29 του Ιούνη 1949. Είμαστε στην πλαγιά στην άκρη στ’ αμπέλια της Αιδηψού λούφα όλη τη μέρα. Ο Νίκος Παπαδημητρίου που μας συνόδευε, ο Γιάννης Ζερμπίνος, βαρκάρης κι εγώ. Οι χωριάτες είχαν φύγει από τις δουλειές. Κι εμείς περιμέναμε να νυχτώσει να πάρουμε τον ανήφορο. Δε βρήκαμε βάρκα να περάσω απέναντι. Όπως μας είχε πει ο λοχαγός Δημόπουλος, διαταγή αυστηρή όλες οι βάρκες τη νύχτα να βρίσκονται στα Λουτρά.
Εκεί που λέγαμε όλα χάθηκαν βλέπουμε κάτω στη θάλασσα κοντά στη «Ριβιέρα» μια βάρκα. Πήγαινε στο στενό να ρίξει δίχτυα. Σκέφτηκα λίγο και λέω στους συντρόφους να πάμε να την πιάσουμε. Αυτοί δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Με είπανε παλαβό. Άρχισαν να γελάνε. Δεν μπορούσα να το χωνέψω.
«Ω, του θαύματος», όμως. Σε λίγη ώρα, βλέπω στη θάλασσα μια άλλη βάρκα. Είχε την ίδια ρότα. Και πήγαινε να ρίξει δίχτυα. Ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά. Ο τόπος γύρω ερημιά. «Αμ, όχι του κερατά! είπα μέσα μου». «Αυτή θα την πιάσω».
Σηκώνομαι σαν ελατήριο ορθός! Στη στιγμή παίρνω την απόφαση (πολύ μυαλό δε χρειάζεται). Ρίχνω στον ώμο το γυλιό. Αρπάζω και την γκλίτσα μου. Όπλο δεν είχα. Και με ορμή ρίχνομαι στον κατήφορο. Στους δυο συντρόφους με ύφος διαταγής τούς πετάω αυστηρά ένα «Ακολουθήστε με!». Δεν ήταν καιρός για συζητήσεις. Αν καθυστερούσαμε χανόταν η ευκαιρία. Στον Ζερμπίνο απευθύνομαι ειδικά. «Γιάννη, γρήγορα κοντά μου!». Και τον απείλησα. «Αν δεν έρθεις να μην παρουσιαστείς στον Ανάποδο!». Σηκώθηκε, πήρε τα πράγματά του και το όπλο του, κι ακολούθησε. Μια σπόντα έριξα και στο Νίκο. Και ούτε πρόσεξα τι θα κάνει. Έφυγα. Η παραλία ήταν ίσαμε 300 μέτρα μακριά. Προλαβαίναμε – δεν προλαβαίναμε.
Όταν έφτασα κάτω και κρύφτηκα πίσω από μια τσούμα κλαριά ανησύχησα.
Κοιτάω πέρα αριστερά τη θάλασσα και δε βλέπω βάρκα. Ήταν ένας κάβος εκεί, που έκρυβε τη θέα. «Η άτιμη, λέω, πέρασε, δεν την πρόλαβα». Στη στιγμή όμως ξαγναντάει, περνάει τον κάβο κι έρχεται. Σφίγγω τα χέρια μου και τα νεύρα μου, συγκρατώ τη χαρά μου. Ακούω λίγο πιο πέρα ήρθε και ο Ζερμπίνος. Και λίγο παρακεί ήρθε και ο Παπαδημητρίου. Για την ώρα είμαστε καλά. Μας μένει η αγωνία της βάρκας. Τι θα γίνει μ’ αυτή και το πλήρωμα. Παρακολουθάμε με κομμένη ανάσα. Ερχότανε παραλιακά σιγανά. Το πλήρωμα ήταν δυο. Ένας ηλικιωμένος (50άρης), ονόματι Γιάννης Σαρρής, απ’ την Αιδηψό, το αφεντικό. Αυτός καθότανε πίσω κι ανακάτωνε τα δίχτυα του. (Πού να φανταστεί σε τι «δίχτυ» είχε μπλεχτεί). Κι ένας νεαρός (15 χρονώ), ο Κυριάκος Μπούκλης, επίσης απ’ την Αιδηψό, ο βοηθός του. Αυτός ήταν στα κουπιά. Και λίγο χαζόφερνε.
Έφτασαν κοντά μας. Τρία μέτρα απ’ την ακτή. Σηκώθηκα ορθός. Με είδαν.
– Εεε! Ελάτε έξω! τους λέω. Και με το χέρι τους κάνω νόημα να βγουν.
Την αντίδραση όμως που συνάντησα δεν την περίμενα. Ο σκατόγερος, που καθόταν πίσω, σηκώνεται όρθιος. Ανοίγει τις χερούκλες του, τις κουνάει πάνω κάτω σαν φτερούγες. Και με τη στοματάρα του βάζει τις φωνές. Με ένα μακρόσυρτο
– Ωωω! Ωωω! Ωωωωωωω! που αντηχεί μακριά. Δίνει σινιάλο πως κάτι έπαθε και ζητάει βοήθεια. Αυτό συνεχίστηκε. Μας κατάλαβε. Έμοιαζε σαν να ήταν ρομπότ και έπαθε νευρική κρίση. Μπλέξαμε! Αν άκουγε κάποιος τις φωνές του και αν έπιανε τα σινιάλα του, δε θα βγαίναμε ζωντανοί. Έκανε μάλιστα νόημα στο παιδί που είχε τα κουπιά ν’ ανοιχτεί. Μπροστά στον κίνδυνο που μας βρήκε, λέω στο Γιάννη:
– Στήσε τ’ οπλοπολυβόλο και ρίξε!..
Κι αμέσως απευθύνομαι στο νεαρό και του λέω.
– Έλα, ρε παιδάκι μου, έξω να μην πας χαμένος. Ακούω να λέει στο γέρο:
– Να βγούμε!… Ο γέρος όμως το χαβά του. Στο Γιάννη κάνω νόημα να ξεντυθεί και να πέσει στη θάλασσα. Να πιάσει τη βάρκα. Μα δε χρειάστηκε. Το παιδί φοβήθηκε, την έφερε κοντά μας. Του είπα να μείνει στα κουπιά. Το γέρο τον βγάλαμε έξω. Τον πήγαμε με το μαλακό.
– Γιατί φώναζες; του λέω. Σε πείραξε κανένας;
– Έχω πέντε παιδιά! απαντάει.
Του δώσαμε και τσιγάρο. Το άναψε ο μπάρμπα Γιάννης. Αλλά ήταν ανήσυχος. Ήταν ξυπόλυτος. Είπαμε στον Κυριάκο και του έφερε κάτι πάνινα πατούμενα από τη βάρκα και τα φόρεσε. Δεν είχαμε όμως καιρό γιο χάσιμο. Έπρεπε γρήγορα να δούμε τι θα κάνουμε. Παίρνω το Νίκο παράμερα. Τον βλέπω ικανοποιημένο.
– Φεύγα! του λέω. Πάρε το γέρο να τον πας στο Δημόπουλο. Κρατήστε τον κάνα δυο μέρες. Μέχρι να δείτε τι τύχη θα ’χουμε. Ύστερα αφήστε τον να πάει σπίτι του. Το νεαρό θα τον πάρω μαζί μας απόψε, να βοηθάει στο κουπί. Αποχαιρετηθήκαμε.
Και αμέσως ξεκινάμε. Λέμε στον Κυριάκο να προχωράει με τη βάρκα σιγά σιγά παραλιακά. Κι εμείς βαδίζουμε από το δρόμο προς τον κόλπο. Αράζουμε πέρα σε ένα μικρό ακρωτήρι. Κάποτε άρχισε να νυχτώνει. Στον κόλπο ησυχία, καμιά κίνηση. Πέρα στα Λουτρά ανάβουν τα φώτα.
Μπαίνουμε στη βάρκα. Ο Ζερμπίνος πιάνει τα κουπιά. Το νεαρό τον έχουμε εφεδρεία. Καιρός να σαλπάρουμε! Έχει πέσει καλά το σκοτάδι. Το σχέδιο που βάλαμε στην αρχή με το Γιάννη είναι να δώσουμε μια να περάσουμε στην απέναντι ακτή. Εκεί που υπολογίζαμε την προ-προηγούμενη βραδιά ότι υπάρχουν βάρκες. Σκεφτήκαμε αν μας έχουν δει τη μέρα θα σπεύσουν με βενζινάκατο να μας πιάσουν. Αν όχι, θα έχουμε μια σιγουριά οπότε θα το τολμήσουμε να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το σχέδιο πέτυχε. Δε μας είχαν πάρει μυρωδιά. Πλησιάζουμε απέναντι και βλέπουμε αρκετές βάρκες αραγμένες. Για καλό και για κακό, τις αποφεύγουμε.
Κόβουμε αριστερά και προχωράμε πέρα προς το ακρωτήρι των Γιάλτρων. Προχωρημένη η νύχτα. Εκεί αναγκαστικά αράξαμε, δεξιά μας κατά το Γρεγολίμανο κοιτάμε. Και βλέπουμε έναν τεράστιο όγκο πολεμικού πλοίου. Ήταν το θωρηκτό «Μιαούλης», που πραγματοποιούσε στον Ευβοϊκό περιπολίες. Ακίνητο, δεν έλεγε να φύγει. Δεν ήταν δυνατόν να κινηθούμε κι εμείς. Υπήρχε φόβος με δυνατές διόπτρες να μας δουν. Βγήκαμε απ’ τη βάρκα. Βγάλαμε ό,τι περιττά πράγματα υπήρχαν. Θέλαμε να ’ναι το πλεούμενό μας πιο ευκίνητο. Καθίσαμε εκεί περίπου μιάμιση ώρα. Κάποια στιγμή μετακινήθηκε ο «Μιαούλης». Έβαλε πλώρη προς τα Λιχαδονήσια.
Αμέσως, δε χάνουμε καιρό, μπαίνουμε κι εμείς στη βάρκα κι ανοιγόμαστε για Λοκρίδα… Ο Γιάννης εκείνη τη βραδιά θ’ αναδειχτεί «ήρωας». Ο Κυριάκος ως βοηθός του, «άξιος»! Κι εγώ, ο ανίδεος από θάλασσες (τρομάρα μου) «καπετάνιος». Κάποια στιγμή, ο μικρός θα μου πει: «Καπετάνιο, φοβάμαι!» Κι εγώ να τον ενθαρρύνω προφέρω σιγανά στ’ αστεία: «Χαζέ μη φοβάσαι! Στον πάτο θα πάμε!»
Εκείνη η νύχτα θα μου μείνει αξέχαστη. Τη θυμάμαι, νιώθω περήφανος και ανατριχιάζω. Μέσα μου κάτι μου λέει θα πετύχουμε, θυμάμαι και το ρητό «η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς» (θα πρόσθετα «και τους παλαβούς». Όχι πάντα «τους ονειροπόλους»). Θαυμάζω το Γιάννη. Αγόγγυστα τραβάει το κουπί. Μόνο για λίγο άφησε τον Κυριάκο να τον βοηθήσει. Έτσι για να πάρει ανάσα και να πιει λίγο νερό απ’ το παγούρι. Του είχα πει πριν ξανοιχτούμε:
– Σύντροφε, πέρνα με πέρα απόψε, στη θάλασσα. Κι από κει, στη στεριά, μη σε νοιάζει.
Το πέρασμα απέναντι, προς Αρκίτσα κανονικά ήταν 4 ώρες. Εδώ ο Ευβοϊκός έχει το μεγαλύτερο πλάτος. Εμείς το κάναμε μόλις 2 ώρες. Πρόβλημα, από την αρχή, που μας φόβιζε ήταν οι «Καταδιώξεις». Εκείνες οι «πονηρές» ένοπλες βενζινάκατοι που περιπολούσαν τη νύχτα. Από τον «Μιαούλη», που μας άφησε κι έφυγε, δεν κινδυνεύαμε. Απ’ αυτές όμως… Λέω στο Γιάννη:
– Αν φανεί καμιά από πέρα τι θα κάνουμε;. Κι εκείνος με μια αφέλεια απαντά:
– Θα βγάλουμε τον πίρο, θα γεμίσει η βάρκα νερό και δε θα φαίνεται. Δεν τον πίστεψα. Αν ήταν δυνατό! Τον ρωτάω:
– Ύστερα πώς την αδειάζουμε; Με τον κουβά; Θα μας πάρει το μεσημέρι! Δεν απάντησε. («Ιστορίες για αγρίους»!).
Ένας άλλος κίνδυνος που πρόβαλε στον ορίζοντα και μας έβαλε σε σκέψεις ήταν τα «γρι-γρι»! Ένα με καμιά τριανταριά λάμπες ψάρευε κατά τα Καμένα Βούρλα. Κι άλλο ένα με ακόμα περισσότερες λάμπες ψάρευε στ’ ανοιχτά της Χαλκίδας. Αυτά ήταν οπλισμένα. Φυσικά, από μας και η μια σειρά και η άλλη ήταν μακριά. Σιγά σιγά όμως έρχονταν και οι δυο προς τα δω και κάποτε θα έσμιγαν. Είδαμε τον κίνδυνο. Και σφιχτήκαμε. «Να περάσουμε τη μεσαριά», λέει ο Γιάννης. Κι έβαλε όλα τα δυνατά του. Όταν κοντεύαμε τράβηξε και τον πιτσιρικά από την εφεδρεία. «Άντε Κυριάκο – του λέει. Έλα ν’ αλλάξουμε βάρδια, να πάρω κι εγώ μια, ανάσα. Και του ’δωσε τα κουπιά.
Τα γρι-γρι όλο και προχωρούσαν, αργά αλλά σταθερά. Λαμποκοπούσε ολόγυρα απ’ τα δυνατά φώτα η θάλασσα. Για μας ωστόσο κίνδυνος δεν υπήρχε. Κατά τις 3 τη νύχτα είχαμε αφήσει αρκετά πίσω μας τη «μεσαριά»… Διανύσαμε σχεδόν τα 2/3 της απόστασης. Όσο περνούσε η ώρα τόσο και πλησιάζαμε στην ακτή. Στην αστροφεγγιά διέκρινα μια συστάδα δέντρων. Έριχναν τον ίσκιο τους στα δέντρα και γιγάντωναν. Ένας φόβος μου ’σφιξε την καρδιά. Μην πέσουμε σε αραγμένους βαρκάρηδες ή σε ξενύχτηδες τσοπάνηδες.
Το πέρασμά μας έγινε στις 29 προς 30 Ιούνη 1949. Ημερομηνία συμβολική! «Βοήθησαν» και οι Άγιοι Απόστολοι, που είχαν τη γιορτή τους. Αμ πώς; Ιερός ο αγώνας μας! Έβαλε «ένα χεράκι» κι ο Διάολος. «Έσπασε το ποδάρ’ του». Ξημερώματα βγήκαμε σε μια ακρογιαλιά άγνωστη κι ερημική. Κοντά στο Λογγό. Μπόρεσα όμως να προσονατολιστώ εύκολα. Τραβήξαμε λίγο τη βάρκα έξω. Ανασάναμε με ανακούφιση. Η χαρά μας δεν περιγράφεται.
Βγαίνοντας ξέχασα ένα πιάτο με σαρδέλες τηγανητές, που τις λιγουρευόμουν κατά τη διαδρομή. Ξέχασα και την γκλίτσα μου, που την είχα για όπλο (Πού μυαλό;). Ο Ζερμπίνος πολύ κουρασμένος, αλλά ολοφάνερα ευχαριστημένος. Ήπιαμε λίγο νερό. Βάλαμε στο στόμα μισό παξιμάδι. Προσφάι δεν είχαμε. Το νεαρό τον ευχαρίστησα και τον έδιωξα. «Κυριάκο, του λέω. Πάρε τη βάρκα και φεύγα. Και άκου! Το πρωί στην Αιδηψό θα σε πιάσουν. Μην πεις ότι μας πέρασες εδώ. Να πεις ότι μας πέρασες στα Γιάλτρα. Εντάξει; Και μη φοβηθείς». Τι είπε, «ο Θεός κι η ψυχή του». Εκείνο που μάθαμε ήταν ότι το παιδί το βασάνισαν. Το κάναν «μαύρο στο ξύλο». Έπασχε λίγο ο έρμος. Τον αποχάζεψαν. Για τ’ αφεντικό του δε μάθαμε τίποτα.
Τραβήξαμε για το βουνό. Στη ρεματιά προς την Αγνάντη μας πήρε η μέρα. Ανεβήκαμε στα βράχια σε μια αετοφωλιά. Το μεσημέρι στρατός, χωροφυλακή, ΜΑΫδες έκαναν ολόκληρη εκκαθαριστική επιχείρηση να μας πιάσουν. Γλιτώσαμε. Τη νύχτα στον Ευβοϊκό, μαύρη μαυρίλα. Ούτε γρι-γρι, ούτε φώτα. Σκοτάδι πίσσα. Μονάχα ο «Μιαούλης» έριχνε τον προβολέα του στα βουνά. Και σε μας. Ψάχνοντας να μας εντοπίσει.