Όλα δείχνουν πως τα πάντα προβλέφτηκαν και οργανώθηκαν σωστά, πως για όλα υπάρχει φροντίδα, μέριμνα, λύση.
Αλλά με ποια βάση καθορίστηκε ο αριθμός των ανταρτών και των γυναικόπαιδων που θα δεχότανε η κάθε χώρα;
Και με ποια κριτήρια ορίστηκε ποιος προορίζεται για τη μια και ποιος για την άλλη «Λαϊκή Δημοκρατία»;
Το πρώτο ρυθμίστηκε ανάλογα και με τη δυνατότητα που διέθετε η κάθε χώρα. Όλες βέβαια, είχαν μεγάλες απώλειες με τον πόλεμο σ’ εργατικό δυναμικό και όλες θα ήθελαν κάπως ν’ αναπληρωθεί. Δεν μπορούσε όμως να καλυφτούνε τότε εύκολα οι άλλες πλευρές αποκατάστασης χιλιάδων ξένων ανθρώπων. Και με αυτά τα δεδομένα έγινε η κατανομή. Τους περισσότερους τους δέχθηκε η Σοβιετική Ένωση, κάπου 22.000 ψυχές, 12.000 πήρε η Πολωνία, 14.000 η Τσεχοσλοβακία. Ακολουθεί η Ρουμανία με 6.000, η Βουλγαρία με 5.500, η Ουγγαρία με 6.000 και η Ανατολική Γερμανία με 2.200. Μεταγενέστερες μετακινήσεις για την ένωση οικογενειών δεν επέφεραν μεγάλες αυξομειώσεις στο βάρος που επωμίστηκε η κάθε χώρα. Με τα γεγονότα της Ουγγαρίας μόνο του 1956, εξακόσια άτομα που φύγαν απ’ τη χώρα αυτή τα δέχτηκε η Τσεχία κι άλλα διακόσια περίπου η Βουλγαρία. Ένας ακόμα μικρός αριθμός ανταρτών που φύγαν απ’ την «Τιτική Γιουγκοσλαβία» κατευθύνθηκε προς τη Ρουμανία, την Τσεχία και την Ουγγαρία.
Όσο για το πού θα πήγαινε ο ένας και ο άλλος, έγινε μια κάποια επιλογή.
Στη Σοβιετική Ένωση θα πήγαιναν, σχετικά νεότεροι, ικανοί για χειρωνακτική δουλειά, μαχητές και αξιωματικοί και, κατά το δυνατόν, καθόλου ανάπηροι και γέροι.
Αυτό ήταν φαίνεται, το βασικό κριτήριο για την κατανομή μας στις διάφορες χώρες.
Η εγκατάσταση στην Ανατολική Γερμανία έγινε προοδευτικά και αργότερα, όταν η λαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε. Εκεί κατευθύνανε, κυρίως, τους νέους και τις νέες, που βρέθηκαν στη Γιουγκοσλαβία και τους οποίους η Ζαχαριάδικη ηγεσία τούς είχε «ξεσηκώσει» να φύγουν «απ’ τον προδότη Τίτο». Εκεί εγκαταστάθηκαν αργότερα και άλλοι νέοι, «ορφανά» –που έτυχε να μη έχουν σ’ άλλες σοσιαλιστικές χώρες στενούς συγγενείς, «για να ωφεληθούν περισσότερο», για να εκπαιδευτούν κι αφομοιώσουν την αναπτυγμένη τεχνική και επιστήμη της χώρας αυτής.
Για όλες τις επιλογές, για την κατανομή και την εγκατάστασή μας δεν ρωτηθήκαμε καν. Όλα «ρυθμίστηκαν» χοντρικά, απ’ την ηγεσία του ΚΚΕ, σε συνεννόηση με τα κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών. Η πρακτική ρύθμιση έγινε από πριν στο Μπουρέλι και στο Ελμπασάν, όπου διαβιβάζονταν τελεσίδικες οι αποφάσεις, που, στις πρωτεύουσες των σοσιαλιστικών χωρών έπαιρνε ο Ζαχαριάδης. Όλα πίσω από τις πλάτες μας. Με πλήρη άγνοιά μας. Χωρίς να ζητηθεί καν να εκφράσουμε μια απλή ευχή, μια σκέτη επιθυμία για το πού επιθυμούσαμε, ίσως, να μας πάνε για ν’ αρχίσουμε τη νέα ζωή.
Εκεί στο Μπουρέλι και στο Ελμπασάν είχανε ρυθμιστεί όλα. Ακόμα και ποιοι θα πάνε στις διάφορες «στρατιωτικές σχολές» και ποιοι στη σχολή που προετοίμαζε για την παράνομη δουλειά του κόμματος στην Ελλάδα.
Έτσι με προκαθορισμένη τη χώρα που θα τραβήξει η κάθε καραβιά και με διορισμένο τον καθοδηγητή, το άραγμα στη Γδύνια δεν σήμαινε και το τέλος της Οδύσσειας.
Πάνω στην προκυμαία ήταν φυτεμένες οι ράγες του σιδηρόδρομου. Και πηγαινοέρχονταν οι συρμοί. Και βγαίνοντας απ’ το πλοίο μπαίναμε στα τραίνα. Κι αυτά μας μετέφεραν άλλους στο εσωτερικό της Πολωνίας και άλλους στη Ρουμανία.
Το ταξίδι αυτό αν και μακρινό και κουραστικό, δεν είχε τη μονοτονία της θάλασσας. Δεν ξέραμε, βέβαια, ποιους τόπους αφήναμε πίσω και σε ποιους κατευθυνόμαστε, πότε περνούσαμε τα σύνορα μιας χώρας και πότε μπαίναμε σε άλλη. Η εναλλαγή όμως του τοπίου μάς κάρφωνε όλη μέρα στα παράθυρα. Χιονισμένοι κάμποι κι ατέλειωτα δάση, μεγάλα ποτάμια, κοιλάδες και βουνά περνούσαν από μπροστά μας δείχνοντας την απεραντοσύνη της γης και διευρύνοντας τον κόσμο, στον οποίο έμελλε να βρεθούμε και να ζήσουμε.
Από τα πλοία στα τραίνα
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)