Το αφιερώνω στη συντρόφισσα της ζωής μου Κική και στα παιδιά μας Δημήτρη και Σουζάνα
Στις 6 του Γενάρη 1945 ήμουνα στο χωριό Σίρτζι (Ύπατο) της επαρχίας Θήβας. Ο Δεκέμβρης της αδούλωτης Αθήνας είχε τελειώσει και καραβάνια από μαχητές-Aγωνιστές, που υποχωρούσαν περνώντας μέσα από τη χιονισμένη Πάρνηθα, σε κακή κατάσταση, πορεύονταν προς την ελεύθερη Ελλάδα. Αντάμωσα στο Σίρτζι μια μεγάλη ομάδα φοιτητών μαχητών του λόχου Λόρδος Μπάυρον. Δεν μπορεί να περιγραφεί η κατάστασή τους από την ταλαιπωρία που είχαν περάσει. Μερικοί δεν είχαν παπούτσια και τα πόδια τους ήταν τυλιγμένα με τσουβάλια. Μεταξύ αυτών και κοπέλες, επονίτισσες. Ήταν και ο Μίμης Δεσποτίδης (Πέτρος), που είχαμε γνωριστεί στην περίφημη συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ Ρούμελης, τον Ιούλη του 1944. Μου ζήτησε και του έδωσα χαρτί και μολύβι. Ήτανε υπεύθυνος διαφώτισης της ΕΠΟΝ Ρούμελης από τον Ιούνη του 1944. Με την απελευθέρωση κατέβηκε στην Αθήνα, όπως όλα σχεδόν τα στελέχη της ΕΠΟΝ Ρούμελης, που είχανε σταλεί για να ενισχύσουν τις οργανώσεις της υπαίθρου.
Κατέβηκα για τελευταία φορά στις Στανιάτες (Οινόφυτα) και την άλλη μέρα, 7 του μηνός, περνώντας από τη Λιάτανη (Άγιο Θωμά), έβαλα πλώρη για τη Θήβα. Ήμουνα οργανωτής της ΕΠΟΝ βορειοανατολικής επαρχίας. Όπως πορευόμουν στην ορεινή δημοσιά μεταξύ Μπράτσι (Τανάγρα) και Χλεμποτσάρι (Ασωπία), μόνος κι αμέριμνος, να ’σου ένα τεράστιο εγγλέζικο τανξ αρματωμένο. Τι να κάνω; Άλλη λύση δεν υπήρχε, παρά να συνεχίσω ψύχραιμα το δρόμο μου. Δεν ήμουνα οπλισμένος. Δεν μου μίλησαν κι αυτοί. Φαίνεται είχανε προορισμό το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Σκέφτηκα ότι περνώντας από τη Θήβα οι δυνάμεις των εγγλέζων κατακτητών θα είχανε διαλύσει τα πάντα. Όπως κι έγινε. Λεηλατήσανε τα γραφεία και τις αποθήκες του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δεν θα ’χε μείνει ψυχή από τα στελέχη και τους μηχανισμούς των οργανώσεων, σκέφτηκα. Φτάνοντας στους Μουσταφάδες (Καλλιθέα), αποφάσισα να πάω στο Πλατανάκι, όπου ήταν ελεύθερη Ελλάδα. Σκεπτόμουνα πως ένας απ’ αυτούς που θα έμπαιναν στη Θήβα για παράνομη, πλέον, δουλειά έπρεπε να είμαι κι εγώ. Μπαίνοντας στον καρόδρομο έξω από τους Άγιους Θεόδωρους Θήβας, πέφτω σε μια ομάδα δικών μας, που έρχονταν από το Πλατανάκι και πήγαιναν Θήβα. Ήτανε ο Πλούτης Γεραμάνης από το Καραρέλι Θήβας (είχε έρθει από τη Λιβαδειά όπου είχε διοριστεί από την καθοδήγηση του ΚΣ της ΕΠΟΝ στη συνδιάσκεψη της Ρούμελης, όπως κι εμένα με είχανε στείλει δεύτερο γραμματέα της επαρχίας Θήβας). Εκτός από τον Πλούτη Γεραμάνη1 ήταν κι ο Ηρακλής (Γιώργος Γεωργακόπουλος), του γραφείου της περιφερειακής επαρχίας Θήβας του ΚΚΕ με τη γυναίκα του, τον αδερφό του και τον Φαρμάκη από τους Άγιους Θεόδωρους. Είχε αναλάβει να τους τακτοποιήσει σε ασφαλές κατάλυμα, δεδομένου ότι θα ήταν ο καθοδηγητής. Μόλις με βλέπει ο Πλούτης Γεραμάνης, μου φωνάζει: «Πού ήσουνα, ρε Βασίλη, σε ζήταγε επειγόντως ο Μιχάλης (Φίλιππας Όργασλης,2 ο γραμματέας της περιφερειακής), για να σου αναθέσει δουλειά στην αποστολή μας». Είχε αποφασιστεί κομματικός γραμματέας να είναι ο Πλούτης Γεραμάνης, γραμματέας της ΕΠΟΝ και δεύτερος γραμματέας του κόμματος ο γράφων. Καθοδηγητής ο Ηρακλής.
Ο Πλούτης είχε συγγενείς και συγχωριανούς, θα ήταν εύκολο να τακτοποιηθεί και να προφυλαχθεί και ο Ηρακλής στους Άγιους Θεόδωρους σε ασφαλές σπίτι με κρύπτη. Για μένα υπήρχε πρόβλημα πώς να τακτοποιηθώ. Με στείλανε σ’ ένα σπίτι στο Νέο Συνοικισμό. Ήταν το σπίτι ενός οδηγού τρακτέρ (τότε ήτανε λίγα). Τον είχα γνωρίσει στο Σχηματάρι. Δεν είχα καλά καλά γνωριστεί με τη γυναίκα του και να ’σου η παγάνα με στρατιώτες και αξιωματικό, που είχαν αρχίσει να μαζεύουν όσους τους προορίζανε για εξορία στην Ελ Ντάμπα.3 Με πιάσανε κι εμένα. Δεν περιγράφεται η προσπάθεια που έκανε η γυναίκα του σπιτιού να πείσει τον αξιωματικό πως είμαι συγγενής της από το Καπαρέλι. Κατόρθωσε με παρακάλια και κλάματα να τον πείσει κι έτσι μ’ αφήσανε. Το σπίτι είχε κρύπτη, αλλά είχε μπει ο άντρας της (αυτόν ζητούσανε) κι έτσι σώθηκε. Έμεινα στον άσο. Μπήκε οξύ πρόβλημα, πού θα μείνω. Πήγα στους Άγιους Θεόδωρους στην οικογένεια Μωραΐτη, που η κόρη τους Ελισάβετ ήταν υπεύθυνη της ΕΠΟΝ Αγίων Θεοδώρων. Έμεινα μερικές μέρες. Όμως ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ηλικιωμένοι οι γονείς της, ζούσαν με την αδερφή της και τον αδερφό της. Με χίλιες δυο δυσκολίες και κινδύνους αρχίσαμε καθημερινή προσπάθεια για επαφές, προκειμένου να δημιουργηθούν ολιγάριθμες ομάδες για ν’ ανασυγκροτηθούν οργανώσεις. Με τον Πλούτη κάναμε τακτικές επαφές και σχεδιάζαμε με τιτάνιες προσπάθειες να ανασυγκροτήσουμε την οργάνωση.
Μια βραδιά (κατά τις 15 Γενάρη) βρέθηκα στο δρόμο. Ντρεπόμουν να πάω να χτυπήσω την πόρτα της Ελισάβετ Μωραΐτη ή το σπίτι του Νίκου Ντάβου. Τι να κάνω, προχωρούσε η νύχτα και κατέληξα στο νεκροταφείο της πόλης, που βρισκόταν λίγο έξω από τα όριά της, στα νοτιοανατολικά. Ήταν ακόμα σε κακά χάλια από την Κατοχή. Μια άλλη μέρα, μόλις βράδιασε, πάλι έμεινα στο δρόμο και αναγκάστηκα να βγώ έξω από την πόλη, πίσω και πιο πέρα από το νεκροταφείο, σ’ ένα τοπίο άγονο με σκόρπια βραχάκια. Κούρνιασα σε μια εσοχή σαν σπηλίτσα. Άρχισε να ψιχαλίζει. Δεν ήταν μόνο αυτό, μακριά ακούγονταν κουδούνια κοπαδιών και σκυλιά που γαβγίζανε. Για καλή μου τύχη δεν πλησίασαν. Υπήρχε κίνδυνος να με κατασπαράξουν τα σκυλιά, ή να πέσει πάνω μου κανένας τσομπάνος αντίθετος, με όλες τις συνέπειες.
Με υπόδειξη του Φαρμάκη πείθεται ο Κοροπούλης και με συστήνει στον αδερφό του Σωτήρη, τον μυλωνά, να με πάρει στο μύλο, στην άκρη των Αγίων Θεοδώρων, για να κουρνιάζω τα βράδια. Αυτό κράτησε πάνω από μια βδομάδα. Πήγαινα το βράδυ και κοιμόμουνα πάνω σ’ ένα μεγάλο σωρό χύμα στάρι, με μια τεράστια κουβέρτα μάλλινη. Μου έδινε κι ένα μεγάλο πιάτο φαΐ με μπόλικο ψωμί και χόρταινα. Όμως η κουβέρτα ήταν γεμάτη ψείρες. Δε φτάνανε όσες είχα, ήρθαν κι αυτές, παραγέμισα.
Οι επαφές πολλαπλασιάζονταν, το ίδιο και τα στέκια. Εκτός από της Μωραΐτη (στους Αγίους Θεοδώρους) μόνιμο ήταν του Γάκη Παπαλάμπρου (επονίτης), που ήταν και πρώτος ξάδερφος του Πλούτη Γεραμάνη. Ήταν κοντά στο κέντρο της πόλης σε ιδανική θέση για βάση. Πάρα πολύ βοήθησε αυτό το σπίτι στη δουλειά. Τρεις τέσσερις φορές, Γενάρη, Φλεβάρη και Μάρτη, ανταμώσαμε οι τρεις μας (ο Ηρακλής, ο Πλούτης κι εγώ) έξω από τη Θήβα, ανατολικά, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, ένα ξέφωτο με δέντρα γύρω, το Μοσχοπόδι.
Η τρομοκρατία οργιάζει. Το παρακράτος όλο δυναμώνει με τη βοήθεια του στρατού (αυτοί διοικούν τώρα) και οι χίτες το παίζουνε «εκδικητές» και «τιμωροί». Η φυλακή γέμισε. Μέσα στους φυλακισμένους ο καπετάν Κρόνος4 και ο περίφημος Νάκιας από την Καρδίτσα (Ακραίφνιο). Μέσα στον Γενάρη, ο Μιχάλης από τα Χάλια (Δροσιά), υπεύθυνος του ΕΑΜ του τομέα Λουκίσια, Πλατανάκι, Κόκκινο κ.λπ., από απερισκεψία και με πιστόλι πάνω του, θεώρησε σκόπιμο να μπει στην πόλη. Τον πιάσανε στον πευκώνα, απέναντι από τις φυλακές, και τον εκτέλεσαν επί τόπου. Άλλον ένα λεβέντη από το συνοικισμό, πρώην ελασίτη, κυνηγώντας τον έξω από τα χωράφια τον εκτέλεσαν κι αυτόν. Δυστυχώς, δεν συγκρατώ τ’ όνομά του.
Στο συνοικισμό δημιουργήθηκε γερή οργάνωση με τον Γιάννη Κατσιμίχα,5 τον Μιχάλη Δεληκωσταντή, τον Μπάκα κι άλλους. Η χωροφυλακή, που ανέλαβε από το τέλος Ιούνη 1945 και είχε ιδιαίτερο σταθμό, τη φοβότανε. Όταν κατέβαινε στο συνοικισμό για σύσκεψη, στήνανε ολόκληρη επιχείρηση με επικεφαλής τον τρομερό Γιάννη Κατσιμίχα για να με προφυλάξουν (εξακολουθώ να είμαι άγνωστος) και να μην χτυπηθεί η οργάνωση που είχε αναπτυχθεί, επονίτικη και κομματική. Ο Πλούτης, ο πρώτος κομματικός υπεύθυνος, με το πλεονέκτημα ότι ήταν ντόπιος, είχε τη δυνατότητα και κινητοποιούσε συγγενείς του. Μάλιστα, για να ’χουμε πρόσβαση-επαφή με την Αθήνα, τον βοήθησαν ο ξάδερφός του Περικλής Σακαντάρης, που ανήκε στην οργάνωση Κολωνακίου, κι ο Λέας Βουρδουμπάς, που ανήκε στην Πλάκα. Άμα αντιμετωπίζαμε δυσκολίες, ερχόμασταν σε επαφή μέσω Χαλκίδας. Δεν περιγράφονται οι δυσκολίες και οι καθημερινοί κίνδυνοι που συναντούσαμε μέσα στη βαθιά παρανομία.
Τον Μάρτη 1945 ο Ηρακλής (ψευδώνυμο) από τη Νίκαια, που ήταν διαφωτιστής στο αχτιδικό γραφείο του Κριεκουκίου (Ερυθρές), ήταν κρατούμενος στη φυλακή. Του σκηνοθετούν μεταγωγή και λίγο πιο πέρα από τη φυλακή του τη φυτέψανε από πίσω και τον σκοτώσανε, με το πρόσχημα ότι προσπάθησε να δραπετεύσει.
Με την υποχώρηση του Δεκέμβρη και την επέλαση των αγγλικών τανξ, τα στελέχη των κομματικών, εαμικών και επονίτικων οργανώσεων της δυτικής επαρχίας (Θήβας), τραβήχτηκαν στους πρόποδες του Ελικώνα, πάνω από τα Χόστια (Πρόδρομο). Μεταξύ αυτών και η αδερφή μου Ζωζώ, υπεύθυνη της ΕΠΟΝ κοριτσιών για τα χωριά Παλαιοπαναγιά, Ερημόκαστρο, Βάγια κ.λπ. Την τρίτη βδομάδα του Γενάρη 1945 κατέβηκε με προφύλαξη στο χωριό Χόστια σε γνωστό σπίτι. Κάποιος καλοθελητής την αντιλήφθηκε και την πρόδωσε. Για καλή της τύχη την παραδώσανε στους εθνοφύλακες και βλέποντας αυτοί τις κακές διαθέσεις κάποιων παρακρατικών, τη μεταφέρανε με ευθύνη τους στη Δομβραίνα και με συνοδεία την παρέδωσαν στη διοίκηση της Θήβας. Εκεί την κακοποίησαν σχετικώς και τη μεταφέρανε στις φυλακές. Όμως, επειδή δεν υπήρχε καμία κατηγορία, την αφήσανε ελεύθερη, αφού πέρασε από τη διοίκηση στρατού. Πώς θα πήγαινε, όμως, στην Αθήνα, που έπρεπε να περάσει από πέντε μπλόκα! Για καλή της τύχη προσφέρθηκε ένας ανθυπολοχαγός, που θα πήγαινε με αποστολή στην Αθήνα, να την αναλάβει, σαν συνοδεία, με το πρόσχημα ότι την συνόδευε. Ξεπέρασε έτσι την περιπέτεια των μπλόκων, που θα μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες. Κάπου κάπου, υπήρχαν τέτοιες ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα στη ζούγκλα της τρομοκρατίας, που άρχισε να απλώνεται σαν ορμητικό ποτάμι.
Η κομματική οργάνωση επεκτείνεται· ακόμη περισσότερο η επονίτικη. Τα στέκια μου πληθαίνουν. Είναι και του Βαγγέλη Πλατσούκα το σπίτι, ο οποίος είχε, εκτός από γνώσεις, και δυνατότητες διαφωτιστικές και πολιτιστικές. Ο πατέρας του ήταν δασονόμος της επαρχίας Θήβας. Ένας άλλος που έπαιξε πολύ αποφασιστικό ρόλο στα επονίτικα ως άμεσος βοηθός μου, ήταν ο Νίκος Ντάβος. Έμενε στη γειτονιά Γούρνες της Θήβας. Η παλικαριά του, η αποφασιστικότητά του δεν περιγράφονται. Πάνω από είκοσι φορές τον πιάσανε, τον κακοποίησαν, τον τρομοκράτησαν, αλλά αυτός δεν το ’βαζε κάτω. Μάλιστα, υμνήθηκαν στο συνέδριο της ΕΠΟΝ στην Αθήνα (αρχές Γενάρη 1946), μαζί με τον Γιάννη Χοτζέα από την Αθήνα, σαν υποδείγματα μαχητών επονιτών στις τότε αντίξοες συνθήκες. Το σπίτι του ήτανε πραγματικό ορμητήριο για όλες τις δουλειές. Από τις κοπέλες επονίτισσες ανάλογο υπόδειγμα με τον Νίκο Ντάβο ήταν η Δήμητρα Τσιρίκου. Το πόσο συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της οργάνωσης, παρά τις πάμπολλες δυσκολίες, δε λέγεται! Πολλές φορές (την ημέρα) την έβγαζα σπίτι της.
Αρχές Απρίλη μένω μόνος, γιατί και ο Πλούτης και ο Ηρακλής (ο καθοδηγητής) πήγανε στη Χαλκίδα για επαφή με την Αθήνα και δεν ξαναγύρισαν. Δεν περιγράφεται η παλικαριά, η μαχητικότητα και η εξυπνάδα του Πλούτη. Ο Ηρακλής ήτανε έμπειρος και πράος χαρακτήρας, άνθρωπος που εμπνέει εμπιστοσύνη (δεν ξέρω αν ζει). Στην περιφερειακή μας ήρθε από την Εύβοια, όπου ήταν γραμματέας του κόμματος ώς τις αρχές του 1944. Πριν καλά καλά τον αντικαταστήσει ο Βαγγέλης Καραμιχάλης, που ανέλαβε καπετάνιος του συντάγματος του ΕΛΑΣ Εύβοιας, ήρθε στο πόστο του ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος.
Μερικές μέρες πριν φύγουν οι δύο σύντροφοι, οι παρακρατικοί κάνανε μπλόκο στους Άγιους Θεοδώρους και θέλανε να συλλάβουν τους τρεις μας. Πώς μαθεύτηκε ότι είμαστε τρεις και μάλιστα εκείνη την ημέρα στους Άγιους Θεοδώρους, μένει μέχρι τώρα σκοτεινό. Κάποιος συγγενής του Πλούτη θα το ’ξερε, πιθανόν φλυάρησε κι έφτασε η είδηση σε κάποιον παρακρατικό. Έγινε σούσουρο στους Άγιους Θεοδώρους, γιατί βλέπανε τις σπασμωδικές κινήσεις των παρακρατικών και των χιτών. Φυσικά, ο Πλούτης και ο Ηρακλής βολεύτηκαν στην κρύπτη. Εγώ, πριν ανταμώσουμε οι τρείς, ήμουνα στο σπίτι της Ελισάβετ Μωραΐτη, δίπλα στον παλιό νερόμυλο. Τι να κάνω; Προκειμένου να μη βάλω σε κίνδυνο το σπίτι, αναγκάζομαι και βγαίνω για να πάω προς το κέντρο της πόλης. Λίγα μέτρα πιο κάτω, πέφτω κατά σύμπτωση πάνω στον αρχηγό των χιτών της Θήβας, που ήταν επικεφαλής στο μπλόκο. Αργύρης Ρούλιος λεγότανε. Με σταματάει χωρίς να με ξέρει και με ρωτάει πού πάω και από πού είμαι. Του λέω ψέμματα πως είμαι από το Μπράτσι (Τανάγρα) –είχα ψεύτικη ταυτότητα απ’ αυτό το χωριό με τ’ όνομα κάποιου πεθαμένου Μελεγκράτη– και ότι πάω να πάρω παπούτσια από τον Μπουρτζή, τον τσαγγάρη που του πήγαινα λάδι. Μες στη σύγχυσή του και λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και της ψυχραιμίας μου σάστισε και μ’ άφησε. Και ήμουνα ένας από τους τρεις που ζητούσαν να συλλάβουν!
Προηγούμενα είχα ένα άλλο περιστατικό στο μύλο που κοιμόμουνα καμιά δεκαριά μέρες. Ένα πρωί που σηκώθηκα να φύγω, ένας χωρικός που είχε έρθει με το μουλάρι του φορτωμένο στάρι γι’ άλεσμα, με γνώρισε, γιατί ήταν από το κοντινό χωριό Μουρίκι, όπου είχα κάνει γραμματέας. Έξω ήταν κι ο μυλωνάς που του φώναξε: «Μη, κουμπάρε, όχι εδώ σε παρακαλώ!». Τον είχε δει μ’ ένα χοντρό στυλιάρι έτοιμο να μου το καταφέρει στο κεφάλι, πριν τον αντιληφθώ. Θα με σκότωνε, αν δεν προλάβαινε ο μυλωνάς, ο Σωτήρης Κοροπούλης.
Η ταλαιπωρία μου πήρε κατά κάποιον τρόπο τέλος. Με δέχτηκαν στο σπίτι του Βαγγέλη Μπλάζεβικ. Ήτανε ο γραμματέας του επαρχιακού της ΕΠΟΝ, ο οποίος κρυβότανε. Βρήκα τη σιγουριά μου από στέγη και τροφή. Στο μεταξύ, η οργάνωση είχε γίνει από επαρχιακή νομαρχιακή (Βοιωτίας) και μου ανατέθηκε τυπικά και ουσιαστικά η γραμματεία του νομού. Από την περιοχή πέρναγε πότε πότε και μ’ έβλεπε ο Χάρης Χαρμπής, μέλος του γραφείου περιοχής Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, πρώην επικεφαλής της υποδειγματικής μονάδας ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ της 2ας Μεραρχίας.
Γραμματέας της περιφερειακής του κόμματος διορίστηκε ο Τάσος Κινόγλου, πρώην γραμματέας της περιφερειακής Λοκρίδας, άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης. Η οργάνωση κομματική και επονίτικη απλώνει και δένει γενικά σε κάθε συνοικία. Στο συνοικισμό ήρθε από τη Νάουσα ο Αριστόδημος Καρζής, εξαιρετικός αγωνιστής και άνθρωπος με χαρακτήρα και κύρος. Ο δε Κώστας Κολιγιάννης6 (γραμματέας της περιοχής) του ανέθεσε τον αγροτικό τομέα και ανέλαβε γραμματέας του ΑΚΕ στο νομό.
Στο Πυρί, στο κάτω μέρος της πόλης, δίπλα στον κάμπο, στο πιο αδύνατο οργανωτικά κομμάτι της πόλης, ήτανε η Νίτσα Κολινίκα, απόφοιτος γυμνασίου, πολύ δραστήρια, μαχητική και αποδοτική στη δουλειά της. Στο κέντρο της πόλης δραστήρια και μαχητική η Μαρία Βούλγαρη. Συνδέομαι στενά με την οικογένεια Μπουρτζή. Είχαν το τσαγγάρικό τους στο κέντρο της πόλης, στον πρώτο παράλληλο δρόμο του κεντρικού της αγοράς και της συγκοινωνίας. Με τον μεγάλο γιο του τον Γρηγόρη ήμασταν στενοί συνεργάτες μερικούς μήνες πριν την απελευθέρωση. Ήταν γραμματέας του τμήματος της ΕΠΟΝ των χωριών Μουσταφάδες, Χλεμποτσάρι κ.λπ. και τον έβλεπα σαν υπεύθυνος από το επαρχιακό. Ο αδερφός του σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, ήταν επονοελασίτης. Είχε άλλα τρία αδέρφια. Επέμεναν να πηγαίνω δυο με τρεις φορές τη βδομάδα να μένω στο σπίτι τους και να με ταΐζουνε. Μεγάλη η προσφορά. Το δε μαγαζί τους ήταν για μένα αποκούμπι και ορμητήριο. Δε θα ξεχάσω που η μάνα τους με ξεψείριασε. Με είχανε σαν παιδί τους στη θέση του χαμένου τους παιδιού, όπως και στου Μπλάζεβικ, όπου έμενα τέσσερις με πέντε μέρες τη βδομάδα. Στο σπίτι του Μπλάζεβικ έκανα μερικά ραντεβού τη βδομάδα. Από εκεί έστειλα κάμποσες δεκάδες σημειώματα με το ψευδώνυμο Φώτης.
Με τα σημειώματα είχα καλά αποτελέσματα. Βέβαια, χρειαζόταν κάποιος να τα πηγαίνει στα άτομα που προορίζονταν. Δεν ξέρω πώς, αλλά η επονίτισσα Δήμητρα, ανιψιά του αγωνιστή Κώστα Μπασιάκου του Θηβαίου, της επαρχιακής του ΕΑΝ, ύστερα από μια επαφή προσφέρθηκε πρόθυμα να αναλάβει σύνδεσμος. Ήταν δεκαοκτώ ετών, μόλις είχε βγάλει το γυμνάσιο. Ένα πλάσμα εξαιρετικό στην εμφάνιση, το ’λεγε η ψυχή της και εξυπνότατη. Όμως, πολλές φορές ερχότανε στο σπίτι που έμενα και χωρίς να υπάρχει λόγος. Πολλές φορές την απέτρεψα, αλλά αυτή επέμενε κι όλο μου ’λεγε: «Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά, θα πεθάνω». Ένα πρωί μάθαμε πως η Δήμητρα, αυτός ο αετός, πέθανε. Σαν να έσκασε. Τότε, με τις ανώμαλες συνθήκες που ζούσαμε, σαν άλλη Κατοχή, πού να γίνει ειδική εξέταση να βρούνε την αιτία. Ήταν και ορφανή από μάνα. Όλοι την κλάψαμε, ήταν σπάνιο πλάσμα. Δεν ξέρω αν για το χαμό της τον αναπάντεχο έχω κι εγώ κάποια ευθύνη.
Από τη θέση μου του γραμματέα της ΕΠΟΝ του νομού, χρειάστηκε και πήγα τέσσερις με πέντε φορές στη Λιβαδειά. Ολόκληρη επιχείρηση. Με τα αυτοκίνητα της ΕΜΕΛ ή της ΟΥΝΡΑ που μεταφέρανε τρόφιμα και άλευρα. Ύστερα από συνεννόηση με έπαιρνε κανένα απ’ αυτά στην καρότσα, σκεπασμένο με τον μουσαμά και τυλιγμένο με κάνα νάυλον για να μην αλευρώνομαι. Κατέβαινα πριν τα μπλόκα χίλια με χίλια πεντακόσια μέτρα πριν την πόλη και μέσα από τα χωράφια πήγαινα στον προορισμό μου.
Εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά είχα την ευχέρεια και διάβασα μερικά βιβλία του Λένιν και τον Διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό του Στάλιν. Τριάντα τρεις φορές, το ’χα μάθει απ’ έξω, παρακαλώ! Φυσικά, από τον Μάη του 1945 ώς τον Αύγουστο ήμουνα μόνος μου. Χωρίς τους άλλους δύο. Μεσολάβησε ένα ξεχωριστό γεγονός. Ένας χωρικός που με γνώρισε με κατέδωσε τον Ιούλιο στη Χωροφυλακή, που είχε αναλάβει πριν ένα μήνα. Ήρθαν στο σπίτι που έμενα και με συλλάβανε, ένας ενωμοτάρχης κι ένας χωροφύλακας. Επί μισή ώρα με τσακίσανε στο ξύλο, οργανωμένο, από τη μέση και κάτω με γροθιές, κλωτσιές και με τις λαβές των περιστρόφων τους. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Με συνόδευσαν στο τμήμα και με παρέδωσαν στον διοικητή μοίραρχο Σοϊμοίρη – γνωστό και ως τεταρτοαυγουστιανό. Με κρατήσανε στην απομόνωση τέσσερις μέρες και, επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία και κατηγορίες για να δικαιολογήσουν την κράτησή μου, με δικάσανε στο Μονομελές της πόλης για παράνομο έρανο. Πληρώθηκε η ποινή μου και αφέθηκα ελεύθερος. Ήμουνα τόσο χάλια, που με περιμάζεψε ένα γειτονικό σπίτι. Μια βδομάδα ξάπλα και μου βάζαν βδέλες στα πόδια για να τραβήξουν το σκοτωμένο αίμα. Αυτό το γεγονός ήταν αφορμή να βγώ από παράνομος μισονόμιμος. Έτσι, δούλευα πιο αποτελεσματικά, με πολλές όμως προφυλάξεις για τους παρακρατικούς και χίτες.
Στο Κριεκούκι (Ερυθρές), που ανασυγκροτήθηκε γερή οργάνωση, πήγα πέντε φορές και είχα αρκετές επαφές, συνεργασίες και συσκέψεις. Ήτανε ανταρτομάνα. Κάπου διακόσιους είχε στον τακτικό ΕΛΑΣ κι άλλους τόσους στον εφεδρικό. Εκτός από μερικούς, στελέχη και καπετανέοι κάπως εκτεθειμένοι, ο όγκος των μελών δεν είχε φύγει, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει κάποια ισορροπία. Άργησαν σχετικά να σημειωθούν κρούσματα με βασανιστήρια και συλλήψεις από παρακρατικούς. Ήταν εκεί η οικογένεια Μπεθάνη με τα τρία αδέρφια. Ο ένας ήταν ο κομματικός υπεύθυνος, ο μικρότερος υπεύθυνος της ΕΠΟΝ και ο μεγάλος υπηρετούσε στην εθνοφυλακή. Ήταν αρκετοί επονίτες αντάρτες που είχα γνωρίσει στο Κλειδί και στη Λιάτανη (δίπλα στα Δερβενοχώρια, Γενάρη-Φλεβάρη του 1944). Επίσης η Τσεβή (Παρασκευούλα) Φίλη,7 κόρη του τσαγκάρη, υπεύθυνη επονίτισσα. Σεμνή, απλή, έξυπνη και πανέμορφη. Επίσης, ο περίφημος Φώντας Λουκίδης, ο τυφλός που ’χε γιο δραστήριο επονίτη. Ήταν η οικογένεια Μπουτσίνη, που ο μεγάλος αδερφός, ο καπετάν Νικήτας, ήταν καπετάνιος του 1ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ που είχε καπετάνιο τον λαογέννητο Διαμαντή. Κομματικός υπεύθυνος του 34ου συντάγματος του Διαμαντή ήταν ο Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης). Μετά τον χειμώνα του 1944 πέρασε στην 5η ταξιαρχία που έγινε αργότερα 2η μεραρχία.
Όσες φορές πήγα στο Κριεκούκι, καταλήγαμε στο καφενείο που ήταν πάντα γεμάτο τα βράδια. Δυο φορές όταν έφευγα, με παρέα και προφύλαξη, για να πάω σε κατάλυμα, θες από άστοχη ενέδρα, θες για τρομοκράτηση, με πυροβόλησαν παρακρατικοί χωρίς αποτέλεσμα. Μ’ αυτούς τους παρακρατικούς του Κριεκουκίου είχαμε ένα τρομερό περιστατικό. Ο πατέρας του Νίκου Ντάβου ήταν μικροεργολάβος οικοδόμος και γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θήβας. Θα ’τανε Σεπτέμβρης 1945, όταν με αυτοκίνητο πήγε στο Κριεκούκι για οικοδομική εργασία. Όπως γύριζε προς τον κάμπο, εκεί που πέρναγε ο Ασωπός ποταμός, του είχανε στήσει ενέδρα οι παρακρατικοί, τον σταμάτησαν και τον σκότωσαν με λοστούς. Έκανε τρομερή αίσθηση στη Θήβα. Με τρομοκρατία και απειλές, γιατί το γεγονός ξεσήκωσε τον κόσμο, τον θάψανε στο νεκροταφείο του συνοικισμού. Είχε γίνει τόσος ντόρος, που μετά από δύο βδομάδες αναγκάστηκαν οι κυβερνώντες να επιτρέψουν την εκταφή για να γίνει υπεύθυνη νεκροψία, που δέχτηκε να την κάνει με δυσκολία (λόγω της τρομοκρατίας) ο γιατρός Αγγελίδης. Παραβρέθηκα σ’ αυτή και όντως ήτανε χτυπημένος με λοστό στο κεφάλι και στο στήθος. Από ’κεί κι ύστερα; Τίποτα. Τα ’σκιαζε η φοβέρα...
Από τον Απρίλη, που ’χανε φύγει οι άλλοι δύο, ώς τον Σεπτέμβρη που ανέλαβε γραμματέας ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος του γραφείου της περιοχής, ερχότανε παράνομος και παρακολουθούσε την περιφερειακή Βοιωτίας ο Κώστας Κολιγιάννης, γραμματέας της περιοχής. Όλοι κι όλοι εφτά οχτώ άνθρωποι, δύο από τη Λιβαδειά και οι υπόλοιποι απ’ τη Θήβα, αποτελούσαμε την περιφερειακή επιτροπή. Μας ανέλυσε την 11η ολομέλεια, τη 12η ολομέλεια και την προσυνεδριακή δουλειά για το 7ο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβρη 1945. Το πώς πραγματοποιούσαμε τη μάζωξη, ήτανε κάτι το ξεχωριστό: ολονυχτία στο περιβόλι του Χουχούμη (καπετάνιος λόχου του ΕΛΑΣ) έξω από την πόλη, νοτιοανατολικά, σε ανώμαλη τοποθεσία, με σκυλιά γυμνασμένα από τον Χουχούμη. Αν μας πιάνανε, θα μας σκοτώνανε με τσεκούρια οι παρακρατικοί. Κι ήτανε η εποχή που γυρνούσε το περίφημο 401 τάγμα του στρατού, βασανίζανε και σκοτώνανε.
Σ’ αυτές τις τρομερές συνθήκες της τρομοκρατίας, μολαταύτα, ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μας νομιμοποιείται. Από τον όγκο των οργανώσεων του κόμματος, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, σχεδόν κανένα από τα στελέχη του δεν μπόρεσε να σταθεί και να δουλέψει έστω και παράνομα ή μισοπαράνομα. Ένα μικρό διάστημα στις αρχές ήτανε ο Τάσος Παπαναστασίου, ο διαφωτιστής και εκπολιτιστής της επαρχιακής ΕΠΟΝ. Ώσπου μια μέρα βλέπω στο δρόμο να τον συνοδεύουνε δυο χωροφύλακες αιμόφυρτο. Μάλλον τον πηγαίνανε για τυπική δίκη, για να δικαιολογήσουνε την κράτησή του. Κατέληξε στη φυλακή. Ενώ ο γραμματέας της επαρχιακής ΕΠΟΝ κρυβότανε, ώσπου έφυγε και παρουσιάστηκε στον στρατό, όπου και υπηρέτησε. Μόνο ο γραμματέας της Εθνικής Αλληλεγγύης της επαρχίας, Νίκος Παπανικολάου, κατόρθωσε να μην πιαστεί αυτή την περίοδο και όσο μπορούσε μας βοηθούσε.
Ένα βράδυ κατά τις εννιά, μετά τις δουλειές, για να πάω να μείνω στο σπίτι των Μπουρτζήδων, όπως ήτανε κανονισμένο, περνώντας κοντά από το κτήριο που ’χανε καταλάβει οι στρατιωτικοί-βασανιστές (στην Κατοχή το είχανε τα Ες-Ες), ακούω κάτι αγριοφωνάρες βασανισμένου. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε ότι ήταν ο Νικολάου (Νικολού) από τα Χόστια, ο άντρας της δασκάλας. Μεταξύ των άλλων βασανιστηρίων του στρίβανε τα γεννητικά του όργανα. Μισοτελειωμένο από τα βασανιστήρια τον μετέφεραν κάπου έξω από την πόλη και τον αποτέλειωσαν.
Στην Κατοχή οι Γερμανοί είχαν συλλάβει εδώ, μεταξύ άλλων, δύο που τους πήρανε σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Τον Γιώργο Ρούσσο και τον Γιώργο Αδριανό. Πραγματικοί λεβέντες και από τα καμάρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της πόλης. Με το τέλος του πολέμου και μετά μερικές βδομάδες, γύρισε ο Γιώργος Ρούσσος σε κακά χάλια από τις κακουχίες. Ο Γιώργος Αδριανός δε φάνηκε. Ο Ρούσσος ήξερε ότι είχε αφήσει τα κόκαλά του στη Γερμανία, αλλά απόφευγε να το ανακοινώσει. Ήμουνα ενήμερος και προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να το κάνουμε γνωστό στους δικούς του, που με ελπίδα τον περίμεναν. Τελικά, καθώς πέρασε ο καιρός κρίθηκε σκόπιμο να το ανακοινώσουμε στους δικούς του. Ανέλαβα προσωπικά να το πω στην αδελφή του, την επονίτισσα Σωσώ, που ’χα τακτική οργανωτική επαφή μαζί της και ιδιαίτερη φιλία. Το τι ακολούθησε σ’ όλη την οικογένειά του, δε λέγεται. Θρήνος και οδυρμός... Ο μεγάλος αδερφός του είχε φύγει κι έμενε στην Αθήνα για να μη συλληφθεί.
Οι οργανώσεις απλώνουν και ριζώνουν. Πολλές επαφές, κάποιες συσκέψεις και η αναδιοργάνωση προχωρεί. Στο τέλος Ιουλίου σπάει η μοναξιά μου. Η υπεύθυνη για τα οργανωτικά και ο γραμματέας της περιοχής Κώστας Κολιγιάννης μου στέλνουν για σύνδεση με την κομματική οργάνωση ένα νέο σύντροφο (καμιά τριανταριά χρονών) με το ψευδώνυμο Βασίλης (Γιώργος Μαρκαζίνος) από την περιφερειακή Αιγίου. Δυναμικός, το ’λεγε η ψυχή του. Βοήθησε αρκετά, με σχετικές παρατολμίες. Έκρινε σκόπιμο να πάει για δουλειά στο μεγαλοχώρι Βάγια, όπως πήγαινα εγώ στο Κριεκούκι. Δεν ήτανε, όμως, καλά προετοιμασμένη η δουλειά και τον πιάσανε. Οι παρακρατικοί τον τουλουμιάσανε στο ξύλο. Με δυσκολία γύρισε στη Θήβα κι αυτό γιατί ήτανε πολύ δυνατός. Έμενε σ’ ένα καλυβάκι δίπλα στην πόλη. Ήτανε άγνωστος, αλλά έπαιρνε τα μέτρα του. Ένα βράδυ, περνώντας κάθετα τον κεντρικό δρόμο για να πάω στο σπίτι του Ντάβου –είχα καθημερινή επαφή μαζί του– με σταματάει στη μέση του δρόμου ένας «άγνωστος». Ήτανε ο πρώην υπεύθυνος της ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) της επιτροπής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ βορειοανατολικά της πόλης (Τοπόλια-Κάστρο, Κόκκινο, Καρδίτσα-Ακραίφνιο, Λουκίκια, Πλατανάκι, Μωρίκι, Χάλια, Σίρτζι-Ύπατο κ.λπ.). Όμως, όπως είχε μαθευτεί στην απελευθέρωση, ήταν πράκτορας των Εγγλέζων που ’χανε βάση στην Κωπαΐδα. Η αγγλική εταιρεία ήταν άντρο της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ο κύριος αυτός (δέ θυμάμαι τ’ όνομά του) ήτανε από το Ακραίφνιο. Το χωριό ήτανε φτωχό και πολλοί, άντρες και γυναίκες, δουλεύανε εργάτες σε διάφορες δουλειές της εταιρείας. Όχι λίγοι απ’ αυτούς είχανε γίνει μυστικά όργανα των Εγγλέζων. Φυσικά, μεταξύ αυτών και ο αναφερόμενος. Μάλιστα, μια ομάδα μαζί μ’ αυτόν, πριν καλά καλά μπούνε στη Θήβα οι Εγγλέζοι, στις 7 Γενάρη 1945, πιάσανε τον γραμματέα του κόμματος του χωριού τους, τον Μπέρδο, και τον σκότωσαν ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Ε, αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος τι μου είπε: «Ρε Βασιλάκη, τι θες εδώ, φύγε, ρε παιδί μου, μη σε πιάσουνε και σε σφάξουνε». Γνωριζόμασταν, γιατί στην ίδια οργάνωση (τμήμα-Aχτίδα) πριν ένα χρόνο είχα κάνει γραμματέας της ΕΠΟΝ και μέλος του αχτιδικού γραφείου του κόμματος. Αν και ήμουνα Αθηναίος, είχα προσαρμοστεί και δεν είχα δημιουργήσει προσωπικά και προπαντός εχθρούς. Μ’ αγαπούσανε κατά κάποιον τρόπο.
Αυτό έγινε πριν με συλλάβει η Χωροφυλακή. Χρησιμοποιούσα το σπίτι της οικογένειας Παπαλάμπρου, του επονίτη Χάκη, σαν ορμητήριο για τις δουλειές μου. Το οίκημα (μεγάλο διώροφο) ανήκε στην οικογένεια Τσαρουχά.8 Πλούσιο αγροτόσπιτο, όπως και της οικογένειας Αδριανού. Ο γιος τους Κώστας έλειπε διωκόμενος. Ήτανε γραμματέας αχτίδας στην πόλη της Θήβας. Ο αδερφός του, δικηγόρος με γραφείο και κύρος στην πόλη, δεν ασχολιότανε υπεύθυνα. Μια μέρα έκρινε σκόπιμο να πάει μια βόλτα με τα πόδια σ’ ένα μεγάλο κτήμα που ’χανε στις αρχές του κάμπου έξω από το Πυρί. Όπως προχωρούσε στην άκρη του δρόμου, ένα εγγλέζικο στρατιωτικό αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα τον παρέσυρε και τον σκότωσε επί τόπου. Ήτανε καθαρή δολοφονία με σχέδιο και παρακολούθηση. Πολύ μεγάλο το κύρος της οικογένειας Τσαρουχά στη Θήβα. Έγινε χαμός στην πόλη από το αποτρόπαιο έγκλημα.
Τέλος Σεπτέμβρη 1945 είχε καθοριστεί να γίνει η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη του ΚΚΕ της περιοχής στη Λαμία. Είχε προηγηθεί η προσυνεδριακή της περιφερειακής Βοιωτίας, στην οποία ανήκα και πήρα μέρος, με εισηγητή τον Κώστα Κολιγιάννη – ολονυχτία στο περιβόλι του Χουχούμη. Προτάθηκα με άλλους δυο ή τρεις να πάρω μέρος στην προσυνεδριακή της Λαμίας. Επειδή δεν ήτανε δυνατό να πάω μόνος μου, κανονίστηκε μια ορισμένη ημερομηνία, ώρα 10 με 11 το πρωί να πέρναγε ο Κολιγιάννης με άνθρωπο του Πολιτικού Γραφείου και σε ορισμένο σημείο να με πάρει με αυτοκίνητο του κόμματος, που ερχόταν από την Αθήνα. Περίμενα ώς τις 11.30 και δεν είχανε φανεί. Πετάχτηκα για πέντε λεπτά από ανάγκη μου στο σπίτι της Δήμητρας Τσιρίκου, που ήταν πολύ κοντά. Γύρισα αμέσως και ξαναπερίμενα ώς τις 12.30. Για κακή μου τύχη, είχαν περάσει σ’ αυτά τα πέντε λεπτά που ’λειψα.
Νοέμβρη μήνα, στα τέλη, ορίστηκε η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ Βοιωτίας για το 1ο συνέδριο της ΕΠΟΝ. Πραγματοποιήθηκε, φυσικά, παράνομα, γιατί το παρακράτος δρούσε στη Λιβαδειά. Πήραμε μέρος καμιά δεκαριά από τις δύο πόλεις. Η συνδιάσκεψη έγινε σ’ ένα σπίτι στη διάρκεια της νύχτας. Την παρακολούθησε από το κεντρικό συμβούλιο, που μας ανέλυσε τα προσυνεδριακά κείμενα, το μέλος της Γιάννης Μυριαγκός. Βγάλαμε μια μικρή αντιπροσωπεία για τη συνδιάσκεψη της περιοχής στη Λαμία. Προτάθηκα από τον εκπρόσωπο του Κεντρικού Συμβουλίου και τυπικά για γραμματέας του νομού. Εκλέχτηκα ομόφωνα.
Οι οργανώσεις της Θήβας και της Λιβαδειάς δένουνε και ισχυροποιούνται. Τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη έρχεται από την περιοχή και αναλαμβάνει γραμματέας του κόμματος ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος. Η συνεργασία μου μαζί του ήτανε άψογη. Έδειχνε μεγάλη κατανόηση και εκτιμούσε κι εμένα και στο πρόσωπό μου την οργάνωση της νεολαίας. Ήρθανε κι άλλα στελέχη ΕΑΜικά και κομματικά με τη σχετική νομιμότητα που αποκτούσαμε και βοήθησαν πολύ. Δεν αναφέρω κανένα όνομα, γιατί, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, οι περισσότεροι δεν είχανε ανάλογη συνέχεια με φυλακές, εξορίες, Μακρονήσι κ.λπ. Παρά τις πολλαπλές δυσκολίες και διώξεις, πραγματοποιήθηκε και η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ περιοχής Ρούμελης και Εύβοιας στη Λαμία στα τέλη του Νοέμβρη. Σχετικά νόμιμα, σε μια αίθουσα. Από τη Βοιωτία πήραμε μέρος τρία μέλη. Εκλέχτηκε συμβούλιο περιοχής, όπου συμμετείχαμε όλοι οι γραμματείς των πέντε νομών. Βγήκε πενταμελές καθοδηγητικό γραφείο και εγώ με τον Βασίλη Καΐλα της Φθιώτιδας αναπληρωματικοί. Γραμματέας ο Κουφοδήμος, που στην Κατοχή ήτανε επικεφαλής επονοελασίτικων υποδειγματικών ομάδων του ενεργού ΕΛΑΣ της Ρούμελης. Μετά τη συνδιάσκεψη της Βοιωτίας ανέλαβε να καθοδηγεί από μέρους του πενταμελούς ο Νίκος Μανιάς.9 Προηγούμενα ήταν μέλος του γραφείου της περιφερειακής Λοκρίδας. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θήβα εκμεταλλευόμενος τη σχετική νομιμότητα. Είχε ήδη δυναμώσει η οργάνωση της Θήβας. Τι διάολο είχανε μαζί μου στη Χωροφυλακή, και ιδιαίτερα ο έμπειρος και βαμμένος από την 4η Αυγούστου μοίραρχος διοικητής Σοϊμοίρης! Όταν τον επισκέπτονταν διάφορες επιτροπές πλαισιωμένες με στελέχη της οργάνωσης για να διαμαρτυρηθούνε για διάφορα ζητήματα, για τους παρακρατικούς και χίτες, όλο έβαζε το ίδιο ζήτημα: «Να τον διώξετε αυτόν». Πολύ επέμεναν. «Αυτός» ήμουνα εγώ. Τόσο πολύ τους είχα μπει στο μάτι; Μα δεν έκανα ούτε προκλήσεις ούτε επιδείξεις, εκμεταλλευόμενος τη σχετική νομιμότητα. Η οργάνωση, όμως, τόσο είχε προχωρήσει, στη Βοιωτία, ώστε έγινε εύφημος μνεία από την περιοχή, πως ήτανε η πιο δεμένη οργανωτικά από τους πέντε νομούς.
Είχαμε πολύ καλή κυκλοφορία του περιοδικού της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά. Στην πανελλαδική καμπάνια με στόχο να φοριέται όσο το δυνατό από τα μέλη το σήμα της ΕΠΟΝ, είχαμε μεγάλη επιτυχία και δινόντουσαν πραγματικές μάχες τα βράδια στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με τους παρακρατικούς και χίτες. Έλαμψε η δραστηριότητα και μαχητικότητα του Νίκου Ντάβου και της Δήμητρας Τσιρίκου. Είχε προταθεί από το κεντρικό συμβούλιο της ΕΠΟΝ, με την ευκαιρία των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, να το εκμεταλλευτούνε οι οργανώσεις και να οργανώσουνε μαζικές επονίτικες παρέες με όργανα και τραγούδι, να πούνε τα κάλαντα. Με δυο ακορντεόν και δυο κιθάρες και καμιά δεκαριά επονίτες και επονίτισσες γύρισαν όλες τις γειτονιές της πόλης. Μαζεύτηκαν αρκετά χρήματα και είχε πολύ καλή υποδοχή από τους κατοίκους με χαρές, χειροκροτήματα και προσφορές. Στη Νέα Γενιά γράφτηκε πως τα καλύτερα και πιο πετυχημένα κάλαντα ακούστηκαν στη Θήβα και στα Χανιά. Τραντάχτηκε και η τρομοκρατία...
Ο μόνιμος καθοδηγητής από το πενταμελές της περιοχής ήταν ο Νίκος Μανιάς που προερχότανε από την κομματική οργάνωση της Λοκρίδας και πέρασε στην ΕΠΟΝ μετά από κάτι ανακατατάξεις. Ήτανε πολύ ικανός και δραστήριος. Όμως κάπνιζε σαν αράπης και ήτανε πολύ νευρικός, και μερικές φορές συγκρουστήκαμε· ενώ μ’ όλους τους συνεργάτες τα πήγαινα καλά. Άλλωστε, είχαμε και τόσες αναγνωρισμένες επιτυχίες από το γραφείο περιοχής του κόμματος και της ΕΠΟΝ. Με τον γραμματέα της περιφερειακής του κόμματος από τα μέσα του Σεπτέμβρη, τον Μιλτιάδη Ζαχαράτο, είχαμε πολύ καλή συνεργασία και εδήλωνε τις καλύτερες διαθέσεις για τους νεολαίους.
Το συνέδριο της ΕΠΟΝ είχε προγραμματιστεί να συνέλθει πριν το τέλος του 1945. Τελικά, πραγματοποιήθηκε μετά τις γιορτές στις αρχές του Γενάρη 1946. Ήτανε το πρώτο και είχε δοθεί πανηγυρικός χαρακτήρας. Πήρανε μέρος αντιπροσωπείες απ’ όλα τα μέρη της χώρας μας. Παρά την τρομοκρατία, τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες που γίνονταν οργανωμένα για τη γενίκευση του ολοκληρωτικού εμφυλίου πολέμου. Στο συνέδριο παραβρέθηκε και ο γενικός γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας της Δημοκρατικής Νεολαίας Γκυ ντε Ποαζόν. Κάθε αντιπροσωπεία έφερνε και κατέθετε τον δικό της προβληματισμό από τις δικές της ξεχωριστές συνθήκες.
Είχαμε και σχετικό πολιτιστικό πρόγραμμα: θέατρο, χορωδίες, ποδόσφαιρο από τις μεικτές επονίτικες ομάδες Αθήνας και Πειραιά, στις οποίες συμμετείχαν όλες σχεδόν οι ποδοσφαιρικές φίρμες του κέντρου. Ιδιαίτερα του Πειραιά.
Τα θέματα του συνεδρίου: η πολιτική κατάσταση της χώρας μας, τα προβλήματα της ελληνικής νεολαίας και η πορεία της ΕΠΟΝ, το πρόγραμμα της οργάνωσης, η διακήρυξη της ΕΠΟΝ και η εκλογή νέου Κεντρικού Συμβουλίου.
Αν και ήμουν Αθηναίος, όλα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, σαν να είχα έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα. Έλειπα τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τα χώματα που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν, πραγματοποιήθηκαν κοσμοϊστορικά γεγονότα για όλο τον κόσμο, την πατρίδα μας, τον λαό μας και τη νεολαία μας. Πολλά με εντυπωσίασαν στο συνέδριο. Να κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έμαθα πως ο γραμματέας της Κρήτης, Αντώνης Μπριλλάκης, είχε κάνει κρατούμενος τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής σε στρατόπεδο της Γερμανίας. Κι όμως δεν τον είχε προτείνει το απερχόμενο όργανο για το Κεντρικό Συμβούλιο. Μου ’κανε τέτοια εντύπωση, που μαζί με κάμποσους που πρότειναν διάφορους από κάτω, σηκώθηκα και πρότεινα τον Μπριλλάκη. Όταν βγήκανε τ’ αποτελέσματα από την ψηφοφορία, είδα ότι είχε εκλεγεί. Μέσα στην αγωνιστική και πανηγυρική ατμόσφαιρα του συνεδρίου έλαμψαν μια σειρά αντιπρόσωποι. Θυμάμαι ιδιαίτερα τον Πέτρο (Δημήτρη Δεσποτίδη), τον Κίμωνα (Κώστα Φιλίνη), τον Σταμάτη (Σταύρο Γιαννακόπουλο-Πέτρο Ανταίο) και, φυσικά, τον Φώκο Βέτα και τον Νίκο Ακριτίδη. Με το τέλος των εργασιών του συνεδρίου, την άλλη μέρα, ξεκίνησα με το λεωφορείο να επιστρέψω στην έδρα μου, τη Θήβα.
Στην πορεία έκρινα σκόπιμο να κατέβω στο Κριεκούκι (Ερυθρές). Μ’ αυτή την ευκαιρία είπα να κάνω και οργανωτική δουλειά. Μάλιστα, σταμάτησα το λεωφορείο στο έμπα του χωριού και μπήκα στο σπίτι του επονίτη Τάκη Λουκίδη. Ο πατέρας του ήτανε τυφλός, αλλά θαυμάσιος αγωνιστής, αντιστασιακός. Μόλις είχε βραδιάσει και τους βρήκα στο τραπέζι. Με εγκαρδιότητα με τραπεζώσανε κι άρχισε σχετική συζήτηση. Είχα σκοπό αν προλάβαινα να κάνω καμιά επαφή, καμιά συνεργασία και την άλλη μέρα να έφευγα με προφυλάξεις για τον προορισμό μου, τη Θήβα. Δεν πέρασε λίγη ώρα και να ’σου ο υπενωμοτάρχης μ’ ένα χωροφύλακα. Με συλλαμβάνουν και με οδηγούνε στο τμήμα. Φαίνεται κάποιος δεξιοφασίστας θα με αντιλήφθηκε και με κατέδωσε. Όπως φάνηκε, ενημερώθηκαν και οι οργανωμένοι εθνικόφρονες αντιδραστικοί, που μέσα σ’ αυτούς ήτανε και παρακρατικοί. Όμως, από τον επονίτη Τάκη του σπιτιού ειδοποιήθηκε και η οργάνωσή μας, επονίτικη και κομματική. Στο τμήμα διαμαρτυρήθηκα στον ανθυπασπιστή διοικητή λέγοντάς του ότι έρχομαι από το συνέδριο της ΕΠΟΝ δείχνοντάς του και την κάρτα του συνεδρίου. Θορυβήθηκαν και μετά από κάμποση ώρα μου λένε: «Είσαι ελεύθερος». Έξω από το τμήμα, στην πλατεία, ήτανε μαζεμένοι κάμποσοι εθνικόφρονες, αλλά και όχι λίγοι της οργάνωσής μας, οι οποίοι δεν φεύγανε αν δεν αποχωρούσαν πρώτα οι εθνικόφρονες-δεξιοί. Ύστερα από διαπραγματεύσεις του διοικητή του τμήματος φύγανε και οι μεν και οι δε. Μετά απ’ αυτό με διαβεβαίωσαν πως δεν πρόκειται να πάθω τίποτα και μπορούσα να φύγω. Αρνήθηκα να φύγω από το τμήμα και ζήτησα να με συνοδεύσει ο υπενωμοτάρχης κι ένας χωροφύλακας, ώς το σπίτι που θα τους έδειχνα να με πάνε. Με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τους οδήγησα στο σπίτι της οικογένειας Μπεθάνη με τους τρεις γιους. Ο ένας υπεύθυνος της ΕΠΟΝ και ο άλλος υπεύθυνος του κόμματος. Σ’ όλη τη διαδρομή, τα μάτια μου δεκατέσσερα μη μας παρακολουθούσανε. Αμέσως, αφού με παρέδωσαν οι χωροφύλακες, στον επονίτη-μαχητή (ξεχνάω τ’ όνομά του) που το ’λεγε η ψυχή του, με παίρνουν και με πάνε στο σπίτι του με χίλιες προφυλάξεις. Το σπίτι του ήτανε στην άκρη του χωριού, δυτικά προς το χωριό Κόκλα (Πλαταιές). Εκείνο το βράδυ, 10 Γενάρη 1946 κοιμηθήκαμε, αν κοιμηθήκαμε, με τσεκούρια στο προσκέφαλό μας για παν ενδεχόμενο.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί έπρεπε να φύγω για τη Θήβα. Το λεωφορείο αποκλείστηκε. Ιδιωτικό μέσο δεν υπήρχε. Τι να κάνω; Από το κάτω μέρος, στο βορινό άκρο του χωριού, που δεν υπήρχε κίνηση, παίρνω το ρίσκο να πάω στη Θήβα με τα πόδια. Υπήρχε το προηγούμενο πριν τρεις μήνες, όπου στο δρόμο πάνω είχανε στήσει ενέδρα και σκοτώσανε με λοστούς το γραμματέα του Εργατικού Κέντρου Θήβας, τον Ντάβο, τον πατέρα του περίφημου επονίτη αγωνιστή Νίκου Ντάβου. Η απόσταση Κριεκούκι-Θήβα είναι δώδεκα χιλιόμετρα και ο δρόμος, στα περισσότερα τμήματά του, ευθύς. Έκανα μια ώρα, το περισσότερο τρέχοντας. Όταν πλησίασα στη Θήβα, ένιωσα σαν να αναστήθηκα περνώντας και αυτή την παράξενη δοκιμασία. Στη Θήβα οι συνεργάτες μου, καθώς τους ιστορούσα όσα έγιναν, την ταλαιπωρία και το ρίσκο με τον ποδαρόδρομο, όλοι, σαν συνεννοημένοι, μου έλεγαν: «Μα τρελός είσαι;».
Μετά μια βδομάδα από το τέλος του συνεδρίου, αφού είχαμε συνεννοηθεί με τον Μυριαγκό από την Αθήνα, συνήλθε το νομαρχιακό στη Λιβαδειά, νύχτα στο ίδιο σπίτι με προφύλαξη, σαν να είμαστε παράνομοι. Μας ανέλυσε τις αποφάσεις του συνεδρίου. Ακόμα δεν είχανε δημοσιευτεί, αλλά, όπως μας διαβεβαίωσε, είχε κρατήσει εκτενείς σημειώσεις.
Αρχές Φλεβάρη πήγα πάλι στο Κριεκούκι για επονίτικη και κομματική δουλειά. Είχανε στο μεταξύ δημοσιευτεί οι αποφάσεις και η διακήρυξη του συνεδρίου. Άλλωστε, με την επέκταση και το δυνάμωμα της οργάνωσης μπορούσανε και ερχόντουσαν κάμποσοι συνεργάτες μας από το Κριεκούκι.
Τους δυο μήνες του 1946, με σχετική σύνδεση που είχαμε με στελέχη της δυτικής επαρχίας και μερικούς αντάρτες που κρυβόντουσαν στον Ελικώνα πάνω από το χωριό Χόστια, μας ζήτησαν και τους στείλαμε δυο φορές γράσσο. Το θέλανε γιατί, προφανώς, κρύβανε κάποια όπλα. Η οργάνωση φουντώνει, γραφεία του ΕΑΜ και του κόμματος έχουνε ανοίξει και τυπικώς χρησιμοποιούνται τα στελέχη που δεν διώκονται, δρούνε νόμιμα με τις απαραίτητες προφυλάξεις, γιατί λειτουργεί και το παρακράτος με τους χίτες με κάλυψη της Χωροφυλακής, που δρα και αυτή «νομίμως» με όλα τα μέσα σαν νόμιμη εξουσία.
Έχει ήδη από μήνες που κυκλοφορεί περιοδικώς το όργανο του ΕΑΜ Λυτρωτής. Ο δε καπετάνιος του ΕΛΑΣ Καρτερός, ντόπιος Θηβαίος, έχει ανοίξει το μαγαζί του και δουλεύει κανονικά. Βοηθούσε και την οργάνωση όσο μπορούσε και έκανε το γάμο του με την αραβωνιαστικιά του Θεανώ Βούλγαρη, που ήταν μέλος του αχτιδικού γραφείου του κόμματος στην πόλη.
Κεντρική γιάφκα για συναντήσεις με συνδέσμους από την Αθήνα στην πόλη μας ήτανε το καφενείο του Ρούσσου στο κέντρο της πόλης. Μεγάλη η συμβολή του. Τ’ αδέρφια του Γιώργου, πρώην κρατούμενου σε στρατόπεδο της Γερμανίας, ο Νίκος ο θαυμάσιος επονίτης, και ο άλλος αδερφός του, που κυρίως αυτός κράταγε το καφενείο, κάνανε υπεύθυνη δουλειά. Σε έσχατη ανάγκη γινότανε χρήση του σπιτιού που έμενα, του Μπλάζεβικ.
Στην Αθήνα
Σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την αποστολή που ’χα αναλάβει. Μπορώ να πω πως από τον Νοέμβρη του 1945, με την επέκταση και το δέσιμο των οργανώσεων και του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ, και την ανοιχτή δράση πολλών στελεχών, μπορούσα να ζητήσω να κατέβω στον τόπο μου, την Αθήνα. Είχαμε έρθει στη Βοιωτία τρεις. Ο Ηρακλής (καθοδηγητής), ο Γεραμάνης κι εγώ. Οι δυο, από τον Απρίλη, έφυγαν μέσω Χαλκίδας για την Αθήνα. Έτσι, χωρίς αντίρρηση η περιοχή της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ έδωσαν τη συγκατάθεση. Ήδη, το τελευταίο τετράμηνο η δουλειά της ΕΠΟΝ ήτανε στα χέρια του καθοδηγητή μου του πενταμελούς της περιοχής Νίκου Μανιά. Στις 18 Μαρτίου 1946 αφήνω τη Θήβα, τη δεύτερη πατρίδα μου, και κατεβαίνω στην Αθήνα (Καλλιθέα) τη γενέτειρά μου. Δεν ξεχνάω όσους με κίνδυνο, στις δύσκολες κι επικίνδυνες συνθήκες του 1945 με βοήθησαν και συμπαραστάθηκαν στην τόσο τραχιά, αλλά και όμορφη αποστολή μας. Για την ιστορία τους αναφέρω πάλι: Νίκος Ντάβος, Δήμητρα Τσιρίκου, Βαγγέλης Πλατσούκας, Νίτσα Κολινίκα, Χάρης Παπαλάμπρου, Νίκος Ρούσσος, Ελισάβετ Μωραΐτη, Μιχάλης Δεληκωσταντής, Κώστας Μπάκας, Μαρία Βούλγαρη (ή Λούλη), Αριστόδημος Καρζής, Ν. Παπανικολάου, Τάσος Παπαναστασίου, Δήμητρα Μπασιάκου, Χουχούμης, Τσεβή Φίλη, αδερφοί Μπεθάνη και τόσοι άλλοι. Όχι και μικρός ο αριθμός, να ’ναι καλά όπου κι αν βρίσκονται.
Οι μέρες και οι βδομάδες περνάνε με το παρακράτος και την τρομοκρατία να γενικεύονται. Παρά τις τεράστιες προσπάθειες από τους αγωνιστές, οι νεοκατακτητές Εγγλέζοι, με τα τσιράκια τους τους μοναρχοφασίστες, οδηγούνε τη χώρα μας και το λαό μας στο μεγάλο και γενικό μακελειό, τον εμφύλιο πόλεμο. Πριν ένα χρόνο, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 του Φλεβάρη 1945, και άγνοια έχουμε και αυταπάτες τρέφουμε πως η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί κι εμείς θα νομιμοποιηθούμε. Μόνο αυτό δεν έγινε. Απεναντίας, οι παραβιάσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη και οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Όμως, και οι προσπάθειές μας πολλαπλασιάζονται, παρά τις ψευδαισθήσεις από τη συμφωνία της Βάρκιζας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Πλούτης Γεραμάνης, από το Καπαρέλι, ήταν γραμματέας του τμήματος των χωριών Καπαρέλι, Παραπούγκια, Καραντάς κ.λπ. της ΕΠΟΝ. Στη συνδιάσκεψη της Ρούμελης τον Ιούλη του 1944 στο Μοζίλο του Καπερνησιού η καθοδήγηση τον διόρισε γραμματέα της πόλης Λιβαδειάς της ΕΠΟΝ.
2. Ο Φίλιππος Όργασλης, από τη Νίκαια. Πριν από το 1955 είχε τοποθετηθεί στην κομματική οργάνωση Θεσσαλονίκης. Όταν διαπιστώθηκε πως το στέλεχος της οργάνωσης Γουσόπουλος είχε περάσει στην υπηρεσία της Ασφάλειας, σχεδιάσανε έντεχνα τη μετάβασή του έξω, στην καθοδήγηση του κόμματος, για να τον κρατήσουν εκεί και για τα περαιτέρω. Ο Ζαχαριάδης, όμως, τον έστειλε πίσω με την εντολή να δουλεύει και γι’ αυτούς (την Ασφάλεια) και για μας (το κόμμα). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Φίλιππας Όργασλης να σκάσει, να πεθάνει απ’ τον καημό του γι’ αυτό το ανοσιούργημα του Ζαχαριάδη.
3. Ελ Ντάμπα, Αίγυπτος: εκεί μάζευαν οι Εγγλέζοι Έλληνες αγωνιστές στα και μετά τα Δεκεμβριανά.
4. Ο καπετάν Κρόνος ήταν καπετάνιος στο 2ο τάγμα του 34ου συντάγματος. Καπετάνιος του Συντάγματος ήταν ο λαογέννητος Διαμαντής. Σκοτώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό μαζί με τον Πλούτη Γεραμάνη το 1948, στην τοποθεσία Ψάθα κοντά στο Πόρτο Γερμενό Αττικής.
5. Ο Γιάννης Κατσιμίχας ήταν Ελασίτης, από τα παλικάρια, στο τάγμα του Κρόνου. Το 1947 πέρασε στο Δημοκρατικό Στρατό και τον εντάξανε στην Πελοπόννησο. Επειδή ήξερε την Αθήνα και το ’λεγε η ψυχή του, τον είχανε σύνδεσμο με την οργάνωση της Αθήνας. Μια μέρα του 1948 τον πιάσανε στην Κοκκινιά. Πέρασε απ’ την Ασφάλεια μ’ όλα τα παρεπόμενα χωρίς να σπάσει. Ορίστηκε η δίκη του σε στρατοδικείο.
Μαζί και ο μικρότερος αδερφός του. Ο αδερφός του καταδικάστηκε σε θάνατο 3 με 2. Ο Γιάννης, μόλις άκουσε την απόφαση δίς σε θάνατο σπάει. Δεν τον εκτελούνε, αφού τους βοήθησε. Τον ντύνουν στρατιώτη και τον στέλνουν στο Μακρονήσι. Αφού έγινε αλφαμίτης, κατάντησε ένας από τους μεγάλους βασανιστές στο Α´ ΕΤΟ με υποδιοικητή τον μετέπειτα δικτάτορα Ιωαννίδη.
6. Κώστας Κολιγιάννης, γραμματέας του ΚΚΕ, από το 11 (μετά τον Ν. Ζαχαριάδη) έως το 1970.
7. Η Τσεβούλα (Παρασκευούλα) Φίλη ήταν υπεύθυνη των κοριτσιών της ΕΠΟΝ Κριεκουκίου και του αντίστοιχου τμήματος. Στην περιφερειακή επιτροπή του κόμματος δεύτερος γραμματέας ήτανε ο Ηλίας Σφυρής – της αεροπορίας. Το ’παιζε σκληρός στους συντρόφους του. Είχε θωριά και ευχέρεια στο λόγο. Ε, αυτός, δεν ξέρω πώς, την άρπαξε την Τσεβούλα σαν γυναίκα του και πήγανε και ενταχθήκανε στο Δημοκρατικό Στρατό της Πελοποννήσου και σε κάτι εκκαθαριστικές από τις ορδές του άλλου Ιμπραΐμ, Πετζόπουλου, σκοτώνεται η Τσεβούλα, πιάνεται ο Ηλίας Σφυρής και αφού τα ’κανε όλα ο «σκληρός», μεταφέρθηκε στο ΕΣΑΪ του Α´ ΕΤΟ του Μακρονησιού.
8. Ο Κώστας Τσαρουχάς ήταν γραμματέας στην αχτιδική επιτροπή της πόλης της Θήβας. Πιάστηκε το 1948, πέρασε στρατοδικείο, τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον εκτέλεσαν.
9. Ο Νίκος Μανιάς μετά το 1946 εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό και πέρασε όλες εκείνες τις τρομερές δοκιμασίες στα βουνά της Ρούμελης. Ήτανε υπαξιωματικός της αεροπορίας, τηλεγραφητής.
Α´: Αναμνήσεις από την παρανομία και τη μισοπαρανομία του 1945-46, πριν τον ολοκληρωτικό Εμφύλιο πόλεμο
(από το βιβλίο: Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες V, Βιβλιόραμα, 2006)