Αγγίζω τους τοίχους του κελιού μου και με πιάνει ρίγος. Νομίζω ότι βλέπω παντού ματωμένες δαχτυλιές. Απ’ αυτά τα ντουβάρια έχει περάσει ένα ατέλειωτο μαρτυρολόγιο. Μια πλημμύρα ανθρωπιάς και αίματος. Από πότε έχει αρχίσει; Πάνε είκοσι, πάνε παραπάνω χρόνια. Σκέφτομαι πως κανονικά θάπρεπε ναρχόμαστε εδώ και ν’ αφήνουμε γαρούφαλα και ν’ ανάβουμε κεριά στη μνήμη τους. Και νάμαι τώρα στο ίδιο κελί απ’ όπου πέρασαν παλικάρια που πήγαιναν στο θάνατο τραγουδώντας. Αγιασμένα μπουντρούμια. Δε μας άφησαν ούτε την ιστορία τους καλά καλά να μάθουμε. Πάνω κει που πηγαίναμε να βρούμε τα νήματά μας, ν’ αγγίξουμε την ιστορία μας, ήρθε το ντρόπιασμα. Τότε συνειδητοποιήσαμε το ρόλο μας. Τότε η εκλογή έγινε εύκολη. Ή μάλλον δεν ήταν καν εκλογή. Βρεθήκαμε στην Αντίσταση γιατί εκεί ήταν η φυσική μας θέση.
Τόσα χρόνια δε μας είχανε αφήσει να μιλήσουμε, να κουβεντιάσουμε, να διαβάσουμε. Μόλις είχαν αρχίσει να ψιθυρίζονται οι θρύλοι της Αντίστασης και το αίμα του Εμφύλιου πολέμου. Τότε τραγουδήσαμε «Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» και τη «Ρωμιοσύνη». Κλάψαμε τους νεκρούς μας, κηδέψαμε το Λαμπράκη και τον Πέτρουλα. Περπατήσαμε χέρι με χέρι στις Πορείες Ειρήνης. Αν η Πορεία Ειρήνης είναι ένα ψέμα, μας κάνανε αυτοί να το καταλάβουμε. Μας είπαν, δεν υπάρχουν περιστέρια. Τώρα φωτιά και σίδερο. Θα τους πολεμήσουμε. Με χαρτοπόλεμο στην αρχή. Πιάστηκα την ώρα του χαρτοπόλεμου. Δεν έχει σημασία. Θα τους πολεμήσουμε. Εγώ έπρεπε να τόχα καταλάβει νωρίτερα. Στο σχολείο ακόμα. Ο γυμνασιάρχης μάς έκανε φασιστικά κηρύγματα. Εγώ τότε προτίμησα την Αντιγόνη. Τίποτ’ άλλο.
[Αγγίζω τους τοίχους του κελιού μου]
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)