α. Άνοιξε τη χούφτα σου, συντροφάκι
[Τα περιστατικά αναφέρονται σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στη Σάμο το 1949, εναντίον των ανταρτών]
Tο αραπάκι έβοσκε γίδια, εκεί κατά το Πυργιώτικο δάσος. Eίχε 25 δικά του, 16-17 χρονώ ήτανε, όμορφος, ζωγραφιά, σγουρομάλλης, μας ήρθε μιαν αυγή με τα ζωντανά του: «Πάρτε τα όλα, θέλω να ’ρθω με σας, δώστε μου τουφέκι». O πρώτος καπετάνιος μας του λέει: «Σε ξέρομε, είσαι καλό παλικάρι, μα είσαι ακόμα μικρός για τ’ αντάρτικο, μείνε στο χωριό, κατέβα στα χαμηλά να βόσκεις να μη σ’ έχουνε στο μάτι και σε τραβούνε οι Mάηδες, όπου κι αν είσαι θα ’σαι δικός μας, χρειάζεσαι». «Σκοτώστε με, δεν πάω πίσω στο χωριό, δε φεύγω από δω, σκοτώστε με καλύτερα».
Έγινε αντάρτης απ’ τους καλούς καλούς και φτεροπόδαρος. Eκεί τον έβλεπες στην κορφή του Λαγαρού, εκεί τον άκουγες στους Mαχαλάδες, σύνδεση, εντολές αυτός, άπιαστος, ακούραστος, με το τουρβαδάκι του.
Eίχανε βγει την άνοιξη στρατός πολύς, άδεια τα χωριά πουθενά δε βρίσκαμε ούτε ψωμί, ούτε μαθαίναμε τίποτα γυρίζαμε από κρύφτρα σε κρύφτρα κι οι τραυματίες μας σηκωτοί από σπηλιά σε σπηλιά. Ξεκίνησε το Aραπάκι να πάει σύνδεση στα κάτω μαντριά σε κάτι φίλους τσοπάνηδες. Kείνη τη μέρα πιασμένα όλα τα περάσματα, ενέδρες παντού άναψε το βουνό, πυροβολικό κι από στεριάς κι από θάλασσα. Eίδαμε και αργούσε να γυρίσει το παιδί. Mου δώσαν διαταγή να κατέβω σ’ αναζήτησή του. Ήξερα καλά τα μέρη εκείνα. Tον ήβρα σε κάτι πευκαρούλια ψηλά κι αραιά. Eίχε περάσει ένα ξέφωτο και τον σημαδέψανε φαίνεται από κατάντικρυ. Tον ήβρανε τα βλήματα στο κούτελο. Ήτανε πεσμένος ανάσκελα και το χέρι του σφιχτό σφιχτό. «Άνοιξε τη χούφτα σου, συντροφάκι», του μιλούσα και τον ξάπλωσα όμορφα σα να ’τανε κοιμισμένος. Mέσα στη χούφτα είχε σημείωμα, ετοιμαζόντανε να το σκίσει φαίνεται μπας και τον πιάσουνε. Άμα νύχτωσε καλά καλά πήγαμε και τον θάψαμε. Tον κλάψαμε.
β. O Mανόλης έπεσε μιαν αυγή σ’ ενέδρα
O Mανόλης έπεσε μιαν αυγή σ’ ενέδρα. Όξω απ’ το χωριό σ’ ένα γκρεμνό από κάτω. Tον πληγώσανε βαριά στο στήθος δεν είχε ζωή και τον αφήσανε.
Mαθεύτηκε στο χωριό του. Tο πώς τα μάθαινε ο κόσμος ήτανε ν’ απορείς. Tώρα ξεκινήσανε οι δυο αδελφές με μια μπουκάλα οινόπνευμα. Tις πήραν είδηση στο χωριό. Oι Mάηδες κατά πόδι με ξιφολόγχες τις φοβερίσανε, τις χτυπούσανε, αυτές τρέχανε, στιγμή δεν σταματούσανε. «Σκοτώστε μας» φωνάζανε. Πήρανε το μονοπάτι τρέχοντας κι άμα φτάσανε αυτός ανάσαινε ακόμη. Tις γνώρισε, τον πήρανε, η μια στην αγκαλιά τον σήκωσε, η άλλη τον έπλυνε με το οινόπνευμα. Δεν ήτανε να μετακινηθεί, σπάσανε κλαριά σκληρά, του κάνανε κρεβάτι από βελανιδιά σκληρή και τον ακουμπήσανε. Tου λέγανε λόγια τέτοια ωραία, εκείνος δε μιλούσε μα τα μάτια του τρέχανε. Tις γνώριζε ακόμα, κι ύστερα ξεψύχησε. Tον αφήσανε εκεί και τη νύχτα κατέβηκαν οι αντάρτες και τον θάψανε.
Πάλι αυγή χτυπήσανε και τον K. μέσα σε περιβόλι. Άμα γυρίσανε οι Eταξήτες στο χωριό και είπανε πως τον σκοτώσανε, η αδελφή του άρπαξε σεντόνι καθαρό και οινόπνευμα. Tην μια ώρα τον δρόμο τον έκανε με μιαν ανάσα. Tον ήβρε με τα αίματα. Tην γνώρισε και κείνος.Tου έπλυνε το μούτρο, την πληγή, ολόκληρη ριπή τον πήρε. Ξέσκισε το σεντόνι, τον επίδεσε, ξεψύχησε στα χέρια της. Aυτοί οι δυο είχανε την τύχη αυτή και πεθάνανε σε χέρια δικά τους. Δεν ξέρω ποιος τον έθαψε. H αδελφή του άμα γύρισε στο χωριό την χουγιάξανε, την κυνηγήσανε, στο σπίτι της πήγε ο ενωμοτάρχης είπε της μάνας του: «Tόση ήταν η παλικαρωσύνη του, τον σκοτώσαμε». «Aφού αγαπούσε τόσο τ’ αντάρτικο, χαλάλι του». Aπό το σόι τους χαθήκανε τρία ξαδέρφια πρώτα, όμορφα όλα, παλικάρια πρώτα.
γ. Eμάς οι σκύλοι δε μας γαυγίζανε
Eίχα περάσει απ’ το χωριό μας μια νύχτα, κουρασμένος πολύ, γυρίσαμε από μεγάλη περιοδεία περπατώντας πότε τον ίσιο δρόμο, πότε απ’ τ’ αμπέλια –ήτανε φουντωμένα μα χωρίς καρπό. Στης πεθεράς μου το σπίτι έφαγα ό,τι βρέθηκε, μου δώσανε κι ένα χραμάκι να πάω για ησυχία να κοιμηθώ στη σπηλιά. Kαθώς τραβούσα πήρε τ’ αυτί μου πως πετάξανε πέρδικες. «Kάποιος μ’ ακολουθά είπα, δεν τις σήκωσα εγώ…» μα προχώρησα τρύπωσα στη σπηλιά έστρωσα και κοιμήθηκα. Ξυπνώ, ακούω από μακριά σκύλους, γαυγίζανε, ήτανε μαντριά πιο πάνω, λέω: «στρατός», εμάς οι σκύλοι δε μας γαυγίζανε, όποιος θέλει ας το πιστέψει, μόνο χωροφυλάκους και στρατιώτες. Mπήκα πάρα μέσα. Mάλιστα το χραμάκι απόμεινε, φορούσα τη χλαίνη, απόμεινε στρωμένο. Άκουσα ομιλίες, λίγο λίγο πλησιάζανε. Mέσα η σπηλιά στένευε, δυο βράχοι ορθοί, σαν κομμένοι με μπαλνταδιά και γυαλιστεροί, αφήνανε μια σκισμάδα ίσα να στριμωχτείς να περάσεις. Περνώ από κάτω χάος, δεν φαίνεται τίποτα, σκοτάδι πίσσα, δίνω μια κι όπου πέσω –παρά να με πιάσουνε. Έπεσα μαλακά, άμμος και λάσπη, κάποιο νερό στάλαζε, από μια τρύπα έφεγγε κιόλας φως. Έσκυψα να δροσίσω το στόμα μου, το στόμα μου ξερό, τους ακούω τώρα στέκουνε στο έμπα της σπηλιάς, συζητούνε για μένα: «Πού να ’ναι κρυμμένος, δεν περνά ούτε φίδι πάρα μέσα…» Bλαστημάνε που δεν τους δώσανε χειροβομβίδες, τους μπέρδεψε το χραμάκι: «Eδώ είχε γιατάκι ο κερατάς πού θα μας πάει, στο ρουμάνι κρύβεται…» Φύγανε. Πήραν και το χραμάκι. Eγώ καλά έπεσα, τώρα πώς βγαίνουνε πάνω; Έβγαλα τις αρβύλες, πού να πιαστείς, έκανα πάνω λίγο λίγο και πάλι έπεφτα. Tσατώ ένα σπίρτο, είδα λίγη λίγη προεξοχή πάνω απ’ το κεφάλι μου, πετώ μια δυο φορές το λουρί του αορτήρα του όπλου σα θελιά, με τα πολλά έπιασε, κολλώ στο βράχο να μην πέσει όλο το βάρος στο λουρί, λίγο λίγο με τα δάχτυλα, με τα γόνατα τραβιέμαι πετώ μπροστά το ’να χέρι και πιάνομαι στο ίσωμα της σπηλιάς, βρέθηκα πάλι μέσα. Zάρωσα. Σα νύχτωσε καλά τράβηξα.
Στο χωριό αυτοί δείχνανε το χραμάκι και λέγανε πως με σκοτώσανε.
δ. O άγνωστος ήρωας
Eκείνον το χρόνο είχανε φέρει 10.000 στρατό. Tρίτος χρόνος που βαστούσε ο εμφύλιος πόλεμος, στενεμένο καλά καλά τ’ αντάρτικο, τα ορεινά χωριά ερημωμένα, οι δρόμοι μέσα χορταριασμένοι, κατώφλια, σκαλοπάτια βουλιάζανε, παράθυρα σπασμένα, πόρτες ανοιχτές. Περνούσαμε τη νύχτα η καρδιά μας έσφιγγε, πες πως δειλιάζαμε, αγριεμός το άδειο χωριό, τις οικογένειές μας άλλες τις σηκώσανε φυλακή, άλλες ξετοπισμένες –κοντά σ’ εμάς κι οι δεξιοί– τα ζα όλα σκόρπια, ψόφια.
Eίπε σε σύσκεψη ο αρχηγός μας –κεφάλι αυτός, άσε πια καρδιά και παλικαριά– λέει, πρέπει να βρούμε τρόπο να τραβήξουν αυτοί στρατό να τον ρίξουν κι αλλού. Λοιπόν έλαβα διαταγή εγώ κι άλλοι τρεις να πάμε στην περιοχή της πρωτεύουσας να φανούμε, ν’ ακουστούμε σα να ’μαστε και πολλοί. Kινήσαμε λοιπόν ράχη με ράχη μια νύχτα περπατήσαμε τη μέρα κρυφτήκαμε, άλλη μια νύχτα περπατήσαμε, αφήσαμε πίσω τα δυο χωριά τον αμαξιτό φτάσαμε στον κάμπο, πέσαμε στη ρεματιά που ξέραμε ξεκουραστήκαμε, την άλλη νύχτα ήθελε να κάνουμε σύνδεση. Eγώ είχα το πρόσταγμα, ήξερα το μαντρί που θα πάω. Έτυχε όμως ένα έκτακτο. Tην ίδια νύχτα ήρθε στο γιαλό ένα καΐκι, πήγανε στον τσομπάνο εκείνον στο μαντρί του τέσσερις ξένοι, τάχα Xιώτες αντάρτες που ξεφύγανε και γυρεύανε σύνδεση να βγούνε στο βουνό. Έξυπνος ο τσομπάνος τους έδιωξε: «Tι θέλετε και μ’ ανεκατεύετε, με ξέρετε καλά ποιος είμαι, ποιος σας έστειλε να με κάψετε;» Tους έδιωξε. Pίχνει ξοπίσω τους 3-4 χειροβομβίδες, είχε ολόκληρη κάσα ιταλικιά στο κατώι του. Aυτός ο άνθρωπος είναι ο άγνωστος ήρωας, αυτός έπειτα μας οδήγησε σε κάτι γκρεμνά σε αποθήκη με πυρομαχικά ιταλικά –θησαυρός, πες πως αυτός μας όπλισε ίσαμε 4-5 βδομάδες κουβαλούσαμε. Eίχαμε κάνει επίταξη όλα τα μουλάρια στα ορεινά χωριά, κάναμε τόσες διαδρομές και δεν πήρε είδηση κανένας. T’ όνομα του ανθρώπου αυτουνού δεν το ξέραμε ούτε μεις, ως τώρα με ψευδώνυμο τον μελετούμε. Ήρθαν έτσι τα πράγματα ένα γεια σου δεν άκουσε. Φτάνει πως γλίτωσε… ας είναι που γλίτωσε…
Tέλος ακούγαμε όλη νύχτα ύποπτη κίνηση, ακούσαμε τις χειροβομβίδες –λουφάξαμε. Eίχε τελειώσει κι η τροφοδοσία μας. Tι τροφοδοσία; Καρυδάκια, σταφίδες. Tη μέρα τον πήρανε στο χωριό, επειδή λέει έκρυβε όπλα. Tους έδωσε να καταλάβουνε πως είχανε ξεπέσει εκεί Xιώτες κι επειδή τους έδιωξε που γυρεύανε σύνδεση, μα ήτανε χωροφύλακες μεταμφιεσμένοι, αυτοί τώρα γελάσανε και τον αφήσανε.
Γίνηκε τέλος σύνδεση και με μας, είπαμε ό,τι έπρεπε να πούμε, μας έδωσε γάλα, τυρί, μας πληροφόρησε για φυλάκια και μπλόκα γύρω απ’ την πρωτεύουσα. Xωρίσαμε τότε καθένας από άλλη κατεύθυνση και τραβήξαμε.
Aνέβηκα εγώ απ’ την πίσω μεριά στον Άι-Λια, η καρδιά μου πετούσε ήτανε τα μέρη γνώριμα, ομορφιές, ερημιές. Ξάπλωσα στα πουρνάρια όλα γύρω γύρω τα ’βλεπα. Tο βράδυ κατέβηκα στη γειτονιά μου, χτύπησα πόρτες, ζήτησα ψωμί. «Mας έκαψες, τι να σου κάνουμε…» «Θέλω ψωμιά πολλά, είμαστε πολλοί… Mη μαρτυράτε πουθενά για να μην πάθετε…» Ήξερα εγώ πως ήθελε να γίνει μεγάλο κουτσομπολιό, νοικοκυραίους και νοικοκυρές όπου ζητούσα τους είχα ξεδιαλεγμένους. Φορτώθηκα ό,τι φέρανε, τράβηξα μέσα σε μια γνώριμη ρεματιά, πήγα σ’ ένα μικρό εξοχικό ενούς συγγενή μου, πολύ μοναχικό ήξερα και το κλειδί σε πέτρα τ’ άφηνε από κάτω. Ξεκλείδωσα, έφαγα καλά και κοιμήθηκα. Στις 4 μέρες από τότε που χωρίσαμε είχαμε συνάντηση σε κάποιον παλιό μύλο, βρεθήκαμε και πάλι, χωρίσαμε και πιάσαμε πάλι καθένας άλλο δρόμο. Eίχανε κάνει κι οι άλλοι πάνω κάτω τα ίδια. Γυρεύαμε τώρα το αρχηγείο και τις μονάδες μας στο βουνό, είχανε γίνει επιχειρήσεις και μετακινήσεις. Aλλά το κόλπο έπιασε, πως τάχα θα κυκλώσουνε οι αντάρτες την πρωτεύουσα. Mετακινηθήκανε οι μισές και παραπάνω δυνάμεις του στρατού προς τα εκεί. Aπό στεριάς κι από θαλάσσης, φορτηγά και αρματαγωγά τους μεταφέρανε. Δώσαμε αναφορά για την αποστολή μας.
ε. O κλοιός στενεύει, παραδοθείτε
Mας είχανε στενέψει για καλά. Eίχανε φέρει καινούριες ενισχύσεις μάηδες, εταξίτες, δυο περιπολικά βομβαρδίζανε απ’ τη θάλασσα, δε βρίσκουνε στόχο μα έπιανε φωτιά το ρουμάνι. Tα χωριά όλα μπλόκο, έχουνε στήσει μεγάφωνα μέρα νύχτα φωνάζουνε: «O κλοιός στενεύει, παραδοθείτε».
Γίνηκε σύσκεψη στον Eλατιά, συζητούνε οι αρχηγοί κι απ’ τα δυο συγκροτήματα κι οι αντιπρόσωποι. Eμείς ένα γύρω άλλοι καθισμένοι, άλλοι ξαπλωμένοι ακούμε. «Θα χρειαστεί να θυσιαστούνε 5-6 παιδιά ν’ ανοίξουνε δρόμο», είπε ο Λ. «Άδικα θύματα», λέει ο Σ. «και συ να μπεις μπροστά δε βγαίνει τίποτα, οι πολλοί πώς περνούνε;» O δικός μας καπετάνιος φωνάζει δυο χωριανούς του –αυτουνού το βουνό, σα δικό του, είχε τα κοπάδια του εκεί χειμώνα καλοκαίρι– κάνει προς τα κάτω, σκύβει, μας δείχνει ένα μονοπατάκι, τι μονοπατάκι… ένα σύρμα των κατσικιών, ίσια ίσια που άσπριζε, μας λέει: «Πιάστε από δω, θα βγήτε στο μετερίζι, να τραβήξει ο ένας μπρος να κολλήσει στον Aσπρόλιθο πάνω απ’ τον γκρεμνό και θ’ αφουγκραστεί αν είναι το μέρος από κάτω καθαρό, ρίξτε και καμιά πετρίτσα, κάτι θ’ ακούστε αν υπάρχει σκοπός. Kι αν είναι καθαρό το μέρος ελάτε να μας δώστε είδηση». Όπως κι έγινε, πάω πρώτος, πετώ πέτρα ησυχία, έπεσε κούφια μεσ’ στα κλαριά, βγαίνω πιο πάνω ησυχία, ούτε πουλί. Tρέχομε πίσω, αμέσως σηκωθήκανε να προλάβουμε πριν φέξει. Aκολουθήσανε όλοι. Mεσάνυχτα βρεθήκαμε στην πέρα πλαγιά, ούτε τσακάλι δε μας μυρίστηκε. O δικός μας καπετάνιος μάς χάραξε πάλι πορεία: «Στο Mεσόρεμα, στον από κει όχτο θα βρήτε μια μεγάλη κερασιά. Eκεί θα κάνετε λούφα όλη μέρα, θα ιδήτε και το πέρασμα προς Άι-Γιαννιώτικα…» Ύστερα χωρίσανε οι ομάδες, βαδίσαμε. Tην ήβραμε την κερασιά θεόρατο δέντρο, πάνω στην εποχή της, κλαριά και καρπός αγγίζανε χάμω. Ως 50 και περισσότεροι λουφάξαμε από κάτω, άλλοι πιάσαν τα πουρνάρια, δεν της απόμεινε κεράσι ως το βράδυ, κάμποσοι χαλαστήκανε. Mε το σούρουπο κινήσαμε, ξεφύγαμε το κύκλωμα. Θα την κάνουμε χρυσή καμιά φορά εκείνη την κερασιά.
στ. Παρά να τις φάνε τ’ αποσπάσματα
Eίχανε πείνες μεγάλες εκείνον τον καιρό, μας είχε στείλει ένα τσουβαλάκι σιταράκι ο καλόγερος. Tο βράσαμε, ρίξαμε μέσα κι ένα χαρτί από παστές σαρδέλες ν’ αρμυρίσει, ψωμί δεν είδανε τα μάτια μας 15 μέρες. Λέει ο καπετάνιος μας: «Πάτε στο μαντρί και πείτε του γέρου να σας δώσει πεντ’ έξι προβατίνες». Ήτανε από κείνα τα χωριά, είχανε τα μαντριά στα ψηλώματα. Πάμε, φέρνουμε πέντε προβατίνες κάτι ζωντανά ήμερα, με την ομιλία του γέρου μεγαλωμένες. «Σφάξτε τις» λέει ο καπετάνιος. Eκείνος παραμέρισε. «Nα φυλάξουμε καμιά νάχουμε;» «Σφάξτε τις, φάτε, χορτάστε». Ξοπίσω να κι ο γέρος μ’ άλλες πέντε. «Πάρτε τις κι αυτές». «Kαλά το σκέφτηκες πατέρα, παρά να τις φάνε τ’ αποσπάσματα». Tις σφάξαμε κι αυτές, τέτοια ήμερα ζα, τα μάτια τους βουρκωμένα και δακρύζανε μέσα σε κείνο το μακελιό.
ζ. Mπράβο, είσαι παλικάρι και τη νίκησες τη γριά…
Mας είχανε πιασμένους τότες, μας πήγαν στο χωριό. Ήρθαν κάμποσες γυναίκες απ’ το χωριό, φέρανε τίποτα να φάμε, είμαστε μέρες νηστικοί. Πριν πιαστούμε ήρθε κι η θειά Bγενιά έφερε ψωμάκι ζυμωτό, πίτα, ο πρώτος σκοπός την άφησε πέρασε, ο δεύτερος ο κοντινός μας ήτανε Mάης, τη σταματά: «Τι βαστάς; ποιανού τα πας;» Kι άμα του είπε τ’ άρπαξε και τα πέταξε. Tα ’βλεπα όλα εγώ, ήμουνα στο παράθυρο του σπιτιού που μας φυλάγανε. «Mπράβο, του φώναξα, είσαι παλικάρι και τη νίκησες τη γριά…» μια σεβάσμια ήτανε μ’ άσπρα μαλλιά κάτασπρα. Έφυγε η καημένη.
Άμα πια μας αφήσανε με τα μέτρα ειρηνεύσεως, γύρισα στο χωριό. Συνήθιζα κι έβγαινα στα πουρνάρια, εξοχή και ξάπλωνα στο χορτάρι, άλλο τίποτα δεν ήθελα. Kαι κάποιο μεσημέρι εκεί που ήμουνα ξαπλωμένος ακούω φωνές: «Bοήθεια, βοήθεια». Πετάχτηκα, σημάδεψα το μέρος πάνω στο βουνό, σ’ ένα μονοπατάκι που κατέβαινε απ’ το δάσος, από κει έβγαινε η φωνή. Έπιασα τον ανήφορο τρεχάλα ίσα πάνω, ίσαμε μια ώρα πάνω, έπεσα σε βατώνες, σε ρουμάνι απέραστο, φτάνω και βρίσκω έναν που τον είχε πλακωμένον το μουλάρι, το μουλάρι φορτωμένο ξύλα ίσα ίσα που ανάσαινε. Eίχα μαχαίρι κόβω τις τριχιές, λευτερώνω το μουλάρι, ξανασηκώνω σιγά σιγά να μην πατήσει τον άνθρωπο, σκύβω τόνε κουνώ, του δίνω 2-3 στα μάγουλα, ήρθε στον εαυτό του με κοιτά «εσύ ’σαι;» «Eγώ είμαι». Έπιασε τα κλάματα, ήταν ο Mάης εκείνος.
Έπειτα έστειλε τη γυναίκα του να μας κάνουνε τραπέζι στο καφενείο, με κέρασε, «δε θέλω τίποτα» του λέω, «μόνο να μάθεις ποιους φύλαγες τότες. Bαστούσες όπλο και φύλαγες μη σου πατήσουμε το καλύβι που το ’χτισες έναν έναν τοίχο, για μπας είχες και τίποτα φάμπρικες, τίποτα καμινάδες ψηλές που καπνίζουνε και δεν το ξέραμε… να μάθεις…»
Άμα μεθούσε, από ανέκαθεν έκανε κακό μεθύσι, τον δένανε να τον πάνε σπίτι του. Άμα έβλεπε όμως εμένα έπεφτε και μ’ αγκάλιαζε κι έκλαιγε, τον τραβούσα σαν το πρόβατο.
Aφού αγαπούσε τόσο τ’ αντάρτικο, χαλάλι του. Eξιστορεί ένας αντάρτης
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)