκινάμε να πάμε... βγάλομεν πατάτα. Εκεί βρήκαμε... χέρια πιάσαμεν με όλους και είπαμε... Αφού συζητήσαμε αρκετά, μου είπαν λεπτ...
[128η σελίδα από το χειρόγραφο (η άλλη πλευρά από το τελευταίο κατεστραμμένο φύλλο)]
το γιο μου Ηλία, πώς τραυματίστηκεν και πού τον τραυμάτισαν. Το πρωί μου είπεν ο τ/χης Πελοπίδας και εμείς φανταστήκαμε πως είναι σκοτωμένος, τον πήρε στο κεφάλι, έπεσεν απότομα και αναίσθητος, πάει αυτός είπαμε. Όλην την ημέραν διήρκεσεν η μάχη και το βράδυ πήγε ένας συναγωνιστής να του πάρει το αυτόματο. Τότε αυτός βόγγηξεν και ανάσανε βαθιά. Ο συναγωνιστής αμέσως πήγεν και τον έδεσεν. Φώναξε και άλλους και τον πήραν από εκεί και τον πήγαν σε άλλο μέρος, όπου έδεσαν καλύτερα τις πληγές του, διότι τα παιδιά είχαν πολύ κουραστεί στην μεταφοράν, βοήθησεν αρκετή ώρα και ο Πελοπίδας. Όταν όμως τον ξεκίνησαν, ο Ηλίας ρώτησεν γι... σανε... να τον πάρουν, καθώς και... μίλαγεν. Αυτό δεικνύει πως... ποτα εσωτερικόν και υπάρχουν... ντόμου θεραπείας.
Πάντως ο...
...θα μας πληροφορεί πως θα
...μου, πήγε, έβγαλε πατάτες
..την Ταξιαρχίαν και φεύγουμε
...ήγαμε. Ο Αργύρης είχε φκιάξει
...φάγαμε και κοιμηθήκαμε
...Ο Γαζής με τους άλλους έφερναν
...είκοσι περίπου. Έσφαξαν ένα
...και έφαγεν
[Εδώ τελειώνει το γραφτό του Μήτσου Καραντζά]
[9.8.1948, Αύγουστος 1948]
(από το βιβλίο: Μήτσος Ηλ. Καραντζάς, Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙΙ, Βιβλιόραμα, 2004)