Πλησιάζαμε στο Ουσάκ. Η φήμη του ερχομού μας είχε προηγηθή. Άνδρες, γυναικόπαιδα και γέροι μας περίμεναν… και μόλις ζυγώσαμε χίμηξαν εναντίον μας σαν κοράκια. Άρχισαν να μας χτυπούν με ξύλα, με πέτρες, με σίδερα, με κεραμίδια. Μας πετούσαν παλιά τσουκάλια, ό,τι άχρηστο είχαν, φτάνει να ήταν βαρύ και να μας προξενούσε πόνο.
Ήσαν και κάτι παλιόπαιδα, οπλισμένα με σουγιάδες. Έπεφταν επάνω μας και κομμάτιαζαν τις σάρκες μας. Κι όλοι διασκέδαζαν τρομερά με τις «κουμπότρυπες» που μας άνοιγαν οι μικροί κανίβαλοι… Θυμήθηκα πόσες φορές είχα δώσει το συσσίτιό μου σε Τουρκόπουλα –τριγύριζαν την ώρα της διανομής τους λόχους κι έφευγαν με τα τσουκάλια γεμάτα. Θυμήθηκα πόσο βοηθούσεν ο Στρατός μας τους Τούρκους χωριάτες…
Οι συνοδοί μας έβλεπαν το άγριο ξυλοκόπημα και γελούσαν με την καρδιά τους. Είχαν βαρεθή να μας δέρνουν και παρότρυναν τους άλλους να μας χτυπούν αλύπητα…
Οι Τούρκοι για να μας βασανίσουν ακόμη περισσότερο, μας υπέβαλλαν στο έξης μαρτύριον: Έφερναν έξω από τα συρματοπλέγματα κουβάδες γεμάτους νερό και τους άδειαζαν χάμω, μπροστά στα μάτια μας. Τους παρακαλούσαμε, τους ικετεύαμε να μας δώσουν λιγάκι να βρέξουμε τα χείλη μας… Εκείνοι όμως εξακολουθούσαν να διασκεδάζουν με την αγωνία μας…
Ήταν η ώρα δύο τ’ απόγευμα της 22ας Αυγούστου, όταν είδα ένα απαίσιο θέαμα, που ποτέ δεν θα μπορέσω να το ξεχάσω: Πολλοί αιχμάλωτοι, ξετρελαμένοι από την δίψα είχαν πέσει μπρούμυτα μέσα στ’ αποχωρητήρια κι έπιναν βρωμόνερα… Ποτέ δεν θα μπορούσα να φαντασθώ, ότι η απόγνωσις μπορεί να σπρώξη τον άνθρωπο σε τέτοιο φρικτό σημείον… Οι Τούρκοι σκοποί παρακολουθούσαν την οικτρά κατάσταση των αιχμαλώτων και γελούσαν.