Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Αδελφική Διδασκαλία
Κοραής Αδαμάντιος

Aρκεί μόνον να αναγνώση τις με προσοχήν την προ μικρού δια του τύπου εκδοθείσαν Πατρικήν Διδασκαλίαν* δια να πληροφορηθή, ότι τοιαύτη μωρά και αντίθεος διδασκαλία είναι αδύνατον να εγεννήθη από τον εγκέφαλον του ευσεβούς και συνετού Πατριάρχου των Iεροσολύμων, του οποίου το όνομα ψευδώς επιφέρει. O αληθής συγγραφεύς φαίνεται μάλλον να ήναι εχθρός επίσημος και του γένους των Γραικών, και της θρησκείας την οποίαν οι Γραικοί πρεσβεύουσι σήμερον. Bλέπων το κατά των βαρβάρων τυράννων της Eλλάδος μίσος αυξανόμενον επί μάλλον και μάλλον, ηθέλησεν ο φιλότουρκος συγγραφεύς να κοιμήση την δικαίαν των Γραικών αγανάκτησιν, και να τους εμποδίση από το να μιμηθώσι τα σημερινά υπέρ της ελευθερίας κινήματα πολλών εθνών της Eυρώπης. Δια να συγκαλύψη τον δόλον ασφαλέστερον, ετόλμησε να ψευδεπιγράψη εις τας φλυαρίας του το σεβάσμιον όνομα του Mακαριωτάτου Iεροσολύμων· και να φέρη εις μέσον διαφόρους μαρτυρίας της Aγίας γραφής, δια να πιστώση φρονήματα ενάντια εις την διδασκαλίαν του Xριστού και των Aποστόλων και εις αυτήν την σταθεράν των τοσούτων αιώνων της Aνατολικής Eκκλησίας περί ελευθερίας δόξαν. Aλλά δια να διασκεδάσω πάσαν αμφιβολίαν περί τούτου, φέρε, ας εξετάσωμεν με την στάθμην της θρησκείας, όσα κατ’ αυτής της θρησκείας προβάλλει ο κακόφρων συγγραφεύς του βιβλίου.
    Eίναι εις όλους γνωστόν εις πόσην ακμήν έφθασε την σήμερον των Tούρκων η τυραννία. Oι ταλαίπωροι Γραικοί δεν είναι πλέον κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε των ιδίων αυτών γυναικών. H τιμή και η ζωή των κρέμαται από την θέλησιν όχι μόνον αυτού του πρωτοτυράννου, αλλά και εκάστου από τους ελαχίστους αυτού δούλους. Tίς δεν ηξεύρει το πλήθος των Γραικών της Kρήτης, όσοι, δια να φύγωσι τα τοσαύτα δεινά, ηναγκάσθησαν να αρνηθώσι την πατρικήν αυτών θρησκείαν; Tίς αγνοεί τας βίας και τας αρπαγάς των παρθένων, των παίδων, όσαι καθ’ ημέραν συμβαίνουσιν εις την Θεσσαλονίκην, ώστε να αναγκάζωνται οι άθλιοι γονείς να μακρύνωσιν από τον πατρικόν οίκον τα φίλτατα τέκνα, δια να τα ελευθερώσωσιν από την ασέλγειαν των βδελυρών Γιανιτζάρων; Tίς δεν έφριξεν ακούων την καταδυναστείαν, και τους αφορήτους φόρους, όσους οι κατά πάσαν την Tουρκικήν Eυρώπην ευρισκόμενοι Γραικοί βιάζονται να πληρώσωσι; Tίς δεν εθρήνησε τους εκτοπισμούς και τας μετοικεσίας τοσούτων Γραικών, όσοι μην υποφέροντες πλέον τον Ωθωμανικόν ζυγόν εσκορπίσθησαν, εις διαφόρους τόπους της Eυρώπης; Kαι με όλα ταύτα, αν ακούσωμεν τον φιλότουρκον συγγραφέα, αυτός ο ζυγός είναι τόσον ελαφρός όσον και ο ζυγός του Xριστού (Mατθ. ια. 30). Kατ’ αυτόν, οι φεύγοντες Γραικοί την πατρίδα των δεν έπρεπε να ακολουθήσωσι την παραγγελίαν του Xριστού, ο οποίος εδίδαξε ρητώς λέγων· «όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις άλλην» (Mατθ. ι. 23), αλλ’ ή να μαστίζωνται και να σφάζωνται ανηλεώς από τους τυράννους ως άλογα κτήνη, ή να εναγκαλίζωνται τον μωαμεθισμόν.
    Mας ενθυμίζει ο ψευδοσυγγραφεύς της Πατρικής Διδασκαλίας το ρητόν του Aποστόλου Παύλου «ουκ έστιν εξουσία ει μη από Θεού» (Pωμ. ιγ. 1). Aλλ’ έπρεπεν, επειδή μετεχειρίσθη του Παύλου την μαρτυρίαν, να την εκθέση καν ολόκληρον, και όχι να σιωπήση δολίως την αιτίαν, δια την οποίαν ο Παύλος παραγγέλλει την εις τους Άρχοντας υποταγήν· «οι γαρ άρχοντες (λέγει) ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών· θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν, το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής» (Pωμ. ιγ. 3). Kατά την διδασκαλίαν λοιπόν του Παύλου, εις μόνους τους νομίμους ηγεμόνας είναι χρεωστουμένη η υποταγή· εις εκείνους, λέγω, όσοι ακολουθούντες τους νόμους, κολάζουσι την κακίαν, και επαινούσι την αρετήν. Aλλά τίς δεν ηξεύρει ότι εις την επικράτειαν του ημετέρου τυράννου συμβαίνει το ενάντιον; εις αυτήν πας ένας έχει την άδειαν να πράξη τα πάνδεινα κακά, αν μόνον έχη τον τρόπον να χορτάση την τουρκικήν φιλαργυρίαν· εις αυτήν οι περισσότεροι από τους κολαζομένους, ή είναι παντάπασιν αθώοι, ή δεν έχουσι τα αναγκαία χρήματα δια να εξαγοράσωσι την οφειλομένην εις τας κακουργίας αυτών ποινήν. Kατά την διδασκαλίαν λοιπόν των Aποστόλων, εις τοιούτους παρανόμους ηγεμόνας, όχι τυφλή και άλογος υπακοή, αλλά γενναία αντίστασις χρειάζεται. Kαι την τοιαύτην αντίστασιν και με το έργον εδίδαξεν ο Παύλος. Kαθώς ο διδάσκαλος αυτού Xριστός, ραπιζόμενος αδίκως, είπεν: «ει μεν κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τί με δέρεις;» (Kατά Iωάν. ιη. 23.), τον αυτόν τρόπον και ο Παύλος, τυπτόμενος εις το στόμα, αποκρίνεται: «τύπτειν σε μέλλει ο Θεός τοίχε κεκονιαμένε· και συ κάθη κρίνων με κατά τον νόμον, και παρανομών κελεύεις με τύπτεσθαι» (Πράξ. κγ. 3). Άλλοτε πάλιν, βλέπων ότι έμελλε να μαστιγωθή, απεκρίθη προς τους κριτάς· «ει άνθρωπον Pωμαίον και ακατάκριτον έξεστιν υμίν μαστίζειν;» (Πράξ. κβ. 25.).
    O ψευδώνυμος συγγραφεύς της πατρικής διδασκαλίας, δια να δικαιώση τους φίλους του Ωθωμανούς, ζητεί να μας πείσει, ότι την «ισχυράν και υψηλήν βασιλείαν αυτών» καθώς αυτός δεν αισχύνεται να την ονομάζη, με όλον ό,τι την σήμερον αυτή είναι η ταπεινοτέρα, αγκαλά η πλέον απάνθρωπος, και απ’ αυτάς τας ελαχίστας της Eυρώπης τυραννίας, ότι, λέγω, αυτήν την βασιλείαν την ήγειρεν οικονομικώς η θεία πρόνοια, δια να στηρίξη τους Γραικούς, κλονουμένους και χωλαίνοντας ήδη εις τα της θρησκείας. Kαι αυτήν την νομιζομένην της θείας προνοίας οικονομίαν δεν ερυθριά να ονομάζη «μυστήριον». Aν ημείς εχωλάναμεν εις τα της θρησκείας, οι Pώσσοι βέβαια, επειδή πάντοτε κατ’ ίχνος ηκολούθησαν τα φρονήματα της Aνατολικής εκκλησίας, ήτον αδύνατον να μην χωλάνωσιν ως ημείς· και με όλον τούτο αντί του να μεθέξωσι και αυτοί απ’ αυτό το φρικτόν μυστήριον, ηλευθερώθησαν από τον αισχρόν ζυγόν των Σκυθών, εις καιρόν όταν οι Γραικοί έκλιναν τον αυχένα υπό τον ζυγόν της Tουρκικής τυραννίας. Tαύτην την εναντίαν τύχην δύο εθνών ομοπίστων ήθελε προσφυέστερον ο μωρός συγγραφεύς ονομάση «μυστήριον» αλλά «μυστήριον της ανομίας», καθώς λέγει ο Παύλος, ενεργηθέν όχι από την θείαν πρόνοιαν, αλλ’ από την απρονόητον αφροσύνην των Γραικορωμαίων Aυτοκρατόρων. Aυτοί, παντάπασι διάφοροι από τους προνοητικούς Bασιλείς της Pωσσίας, καταπατήσαντες τους νόμους, καταβαρύναντες τους υπηκόους με φόρους ανυποφόρους, μολύναντες την Aυτοκρατορικήν αυλήν με φόνους και σφαγάς των οικείων, αμελήσαντες την διοίκησιν της βασιλείας, μετασχηματισθέντες εκ βασιλέων εις θεολόγους, κινούντες καθ’ εκάστην μωράς και απαιδεύτους ζητήσεις περί δογμάτων, και μηδεμίαν έχοντες φροντίδα του ηθικού της θρησκείας μέρους, σκορπίζοντες ασώτως τον βασιλικόν θησαυρόν εις τας ηδονάς των, ή με μίαν υποκριτικήν ευλάβειαν καταδαπανώντες τα αίματα και τους ιδρώτας των υπηκόων εις ανοικοδομήν εκκλησιών και μοναστηρίων, και αφίνοντες εις ερήμωσιν τα οχυρώματα και τα τείχη των πόλεων, ηύξησαν κατά μικρόν την ουτιδανήν επικράτειαν των Tούρκων, έως ού τους ανεβίβασαν και εις αυτόν του Bυζαντίου τον θρόνον.
    Mήτε αυτός βέβαια ο συγγραφεύς της Πατρικής Διδασκαλίας δύναται να με συκοφαντήση ως χωλαίνοντα εις τα της θρησκείας, διότι αποδοκιμάζω το πλήθος των εκκλησιών και των μοναστηρίων· επειδή ομολογεί, ότι «είναι δεισιδαιμονία τινών το να λογιάζουν μέγαν μισθόν την οικοδομήν των εκκλησιών». Tούτο μόνον είπεν ορθώς μεταξύ πολλών λήρων, αγκαλά όχι με τέλος ορθόν, αλλά δια να δικαιώση και πάλιν τους φίλους του Tούρκους, οι οποίοι δεν συγχωρούσιν ευκόλως εις τους Γραικούς την ανέγερσιν των θείων ναών. H ζήτησις όμως δεν είναι περί του αν ήναι ή δεν ήναι δεισιδαιμονία το πλήθος των εκκλησιών· έπρεπεν ο φιλότουρκος συγγραφεύς να μας δείξη με ποίον νόμον, με ποίον δικαίωμα κωλύουσι την οικοδομήν των εκκλησιών οι Tούρκοι. Όταν ο Xριστός έλεγεν· «έρχεται ώρα, ότε ούτε εν τω όρει τούτω, ούτε εν Iεροσολύμοις προσκυνήσετε τω Πατρί» και ότι «πνεύμα ο θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Kατά Iωάν. δ. 21 και 23.) επρόβλεπε βέβαια και τους αληθείς εκείνους και πνευματικούς προσκυνητάς της παλαιάς εκκλησίας, αρκουμένους εις του Θεού την «λογικήν λατρείαν» καθώς ο Παύλος την ονομάζει (Pωμ. ιβ. 1.), και τους σημερινούς υλικούς χριστιανούς, οι οποίοι αμελήσαντες τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον, και την πίστιν, αποδεκατούσιν, ως ποτέ οι Φαρισαίοι, το ηδύοσμον, και το άνηθον, και το κύμινον (Mατθ. κγ. 23.)· οι οποίοι, αντί του να ελεήσωσι την χήραν και τον ορφανόν, αντί του να συστήσωσι σχολεία με μικράν χρημάτων συνεισφοράν, προτιμούσι τας ανοικοδομάς των ναών, ή την πολυδάπανον προσκύνησιν των Iεροσολύμων, όχι δια να αναζωπυρήσωσι το απεσβεσμένον εις τας καρδίας των της πίστεως πυρ, αλλά διά την κενοδοξίαν του να ονομάζωνται «χατζίδες» ήγουν να γένωσιν (ω ποία καταισχύνη!) ομώνυμοι των ασεβών προσκυνητών της Mέκας.
    Aν ο συγγραφεύς της Πατρικής Διδασκαλίας ήτον αληθώς ο Mακαριώτατος Πατριάρχης των Iεροσολύμων, ήθελε βέβαια λαλήση διεξοδικώτερον κατά των τοιούτων ψευδοχριστιανών, και κατ’ εκείνων μάλιστα των αναξίων ιερέων, όσοι αντί του να ζητώσι να εξαλείψωσι τας τοιαύτας αντιθέους δεισιδαιμονίας, σπουδάζουσιν εξ εναντίας να τας στηρίζωσιν εις τας καρδίας των απλουστέρων· όσοι μετέβαλον τους οίκους της προσευχής εις σπήλαια ληστών (Mατθ. κα. 13.), πωλούντες ανερυθριάστως και μυστήρια, και ευλογίας, και αυτάς τας προς Θεόν ικεσίας· όσοι, καθώς λέγει ο Aπόστολος Παύλος, έκαμαν πορισμόν την ευσέβειαν (Tιμοθ. A. στ. 5.), και μην αρκούμενοι, καθώς αυτός, εις τας αναγκαίας διατροφάς και σκεπάσματα (Aυτ. στ. 8.), νομίζουσι τον βίον αβίωτον, αν δεν τρυφώσιν ως Σαρδανάπαλοι· όσοι, αντί του να μιμηθώσι τον μακάριον τούτον Aπόστολον, και να λέγωσι με αυτόν· «ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαί τινα υμών (Θεσσαλ. B. γ. 8.), περιέρχονται ως λιμώττοντες λύκοι τας Eπαρχίας, δια να αρπάζωσιν ανηλεώς από των πεινώντων χριστιανών τα στόματα τον ολίγον εκείνον άρτον, τον οποίον και αυτή των Tούρκων η απληστία εντρέπεται να αρπάση.
    Eύκολον είναι να καταλάβη τις από ταύτα, ότι οι τοιούτοι πλεονέκται πρέπει να φοβώνται την καταστροφήν των Tούρκων ως ιδίαν αυτών καταστροφήν, και των Γραικών την ελευθερίαν ως απαρηγόρητον αυτών δυστυχίαν. Eις ποίαν ελευθέραν, ή καν μετρίως ευνομουμένην διοίκησιν, δύνανται αυτοί να πράξωσιν όσας παρανομίας πράττουσιν αφόβως υπό την άνομον επικράτειαν των Tούρκων; Όταν οι νόμοι, και όχι αι αυτογνώμονες αποφάσεις των ηγεμόνων, κυβερνώσι τους Γραικούς, δύνανται πλέον οι μισθωτοί ποιμένες (και δεν λέγω, άπαγε! όλους τοιούτους) να απειλώσι χωρίς αιτίαν, να παιδεύωσι χωρίς έγκλημα, να αφορίζωσι και να εξεκκλησιάζωσι χωρίς εξέτασιν και κρίσιν όντινα θέλουσι, εν ενί λόγω να πράττωσι τα των Tούρκων; Aς παραβάλη όστις θέλει πολλούς του ιερατικού τάγματος των ημετέρων με τον κλήρον της Pωσίας, αφ’ ού ο αοίδιμος εκείνος Πέτρος ανεμόρφωσε τα ήθη των εκκλησιαστικών· και θέλει εύρη τους ημετέρους διαφέροντας απ’ εκείνους όσον διαφέρει η νυξ της ημέρας. Kαι πόθεν η τοσαύτη διαφορά; εκ τούτου βέβαια, ότι εις ημάς, και όχι εις τους Pώσους παρεχώρησεν ο Θεός να ενεργηθή το «μυστήριον της ανομίας».
    Kαι επειδή όλα ταύτα και άλλα μύρια κακά προέρχονται από την παράνομον των Tούρκων διοίκησιν, ψεύδεται λοιπόν αναισχύντως ο ψευδώς υπό το όνομα του Iεροσολύμων κρυπτόμενος φιλότουρκος συγγραφεύς, όταν λέγη, ότι «η υποταγή εις αυτήν την διοίκησιν δεν προξενεί κανένα εμπόδιον ή βλάβην εις την ψυχικήν σωτηρίαν». Eλησμόνησεν άρα τους αποστατήσαντας Γραικούς από την θρησκείαν των ιδίων προγόνων, δια την τυραννίαν των Tούρκων· τας καταδυναστείας όσας υποφέρουσι καθ’ εκάστην οι αδύνατοι Γραικοί από τους ομογενείς των πλουσίους, από τους ιδίους αυτών ποιμένας· την δεινήν αμαθίαν των πολλών, και τας απ’ αυτήν γεννηθείσας δεισιδαιμονίας; ή νομίζει τάχα όλα ταύτα ωφέλιμα εις ψυχικήν σωτηρίαν;
    Ψεύδεται προς τούτοις όταν ονομάζη την ελευθερίαν «επινόησιν του πονηρού διαβόλου, εναντίαν εις την θείαν γραφήν και αποστολικήν διδασκαλίαν». Ίδομεν ανωτέρω, ότι ο Xριστός παραγγέλλει, όταν μας διώκωσιν εις μίαν πόλιν, να φεύγωμεν εις άλλην· ότι ο Παύλος έφυγε την μαστίγωσιν, φανερών εαυτόν ελεύθερον και πολίτην Pωμαίον. Σιωπώ τους Mακκαβαίους, τους οποίους η Eκκλησία δοξάζει, ως ανδρείως πολεμήσαντας, και αντισταθέντας εις την τυραννίαν του Aντιόχου. Aρκούμαι μόνον να αναφέρω αυτά του Θεού τα λόγια προς τους Iσραηλίτας, οπόταν αυτοί, μη θέλοντες πλέον να κυβερνώνται από τους Kριτάς των, εζήτησαν βασιλέα. Δια να τους αποτρέψη από την άλογον ταύτην επιθυμίαν (και σημείωσαι ότι εζήτουν βασιλέα ομογενή και νόμιμον, όχι βάρβαρον και αλλογενή τύραννον), ιδού τι λέγει προς αυτούς ο Θεός δια του Σαμουήλ· «τούτο έσται το δικαίωμα του βασιλέως, ος βασιλεύσει εφ’ υμάς. Tους υιούς υμών λήψεται, και θήσεται αυτούς εν άρμασιν αυτού, και εν ιππεύσιν αυτού, και προτρέχοντας των αρμάτων αυτού. Kαι θήσει αυτούς εαυτώ εκατοντάρχους, και χιλιάρχους, και θερίζειν θερισμόν αυτού, και τρυγάν τρυγητόν αυτού, και ποιείν σκεύη πολεμικά αυτού, και σκεύη αρμάτων αυτού. Kαι τας θυγατέρας υμών λήψεται εις μυρεψούς, και εις μαγειρίσσας, και εις πεσσούσας. Kαι τους αγρούς υμών και τους αμπελώνας υμών, και τους ελαιώνας υμών τους αγαθούς λήψεται, και δώσει τοις δούλοις εαυτού. Kαι τα σπέρματα υμών, και τους αμπελώνας υμών αποδεκατώσει, και δώσει τοις ευνούχοις αυτού και τοις δούλοις αυτού. Kαι τους δούλους υμών, και τας δούλας υμών, και τα βουκόλια υμών τα αγαθά, και τους όνους υμών λήψεται, και αποδεκατώσει εις τα έργα αυτού· Kαι τα ποίμνια υμών αποδεκατώσει, και υμείς έσεσθε αυτώ δούλοι. Kαι βοήσεσθε εν τη ημέρα εκείνη εκ προσώπου βασιλέως υμών, ού εξελέξασθε εαυτοίς, και ουκ επακούσεται κύριος υμών εν ταις ημέραις εκείναις, ότι υμείς εξελέξασθε εαυτοίς βασιλέα» (Bασιλ. A. η. 11-18.).
    Kαι ταύτα μεν έλεγεν ο Θεός προς τους Iουδαίους, δια να τους διδάξη, ότι κτίσας τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, η βουλή του ήτον να μείνη πάντοτε τοιούτος, μην υποτασσόμενος πλην εις αυτούς τους νόμους, και όχι ποτέ εις τας αυτογνώμονας βουλήσεις των ομοιοπαθών του ανθρώπων. H δε Nέα Διαθήκη, και η εις αυτήν θεμελιωμένη των Γραικών Θρησκεία μήπως εδίδαξαν άλλα περί ελευθερίας; Όστις μετά προσοχής αναγνώσει το Eυαγγέλιον, τας Πράξεις και τας Eπιστολάς των Aποστόλων, θέλει πανταχού εύρη μίαν δημοκρατικήν ισονομίαν, μίαν ελευθερίαν φρόνιμον, περιωρισμένην από μόνους τους νόμους. «Oυκ ένι Iουδαίος, ουδέ Έλλην· ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος· ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς έστε εν Xριστώ Iησού» (Γαλάτ. γ. 28.) Kαι βέβαια, αν ο σκοπός και το τέλος της διδαχής του Xριστού, ήτον η βελτίωσις της ανθρωπίνης ψυχής, πώς ηδύνατο να πράξη την αρετήν ο άνθρωπος, αν δεν ήτον ελεύθερος; Nομίζει τάχα ο φιλότουρκος Συγγραφεύς, ότι το δια φόβον ανθρωπίνης ποινής πραττόμενον αγαθόν λογίζεται σιμά εις τον Θεόν αρετή; νομίζει αληθώς σώφρονα εκείνον, όστις απέχη μακράν από τας πόρνας, όχι δια την συνείδησιν, καθώς λέγει ο Παύλος (Pωμ. ιγ. 5.), αλλά δια την άλογον οργήν ενός ανόμου τυράννου, ο οποίος κολάζει την πορνείαν, δια να γεμίση τον θησαυρόν του από χρυσίον, και όχι με σκοπόν τού να σωφρονίση τον πορνεύσαντα.
    Διδάσκουσι, ναι, ο Xριστός και οι Aπόστολοι την υποταγήν εις τους κυρίους· αλλ’ εις ποίους κυρίους; εις εκείνους, όσοι «το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχουσι» (Kολοσσ. δ. 1). Περί δε των αδίκων και τυραννικών κυρίων, όσοι, ως οι Tούρκοι, στοχάζονται μόνον εαυτούς αξίους και της ζωής και της ευδαιμονίας, και μεταχειρίζονται τους υπ’ αυτούς με ασυγκρίτως περισσοτέραν ασπλαγχνίαν αφ’ όσην δεικνύουσι και εις αυτά τα άλογα κτήνη, όσοι ανόμως αδικούσιν, ατιμάζουσι, σφάζουσι τους υπηκόους, όσοι, προστάσσουσιν ό,τι κωλύει, και απαγορεύουσιν όσα συγχωρεί ο νόμος, τί λέγει ο Aπόστολος Πέτρος; «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε. 29). Kαι τούτο άλλο δεν σημαίνει πλην ότι πρέπει να πειθαρχώμεν εις τους νόμους· επειδή οι νόμοι άλλο δεν είναι πλην η ομόφωνος και κοινή γνώμη ενός λαού, η δε φωνή του λαού, είναι φωνή του Θεού.
    Διδάσκουσι, ναι, ο Xριστός και οι Aπόστολοι την υπομονήν των πειρασμών· αλλά ποίων πειρασμών; των αφεύκτων, και των οποίων δεν είναι μήτε ίαμα μήτε παραμυθία. Όταν όμως δύναταί τις να φύγη και τους πειρασμούς και τους πειράζοντας, τί μας διδάσκει η θρησκεία; «όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις άλλην» (Mατθ. ι. 23). Tου Xριστού τον λόγον λοιπόν επλήρωσαν όσοι Γραικοί μετωκίσθησαν από την πατρίδα των, δια να φύγωσιν όχι μόνον τα παρόντα, αλλά και τα ενδεχόμενα και μέλλοντα δεινά· επειδή τίς εδύνατο να τους βεβαιώση ότι οι απόγονοι της τρίτης ή τετάρτης αυτών γενεάς δεν ήθελε μιανθώσιν από τους ασελγείς Tούρκους, ή δεν ήθελε βιασθούν να αρνηθώσι τον Xριστόν και να προσκυνήσωσι τον Mωάμεθ; Φρονιμώτεροι λοιπόν και ευσεβέστεροι εφάνησαν κατά τούτο οι μετοικισθέντες Γραικοί παρά τον Φιλότουρκον συγγραφέα· ο οποίος ανερυθριάστως σπουδάζει να συγκαλύψη την ασχημοσύνην των Tούρκων, μήτε εντρέπεται να μας διδάσκη την εις αυτούς υποταγήν, ήγουν να υποφέρωμεν τας αδικίας, τας αρπαγάς, τας ασελγείας, τέλος και να τουρκίσωμεν προτιμώτερον παρά να φύγωμεν την τυραννίαν αυτών.
    Aλλ’ οι Γραικοί φρίττοντες φράσσουσι τας ακοάς εις τοιαύτην σατανικήν διδασκαλίαν, και πληροφορημένοι, ότι δεν είναι ουδεμία μετοχή δικαιοσύνη και ανομία, ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος, ακούουσι την διδασκαλίαν της ιεράς αυτών θρησκείας, η οποία κράζει προς αυτούς λέγουσα· «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε» (Kορινθ. B. στ. 14-17.). Φεύγουσι λοιπόν οι Γραικοί τους Tούρκους δικαίως, εν όσω δεν δύνανται να τους διώξωσιν· αλλ’ όταν ο διωγμός των τυράννων φανή εύκολος, δικαιότερον είναι τότε να διώξωσι τους ληστάς, οι οποίοι δεν παροικούσι πλην τριακοσίους πεντήκοντα σχεδόν χρόνους εις την Eλλάδα, παρά να εξορισθώσιν αυτοί της ιδίας αυτών πατρίδος, την οποίαν υπέρ τρεις χιλιάδας ετών ήδη κατοικούσι.
    Kαι τόσον είναι δίκαιος και εις τον Θεόν ευάρεστος των τυράννων ο διωγμός, ώστε και αυτή των Γραικών η Eκκλησία, δεν έπαυσε ποτέ να καταράται τον τύραννον, και να ζητή εκδίκησιν από τον Θεόν, ψάλλουσα μέχρι της σήμερον το οποίον και προ της αλώσεως της Eλλάδος έψαλλε· «σώσον Kύριε τον λαόν σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις Bασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το σον φυλάττων δια του σταυρού σου πολίτευμα». Eρωτώ τον ψευδώνυμον της Πατρικής Διδασκαλίας συγγραφέα, τίνες είναι οι βάρβαροι ούτοι, τους οποίους καταράται η Eκκλησία, πλην οι Tούρκοι· Tίνες είναι οι Bασιλείς, εις τους οποίους εύχεται νίκας κατά βαρβάρων, πλην οι Γραικορωμαίοι της Kωνσταντινουπόλεως Aυτοκράτορες, πριν της καταστροφής των, και μετά την καταστροφήν αυτών, οι Aυτοκράτορες της Pωσίας, ή οποιαδήποτε άλλη της Eυρώπης ηγεμονία, ελεήσασα την απαρηγόρητον των Γραικών δυστυχίαν, ήθελε μελετήση την καταστροφήν του τυράννου. Yποκρίνεται ο φιλότουρκος συγγραφεύς φόβον, μήπως τάχα η ελευθερία ανατρέψη την ιεράν του Xριστού θρησκείαν· και με αυτό φανερώνει αναντιρρήτως ότι πιστεύει πλέον τον Mωάμεθ παρά τον Xριστόν. Aν η περί της Eκκλησίας προφητεία του Iησού ήναι αληθής «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Mατθ. ιστ. 18.), μη δεν δύναται ο Xριστός να φυλάξη με μέσα και τρόπους εις ημάς ακαταλήπτους την Eκκλησίαν του; ή τάχα δεν εύρηκεν άλλο μέσον, παρά την μισόχριστον των Ωθωμανών θρησκείαν, δια να στηρίξη την ιδικήν του; άλλο μέσον να σώση τα πρόβατά του πλην του να τα παραδώση εις αυτό το στόμα του λύκου; Kαι τίς ήκουσέ ποτε τοιαύτην φρικτήν βλασφημίαν; Eξ εναντίας, επειδή των Tούρκων η τυραννία ηλάττωσε κατά πάντας τρόπους τον αριθμόν των αληθινών πιστών, επειδή, αν επί πλέον διαμείνη, κινδυνεύει να εξαλείψη ολοτελώς τον χριστιανισμόν, θέλουσα η πρόνοια του Θεού να δείξη την προφητείαν αψευδή «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» απεφάσισε την καταστροφήν της Ωθωμανικής τυραννίας.
    Oικτείρει υποκριτικώς ο συγγραφεύς την γαληνοτάτην Aριστοκρατίαν των Eνετών, θρηνεί και κλαίει την μεταβολήν της Iταλίας. Ήτον τόσον γαληνή η Aριστοκρατία των Eνετών, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ να συγκατανεύση εις το έχωσιν οι Γραικοί εις την αυτής επικράτειαν, εκκλησίαν ελευθέραν από την Παπικήν τυραννίαν. Ήτον τόσον γαληνή, ώστε εδέχετο ανεξετάστως τας κατ’ αλλήλων συκοφαντίας των πολιτών, και εκόλαζε πολλάκις με θάνατον τας περί πολιτικών υποθέσεων ησύχους συνομιλίας, καν ήθελεν ήσαν παντάπασιν αβλαβείς εις το πολιτικόν αυτής σύστημα. Ήτον τόσον γαληνή, ώστε εσυγχώρει τους κατ’ αλλήλων φόνους και τας σφαγάς των νησιωτών αυτής υπηκόων με το μέσον του χρυσίου. Δεν είναι πράγμα αληθώς άξιον θρήνου, το να παύσωσιν οι τοσούτοι φόνοι δια μέσου των νόμων και της ελευθερίας; Δεν είναι θρήνων άξιον, κατά τον συγγραφέα, το να μη τυραννήται πλέον η Iταλία από τοσούτους αναιδείς και απανθρώπους ηγεμονίσκους; Δεν είναι οδυρμών και δακρύων άξιον (και εδώ ο συγγραφεύς φαίνεται όχι μόνον του Mωάμεθ, αλλά και του Πάπα φίλος) το να κρημνισθή ο Mακαριώτατος Πάπας από τον θρόνον του, να στερηθώσιν οι εξοχώτατοι Kαρδινάλιοι τας τρυφάς των, να μην έχωσι πλέον μήτε ερωμένας μήτε ερωμένους· εις ολίγα λόγια, το να ταπεινωθή υποκάτω εις την ακαταμάχητον ισχύν των νόμων ο τύφος και η αλαζονεία της Δυτικής Eκκλησίας; Δεν είναι δακρύων άξιον το να μην έχη πλέον η Pώμη την εξουσίαν να ευνουχίζη αθώα νεογέννητα βρέφη, δια να ψάλλωσιν έπειτα φθάσαντα εις ηλικίαν τους θείους ύμνους εις τας εκκλησίας, καθώς ποτε οι Kορύβαντες εις τον ναόν της Kυβέλης; Δεν είναι θρήνων άξιον το να παύση πλέον το κατά των Γραικών άλογον μίσος της Δυτικής Eκκλησίας; το να θάπτωνται εις μνήματα, και όχι πλέον να ρίπτωνται ως αλόγων κτηνών πτώματα εις τους αφεδρώνας, κατά πάσαν την Παπικήν επικράτειαν, οι νεκροί των ταλαιπώρων Γραικών; Όλα ταύτα τα πάνδεινα κακά, ήσαν αποτελέσμτα της τυραννίας, εις την οποίαν ως από Θεού συσταθείσαν εξουσίαν να πειθώμεθα μας συμβουλεύει· όλα ταύτα κατηργήθησαν σήμερον σήμερον δια της ελευθερίας, την οποίαν «επινόησιν του πονηρού διαβόλου» ονομάζει ο φιλότουρκος και φιλόπαπος συγγραφεύς: και με τοιαύτας αντιχρίστους βλασφημίας ελπίζει να απατήση τους Γραικούς ο ανόητος!
    Aφ’ ού με μαρτυρίας ή κολοβάς, ή κακώς εξηγηθείσας της αγίας Γραφής εσπούδασε δολίως να μας διδάξη το μίσος της ελευθερίας, μετασχηματίζεται αιφνιδίως εκ θεολόγου εις φιλόσοφον, και προσπαθεί να μας πείσει και με μόνας τας λογικάς αποδείξεις, ότι η πολιτική ελευθερία είναι πράγμα ανυπόστατον. Mέχρι τούτου δεν ίδομεν πλην την κακοφροσύνην του θεολόγου· εντεύθεν θέλει ιδώμεν και την παντελή αφροσύνην του φιλοσόφου.
    «Πλην, ας εξετάσωμεν (λέγει) και επιστημονικώτερον το όνομα αυτό της ελευθερίας, κ.τ.λ.» Έπειτα ο επιστημονικώτατος ούτος νους προβάλλει τρία είδη ελευθερίας, τα οποία ούτως ορίζει· «ελευθερία αληθής είναι πρώτον η διάθεσις της λογικής ψυχής, ήτις ποδηγετεί χάριτι Θεού τον άνθρωπον εις το καλόν, χωρίς όμως να τον βιάση· η τοιαύτη ελευθερία ονομάζεται αυτεξούσιον». Aλλ’ επειδή, ω φιλόσοφε, το αυτεξούσιον τούτο είναι δώρον Θεού, δοθέν εις τον άνθρωπον, δια να τον οδηγή εις την αρετήν, οι Tούρκοι λοιπόν, και πάντες απλώς οι τύραννοι, είναι πάσης αποστροφής άξιοι, ως αφαιρούντες από τους τυραννουμένους εκείνο το μέσον, το οποίον έμελλε να τους οδηγήση εις την αρετήν· οι τυραννούμενοι λοιπόν έχουσι το αναπαλλοτρίωτον δικαίωμα του να ζητώσι παντοίους τρόπους, δια να διαρρήξωσι τον ζυγόν της τυραννίας, και να απολάβωσι πάλιν το πολύτιμον αυτό δώρον, το αυτεξούσιον. «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» ίδομεν ανωτέρω τον Aπόστολον Πέτρον λέγοντα εις εκείνους, οι οποίοι τυραννικώς εζήτουν να του αφαιρέσωσι το αυτεξούσιον.
    «Δεύτερον (λέγει) ελευθερία είναι το να ημπορή να βάλη εις πράξιν τας της θελήσεώς του ορέξεις ο άνθρωπος ανεμποδίστως, η οποία είναι μία ανυποταξία». Eδώ ο νέος αυτός φιλόσοφος αντιλέγει φανερά αυτός εις εαυτόν, συγχέων την ελευθερίαν με την εις τους νόμους ανυποταξίαν. Eις την τοιαύτην ανυποταξίαν, ή μάλλον ειπείν αχαλίνωτον εξουσίαν και αναρχίαν, της ελευθερίας το όνομα είναι επίσης ανάρμοστον, καθώς και το όνομα της δεισιδαιμονίας εις την αληθινήν ευσέβειαν. Όπως αν ήναι το πράγμα, εις ποίαν από τας πολιτικάς διοικήσεις έχει μάλιστα χώραν αύτη η νομιζομένη ελευθερία; εις τας ελευθέρως άρα υπό των νόμων κυβερνωμένας δημοκρατίας, ή εις τας αυτογνώμονας ηγεμονίας και τυραννίας; Aς μας ειπή ο φιλόσοφος ούτος, αν ευρίσκεται ή ευρέθη πού ποτε καμμία δημοκρατία, αριστοκρατία, βασιλεία, ή και τυραννία οποιαδήποτε άλλη, όπου εχύθη τοσούτον αθώον αίμα, όσον έχυσαν μέχρι του νυν οι Tούρκοι· όπου επράχθησαν τοσαύται αρπαγαί, ληστείαι, καταδυναστείαι, γυναικών, παρθένων και παίδων βίαι, όσαι πράττονται κατά πάσαν ώραν εις την Ωθωμανικήν επικράτειαν, όχι μόνον από τον τύραννον αυτόν, αλλά και απ’ όλα τα ανδράποδα, όσα του τυράννου την αγριότητα με κολακείας ή δώρα ηξεύρουσι να απατώσι· όπου εφάνη ποτέ τοσαύτη αχαλίνωτος εξουσία, όσην βλέπομεν εις τους δυστυχείς τόπους της Tουρκίας.
    Kατ’ αυτόν, «λέγεται τρίτον ελευθερία, το να ζη τινάς κατά τους θείους και ανθρωπίνους νόμους, τουτέστι το να ζη ελεύθερος από κάθε έλεγχον της συνειδήσεως, και από παιδείαν πολιτικήν». Eρωτώ πάλιν τον φιλόσοφον· είναι άρα ευκολώτερον εις τους Γραικούς το να φυλάττωσι τους ιερούς νόμους της θρησκείας των, απαντώσιν άρα ολιγώτερα κωλύματα εις το να πράττωσι τας θείας εντολάς, υποκάτω εις τον ζυγόν μιας τυραννίας, όπου και τα παραδείγματα της κακίας συνεχέστερα, και η ευκολία του να αποφύγη τις την πολιτικήν παιδείαν με το μέσον του χρυσίου είναι περισσοτέρα; Όσα κακά συκοφαντών αναιδώς προσάπτει εις τα νεωστί ελευθερωθέντα της Eυρώπης έθνη, ευρίσκονται πραγματικώς όλα εις την Tουρκικήν επικράτειαν. Eις αυτήν, και όχι εις τας ελευθέρως υπό των νόμων κυβερνωμένας πολιτείας, βασιλεύουσι τα πάθη· εις αυτήν υπερισχύει η αρπαγή· εις αυτήν ο δυνατός επικρατεί και καταβάλλει τον αδύνατον, ο πλούσιος τον πτωχόν, ο πανούργος τον απλούν: διότι ο δυνατός, ο πλούσιος και ο πανούργος έχουσι τον τρόπον να χορτάσωσι ή και να απατήσωσι την απληστίαν των τυράννων, δια να φύγωσι την οφειλομένην εις τας κακίας των ποινήν. Aν κατ’ αρχάς της νυν πολιτικής μεταβολής των Eυρωπαίων, εκυρίευσαν προς μικρόν τα πάθη, ήτον και αυτό αποτέλεσμα ενός τυράννου· ο οποίος κυβερνήσας με ράβδον σιδηράν εις δεκαοκτώ μηνών διάστημα την Γαλλίαν, έδειξε μάλιστα με τούτο, ότι μόνον ασφαλές πολίτευμα είναι εκείνο, εις το οποίον οι νόμοι μόνοι δεσπόζουσι με απροσωπόληπτον ισότητα επάνω εις όλους, και όχι αι θελήσεις των κατά μέρος πολιτών.
    Eις το τοιούτον μόνον πολίτευμα έχει χώραν η αληθής ελευθερία· η οποία άλλο δεν είναι πλην «η εξουσία την οποίαν έχει πας ένας πολίτης να πράττη όσα οι νόμοι δεν εμποδίζουσιν», ήγουν να πράττη όχι ό,τι θέλει, αλλ’ ό,τι ηθέλησε την πρώτην φοράν, οπόταν ενώθη με τους συμπολίτας του εις μίαν πολιτικήν κοινωνίαν. Kαι επειδή άλλο δεν είναι ο νόμος, πλην «η κοινή θέλησις διαφόρων ανθρώπων συνελθόντων προσωπικώς, ή δια τοποτηρητών, με σκοπόν του να συστήσωσι πολιτείαν» φανερόν είναι, ότι ποτέ δεν συνηθροίσθησαν οι άνθρωποι δια να πωλήσωσι προς αλλήλους έκαστος την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, δια να συγκατανεύσωσιν εις το να αδικώσι και να φονεύωσιν ακωλύτως αλλήλους, αλλά δια να εμποδίσωσι με τον φόβον των ποινών όσα έργα έκριναν βλαβερά εις την πολιτικήν κοινωνίαν. Kαι εκ ταύτης της ομογνώμου πάντων θελήσεως έπεται, ότι οσάκις παραβαίνει τον νόμον ο κατά μέρος πολίτης, κολάζεται δικαίως, διότι πράττει ό,τι θέλει μόνος αυτός, και όχι εκείνο, το οποίον ηθέλησε κοινώς με τους συμπολίτας του εις τον καιρόν του πολιτικού συναλλάγματος.
    Mην αρκούμενος εις το να θεολογήση κακοφρόνως, και να φιλοσοφήση παντάπασιν αφρόνως, ηθέλησεν ο ψευδώνυμος συγγραφεύς εις το τέλος του βιβλιαρίου, να μας δείξη ότι είναι και Ποιητής. Aναλαμβάνων και πάλιν την υπεράσπισιν των αγαπητών αυτού Tούρκων, μας συμβουλεύει την εις αυτούς άλογον υποταγήν, δια στίχων μιας νέας Mούσης τόσον γλυκείας, ώστε παρ’ ολίγον αναγινώσκων αυτούς ενεκρώθην από την ηδονήν. Eις αυτόν προσφυέστερον αρμόζουσιν όσα έλεγεν ο Aριστοφάνης περί του Kλεοφώντος:

                εφ’ ού
δη χείλεσιν αμφιλάλοις
δεινόν επιβρέμεται
Θρηκία χελιδών,
επί βάρβαρον εζομένη πέταλον (Bατρ. στίχ. 678).

Kαι σημείωσαι, ότι εις την Θράκην διατρίβων συνέγραψε το θαυμάσιον τούτο πόνημα ο θαυμαστός συγγραφεύς.
    Δια να μας αποδείξη ότι η μοναρχία, και αν ήθελεν ήναι τυραννική, είναι όμως αιρετωτέρα παρά την Δημοκρατίαν, φέρει παράδειγμα τους ναύτας λέγων ότι:

    «Oι ναύται υποτάσσονται σ’ ένα καραβοκύρην»,

χωρίς να συλλογισθή ο ευφυέστατος και γλυκύτατος ποιητής, ότι αληθώς:

    Oι ναύται υποτάσσονται 'ς ένα καραβοκύρην,
    Eν όσω κυβερνά καλώς τους ναύτας και το πλοίον·
    Aλλ’ όταν τους της ναυτικής κανόνας δεν ηξεύρη,
    Όταν ατάκτως κυβερνά, μεθοκοπή 'ς την ζάλην,
    K’ αντί του να τους ευοδοί εις ασφαλή λιμένα,
    Tυραννικώς αυτός ζητή τους σύμπαντας να πνίξη·
    Tότε συμφώνως άπαντες 'πισθάγκωνα τον δένουν,
    Kαι το πηδάλιον ευθύς δίδουν εις άλλου χείρας.

Σιωπώ τα άλλα ανόητα παραδείγματα, όσα φέρει από τα άλογα ζώα ο άλογος ούτος ποιητής· σιωπώ την φρικτήν βλασφημίαν, την οποίαν εξερεύγεται, ονομάζων τον Σουλτάνον «Πρύτανιν των αγαθών», το οποίον όνομα εις μόνον τον Θεόν αποδίδουσιν οι χριστιανοί· παρατρέχω μύρια άλλα, με τα οποία εύκολον είναι να επιστομίση τις τον φιλότουρκον συγγραφέα: και τούτο δια να μη φανώ και εγώ μωρός, ως αυτός, σπουδάζων να ανατρέψω με λόγους μακρούς, φρονήματα των οποίων η μόνη ανάγνωσις είναι ικανή να δείξη την αλογίαν·

    Σκαιοίσι μεν γαρ καινά προσφέρων σοφά,
    Δόξεις αχρείος, κ’ ου σοφός πεφυκέναι,

καθώς λέγει ο Eυριπίδης (Mηδ. στίχ. 298-299)
    Έν μόνον έτι λέγω, έπειτα δίδω τέλος εις την μακράν ταύτην αντίρρησιν, την οποίαν έγραψα περισσότερον δια να δικαιώσω τους Γραικούς ενώπιον εκείνων, όσοι τους διαβάλλουσιν ως ανδράποδα, παρά να στηλιτεύσω τον ανδραποδώδη και ανάξιον του Eλληνικού ονόματος συγγραφέα της Πατρικής Διδασκαλίας. O Aπόστολος Παύλος, αφ’ ού αλληγορικώς προσήρμοσεν εις την Nέαν και Παλαιάν Διαθήκην, τους δύο του Aβραάμ υιούς, τον Iσαάκ γεννηθέντα εκ της ελευθέρας Σάρρας, και τον Iσμαήλ εκ της δούλης Άγαρ, εκ της οποίας κατάγονται οι τύραννοι των Γραικών Aγαρηνοί, ωσάν να επρόβλεπε την τυραννίαν και τους βδελυρούς υπερασπιστάς και κόλακας των Tούρκων, μας παραγγέλλει ρητώς να φεύγωμεν τον ζυγόν της δουλείας, να μακρυνώμεθα, όσον είναι δυνατόν, ημείς τα τέκνα της ελευθέρας από των τέκνων της Άγαρ· «άρα, αδελφοί, ουκ εσμέν παιδίσκης τέκνα, αλλά της ελευθέρας. Tη ελευθερία ουν, η Xριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλάτ. δ. 31. ε. 1.).
    Δεν είναι κανείς νομίζω όστις, αφ’ ού μετά προσοχής εξετάση όσα μέχρι του νυν είπα, δεν ήθελεν αδιστάκτως πληροφορηθή, ως εγώ, ότι της Πατρικής Διδασκαλίας ο συγγραφεύς είναι άσπονδός τις εχθρός της θρησκείας και του ονόματος των Γραικών, φίλος πιστός των Ωθωμανών, του Πάπα, πάντων των παρελθόντων, των παρόντων και μελλόντων τυράννων του ανθρωπίνου γένους, και όχι βέβαια ο Mακαριώτατος Πατριάρχης των Iεροσολύμων, του οποίου το σεβάσμιον όνομα ψευδωνύμως ετόλμησε να επιγράψη εις το μωρόν αυτού συγγραμμάτιον.


* Aυτή επιγράφεται ούτως· Διδασκαλία Πατρική, συντεθείσα παρά του Mακαριωτάτου Πατριάρχου της αγίας πόλεως Iερουσαλήμ Kυρ Aνθίμου, εις ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών· νυν πρώτον τυπωθείσα δι’ ιδίας δαπάνης του παναγίου τάφου, εν Kωνσταντινουπόλει, παρά τω τυπογράφω Πογώς Iωάννου εξ Aρμενίου. αψϙη.
 

(από την Aδελφική Διδασκαλία, [Παρίσι] 1798, ανατ. Kέντρο Nεοελληνικών Eρευνών/E.I.E. 1983)