Κάλυψη την ημέρα. Ακινησία και τσιμουδιά.
Και μόλις έπεφτε η νύχτα –ο μεγάλος αυτός προστάτης των ανταρτών– σηκωνόμαστε μουδιασμένοι, τρέχουμε «προς νερού μας» ή για τη μεγάλη ανάγκη, μισοτελειώνουμε βιαστικά και σπεύδουμε στο διπλανό χωραφόδρομο. Εκεί, με χαμηλές φωνές και φανερή νευρικότητα οι διοικητές πασχίζουν να συνάξουν και να συντάξουν, κάπως, το τμήμα τους.
Η εκκίνηση γίνεται, χωρίς στρατιωτικές τσιριμόνιες, χωρίς, καν, προσκλητήριο.
Ποιοι είναι παρόντες;
Πόσοι λείπουνε;
Ποιοι πέσανε στις τελευταίες μάχες; Ποιοι αποκόπηκαν, έμειναν στην Ελλάδα, κι έπεσαν στα χέρια «του προελαύνοντος κυβερνητικού στρατού»;
Καμιά από τις διοικήσεις των τμημάτων δεν το ’ξερε με ακρίβεια.
Ό,τι έγινε γνωστό, για «κάτι τέτοια», πολύ αργότερα, προέρχονταν από την άμεση αντίληψη των μαχητών που επέζησαν. Από πληροφορίες που δίναν στο διμοιρίτη ή το λοχαγό για τον Θεσσαλό συμμαχητή, που σκοτώθηκε από θραύσμα οβίδας πριν εγκαταλειφθεί το πολυβολείο. Ή για κείνον τον Ρουμελιώτη, σκοπευτή που, στην σύμπτυξη, ένας όλμος τον βρήκε στο πόδι και ήταν αδύνατο να διακομιστεί. Ή για κάποιον άλλον, επιστρατευμένο από χωριό της Μουργκάνας, που βραδυπορούσε και «δεν ξέρουμε αν το ’κανε ξεπίτηδες για να παραδοθεί» ή αν, εξαντλημένος πραγματικά, «κόπηκε» και λούφαξε κάπου για να τον βρουν, αργότερα, «οι άλλοι», όταν θα χτένιζαν την περιοχή…
Βαδίζουμε μέσα στη νύχτα, πάνω σ’ ένα στενό χωματόδρομο, σέρνοντας βαριά, νυσταγμένα τα βήματά μας. Ακολουθούμε αυτούς που τραβούσαν μπροστά. Ούτε «βάδην» ούτε «αναρτήσατε». Το όπλο –βαρύτερο τώρα από κάθε άλλη φορά– το κρατά ο καθένας κατά το πώς του ’ρχόταν βολικότερο: στο χέρι ή πεταμένο στον ώμο σα γκλίτσα, ή αφήνοντας να κρέμεται απ’ το αορτήρα –κάτι σχοινιά, με τα οποία το ’χαμε δεμένο.
Απομακρυνόμαστε από τα Αλβανο-ελληνικά σύνορα. Προχωρούμε προς το εσωτερικό της Αλβανίας. Όλα δείχνουν, πως διασχίζουμε παραμεθόρια ελεγχόμενη περιοχή. Έρημος ο δρόμος. Πουθενά ανθρώπινος οικισμός. Βουβός ο γύρω τόπος. Ούτε γάβγισμα σκυλιών που να φανερώνει προσέγγιση σε στάνη. Κανένα μακρινό φωτάκι. Καμιά ντόπια ψυχή. Το πυκνό σκοτάδι δεν αφήνει να διακρίνουμε ούτε στο βάθος ούτε στο πλάι υψώματα, λόφους, βουνά. Κάμπος, ισιάδι. Χωρίς, ίσως, καλλιέργεια στη γη.
Πού να βρίσκεται η κεφαλή της σιωπηλής φάλαγγας;
Πόσο πίσω απλώνεται η ουρά της;
Δεν μπορούσες να το προσδιορίσεις. Μόνο, πότε-πότε, καθώς έφτανε πίσω μας η ανταύγεια των φωτοβολίδων, που έριχνε ο κυβερνητικός στρατός, διέκρινες για λίγο το μπροστινό τμήμα της φάλαγγας, που έρποντας σαν τεράστιο μαυριδερό φίδι, έσερνε και μας πίσω του.
Πρέπει να ’μασταν πολλές εκατοντάδες αντάρτες…
Και κανείς δεν ξεστράτιζε, κανείς δεν κόταγε να βγει απ’ τη φάλαγγα, να σταθεί, να δει, να μελετήσει. Δυο-δυο, τρεις-τρεις, από διαφορετικές περιοχές και μονάδες, χωρίς να ξεχωρίζουμε φάτσες, βαδίζαμε πλάι-πλάι στο σκοτάδι, «άγνωστοι» μεταξύ μας, μα πολύ, πολύ δεμένοι με τα νήματα του χθεσινού δύσκολου αγώνα, σιωπηλά αλληλέγγυοι στο χτες και πιο αλληλέγγυοι στο άγνωστο που απλώνεται μπροστά μας.
Και βαδίζαμε.
Από άλλες κατευθύνσεις, σε ίδιους χωματόδρομους, άλλες φάλαγγες, την ίδια ώρα, διασχίζουν κι αυτές την έρημη παραμεθόριο Αλβανία, συντονίζουν την πορεία τους προς το εσωτερικό της χώρας.
Βαδίζουμε αργά, άρρυθμα, βαρυεστημένα.
Πόση ώρα;
Όλη τη νύχτα. Με μικρές, σύντομες στάσεις, που στη διάρκειά τους, δεν έπρεπε και πάλι να μιλάς φωναχτά, ν’ ανάψεις, αν έχεις, τσιγάρο. Αν σ’ έσφιγγε η ανάγκη, τα ’κανες βιαστικά στο χείλος του δρόμου, κι έμπαινες πάλι τρέχοντας, στη σειρά.
Άρχισε να ξημερώνει.
Είχαμε διεισδύσει αρκετά βαθιά στο εσωτερικό της χώρας. Διακρίνονται καλαμποκιές κι άλλες απροσδιόριστες καλλιέργειες. Μακρινά γαβγίσματα σκυλιών, δείχνουν πως πλησιάζουμε κατοικημένο χώρο.
Πίσω μας και στο βάθος στην πρωινή καταχνιά, μόλις διακρίνονται οι κορφές της Πίνδου.
Σταματούμε για μια μεγαλύτερη στάση.
Είχε ξημερώσει για καλά. Στα δεξιά μας, μέσα από μια συστάδα δένδρων προβάλλει ένα χαμηλό κτίσμα. Μπροστά του πηγαινοέρχονται στρατιώτες με πετσέτες στο χέρι. Ρίχνουν, βιαστικά, λίγο νερό στο πρόσωπο από μια βρύση, σκουπίζονται και ξαναχάνονται στο κτίριο. Πρέπει να ’ναι η έδρα κάποιας μονάδας της συνοριακής φρουράς. Ένα τζιπ, δυο φορτηγά αυτοκίνητα κάτω απ’ τα δένδρα, ενισχύουν την εντύπωση αυτή.
Δεν προλάβαμε να συνέλθουμε απ’ την πορεία κι ούτε καλοείδαμε το γύρω τοπίο, όταν οι διοικητές άρχισαν να καλούν τ’ ασκέρι τους. Σηκωθήκαμε δυσαρεστημένοι και πλαισιώσαμε τους καπεταναίους μας. Κι αυτοί, στα ίσα, χωρίς εισαγωγές και περιττά λόγια, χωρίς να πολυβλέπουν τα νυσταγμένα, άπλυτα πρόσωπά μας, είπανε:
– «Παιδιά, αφοπλισμός! Θα παραδώσουμε αμέσως εδώ, τα όπλα… Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου…».
Νιώσαμε σύγκρυο. Πέσαμε απ’ τα σύννεφα. Ώς τότε, μόνο αυτό δεν το είχαμε σκεφτεί. Και δεν το περιμέναμε. Όχι πως, κατεχόμασταν, κείνη την ώρα, από πολεμικό μένος, απ’ την επιθυμία, τώρα δα, «να συνεχίσουμε…». Αλλά, πώς να το κάνεις, η ανακοίνωση ξάφνιασε. Μας έφερε σε αμηχανία.
Γιατί; Πώς;
Απλοί αντάρτες, αλλά και λίγο ανώτεροι από μας, δεν μπορούσαμε ακόμα να ’χουμε σαφή ιδέα για τη γενικότερη πολεμική κατάσταση. Εμείς, «κάνε τούτο, κάνε τ’ άλλο» μόνο. Η γνώση, η αντίληψη για το πώς πάει η πολεμική δραστηριότητα, αν έχουμε νίκες ή ήττες εντοπίζονταν στα πλαίσια της ομάδας, της διμοιρίας, του λόχου –το πολύ στο χώρο που, κάθε φορά, δρούσε το τάγμα μας. Τι συνέβαινε πιο πέρα, σ’ όλο το Γράμμο ή το Βίτσι, στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, στη Θεσσαλία και τη Ρούμελη τα μαθαίναμε πότε-πότε απ’ το «Δελτίο Ειδήσεων», που μας διάβαζε ο διαφωτιστής. Αλλά το Δελτίο έγραφε πάντα για «επιτυχίες του Δημοκρατικού Στρατού». «Για μεγάλες απώλειες του αντιπάλου». Και κείνο: «ο Γράμμος θα ’ναι τάφος του μοναρχοφασισμού».
Έτσι, τώρα, παρά την άσχημη τροπή των πραγμάτων, παρά την αίσθηση της εκκένωσης του Γράμμου, στοχαζόμασταν πως θα πρόκειται για προσωρινή υποχώρηση. Για ελιγμό. Πως τραβάμε ν’ ανοίξουμε αλλού μέτωπο. Σ’ άλλο χώρο. Σ’ άλλη, ίσως, περιοχή της Ελλάδας. Κάτι σαν τον ελιγμό απ’ το Γράμμο στο Βίτσι. Και από το Βίτσι, πάλι στο Γράμμο.
Και έρχεται τώρα το Γενικό και διατάζει αφοπλισμό.
Ώστε, λοιπόν;
Χάθηκε το παιχνίδι;
Παρά τα συναισθήματα αυτά, που η κούραση της στιγμής τ’ αποδυνάμωνε, δεν εκδηλώθηκαν αντιδράσεις.
«Οι αρχηγοί ξέρουν…» είπαν μερικοί για να καθησυχάσουν.
«Θα παραδώσουμε τα όπλα εδώ –θα τα βρούμε κάπου αλλού…» ψιθύρισαν, πιο αισιόδοξοι, άλλοι.
Αναμερήσαμε, κατά λόχους, σ’ ένα μικρό ξάγναντο, που το έφραζαν καλαμιές. Από μακριά βλέπουμε τους Αλβανούς στρατιώτες να πηγαινοέρχονται στο χτίριο, να φορτώνουν κάτι στ’ αυτοκίνητα. Το μόνο που δεν πρόσεχαν και δεν τους ενδιέφερε καθόλου, ήταν η δική μας παρουσία και το τι κάναμε.
Οι λοχαγοί μας στάθηκαν σε μια πλευρά του ξάγναντου. Εμείς, με τη σειρά, περνούμε βουβοί από μπροστά τους ένας-ένας, φτάνουμε στο κέντρο, αφήνουμε στο έδαφος τον οπλισμό και ξαναγυρνούμε στη θέση μας. Ύστερα κι ο λοχαγός βγάζει τελευταίος το πιστόλι και τ’ αποθέτει στο σωρό.
Το ξάγναντο καλύφθηκε από σωρούς του ποικίλου οπλισμού μας: μπρέντες, στεν, στάγιερ, αραβίδες κοντές ιταλικές, γερμανικά μακρύκανα, ρούσικες τουρτούρες, τσέχικα οπλοπολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες, σφαίρες.
Και τότε, εκεί, μπροστά στα πεταμένα φονικά σιδηρικά, απαλλαγμένοι απ’ το βάρος τους, μ’ ανάλαφρο ώμο και αμήχανα χέρια διαλύθηκε κάθε αυταπάτη.
Ναι! Ο ένοπλος αγώνας σταμάτησε.
Μερικοί αντάρτες, παλιοί Ελασίτες, (απ’ τους ελάχιστους που επέζησαν) παράδιναν όπλο για δεύτερη φορά: μια το όπλο, με το οποίο πολέμησαν τους φασίστες καταχτητές, στην Εθνική Αντίσταση· και μια τώρα, τ’ όπλο του Δημοκρατικού Στρατού.
Δυο ένοπλοι αγώνες, δυο απανωτές ήττες μέσα σε λίγα χρόνια…
Αφοπλισμός
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)