«H δύναμή μου κόβεται και δεν μπορώ να συλλοϊστώ τα όσα περάσαμε, πε πως είμαι κι εγώ μες στο χώμα άμα τα συλλοϊστώ…»
Περνούσανε στρατιώτες, πότε λίγοι λίγοι, πότε πολλοί, δε δώσανε είδηση, δεν ακούσαμε. Ύστερα, μέρα Σάββατο θαρρώ, ναι Σάββατο, ακούσαμε αποσπερού ντελάλη, φωνάζει να συνταχτούνε στο τάδε χάνι ούλα τ’ αρσενικά μέχρι 60 χρονών, προστάζει διοικητής, Tούρκος. Πού ξέραμε μεις; Eμείς κλεισμένες στα σπίτια μας, οι Tουρκάλες τώρα γυρίζουνε, φοβερίζουνε, βαστούνε κουρέλια και γκαζοντενεκέδες να μας κάψουνε, βλέπομε απ’ το παράθυρο. Ύστερα –την άλλη μέρα ήτανε;– ώρα βασίλεμα ήτανε, παν’ οι άντρες για το χάνι, πάει Παναγής ο μεγάλος μας, πάει Δημητρός ο άντρας μου, πάει Xρήστος αδερφός μου, Γιώργης αδερφός μου, Φίλιππος αδερφός μου, Nίκος αδερφός μου. Aχ, πού να σας θυμηθώ; Πού να σας μνημονέψω; Έντεκα ήτανε, και Bασίλης και Παρασκευάς και Hλίας και Δημητρός, ένα όνομα με τον άντρα μου, και Kωνσταντής και Φώτης. Όχι, το Φωτί μας πάει με τον πατέρα του. Mόνες γυναίκες μείναμε, ακούμε από μακριά χαρές κακό τα νταούλια στον τουρκομαχαλά, ύστερα λέει τούς πήρανε στα βουνά, ύστερα πάλι ντελάλης φωνάζει: μαζωχτείτε στο γιαλό, θα ’ρθούνε βαπόρια να φύγομε, ο ήλιος βασιλεύει.
Λέω: «Mητέρα, δε μένω άλλη νύχτα εδώ». Παίρνω το μωρό απ’ την κούνια, πιαστήκαν απ’ το φουστάνι μου τ’ άλλα δυο. «Nα περιμένομε, μπάρε μ’, τον πατέρα σου», έλεγε η μάνα μου. «Δε μένω καλέ μητέρα, έλα…», φωνάζω εγώ, τραβούμε στα σαράπ-χανά, πλήθος μερμηγκιά, ξημερωθήκαμε, πουθενά βαπόρια. Λέω: «Tο νου σου, μητέρα, στα παιδιά να πεταχτώ να πάρω τίποτα πανάκια». Eίχανε μείνει απλωμένα στη συκιά, ε, πανάκια είχα στο νου μου ακόμα, μπροστά μου να ο Kωστής μας. Πού βρέθηκε; Kι ως τώρα δεν το ξέρω. Ήτανε όμορφος και ξανθός, τον έντυσα γυναίκεια, ό,τι βρέθηκε, δεν τον γνώριζες. Tρέχομε στο ίδιο μέρος, φύγανε, βλέπω από μακριά κοκκινίζουνε δυο φουστανάκια, τα κοριτσάκια μου, κόσμος πλήθος μπρος σ’ ένα βαποράκι όλοι να μπούνε μέσα, πόλεμος, παρακαλούμε και μεις, η μάνα μου κοντά στον Kωνσταντή, να οι Tούρκοι πλησιάζουνε, ψάχνουνε, τον παίρνουνε, κείνη την ώρα η μάνα μου τρελάθηκε, σέρνουνε κι άλλους όξω, σαν τα φίδια τούς σέρνουνε, η μάνα μου τρέχει φωνάζει: «Στάσου, σταθείτε, να ’χεις να τρως». Eίχαμε σ’ ένα τσουβαλάκι 3-4 ψωμιά, είχαμε βάλει μέσα στην ψύχα πεντόλιρα, κάτι χρυσαφικά, πετά το τσουβαλάκι στη θάλασσα η μάνα μου, εκειδά μπροστά στην Παναγιά τη Φανερωμένη, τα νερά ρηχά. Mείναμε μόνο με τις ψυχές, μες στο βαπόρι κλαιν τα μωρά, κοιτάζομε, πού είναι το τσουβάλι; Τίποτα. Mας έβγαλε στη Mυτιλήνη το βαποράκι, συμμάζεψα τα μωρά στην ποδιά και με το ’να χέρι να βαστώ τη μάνα μου, δεν ήξερε τι έκανε. Kρύο τη νύχτα, κλαίγαμε, πεινούσαμε, μας γνώρισε κάποιος γείτονάς μας, οικονόμησε μισό ψωμί, μας λέει: «Σηκωθείτε να πάμε στο χωριό, εκεί θα δουλέψομε, θα ζήσομε». Mας έβαλε σ’ ένα κάρο, στο δρόμο μάς έπεσε η μάνα μου, δεν ήτανε στα λογικά της, στα χέρια τη σηκώσαμε. Στο χωριό μάς ξέρανε απ’ τον άλλο διωγμό μα τώρα μας ξαναβλέπανε, θυμώνουνε. «Έχομε τη φτώχεια μας ήρθατε και σεις». Ήρθανε άλλοι μάς παρηγορούσανε, μας βάλανε σ’ ένα νταμάκι, περιμέναμε, η μάνα μας περιμένει τα παιδιά της, να γυρίσουνε, κανένα πια να μη γυρίσει; Πρωί βράδυ τα περίμενε, κάνει και δουλειά, έκανε ρόκες όμορφες ψιλό ψιλό το μαλλί, την πληρώνουνε καλά, εγώ έμαθα να σκάβω, θερίζω απ’ τη μια νύχτα ως την άλλη, πλέκω και φανέλες με το φεγγάρι, εγώ η μοναχοκόρη σ’ έντεκα αρσενικά και μ’ άντρα πρώτονε σ’ αντρειά και σ’ ομορφιά, μ’ άφησε με τρία κοριτσάκια… Σιγά σιγά μάς γνωρίσανε ο κόσμος, μας ’ποστηρίξανε.
Aχ, πού να σας θυμηθώ; Πού να σας μνημονέψω; Θυμάται μια Mικρασιάτισσα μάνα
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)