Τέσσερα πέντε μίλια δυτικά απ’ τον Αη-Νικόλα τα Πεύκα του Κατσίκα, αντικρύζουμε την ανατολική πλευρά του ωραίου νησιού. Τα Μοσχονήσια. Καταπράσινη με δαντελένιες ακροθαλασσιές, με άπατα νερά κατακάθαρα, που σ’ αφήνουν να ψάξης με το μάτι τον βυθό, ακόμα και στα δεκαπέντε μπόγια.
Κάπου μια καμπουριασμένη γη, πυκνοδασωμένη, πλησιάζει απ’ τα δυτικά και σταματά ψιλοκρεμαστή πάν’ απ’ τη θάλασσα, ανοίγοντας, σαν μεγαθήριο προϊστορικό, ένα πελώριο στόμα. Στο βάθος της κουφάλας το ξωκλήσι του Αη-Δημήτρη τα Ασέληνα. Έτσι το ’παν, γιατί δεν το βλέπει η σελήνη.
Στο πλάι της εκκλησιάς, κάμποσα κελιά για τους προσκυνητές, κουζίνα με φουφούδες για ξύλα και κάρβουνα, πλυσταριό, βρύση με ωραίο και κρύο νερό. Λίγα βήματα απ’ το ξωκλήσι προς τη θάλασσα είναι ένας ξύλινος σκεπασμένος με κεραμίδια εξώστης ― κιόσκι ― με ντιβανοκάθισμα γύρω γύρω, προφυλαγμένο απ’ το μέρος της θάλασσας με ξύλινο κάγκελο.
Σκύβοντας να δης τη θάλασσα, τη βρίσκεις κάτω απ’ τα πόδια σου, σε βάθος τριάντα, όπως λέγαν, μπόγια, ήσυχη, γαλαζοπράσινη, κατακάθαρη σαν καλοκαθαρισμένο κρούσταλο. Ψάρια μεγάλα και μικρά σ’ όλα τα χρώματα, λες και μας καλωσορίζουν, ξέροντας ίσως πως θα τα προσφέρουμε ό,τι περίσσιο απ’ το τραπέζι μας. Αστακοί και μεγάλα καβούρια ξεμυτίζουν απ’ τις κουφάλες της κάθετης πλευράς του βράχου κάτω απ’ τα πόδια μας.
Μόλις αποβιβάζονταν οι εκδρομικές συντροφιές, δυο τρεις συνέχιζαν το ταξίδι ένα δυο μίλια παραπέρα, όπου βρίσκονταν ένα λιμανάκι που έχει στη μέση ένα μικρό νησί μ’ ένα ξωκλήσι, Αη-Γιώργη το ψηφί, έτσι το λέγαν. Όσες φορές κι αν τους ρωτήσαμε για ψάρι, ποτέ δεν μας είπαν πως δεν είχαν. Είχαν. Και τι ψάρια! Τσιπούρες, πετρομπάρμπουνα, σκορπιομάνες, συναγρίδες, αστακούς, καραβίδες. Όλα ολόφρεσκα και τόσο φθηνά, που λέγαμε πως μας τα χαρίζουν. Στην επιστροφή, το πρώτο που θα ’μπαινε στη φωτιά ήταν οι σκορπιομάνες και ό,τι άλλο ψάρι για σούπα, 3-4 οκάδες, κρομμύδι, πατάτες, σέλινο και λάδι εκλεκτό αϊβαλιώτικο αθέρμηστο. Σουρωτήρι μετά το βράσιμο, και μπόλικα λεμόνια γι’ αυγολέμονο. Πλούσια κακαβιά, όχι σαν κι αυτή που σου προσφέρουν σήμερα τα «Δυο Αδέλφια» στο μουράγιο της Καβάλας από τα μη εμπορεύσιμα ψαράκια που έμειναν στις τράτες. Ό,τι έμεινε στο σουρωτήρι, πέταμα στη θάλασσα, εκτός απ’ τη συναγριδοκεφαλή, που υπήρχαν πάντοτε οι μερακλήδες για να την ξεκοκκαλιάσουν. Εννοείται πως στο διάστημα που έβραζε η κακαβιά τραβούσαμε κανένα εκλεκτό ουζάκι με μεζεδάκι πάντα θαλασσινό.
Κι εδώ έχουν ανοίξει απ’ το πρωί οι καλαθούνες, έγινε το λειτούργημα, διαβάστηκαν και τα ονόματα των ζωντανών και των πεθαμένων, φάγαμε τ’ αντίδωρο, ήπιαμε τον καφέ με βουτήματα κι άρχισαν οι προετοιμασίες για το ημερήσιο φαγοπότι. Εν τω μεταξύ, μαντολίνο, φυσαρμόνικα και χορός, και όλα τα τραγούδια. Εμείς οι μικροί, ψωμί και τυρί στο χέρι, και στο δάσος για παιχνίδι, αφού δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε την τόσο βαθειά και επικίνδυνη θάλασσα. Κι έφθανε το μεσημέρι. Σταματούσε το ουζάκι. Πρώτο πιάτο η κακαβιά. Στο τέλος, το πρώτο ποτήρι. «Μετά τη σούπα μία κούπα». Και τι κρασί! αϊβαλιώτικο, που ’βαφε τα ποτήρια. Ώσπου να ρουφηχτή η σούπα, ψάρια στο τηγάνι και στη σκάρα, και τράβα κορδέλα. Φαγοπότι και χορός ώς το βράδυ, που μας περίμεναν τα στρωσίδια μας στα κελιά.
Ο Αη-Δημήτρης τα Ασέληνα δεν ήταν για να πας το πρωί και να φύγης από βραδύς. Σ’ έτρωγε τις ώρες το πολύωρο ταξίδι, που γινόταν πάντα με βάρκα με πανί ή με κουπιά.
Σ’ αυτό το απίθανο σ’ ομορφιά και φυσικότητα εξοχικό τοπίο πήγα πολλές φορές με τους δικούς μου. Σ’ αυτό έγινε και η πρώτη εκδρομή μας, μόλις τελειώσαμε το γυμνάσιο, σαν ακαδημαϊκοί πολίτες. Μαζί μας, εκτός από τα μαντολίνα και τις κιθάρες μας, είχαμε και σαντούρι. Τον πολύ ονομαστό τότε Γιάννη Βαρκάδο. Αυτός έστρωνε πάνω στο σαντούρι μια πετσέτα, παίζοντας έτσι χωρίς να βλέπη τις χορδές, ό,τι παλιό και προ πάντων κλασικό, από όπερες και οπερέτες. Ιδιότροπο όργανο· ούτε πιάνο, ούτε αρμόνιο. Περισσότερο έμοιαζε με άρπα. Ο Γιάννης έγραφε και δικά του, πολύ παινεμένα την εποχή εκείνη από μουσικούς κριτικούς της Σμύρνης και της Πόλης. Σε πολλά σαλόνια παίζονταν τα θαυμάσιά του βαλς, σοτίς κλπ. Πέθανε πολύ νέος, φυματικός.
Αη-Δημήτρης τα Ασέληνα
(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)