Από τα τρία αδέλφια που είχε η μάνα μου, έζησε μόνο ο ένας, ο μικρότερος, ο Αρτίν. Ο πρώτος, ο Μπετρός, πέθανε πριν την Κατοχή από πλευρίτιδα, αρρώστια αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Ο δεύτερος, ο Μπογός, πέθανε κάτω από αρκετά περίεργες συνθήκες. Μπήκαν μαζί με τον αδελφό της Νίνου, τον Μπαρκέρ, σε μια αποθήκη των Γερμανών για να κλέψουν αλεύρι.
Τα «ντου», τα γιουρούσια στις αποθήκες των Γερμανών ήταν τότε συνηθισμένη πρακτική. Είχαν όμως και φοβερό ρίσκο. Τις φύλαγαν, συνήθως, ταγματασφαλίτες ή άλλοι συνεργάτες. Φαίνεται πως οι Γερμανοί ή δεν είχαν αρκετό προσωπικό ή θεωρούσαν τη φύλαξη μιας αποθήκης παρακατιανή δουλειά για να την κάνουν στρατιώτες του τρίτου Ράιχ.
Μπήκαν, παίρνοντας το ρίσκο. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τους ταγματασφαλίτες που φύλαγαν την αποθήκη. Οι τελευταίοι άρχισαν να πυροβολούν και να ρίχνουν δακρυγόνα ή κάτι τέτοιο. Κατάφεραν και οι δύο να το σκάσουν, αλλά όταν έφθασαν στο σπίτι, φάνηκε ότι τα αφτιά του Μπογός είχαν πάθει κάποια σοβαρή βλάβη, μάλλον στο εσωτερικό, στο λαβύρινθο. Είχε αφόρητους πονοκεφάλους και ιλίγγους. Πέθανε πολύ σύντομα.
Η ανθρώπινη ζωή είχε μικρή αξία την εποχή αυτή. Οι άνθρωποι πέθαιναν τόσο εύκολα. Είτε από αρρώστιες, είτε από σφαίρες, είτε από την πείνα. Και όλα αυτά μόλις είχε φανεί ότι ηρέμησαν τα πράγματα, μετά τον μεγάλο ξεριζωμό. Γιατί από τον μεγάλο ξεριζωμό τους είχαν περάσει ήδη σχεδόν είκοσι χρόνια. Ήταν όλοι τους μικρά παιδιά όταν άφησαν τη Σμύρνη για να γλιτώσουν από τον εφιάλτη. Τα μεγαλύτερα εφτά και δέκα χρονών, η μάνα μου τριών και ο μικρότερος, ο Αρτίν, ενός έτους. Η γιαγιά μου δεν πρέπει να ήταν τότε πάνω από τριάντα χρόνων. Και ήταν ήδη χήρα με τέσσερα ορφανά. Στην ίδια ηλικία έμεινε αργότερα χήρα και η μάνα μου. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνθήκες τραγικές. Κάτι σαν μοίρα αρχαίας τραγωδίας.
Τουλάχιστον, στην πρώτη περίπτωση οι δράστες ήταν Τούρκοι. Οι Τούρκοι που είχαν αποφασίσει, αντιδρώντας στη συνθήκη των Σεβρών που αναγνώριζε δικαίωμα αρμενικού κράτους, ότι τέτοια μειονότητα δεν υπήρχε στα όρια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, συνέχισαν συστηματικά την εξόντωση των Αρμενίων, έχοντας βάλει στόχο την εξαφάνιση όλης της φυλής. Τουλάχιστον όσων κατοικούσαν στα όρια της Τουρκίας.
Θύμα αυτής της γενοκτονίας στη νεότερη ιστορία ήταν και ο παππούς μου. Τον πήραν και μαζί με άλλους Αρμένιους τους οδήγησαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Εκεί σχημάτιζαν ανθρώπινες φάλαγγες που έπρεπε να περπατούν ασταμάτητα, με ελάχιστο ώς καθόλου φαγητό και νερό, μέσα στη ζέστη ή κάτω από το αφόρητο κρύο. Εξαθλιωμένοι και ετοιμοθάνατοι περπατούσαν ασταμάτητα. Άλλοι στη έρημο, άλλοι σε βουνά, άλλοι σε απρόσιτα, απίθανα μέρη. Έχοντας μόνο μια ελπίδα. Το λυτρωτικό θάνατο που δεν αργούσε να έρθει. Λύγιζαν ένας ένας, μία μία και σωριάζονταν. Και οι άλλοι συνέχιζαν. Μέχρι την ώρα που δεν έμενε κανένας ζωντανός. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο παππούς μου. Ένας ανάμεσα στα δύο περίπου εκατομμύρια της γενοκτονίας των Αρμενίων.
Πολλοί ήταν και οι Αρμένιοι που σκοτώθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης. Η σφαγή άρχισε από τους Αρμένιους. Τη βρόμικη δουλειά οι Τούρκοι την είχαν αναθέσει στους Κούρδους. Πολλά χρόνια αργότερα, λίγο πριν το θάνατό της, θυμάμαι τη γιαγιά μου να πετιέται μέσα στον ύπνο της από τους εφιάλτες που τη γύριζαν σ’ εκείνες τις στιγμές και να φωνάζει:
– «Καχ. Κουρντ κελιώρ». Σηκωθείτε. Έρχονται οι Κούρδοι.
Όσοι Αρμένιοι γλίτωσαν, είτε έφυγαν μαζί με τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, άλλοι πήγαν στην Κύπρο, τη Βηρυτό, την Αμερική, τον Καναδά. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρέθηκαν στον Πειραιά ήταν και η γιαγιά μου με τα τέσσερα ορφανά της. Τους παραχώρησαν κάποιο χώρο στην Κοκκινιά, κι εκεί μαζί με άλλους πρόσφυγες, κυρίως Αρμένιους, ξεκίνησαν, σε μια πρόχειρη παράγκα από λαμαρίνες, μια καινούργια ζωή.
[Από τα τρία αδέλφια που είχε η μάνα μου, έζησε μόνο ο ένας]
(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)