Θυμάμαι το 1940, όταν κηρύχτηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήμουν οκτώ (8) ετών. Χτύπησαν οι καμπάνες και οι σειρήνες και είπαν: «Κηρύχτηκε πόλεμος με την Ιταλία!». Έγινε γενική επιστράτευση και πήγαν όλοι φαντάροι. Θυμάμαι τον πατέρα μου και όλους από τη γειτονιά μας να φεύγουν. Οι νεότεροι που θα έφευγαν φαντάροι όλη νύχτα γλεντούσανε και τραγουδούσανε που θα πάνε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσουμε για την πατρίδα. Ο Ντίντσιος Σεντλός και η παρέα του ξημερωθήκαν τραγουδώντας και το πρωί τους ξεπροβοδίσαμε, για να γυρίσουν νικητές. Ο δικός μου πατέρας κατατάχτηκε στα Σέρρας και από εκεί στα οχυρά του Ρούπελ. Εκεί αντισταθήκανε ως το τέλος του πολέμου. Τις πρώτες μέρες του πολέμου ακούγονταν οι καμπάνες και οι Έλληνες πήρανε φαλάγγι τους Ιταλούς και τους γυρίσανε πίσω στην Αλβανία. Το ακούγαμε στο ραδιόφωνο που ήταν ένα και μοναδικό στην πλατεία πάνω σε μια σιδερένια κολώνα και μετέδιδε τα νέα: «Πήραμε το Τεπελένι, πήραμε το Ελμπασάν!». Στη συνέχεια αιχμαλωτίσαμε τους Ιταλούς. Ακούγονταν τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν το στρατό και όλο το ελληνικό στοιχείο και μας δίνανε μεγάλο κουράγιο.
Από ό,τι θυμάμαι αργότερα άλλαξαν τα πράγματα. Ο τότε Ντούτσε, ο Ιταλός, αφού είδε ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους Έλληνες, συμμάχησε με τους Γερμανούς, με το Χίτλερ και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η Ελλάδα με δύο ισχυρά κράτη δεν ήταν δυνατόν να τα βγάλει πέρα. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε, αλλά ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθει. Μου διηγούνταν ο πατέρας μου, που ήταν στα οχυρά του Μεταξά, δηλαδή στο Ρούπελ, ότι δεν παραδίνονταν ως το τέλος. Μετά τους είπαν οι Γερμανοί: «Παραδοθείτε, γιατί οι Γερμανοί από το άλλο μέτωπο βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη!». Τότε κατόπιν συμφωνίας βγήκαν έξω από τα οχυρά και, όταν είδαν οι Γερμανοί ότι ήταν τόσο λίγοι οι Έλληνες, τους χειροκρότησαν και τους έδωσαν συγχαρητήρια. Στα οχυρά του Μεταξά υπηρετούσε ο Αρσένης Μπακάλης από το Σοχό και σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη, στην οποία αντισταθήκανε εναντίον των πολυάριθμων Γερμανών. Μετά την πτώση των οχυρών ο πατέρας μου και άλλοι φαντάροι πεζή γύρισαν στο Σοχό από τα Σέρρας μέσα από τα βουνά.
Κατόπιν άρχισε η δύσκολη περίοδος της κατοχής: η ανέχεια, η φτώχεια, η πείνα του 1941. Δυστύχησε πάρα πολύ ο κόσμος, ιδίως στις πόλεις, γιατί δεν είχαν τα αγαθά για να ζήσουν. Στα χωριά ήταν κάπως καλύτερα, γιατί υπήρχε μια κότα, ένα κατσίκι, ένα πρόβατο κτλ. Περάσαμε δύσκολους καιρούς. Θυμάμαι τους Γερμανούς που έμεναν στο δημοτικό σχολείο. Οι αξιωματικοί έμεναν στα σπίτια. Στου παππού μου το σπίτι, του Ευάγγελου Παπάζη, έμενε ένας αξιωματικός, ο Χάριλάι και ο υποκόμος του, ο Χέμπουτ. Όταν οπισθοχωρούσαν ο Χέμπουτ έκλαιγε και έλεγε “χάσαμε τον πόλεμο!”. Αργότερα μάθαμε ότι κατά την οπισθοχώρηση έπεσαν σε ενέδρα και ο Χέμπουτ σκοτώθηκε.
Για μας, τα παιδιά, ήταν δύσκολη η σχολική πραγματικότητα. Μαθητές δύο τριών τάξεων κάναμε μάθημα όλοι μαζί με ένα δάσκαλο. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τους δασκάλους: τον κύριο Χρόνη, τον κύριο Οδυσσέα, την κυρία Μαργούλα, την κυρία Χαρίκλεια και ως διευθυντή τον κύριο Παντελή Χαραλαμπίδη από το Σοχό, ποντιακής καταγωγής. Η δική μας γενιά στον κύριο Παντελή χρωστάει τα πάντα. Μας μάθανε τα πρώτα γράμματα και, όταν πήγαμε στην Πέμπτη Έκτη τάξη, μας έδωσαν ένα ενδεικτικό, στοιχείο ότι τελειώσαμε. Αυτό αργότερα μας χρησίμευσε για να βγάλουμε δίπλωμα οδήγησης κλπ. Να μην ξεχάσω το μπάρμπα Γρηγόρη το Δόιραλη. Ήταν ο επιστάτης και φύλακας του σχολείου, ήταν ο φόβος και ο τρόμος και φώναζε άγρια, όταν τρέχαμε πάνω στα θρανία, και μας έβαζε στην τάξη.
Αναφέρω εδώ και μια άλλη πολύ θλιβερή ιστορία της Κατοχής, που έζησε ο Σοχός από τους Βουλγάρους. Ως γνωστό η κατοχή στην Ελλάδα ήταν τριπλή: Γερμανική, Ιταλική και οι Βούλγαροι από τα Σέρρας και ανατολικά κατείχαν την Ανατολική Μακεδονία. Στις 24 Αυγούστου του 1944 ένα σύνταγμα Βουλγάρων έφυγε από το Λαχανά και κατευθυνόταν προς το Σοχό περαστικοί για να συνεχίσουν την πορεία τους ανατολικά. Στη θέση Κουρί οι αντάρτες τούς είχαν ενέδρα και σκοτωθήκαν 7 Βούλγαροι στρατιώτες. Τότε οι Βούλγαροι για αντίποινα κύκλωσαν όλο το Σοχό και δεν άφηναν να φύγει κανείς έξω από το χωριό. Μας μάσανε τα γυναικόπαιδα στο σχολείο. Ανατολικά του σχολείου –σήμερα είναι εκεί η άσφαλτος που οδηγεί στους Δώδεκα Αποστόλους– ήταν ένα ρέμα. Εκεί μας μάζεψαν και αριστερά και δεξιά ήταν στημένα τα πολυβόλα, για να μας σκοτώσουν από στιγμή σε στιγμή. Η μητέρα μου Δήμητρα Αδαμίδου, εγώ ο Γιώργος Αδαμίδης που τότε ήμουν 11 ετών, η αδερφή μου Μαρίκα 9 ετών και ο αδερφός μου Ευάγγελος 7 ετών πήγαμε αναγκαστικά στο ρέμα, όπως και όλα τα γυναικόπαιδα. Οι άνδρες ήταν μαζεμένοι στην αλάνα των Αγίων Αποστόλων και μέσα στο δημοτικό σχολείο. Περιμένοντας το θάνατο, με τη θεϊκή βοήθεια ήρθε νεοτέρα διαταγή να μη μας εκτελέσουν και σωθήκαμε εκ θαύματος. Μας άφησαν ελεύθερους και οι Βούλγαροι μας είπαν: «αυτή τη μέρα να τη γιορτάζετε, σας έσωσε ο Θεός!». Πράγματι από τότε κάθε χρόνο την ημέρα αυτή γίνεται ευχαριστήρια δέηση στους Αγίους Αποστόλους για την ανέλπιστη σωτηρία των κατοίκων. Οι Βούλγαροι εξαγριωμένοι που έφευγαν άπρακτοι, ανατολικώς για τα χωριά Ανοιξιά, Ξηροπόταμο, Αρέθουσα κτλ. όποιον βρίσκανε στο δρόμο θεωρώντας τον ως εχθρό τον σκότωναν και έσπειραν τον πανικό. Έτσι υπήρξαν αρκετά θύματα (αθώοι πολίτες που τους θεώρησαν αντιστασιακούς) μεταξύ των οποίων και οι Σοχινοί κτηνοτρόφοι που ήταν αδέρφια: Γιάννης και Κοσμάς Καραγώγος. Μαζί τους είχαν και τον τσομπάνο Θεόδωρο Πεϊτσίδη που την ώρα που τους έστησαν στο γκρεμό για να τους εκτελέσουν πήδησε στο λάκκο και έφυγε τρέχοντας και γλίτωσε από τα πυρά. Ζούσε ως πρόσφατα και μας διηγούνταν το φριχτό περιστατικό που έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας.