Αχ, κόρη μου, όταν μας βρήκε το κακό, ήμουν μόνη μου στο σπίτι με τα δέκα παιδιά. Ήρθε η κουνιάδα μου, η Μαρίνα, και μου λέει «Δέσποινα, ντύσε τα παιδιά, πάρε ό,τι μπορείς και πήγαινε στο μαγαζί του Δημητρού, γιατί έρχονται οι Τούρκοι». «Τι να κάνω; Παναγία μου, σώσε μας»! φώναξα. Μαζεύω τα παιδιά, ντύνω τα πιο μικρά, δένω σ’ ένα μποξά λίγα καλά ρούχα, δένω δυο τρεις μπόγους με ρούχα για να πάρουν τα μεγάλα παιδιά. Τι να πάρεις; Τι να αφήσεις; Ένα σπίτι γεμάτο απ’ όλα τα καλά. Βγαίνουμε στο δρόμο. Τα μικρά να κλαίνε, το μωρό λεχωνιάρικο στην αγκαλιά μου να κλαίει. Η Καλλιόπη, η μεγάλη κόρη, κρατούσε στην αγκαλιά της, μέσα από το πανωφόρι, την εικόνα της Παναγίας και έκλαιγε, ενώ με το άλλο χέρι κράταγε ένα μποξά ρούχα. Φτάσαμε στο μαγαζί του Δημητρού με μεγάλη δυσκολία από τον πολύ κόσμο που ήταν στους δρόμους. Είχε μεγάλο μαγαζί ο Δημητρός, μπακάλικο από τα καλύτερα της πόλης. Ο Δημητρός είχε κανονίσει και είχε βρει καΐκι για να φύγουμε όλοι μαζί, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκανε στο μαγαζί δύο Τούρκοι ζαπτιέδες και τον πιάσανε.
Μαζί με τον πατέρα του πιάσανε και το Γιώργο, δεκαέξι ετών, και τους πήραν αιχμαλώτους στα τάγματα εργασίας. Τι να κάνω εγώ τώρα, μια γυναίκα με τόσα παιδιά, ποιος να σε βοηθήσει, που ο καθένας κοίταγε να σώσει τη ζωή του; Με χίλια βάσανα φτάσαμε στο λιμάνι του Γέροντα. Τα παιδιά ο Θεός τα έφερνε κοντά μου και δε χάθηκαν μέσα σε τόσο κόσμο και χαλασμό. Κόσμος πολύς στο λιμάνι, φωνές, κλάματα, αλαλαγμός. Ποιος να σε λογαριάσει με τόσα παιδιά… Τι να κάνω τώρα; Μαζεύω τα παιδιά σε μια γωνιά, αφήνω το μωρό στα χέρια ενός μικρότερου και κρυφά βγάζω από τη ζώνη της φούστας μου τρεις λίρες χρυσές. Επειδή τον τελευταίο καιρό φοβόμασταν μήπως συμβεί αυτό το κακό, είχα ράψει μια ζώνη από κάμποτ ύφασμα επάνω στη ζώνη της μακριάς φούστας και εκεί μέσα στη ζώνη, είχα ράψει πολλές λίρες για τις πιο δύσκολες ώρες. Δίνω τις λίρες σ’ ένα καϊκτζή και μαζί με άλλες έξι οικογένειες μας έβαλε στο καΐκι. Μπήκαμε μέχρι τη μέση στο νερό για να μπούμε μέσα. Ένα από τα παιδιά, όταν πήγαμε στο μαγαζί του πατέρα του είχε γεμίσει τις τσέπες του με λουκούμια και όταν πέσαμε στη θάλασσα αυτά μουσκεύτηκαν και άρχισαν να κολλάνε. Το καΐκι μας έβγαλε στην Ικαρία, όπου μείναμε σ’ ένα σχολείο για δυο μήνες. Θυμάμαι μια μέρα που έδωσα μία λίρα για να πάρω ένα πιάτο ελιές, να φάνε τα παιδιά. Εγώ τι να φάω, το μωρό που θήλαζε από εμένα τι να φάει; Ώσπου μια μέρα, καθώς ήμασταν όλοι κάτω στο λιμάνι, τί γίνεται! Βλέπουμε να κατεβαίνουν από ένα καΐκι ο άνδρας μου ο Δημητρός και ο Γιώργος, ο μεγάλος μου γιος. Εγώ λιποθύμησα από τη συγκίνηση και την εξάντληση. Μετά πήρα θάρρος, αφού γύρισαν ζωντανοί κοντά μας. Οι δυο τους κατάφεραν και έφυγαν, αφού πλήρωσαν αυτόν που τους φύλαγε στα τάγματα εργασίας και έκανε «τα στραβά μάτια» και δραπέτευσαν. Ο Δημητρός μάς πήρε και πήγαμε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκεί άνοιξε ένα μαγαζί μπακάλικο. Γνώριζε πολλούς Κρητικούς, γιατί του έστελναν προϊόντα τους και τους έστελνε και εκείνος. Καθίσαμε ένα χρόνο, αλλά τον έπιασε ένας πυρετός, τα μέσα δεν υπήρχαν και πέθανε. Μεγάλος καημός. Το μεγάλο μου παιδί, ο Γιώργος, βρήκε κάποιους συμπατριώτες μας που φεύγανε για Πειραιά και από κει για Θήβα, όπου θα καλλιεργούσαν καπνά. Φύγαμε κι εμείς μαζί τους για τη Θήβα, όπου εγκατασταθήκαμε σιγά-σιγά μόνιμα «στα προσφυγικά σπίτια».