Η πρώτη μου αγαθοεργία ήταν κάπως παράξενη για την ηλικία μου, αξίζει να σας το γράψω. Όταν το 1916, αρχές, πέθανε η θεία μου η Αγλαΐα, αδελφή του πατέρα, που την λάτρευα –έπαθε συγκοπή– έκλαψα πολύ εκείνην την ημέρα, κλείσθηκα στο δωμάτιο και δεν ήθελα να δω κανέναν. Στα σαράντα της πήγαν στο σπίτι της γιαγιάς να κάνουν μνημόσυνο. Εκείνες τις μέρες, μια συμμαθήτριά μου πτωχή είχε χάσει τον πατέρα της, ήσαν δυο κορίτσια και η μαμά τους. Σκέφθηκα πως θα ’ταν πιο σωστό να βοηθήσω την οικογένεια αυτή, εφ’ όσον είχαν χάσει τον προστάτη τους. Δεν στάθηκα να σκεφθώ πολύ. Άνοιξα τον μπόγο της κουζίνας, πήρα μερικές σακκούλες που είχε η μαμά βαλμένες με τάξη, άνοιξα το «ζαχρέ σαντιγή» –έχουν όλα τα σπίτια στην χώρα μου, ένα μεγάλο σεντούκι που βάζουν τα τρόφιμα– γέμισα τις σακκούλες όσπρια, ρύζι, αλεύρι, πήρα ένα καλάθι, έβαλα καμμιά τριανταριά αυγά, τα είχαμε απ’ το τσιφλίκι πάντα άφθονα, πήρα ένα κιουπάκι, γέμισα βούτυρο λυωμένο αγνό –εκεί το λίπος ήταν άγνωστο– και μαζεύθηκαν αρκετά. Τώρα πώς θα τα πάω; καθόντουσαν στον κάτω μαχαλά, εκεί που μετά την φωτιά του 1916 ήταν τυχερό να καθήσουμε κι εμείς. Πήρα ένα ζεμπίλι –από ψάθα ήταν φτιαγμένα, αλλά πολύ γερά– βάζω μέσα τρεις σακκούλες και με δυσκολία πηγαίνω. Πήγα τρεις φορές για να τα πάω και την τελευταία φορά μού είπε η κυρία συγκινημένη: «ευχαριστώ πάρα πολύ την μητέρα σας παιδί μου που θέλησε να μας βοηθήση στις δύσκολες μέρες μας, άλλωστε θα την ιδώ αύριο στην εκκλησία και θα της πω το ευχαριστώ». Εγώ τα χρειάσθηκα. «Όχι, είπα, σας παρακαλώ μην πήτε τίποτε στην μαμά, αυτά εγώ μόνη μου σας τα έφερα, σαν μνημόσυνο για την αγαπημένη μου θεία». Εκείνη στεναχωρέθηκε. «Δεν τα δέχομαι, μου είπε, εφ’ όσον δεν το ξέρει η μαμά σας· πάρτα, παιδί μου πίσω». Ήταν φτωχειά, αλλ’ από αρχοντοοικογένεια. Το ήξερα, είδα και έπαθα να την πείσω να τα κρατήση. Ήλθα σπίτι, τίναξα τις σακκούλες, τις σιδέρωσα και τις έβαλα στην θέση τους. Πέρασε καιρός, η μαμά δεν είχε καταλάβει τίποτα και μια μέρα η σακκούλα του αλευριού με πρόδωσε. Το κατάλαβε και με ρώτησε τι έκαμα και πού τα πήγα, της είπα πως και εγώ έκαμα μνημόσυνο στην θεία μου μ’ αυτόν τον τρόπο. Με μάλωσε: «Όταν γίνης και συ νοικοκυρά μπορείς να κάνης ό,τι θέλεις, αλλά στο σπίτι σου, όχι τώρα που είσαι παιδί». Το βράδυ τα είπε στον πατέρα, νόμιζαν πως κοιμάμαι και άκουσα τον πατέρα να λέη: «σε παρακαλώ, Κυριακίτσα, δεν θέλω να της σπάσης το ηθικό και προπαντός σ’ αυτό το ζήτημα, άσ’ την να κάνη ό,τι θέλει· όσο δικαίωμα έχεις εσύ, άλλο τόσο έχει και εκείνη στα αγαθά του σπιτιού. Κάντε ό,τι μπορείτε, όσο μπορείτε για τους φτωχούς. Ποτέ κακό δεν έρχεται απ’ αυτό». Τα ’κουσα αυτά και η ψυχή μου λες και φτερούγισε.
Τι θέλατε να γίνω εγώ; αυτό είδα, αυτόν τον δρόμο διάλεξα και είμαι πολύ ευχαριστημένη. Όλη μου τη ζωή την χάρισα για τους ανήμπορους. Εργάσθηκα σαν θηρίο, χωρίς ανάπαυση, ούτε ένα χιλιάρικο δεν είπα να κρύψω για τα γηρατιά μας. Εγώ και ο άνδρας μου σ’ αυτό το ζήτημα συμφωνούσαμε· εκείνον οι συγγενείς του τον αποκαλούν «ελλέρ Νικόλασι». Στην ανάγκη του καθενός, πρώτοι τρέχαμε και όταν πλέον δεν μας χρειαζόντουσαν, φεύγαμε διακριτικά. Το σπίτι μας ήταν Κονάκι, για όλους και στους δικούς του και στους δικούς μου. Ο πατέρας έλεγε: «ανοίξατε διάπλατες τις πόρτες σας παιδιά μου και εμείς είχαμε ανοιχτές πόρτες, αλλά εμείς είχαμε τσιφλίκι, εσείς με τα χέρια και με τα μάτια σας εργάζεσθε».
Φέτος κλείνουν τριάντα χρόνια, έχω μια αόματη γρηά που την κοιτάζω, της δίνω μηνιάτικο, τρόφιμα, ρουχισμό κτλ., δεν την άφησα ούτε στην Κατοχή να χαθή, θα ’ναι κάπου 80 χρονών. Την λένε Σοφιλή και μένει στου Κουντουριώτη. Όταν την έντυσα με ρούχα καλά, έκλαιγε και μου ’λεγε: «Όταν πήγαινα στην Εκκλησία ήθελα ν’ ακούσω την λειτουργία, μέσα, στην εκκλησία, αλλά βλέπεις ήμουν φτωχειά και κακοντυμένη και πάντοτε μ’ έπιαναν και μ’ έβγαζαν έξω σαν ζητιάνα. Ποτέ δεν ζητιάνεψα, όσο πτωχή και αν είμαι. Συ με έβαλες στη σειρά των ανθρώπων, ένοιωσα και εγώ πως είμαι άνθρωπος. Ο Θεός να σταθή στο πλευρό σου παιδί μου και να σε βάλη στη σειρά των εκλεκτών σου».
Είχα ένα γέρο Μικρασιάτη, επί εννέα χρόνια, που ’χε χάσει στον πόλεμο τέσσερα παληκάρια και την γυναίκα του.
Επί δώδεκα χρόνια συντήρησα μια γρηά εβδομήντα χρονών και μια εγγονή της δυόμιση χρονών· η φτωχή έχασε στον Β´ πόλεμο τρία παλληκάρια, την μοναχοκόρη της και τον άνδρα της, τον γαμπρό της, τον πατέρα της μικρής, εν όλω έξη άτομα. Τους γνώριζα από πριν, την βοήθησα την γρηούλα παραπάνω απ’ τις δυνάμεις μου, ώς που το κορίτσι να αρχίση να εργάζεται.
Έξη (6) χρόνια έχω έναν ανάπηρο χωρίς χέρι και μισό μάτι απ’ τους βομβαρδισμούς του Πειραιώς απ’ τους φίλους μας τους Άγγλους. Εξοντώθηκε όλη του η οικογένεια και αυτός έμεινε ένα ράκος, τον ηύρα μια μέρα στις σκάλες του Υπουργείου Προνοίας να ζητά έλεος. Από τότε μέχρι τώρα ζητούσε να τον βάλουν σε μια υποφερτή καλύβα και δεν το κατόρθωσε. Μένει στον Κορυδαλλό σε μια τρύπα σκαμμένη στον βράχο, αυτά κανείς δεν τα βλέπει. Ο κουλός Νικόλας. Έτσι τον λένε.
Στην Κατοχή μάζεψα 9 άτομα στο σπίτι μας, κουνιάδα, ανήψια και ξένο ακόμα, ένα παιδί που τον ηύρε ο Κυριάκος πεσμένο στο δρόμο το 41, με πυρετό, κάπου 18-19 χρονών. Τον έφερε στα χέρια του, τον περιποιηθήκαμε, είχε κόψει το δάχτυλό του και είχε πάθει σηψαιμία. Στο φωτογραφείο μας ερχόντουσαν Ιταλοί για φωτογραφίες και ήσαν γιατροί ανάμεσά τους. Τους παρακαλέσαμε και τον πήραν στο προσφυγικό Νοσοκομείο, τον κράτησαν τρεις μήνες και τον έσωσαν. Μετά λυπηθήκαμε να τον αφήσουμε να χαθή από στέρηση και τον κρατήσαμε στο φωτογραφείο παρ’ όλο που είχαμε άλλους τρεις υπαλλήλους. Έμεινε κοντά μας οκτώ χρόνια, ήταν παιδί αξιωματικού που σκοτώθηκε στη Μαγνησία στον Α΄ πόλεμο και στο τέλος τον παντρέψαμε με την μικρή κόρη του κουνιάδου μου και ζουν ευτυχισμένοι. Να και ένα δείγμα ευγνωμοσύνης από τα χέρια του:
Στην οικογένεια που στάθηκε κοντά μου,
Πολύ κοντά μου σαν να ήτανε γονιός.
Σ’ αυτούς που πόνεσαν στα λίγα δάκρυά μου,
Σαν να ’μουνα δικός τους Ορφανός,
Η θεία πρόνοια το θέλησε αυτό
για να γνωρίσω την αγάπη… την Ευγένεια,
Για την αγάπη που εδίδαξε ο Χριστός
μου την εχάρισε η δική σας Οικογένεια.
Ποια λεφτά, πόσα λεφτά μπορούν άραγε να δώσουν την χαρά και την ικανοποίηση στις ψυχές μας, σαν αυτά τα έργα;
Μια μέρα, ψάχνοντας να βρω κάποιο χαρτί του Κυριάκου, βρίσκω μέσα στα χαρτιά ένα μεγάλο φάκελο, ανοιχτό, ανοίγω, βρίσκω μέσα ένα γράμμα του αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Δαμασκηνού, απευθύνεται στον Κυριάκο και τον ευχαριστεί για όσα έκαμε στα ορφανά της Κατοχής. Τι έκαμε; πόσα έδωσε; ούτε ξέρω, δεν μου είχε πη τίποτα, ούτε και εγώ τον ρώτησα, σεβάστηκα το μυστικό του.
Κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα, έχει τους φτωχούς του να μου στείλη ο Χριστός, λέω καμμιά φορά, Χριστέ μου, λες με δοκιμάζεις; θα κουρασθώ; θα βαρεθώ; όχι, ποτέ, όσο κρατούν τα πόδια μου και τα χέρια μου, θα εργάζομαι γι’ αυτούς. Το 1966, ημέρες Χριστουγέννων και εορτών, μέσα σε δύο μήνες, έχω δώσει για τους φτωχούς μου 118 κομμάτια ρούχα, όλα σε καλή κατάσταση και 50 κιλά τρόφιμα. Θα μου πήτε πού τα βρίσκω; αυτό είναι το μυστήριο· ενώ νομίζω, δεν θα έχω άλλα να δώσω, πιστέψατέ με, πολλές φορές ανοίγοντας την πόρτα μου ηύρα, αφισμένα από φιλάνθρωπες κυρίες με προορισμό τους τούς πτωχούς, δέματα. Ας είναι ευλογημένοι και όσοι με βοηθούν. Όσα να γράψω, όσα και αν σας πω, θα φαίνονται υπερβολή γιατί ο κόσμος είναι άπιστος. Όταν το 1927 ο Κυριάκος πήγε και έφερε τον αδελφό του απ’ την Χίο, με πέντε παιδιά, και το μωρό μας ήταν μόλις επτά μηνών –την πρώτη του γυναίκα ο κουνιάδος μου είχε χάσει δυστυχώς και αυτή ήταν μια ανάξια γυναίκα– αρρώστησε ο κουνιάδος μου με την καρδιά του και έμεινε όλο το βάρος στην δική μας πλάτη. Άρχισα να εργάζωμαι περισσότερο και εγώ για να τον βοηθήσω. Επί εννέα χρόνια συντηρήσαμε ολόκληρη την οικογένειά του, ώσπου να μεγαλώσουν τα παιδιά. Αυτά τα χέρια που τρέμουν τώρα, τι πρόσφεραν στον κόσμο του φτωχού· εγώ δεν είμαι ικανή να τα υπολογίσω. Βλέπω με λύπη μου πολλές οικογένειες, αν δώσουν ένα ψίχουλο απ’ τα υπάρχοντά τους, νομίζουν πως έκαμαν κάτι. Τι είναι αυτά που δίνουν; ούτε καν ο μαϊντανός του φαγητού τους δεν είναι, αν ήξεραν να δώσουν ένα κομμάτι από την ψυχή τους γι’ αυτούς που έχουν τόσο την ανάγκη τους; πιστέψετέ με και σωματικά και ψυχικά θα αισθανόντουσαν πολύ καλύτερα. Ποιος ξέρει αυτά που χρωστούν για τους φτωχούς τα πληρώνουν στους Ιατρούς; Ουχί δι’ άρτου μόνον τρέφεται ο άνθρωπος, λέει η παραβολή και είναι η αλήθεια. Η ψυχική ικανοποίηση, η χαρά της ευεργεσίας πολλές αρρώστειες θεραπεύει.
Όταν στα εικοσιοκτώ μου χρόνια έπαθα τρόμους των νεύρων και άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, με διέταξε ο γιατρός, αμέσως να σταματήσω την εργασία μου.
Πώς ήταν δυνατόν! έξη παιδιά μεγαλώναμε, δέκα άτομα είμαστε, έπρεπε να εργασθώ. Αντί να σταματήσω, έκαμα νυχτέρια να προλάβω τις δουλειές μου. Βλέπετε κάποιος με φύλαξε, ίσως η αγάπη των παιδιών που προσευχόντουσαν για μένα. Μια μέρα ο μεγαλύτερος γυιός του κουνιάδου μου, είπε: «Μπαμπά, άμα μεγαλώσω εγώ, θα πάρω ένα μεγάλο σπίτι μες τη μέση στην Αθήνα, και θα βάλω την θεία μου την Ανδρονίκη να καθήση μέσα, γιατί αυτή, ενώ τρέμουν τα χέρια της, εργάζεται και μας βοηθάει να μεγαλώσουμε». Υπάρχει άραγε ωραιότερο μετάλλιο να δεχθή κανείς από το να ακούση από τα χείλη των παιδιών τέτοια λόγια;
[Αγαθοεργίες]
(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)