Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
[Απρίλιος 1941]
Καραζάνος Βασίλης

Απ’ εκεί κατόπιν κατεβήκαμε χαμηλά, στην περιοχή της Κλεισούρας. Αφήσαμε τα άγρια βουνά που γυρίζαμε ώς τώρα. Πήγαμε σε τόπο ομαλότερο και ζεστό. Κατασκηνώσαμε δίπλα σ’ ένα μεγαλούτσικο χωριό που λεγόταν Βαρυμπόμπη και χαρούμενος κατόπιν, εγώ και ο Κεραμιδάς, καθίσαμε έξω από την σκηνή μας κι αγναντεύαμε και χαιρόμασταν το όμορφο περιβάλλον μέσα στο οποίο βρεθήκαμε. Αριστερά μας, μακριά, φαινόταν η Κλεισούρα, ίσια μπροστά μας το επιβλητικό από την αγριότητά του άνοιγμα των βουνών, μέσα από το οποίο κυλούσε ο Αώος, και κάτω, αμέσως μετά το χωριό, απλώνονταν ένας μικρός καταπράσινος κάμπος, ενώ, σαν φοβισμένα από τον πόλεμο, πετούσαν που και που γύρω μας μερικά πουλάκια. Είχαμε ακόμη και το καλό εδώ ότι οι βάσεις της επιμελητείας ήσαν κοντά και το συσσίτιο, μέχρι που φύγαμε, δεν μας έλειψε.
    Κάποια ημέρα μάλιστα ο Δημοσθένης Μπρούσαλης, από το Παρθένι,1 πήγε και έφερε από τα σφαγεία της Μεραρχίας ένα σακίδιο εντόσθια και φάγαμε τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε κατόπιν να κινηθούμε. Χαρακτηριστικό της δικής μου δυσκινησίας ήταν και τούτο. Όταν μετά το φαγητό, το μεσημέρι, ξαπλώσαμε με τον Κεραμιδά να κοιμηθούμε, αισθάνθηκα κάποια στιγμή να σύρεται στον λαιμό μου κάτι το κρύο και γλοιώδες. Βαρύς από την πολυφαγία όπως ήμουνα, έκανα μια νωχελή μόνο κίνηση του χεριού, για να ιδώ τι μου συνέβαινε, αλλά προτού ακόμη φτάσει το χέρι μου στον λαιμό, πετάγεται δίπλα μου ο Κεραμιδάς, φωνάζοντας: «Φίδι!». Πράγματι, ένα φίδι που είχε ζεσταθεί κι αυτό πέρασε από πάνω μας, από μένα πρώτα και απ’ τον Κεραμιδά κατόπιν για να χαθεί μέσα στα χόρτα. Πεταχτήκαμε τότε και οι δυο έντρομοι επάνω, για να μας φύγει αμέσως και η βαρυστομαχιά και ο ύπνος.
    Δεν κράτησε πολύ όμως η ήσυχη αυτή ζωή μας. Ήρθε και της έδωσε τέλος (όπως έδωσε και στον πόλεμο) η 6η Απριλίου, ότε μας επετέθησαν στο μακεδονικό μέτωπο οι Γερμανοί. Και τα πράγματα άλλαξαν, εις βάρος μας δυστυχώς, από την ημέρα αυτή. Το δυσάρεστο αυτό γεγονός εμείς το ακούσαμε το απόγευμα της επομένης. Εμένα ήρθε στη σκηνή μου και μου το είπε ο επιτελής του Τάγματος, έφεδρος υπολοχαγός Δημήτριος Χρυσοχόου, από την Λήμνο, δασογεωπόνος το επάγγελμα. Μας είχε συνδέσει στενή φιλία εκεί πάνω και αποτραβιόμασταν συχνά από τους πολλούς και τα λέγαμε. Αυτός ήρθε πρώτος και μου το είπε, ακόμη δε και όσα άλλα σχετικά μέχρι της στιγμής ήξερε. Και η στενοχώρια, η απελπισία αμφοτέρων μας ήτανε άφατος. Δεν βλέπαμε μόνο να παίρνει άδοξο τέλος ο νικηφόρος αγώνας μας στην Αλβανία, αλλά προαισθανόμασταν και τα δεινά που μας περίμεναν, ως άτομα και ως έθνος, από τον βάρβαρο εισβολέα. Βλέπαμε να αρχίζει μια νέα περίοδος της εθνικής μας ζωής, πλήρης ταλαιπωριών. Μια περίοδος δουλείας πικρής, κάτω από τον σκληρότερο λαό της Ευρώπης.
    Με τα ίδια αισθήματα –αισθήματα απελπισίας– και τους ίδιους φόβους άκουσαν την είδηση και οι στρατιώτες. Τα έλεγαν κι αυτοί κατά παρέες μέσα στο χώρο του στρατοπέδου, με έκδηλη την ανησυχία, επειδή η κατάληξη όλων των συζητήσεών τους ήταν ότι «σε 10 ημέρες ή θα είμαστε σκοτωμένοι ή στα έμπεδα της Ρώμης» (αιχμάλωτοι δηλαδή) «ή στην Ελλάδα». Είναι περιττό να ειπώ τώρα πώς κοιμηθήκαμε, κι αν κοιμηθήκαμε κατά την νύχτα που ακολούθησε.
    Το πρωί με καλεί ο ταγματάρχης και με στέλνει στο Σύνταγμα (τρία τέταρτα περίπου μακριά) για να πάρω και να φέρω «έναν φάκελο», όπως μου είπε. Επρόκειτο για το δελτίο με το οποίο το Σύνταγμα ενημέρωνε τα τμήματά του επί της καταστάσεως και έδινε προφανώς και τις ανάλογες, εκάστοτε, οδηγίες. Ώς τώρα, το έστελνε τηλεφωνικώς. Τώρα, για να μη διαρρέουν φαίνεται τα δυσάρεστα για μας νέα από το μακεδονικό μέτωπο και επηρεάζουν τους άνδρες, έδωσε εντολή να πηγαίνουν οπλίτες από κάθε μονάδα του και να το παίρνουν. Και από το τάγμα μας ορίστηκα εγώ. Άδικα βέβαια, διότι η φανταρία, περιέργως, τα μάθανε όλα και δε περίμενε να τα ακούσει από τις ακριτομυθίες των τηλεφωνητών. Πήγα, του έφερα, και αυτό το επανέλαβα (δις πολλές φορές την ημέρα) ώς τις 15 Απριλίου, που φύγαμε απ’ εκεί. Πάντοτε δε, ώς τότε, με περίμεναν στην μέση του δρόμου μερικοί φίλοι, για να τους λέω ό,τι νεότερο είχα ακούσει στο Σύνταγμα. Καθόμασταν (τι συγκινητικές στιγμές ήσαν εκείνες!) και τα λέγαμε, βέβαιοι πια για το τέλος του πολέμου, αβέβαιοι όμως για το τι περιμένει εμάς και την Ελλάδα ολόκληρη.
    Στις 16 Απριλίου που πήγα για τελευταία φορά, φάκελο δεν πήρα. Ο αξιωματικός που μου τον έδινε μου είπε να επιστρέψω στο τάγμα μου, διότι «ο φάκελος εστάλη». Είχε σταλεί πράγματι εν τω μεταξύ, τηλεφωνικώς τώρα, διότι δεν συνέτρεχε λόγος πια ν’ αποκρυβεί τίποτε. Θα φεύγαμε από την Αλβανία. Μου το είπε και ένας αξιωματικός, ο οποίος και τις προηγούμενες ημέρες μου έλεγε ό,τι παραπάνω από τα συμπεριλαμβανόμενα στο δελτίο που μου έδιναν ήξερε. Ύστερα από την ραγδαία κάθοδο των Γερμανών στον τόπο μας, η περαιτέρω παραμονή μας εκεί πάνω και η οιαδήποτε δράση μας (με τους Ιταλούς) δεν είχε σκοπό πια.
    Γύρισα κατόπιν αυτού στο Τάγμα, το οποίο το βρήκα να έχει λύσει τις σκηνές του και να ετοιμάζεται για αναχώρηση. Μάζεψα κι εγώ τα πράγματά μου και περίλυπος μπήκα στη γραμμή. Και την ώρα που ξεκινούσαμε, κατά τις 10 περίπου, γύρισα και είπα στον διπλανό μου: «Τούτη την στιγμή αρχίζει μια νέα Μικρασιατική συμφορά»· τόσο είχα απελπιστεί από την ραγδαία και δυσμενή για μας εξέλιξη της καταστάσεως που φοβόμουνα ότι θα διαλυθούμε άτακτα, όπως το 1922 στην Μικρά Ασία. Και συμμερίστηκε κι αυτός τους φόβους μου. Πήραμε εν συνεχεία τον ανήφορο, ακολουθώντας τα συντομότερα μονοπατάκια για να μικρύνουμε την απόσταση, και δεν σταματήσαμε ούτε και για ολιγόλεπτη ακόμη ανάπαυση ώς τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Τότε μόνο σταματήσαμε κάπου, κι όχι για να ξεκουραστούμε, αλλά για την στρατιωτική ενέργεια για την οποία κάνω λόγω κατωτέρω.
    Ήμασταν όλοι σωματικά και ηθικά ράκη από την πολύωρη οδοιπορία μέσα σε κακοτοπιές κι από το απρόσμενο τέλος που είχε ο νικηφόρος μας αγώνας στην Αλβανία, ο μόνος νικηφόρος ώς τότε μέσα στην συμμαχική παράταξη. Κοντά σ’ αυτά, είχαμε και το κακό να μας πιάσει καθ’ οδόν και μια κακοκαιρία, ένα χιονόνερο, μ’ ένα από εκείνα τα πολύ τσουχτερά ανοιξιάτικα κρύα, που ταλαιπωρηθήκαμε κι απ’ αυτό όσο ούτε τον χειμώνα.
    Το πρωί σηκωθήκαμε, παρά την εξάντληση που είχαμε, χωρίς να μπορέσουμε να κλείσουμε μάτι. Βλέπαμε, έκπληκτοι, ότι βρισκόμασταν κάτω από το ύψωμα Μάλι Τοπιάνι, όπου είχαμε δώσει την σκληρή μάχη στις 31 Δεκεμβρίου. Τι φοβερό! Μια περιοχή που για να την καταλάβουμε πολεμούσαμε μήνες, την είχαμε αφήσει τώρα μέσα σε ώρες μόνον. Ύστερα βλέπουμε τον ταγματάρχη μας ν’ ανεβαίνει με τους αξιωματικούς στην πλαγιά του αιματοβαμμένου αυτού βουνού, κι απ’ εκεί να τους δείχνει κάτι προς τα πίσω, προς τα μέρη που είχαμε αφήσει. Τους έδειχνε, όπως φάνηκε από τα επακολουθήσαντα, τις θέσεις που θα παίρναμε για ν’ ανακόψουμε, να επιβραδύνουμε την πορεία των Ιταλών, που μας ακολουθούσαν, ώστε να προφθάσουν εν τω μεταξύ τα λοιπά τμήματά μας, τα συμπτυσσόμενα γύρω μας, ν’ απομακρυνθούν ανενόχλητα. Ομαλά δηλαδή και με τάξη.
    Αν δεν το κάναμε αυτό, το οποίο κατά τις επόμενες ημέρες το έκαναν διαδοχικά όλα τα τάγματα της περιοχής, μπορούσε η προσέγγισή τους (των Ιταλών), να επιδράσει δυσμενώς στο ηθικό των ανδρών των ταγμάτων και να διαλυθούν άτακτα, και αυτά και όλοι μας.
    Οι θέσεις που επέλεξε ο ταγματάρχης ήσαν δύο. Η μία απείχε κάπου μια ώρα και η άλλη μισή. Στην πρώτη, στην μακρινή, έστειλε, για να περιμένουν τους Ιταλούς, μια ομάδα οπλισμένη με αυτόματα. Στην άλλη, μια διμοιρία στην αρχή, και λίγο αργότερα, «διά παν ενδεχόμενο», όπως είπε, καμιά δεκαριά στρατιώτες ακόμη, μεταξύ των οποίων ήμουνα κι εγώ. Κι όλους τους άλλους τους τοποθέτησε σε καίρια σημεία του υψώματος, για ν’ αποτελέσουν το τρίτο κλιμάκιο αναχαιτίσεως των Ιταλών, αν παρίστατο ανάγκη. Με τις ενέργειές μας αυτές φτάσαμε στις πρώτες απογευματινές ώρες, ότε εμείς, του δευτέρου κλιμακίου, ακούμε μακριά ριπές πολυβόλων. Το πρώτο κλιμάκιο –η ομάδα– είχε έλθει σ’ επαφή με τους καταφθάσαντες Ιταλούς και, κατά την αποστολή που είχε, άρχισε να βάλλει εναντίον τους. Εκείνοι (οι Ιταλοί), που δεν περίμεναν φαίνεται αντίσταση, αιφνιδιασθέντες, έπεσαν αμέσως κάτω, σκόρπισαν σε θέσεις που τους παρείχαν σχετική ασφάλεια και ύστερα από κάμποση ώρα άρχισαν να προχωρούν πάλι, αργά όμως και προσεκτικά, βάλλοντες δε κάποτε-κάποτε (άτονα όμως) και κατά των θέσεων των δικών μας. Έτσι, κατά το δίωρο περίπου που είχε περάσει από της εμφανίσεώς τους, δεν είχαν προχωρήσει ούτε ένα χιλιόμετρο, πράγμα που σήμαινε ότι ούτε διάθεση είχαν να εμπλακούν σε μάχη μαζί μας ούτε να ενοχλήσουν (και να τα διαλύσουν, όπως ήτανε ο φόβος μας) τα λοιπά τμήματα, τα συμπτυσσόμενα γύρω μας. Κατόπιν αυτών, οι δικοί μας απαγκιστρώθηκαν από τις θέσεις τους και, πλήρεις χαράς, σε λίγο πέρασαν από μπροστά μας και γύρισαν στο Τάγμα.
 
 
Την ίδια υποδοχή επιφυλάξαμε κι εμείς (οι του δευτέρου κλιμακίου) στους Ιταλούς, όταν ύστερα από αρκετή ώρα τους είδαμε, μακριά, να έρχονται. Τους παραλάβαμε κι εμείς με όλα μας τα όπλα, για να τους αναγκάσουμε να πέσουν πάλι κάτω και να προχωρούν τώρα σιγά και προσεκτικά πάλι. Πιο σιγά και πιο προσεκτικά μάλιστα από πρώτα, διότι η μεταξύ μας απόσταση δεν είχε μεγάλες εδαφικές ανωμαλίες και μπορούσαμε και επισημαίναμε ευκολότερα τις κινήσεις τους, για να μην τους αφήσουμε να σηκώσουν κεφάλι (για να προχωρήσουν). Ώσπου άρχισε ν’ ανεβαίνει από τις ρεματιές η νύχτα, να φεύγει δηλαδή η ημέρα, κατά την διάρκεια της οποίας γίνονται τέτοιες επιχειρήσεις, και αυτοί να παραμένουν μακριά. Τόσο μακριά που ούτε εμάς να μπορούν να βλάψουν ούτε, πολύ περισσότερο, να απειλήσουν με διάλυση τα λοιπά συμπτυσσόμενα τμήματά μας. Και σηκωθήκαμε τότε και φύγαμε κι εμείς. Ώς το πρωί που θα εκινούντο πάλι, εμείς, όλοι μας, θα βρισκόμασταν μακριά, ενώ αυτοί θα παρέμεναν στις θέσεις στις οποίες τους υποχρέωσαν τα πυρά μας και το επελθόν σκότος να σταματήσουν.
    Πήραμε ύστερα τον δρόμο, όλο το Τάγμα μαζί, με βιαστικό κάπως το βήμα τώρα, και το πρωί μας βρήκε στο χωριό Ραμπάνη. Περάσαμε κατόπιν από το Πόγκρι (από μια διαλυόμενη αποθήκη του οποίου πήραμε και λίγα τρόφιμα) και ήσυχα σχετικώς πια, αφού το έργο της επιβραδύνσεως των Ιταλών το είχαν αναλάβει ήδη άλλα τμήματα, συνεχίσαμε την πορεία μας, για να σταματήσουμε –και να κοιμηθούμε– όπου μας βρήκε το βράδυ.
 
 
Την ίδια ασταμάτητη πορεία κάναμε και την επόμενη. Προτού κοιμηθούμε απόψε, μια ομάδα στρατιωτών μας έψαλε τα εγκώμια («Η ζωή εν τάφω» κλπ.). Δεν μπορώ να ειπώ ότι τα έψελνε καλά. Μπορώ να ειπώ όμως ότι για μένα, για την κουρασμένη και θλιμμένη ψυχή μου, ήσαν μελωδικότατα. Με συγκίνησαν πολύ.
    Την άλλην, αντικρίσαμε, μακριά, τα ελληνικά βουνά. Και ομολογώ ότι όσο κι αν ήξερα πόσο άδικη ήτανε η αποχώρησή μας από την Αλβανία, στην οποία αναμετρηθήκαμε νικηφόρως με μια μεγάλη δύναμη, στο αντίκρισμά τους ένιωσα την χαρά και την ανακούφιση που νιώθει κανείς όταν βλέπει ότι πλησιάζουν να πάρουν τέλος τα κάποια βάσανά του. Πού να φανταστώ ότι μας περίμεναν κι άλλες τρομάρες! Διότι, καθώς κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες βαδίζαμε προς το Λεσκοβίκι (στο οποίο ήτανε να φτάσουμε το βράδυ και να διανυκτερεύσουμε) βρίσκω πάνω στο δρόμο να μας περιμένει τον σύνδεσμο του Συντάγματος με το τάγμα μας (έναν λοχία από την Λακωνία, με τον οποίο συνυπηρετούσαμε τον πρώτο καιρό στο Τάγμα) κι από μια πληροφορία που μου έδωσε καταταράχτηκα. Μου είπε («εμπιστευτικά», λόγω της παλαιότερης γνωριμίας μας) ότι το βράδυ εκείνο –βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου– κινδυνεύαμε να αιχμαλωτιστούμε, ότι, συγκεκριμένα, κάποιο ιταλικό τμήμα, που κινείτο προς το Λεσκοβίκι (όπου θα διανυκτερεύαμε) από το δρόμο της Ερσέκας, απειλεί να μας εγκλωβίσει. Να μας κλείσει δηλαδή τον δρόμο προς τα σύνορα και να μην μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς την Ελλάδα. Γι’ αυτό, πρόσθεσε, περιμένει και τον ταγματάρχη μας, για να του ειπεί να πάει στο Σύνταγμα, όπου θα γίνει σύσκεψη προς αντιμετώπιση της απροσδόκητης αυτής απειλής. Είπαμε μερικά ακόμη, δυσοίωνα όλα για την τύχη μας, και ξαναπήρα τον δρόμο, αφήνοντάς τον να περιμένει τον ταγματάρχη μας, που ερχόταν πίσω.
    Κι όταν κατά το βραδάκι φθάσαμε στο μέρος που θα διανυκτερεύαμε (κάτω από το Λεσκοβίκι), αφού πρώτα είπα σε μερικούς φίλους τα πικρά μαντάτα (για να αρχίσει ένας να κλαίει και να λέει συνεχώς «αχ, τα παιδάκια μου»), από την επιθυμία, από την αγωνία μάλλον, να μάθω τίποτε νεότερο, προσποιήθηκα στον λοχαγό μας ότι έχω συγγενή σε τμήμα στρατοπεδευμένο στην περιοχή που ήτανε η σκηνή του συνταγματάρχη μας και τον παρεκάλεσα να με αφήσει να πάω να τον ιδώ. Δεν μου έφερε αντίρρηση. Μου είπε, μάλιστα, να πάρω από εκεί και τον ταγματάρχη μας (ο οποίος του είχε διαμηνύσει, φαίνεται, ότι θα πήγαινε για λίγο στον συνταγματάρχη) και να τον οδηγήσω στο μέρος που είχαμε καταυλισθεί. Σε 10 λεπτά ήμουνα έξω από την σκηνή που συσκέπτονταν οι διοικητές των ταγμάτων, αλλά όσο κι αν έβαλα αυτί δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τι έλεγαν μέσα. Δεν μ’ άφηνε και η ορντινάντσα του συνταγματάρχη να πλησιάσω πολύ στην σκηνή. Πέρασε έτσι μισή ώρα αγωνίας περίπου, και κατόπιν οι αξιωματικοί άρχισαν ένας-ένας να βγαίνουν από την σκηνή, να καληνυχτίζονται, όπως τον καλό καιρό, και να παίρνουν τον δρόμο για τα τμήματά τους ήρεμοι, σαν να μην τους είχε απασχολήσει κάτι το σοβαρό. Ήρεμος βγήκε και ο δικός μας και ηρέμησα κι εγώ, αφού επιπλέον μου άνοιξε αμέσως φιλολογική συζήτηση, πράγμα που δεν θα έκανε, δεν θα είχε κέφι να το κάνει, αν μας περίμεναν δύσκολες ώρες. Μου είπε μάλιστα κι έναν ωραίο στίχο, του πατριώτη του ποιητή Ζαχαρία Παπαντωνίου, που του τον θύμισε η εξαίρετη αστροφεγγιά της βραδιάς, βραδιάς του Μεγάλου Σαββάτου: «Φεγγάρι της Αθήνας, μακαρία η ώρα που στάζεις από τον ουρανό».
 
 
Όταν φτάσαμε στον καταυλισμό πήραμε αμέσως συσσίτιο, που είχε και διπλούς κουραμπιέδες (επειδή πολλά από τα τμήματά μας, που ήτανε να πάρουν απ’ αυτούς, αποχωρούσαν από άλλα σημεία της μεθορίου) και πέσαμε κατόπιν να κοιμηθούμε. Πολλοί μάλιστα, λόγω της καλοκαιρίας, δεν έστησαν τις σκηνές τους. Ξάπλωσαν στο ύπαιθρο, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες και τα αντίσκηνά τους. Πέσαμε δε χωρίς να λάβουμε μέτρα προστασίας, όπως θα κάναμε αν μας απειλούσε κίνδυνος. Πράγμα που σήμαινε βέβαια ότι τα περί κινήσεως των Ιταλών να μας αιχμαλωτίσουν ήσαν ανυπόστατα. Έτσι έφτασαν τα μεσάνυχτα, ότε ακούμε, μακριά, πυροβολισμούς. Και όσοι ηξέραμε τα περί προθέσεως των Ιταλών να μας εγκλωβίσουν, ανησυχήσαμε κάπως. Αλλά δεν συνέβαινε τίποτε. Οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν ήσαν για την Ανάσταση. Όταν ήρθε η 12η νυχτερινή, οι στρατιώτες κάποιου παρακείμενου τμήματος την δέχτηκαν με πυροβολισμούς, όπως την δέχονταν με βαρελότα στα χωριά τους. Αυτό ήτανε, και ξαναπέσαμε και κοιμηθήκαμε ήσυχοι. Ποιος ξέρει από που και πώς βγήκε η πληροφορία περί κινήσεως των Ιταλών να μας εγκλωβίσουν, η οποία προκάλεσε και την σύσκεψη των αξιωματικών. Χωρίς φυσικά να αποκλείεται και η περίπτωση να εκινήθησαν πράγματι οι Ιταλοί, αλλά η ενέργειά τους να μην ευοδώθηκε.
 
 
Το πρωί της επομένης, Κυριακής του Πάσχα, είχαμε στενοχώριες, αλλ’ άλλου είδους τώρα. Μερικοί από τους Μακεδόνες σήμερα άρχισαν να ξεκόβουν από το Τάγμα και κατά παρέες να φεύγουν για τα χωριά τους. «Αφού η πατρίδα μας η Μακεδονία», έλεγαν, «κατελήφθη από τους Γερμανούς, εμείς γιατί να πολεμάμε;». Στις συστάσεις του ταγματάρχη μας να μείνουν, για να γυρίσουμε όλοι μαζί, όπως μαζί κάναμε και την επική μας προέλαση τον Οκτώβριο, δεν άκουγαν. Δεν τον άκουσαν –οι περισσότεροι– ούτε όταν, συνιστώντας τους να μην πετούν τα όπλα –όπως έκαναν μερικοί–, διότι θα τα μαζέψουν κατόπιν οι Ιταλοί και θα τα σείουν, κομπάζοντες, όπως τους έλεγε, σαν λάφυρα, δάκρυσε. Ούτε και τότε.
    Πήραμε κατόπιν τον δρόμο πάλι και ύστερα από πορεία μισής ώρας περίπου δεχτήκαμε την τελευταία από αέρος επίθεση των Ιταλών. Καθώς μετά το Λεσκοβίκι ροβολάγαμε σε μια πλαγιά φυτεμένη με αμπέλια, έρχονται δυο αεροπλάνα τους και (για να μας... αποχαιρετήσουν, φαίνεται) άδειασαν πάνω μας όσες βόμβες (που δεν ήσαν και λίγες) κουβαλούσαν. Ευτυχώς, δεν είχαμε θύματα. Είχαμε μόνο έναν τραυματία, ένα παιδί που το έλεγαν Γιώργο, γνωστό σ’ όλο το Τάγμα για την αδυναμία που είχε να μαζεύει και να κουβαλάει στην πλάτη του ό,τι νόμιζε πως θα του ήταν χρήσιμο. Είχε τον πιο φουσκωμένο γυλιό.
    Σκοτώθηκαν όμως μερικά ζώα, που δεν είχαν την... πρόνοια να πέσουν κάτω για να μην τα πάρουν τα θραύσματα των βομβών. Έλαβε δε χώρα εκεί, ανάμεσά τους, και η εξής κωμικοτραγική σκηνή. Ένας από τους επιβαίνοντες σε κάποιο απ’ αυτά αφίππευσε μεν, όπως όλοι, όταν φάνηκαν μακριά τ’ αεροπλάνα, κι έπεσε κι αυτός κάτω, όπως όλοι επίσης, αλλ’ αυτός, από τον φόβο του μήπως αφηνιάσει το άλογό του και το χάσει, δεν άφησε το χαλινάρι του. Το κρατούσε όσο κράτησε ο βομβαρδισμός, συνέχισε όμως να το κρατεί (από την ταραχή προφανώς) και κατόπιν, όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, κι άρχισε, χωρίς να ενδιαφερθεί να ιππεύσει πάλι, να προχωρεί με τους πεζούς, πεζός κι αυτός. Βάδιζε μάλιστα χωρίς να γυρίσει (από την ίδια ταραχή ασφαλώς) να κοιτάξει πίσω του, προς το ζώο που έσερνε. Γύρισε μόνον όταν αντελήφθη κάπως επίμονη την αντίσταση του «δυστροπούντος» αλόγου του, για να ιδεί... ότι έσερνε μόνο το κεφάλι του. Το είχε κόψει, βόμβα, από το λοιπό του σώμα, στρογγυλά, σαν με μαχαίρι. Δεν το είδα ο ίδιος. Άκουσα να το διηγείται, σκασμένος στα γέλια ο ταγματάρχης μας, στο μέρος που σταματήσαμε το βράδυ για να περάσουμε την νύχτα.
    Πιο κάτω που συγκεντρωθήκαμε κατόπιν μας ανήγγειλαν και την υπογραφή ανακωχής μας με τους Ιταλούς. Την ακούσαμε ψυχροί (κι όχι με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, όπως παρακείμενα τμήματά μας), είτε διότι δεν είχαμε συνέλθει ακόμη από την αναταραχή που μας προκάλεσαν τα εχθρικά αεροπλάνα, είτε διότι καταλαβαίναμε, οι πολλοί, ότι δεν ήτανε πράγμα για να πανηγυρίζουμε. Αλλά κι αν ήτανε να εκδηλωθεί κανείς κάπως, δεν άφησαν οι Ιταλοί. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούσαμε πυροβολισμούς πίσω μας και, περίεργοι περισσότερο παρά φοβισμένοι, γυρίσαμε να ιδούμε τι συνέβαινε. Και είδαμε το Λεσκοβίκι να καίγεται από τους όλμους. Κάποιο ιταλικό τμήμα που είχε ήδη πλησιάσει άρχισε να βάλει εναντίον δικού μας, που βρισκόταν ακόμη εκεί. Στην παρατήρηση αξιωματικού μας προς Ιταλό αξιωματούχο ότι έχουμε ήδη ανακωχή, απάντησαν ότι έχουν άγνοια του πράγματος, για να τους αναγκάσουμε κατόπιν με τα όπλα να σταματήσουν την δράση τους. Μερικές διμοιρίες από τις πλησιέστερες, μεταξύ των οποίων και μια δική μας υπό τον λοχαγό Θεοδωρίδην αλλά και τον ίδιο τον ταγματάρχη μαζί, γύρισαν και τους έκαναν να δώσουν τέλος στους λεονταρισμούς τους. Η διμοιρία μας μάλιστα, επιστρέψασα, συναπεκόμισε κι έναν αιχμάλωτο, τον οποίο, ώς αργά την νύχτα, τον έβλεπα να συμπορεύεται με τους δικούς μας προς την Ελλάδα.
    Αμέσως κατόπιν ανεβήκαμε στον δημόσιο δρόμο, που ήτανε αριστερά μας, και με γοργό κάπως το βήμα τώρα κάναμε την τελευταία διαδρομή μας μέσα στο αλβανικό έδαφος. Με την δύση του ήλιου δε ήμασταν στα σύνορα, όπου μας έφτασε και το τελευταίο τμήμα μας, η οπισθοφυλακή μας, την οποία είχαμε αφήσει έξω από το Λεσκοβίκι. Ήταν μια ίλη ιππικού. Εκεί –στα σύνορα– βρισκόταν και μια μικρή μηχανοκίνητη γερμανική φάλαγγα, οι άνδρες της οποίας μας κοίταξαν με απορία και περιέργεια. Σαν να μην πίστευαν ότι εμείς, οι κατάκοποι από την πολυήμερη οδοιπορία, είχαμε κατατροπώσει και εξευτελίσει τους πολυπληθέστερους αντιπάλους μας και δικούς τους συμμάχους. Αργά δε τη νύχτα φτάσαμε κάτω από την Κόνιτσα, όπου και διανυκτερεύσαμε.
    Την επομένη το πρωί, βαρείς ψυχικά από το τέλος που είχε ο νικηφόρος αγώνας μας στην Αλβανία τα βουνά της οποίας τα δοξάσαμε με τα όπλα μας, αλλά και από την σκλαβιά στην οποία έπεσε ο τόπος μας, πήραμε τον δρόμο, ήσυχα πια, για τα Γιάννενα. Απείχαν 72 χιλιόμετρα και θα τα διανύαμε, όπως ακούσαμε, σε δυο ημέρες. Ύστερα όμως από πορεία δυο-τριών χιλιομέτρων μας ειδοποιούν με την σάλπιγγα (Προχωρείτε, προχωρείτε, προχωρεί-εί-εί-τε) να επιταχύνουμε το βήμα διότι αν, όπως μας είπαν, δεν θα βρισκόμασταν, προ της δύσεως του ηλίου στο 17ο χιλιόμετρο προ των Ιωαννίνων θα χαρακτηριζόμασταν αιχμάλωτοι πολέμου, σύμφωνα με την υπογραφείσα ανακωχή. Κι αρχίσαμε τότε, όλοι, ένα τρέξιμο, μια φρενήρη πορεία, που δεν μπορώ να περιγράψω. Και επειδή ο δρόμος δεν μας έπαιρνε όλους πηγαίναμε κι από απάτητα μέρη –από χωράφια κι από θαμνότοπους– για να προφθάσουμε να είμαστε εγκαίρως στο σημείο-χιλιόμετρο που μας είπαν. Κάποια στιγμή, κατά την τρελή αυτή πορεία μας, ένας λοχαγός του Μηχανικού, καβάλα σε άλογο μας λέει: «Μην τρέχετε παιδιά, δεν συμβαίνει τίποτε. Προδοσία! Προδοσία!». Αλλά ποιος να τον ακούσει; Όλοι, χωρίς να μειώσουμε τον ρυθμό της ταχύτητάς μας, συνεχίζαμε να «τρώμε» τον δρόμο που είχαμε να διανύσουμε, χωρίς επίσης να βλέπουμε και να ακούμε τίποτε άλλο. Σε κάποιο σημείο, πιο κάτω, φτάσαμε και μια μικρή φάλαγγα μεταγωγικών μας κι ανέκοψα λίγο το τρέξιμο για να μιλήσω με δυο ημιονηγούς, που έτυχε να με ιδούν και να με φωνάξουν. Ο ένας ήταν ο Στάθης Μπάκας, δάσκαλος, με τον οποίο είχαμε συνυπηρετήσει παλαιότερα στα Γιάννενα, κι ο άλλος ο ξάδερφος Γιάννης Γρηγορίου ή Τριανταεφτάς, που μ’ αγκάλιασε και με φιλούσε με αγάπη. Αλλά, όπως είπα, για λίγο μόνο συμπορευτήκαμε, διότι εκείνοι με τα ζώα που είχαν δεν μπορούσαν ν’ αναπτύξουν την δική μας ταχύτητα, κι αναγκάστηκα να τους αφήσω. Και με την δύση του ήλιου ήμασταν στα Γιάννενα, μέσα στην πόλη, και όχι στο προ αυτής 17ο χιλιόμετρο που μας είχαν ειπεί. Ξάπλωσα σε μια άκρη της πλατείας της, της γεμάτης από ξεκουραζόμενους φαντάρους, κι εκεί πέρασα την νύχτα, αφού προηγουμένως πήρα από κάποιο διπλανό μαγαζάκι λίγο ψωμί και λίγο χαλβά και δείπνησα, διότι δεν είχα την δύναμη να ακολουθήσω το Τάγμα (όπως κι άλλοι επίσης), που πήγε στην άλλη άκρη της πόλεως που ήσαν οι στρατώνες, και εκεί πέρασα την νύχτα.
    Στούς στρατώνες πήγα το πρωί, βρήκα δε το Τάγμα να έχει στεγαστεί (τι συνταιριάζει, πολλές φορές, η μοίρα!) στους ίδιους θαλάμους που είχαμε μείνει και τον Δεκέμβριο, όταν πηγαίναμε στο μέτωπο. Μόνο ότι τώρα η όλη κατάσταση, η όλη ατμόσφαιρα, ήταν διαφορετική από την παλιά. Τότε (τον Δεκέμβριο) με τον ενθουσιασμό μας δίναμε πανηγυρικό και εορτάσιμο τόνο στους θαλάμους, και με τους χορούς και με τα τραγούδια μας τους κάναμε να βουίζουν, να σειούνται, ενώ τώρα όλα ήσαν βουβά και πένθιμα, αφού αμίλητοι και περίλυποι, όπως εκείνοι που επιστρέφουν από κηδεία, ήμασταν κι εμείς.
    Εκεί έμαθα, από στρατιώτες του τμήματός του, ότι είχε σκοτωθεί παλαιότερα και ο συγχωριανός μου και συγγενής μου Γιάννης Σημάδης.
    Την άλλη ημέρα παραδώσαμε (ρίξαμε κάπου σωρό) τα όπλα και αφεθήκαμε να γυρίσουμε στον τόπο μας, «απ’ όπου και όπως μπορούσαμε», καθώς μας είπαν. Πράγμα που πολλοί είχαν αρχίσει ήδη να το κάνουν. Μερικοί ημιονηγοί μάλιστα έφευγαν με τα ζώα που είχαν. Αντί να τα παραδώσουν, όπως όφειλαν, τα καβαλίκευαν και το ’κοβαν για τα χωριά τους. Η διάλυση είχε αρχίσει...
    Εγώ, ύστερα από πολλές σκέψεις για το κατά που να πάω, για το χωριό μου δηλαδή που ήθελα να το ιδώ ή για την Θεσσαλονίκη που υπηρετούσα, αποφάσισα να φύγω για την δεύτερη, όπου αργά ή γρήγορα θα πήγαινα, αφού ήτανε η θέση μου εκεί. Στην απόφαση αυτή με ώθησε και η ελπίδα ότι στην Καλαμπάκα θα έβρισκα τρένο και θα γλίτωνα την υπόλοιπη οδοιπορία. Η ελπίδα αυτή έκανε να πάρουν την ίδια απόφαση και οι πατριώτες και συμπολεμιστές Δημοσθένης Μπρούσαλης από το Παρθένι, Γιώργος Σπυράκης από την Πλατάνα και οι Παναγιώτης Μαντάς και Ζούρας από τα Βούρβουρα.2 Και κανονίσαμε να φύγουμε μαζί την επομένη. Αλλά κατά το απόγευμα το πρόγραμμα άλλαξε. Έτυχε να συναντήσω στην πλατεία της πόλεως τον Κώστα Λιμπέρη ή Μάγγα, φαρμακοποιό, με τον οποίο είχαμε πάει μαζί στο μέτωπο (από το οποίο αποσπάσθηκε κατόπιν στα Γιάννενα και έγινε διαχειριστής του Νοσοκομείου Χατζηκώστα) και με την προτροπή του ανεβλήθη η αναχώρησή μας. Είδε τα χάλια που βρισκόμουνα και μου συνέστησε να πάω να μείνω μερικές ημέρες στο νοσοκομείο του, για να συνέλθω λίγο και κατόπιν να συνεχίσω τον δρόμο. Τον άκουσα βέβαια, αφού, επί τούτοις, δέχτηκε να έρθουν μαζί μου και οι άλλοι της παρέας μου. Μας πήρε όλους, για νοσοκόμους τάχα (επειδή εισιτήρια ασθενών δεν εξεδίδοντο πια) και συνήρθαμε και οι πέντε. Εγώ μάλιστα, που έμενα στο δωμάτιό του, που επιπλέον πλύθηκα, άλλαξα εσώρουχα από τα νοσοκομειακά που μου έδωσε, συνήρθα ακόμη περισσότερο από τους άλλους. Παραλλήλως, με εφοδίασε (ο Λιμπέρης) και με ένα περιβραχιόνιο νοσοκόμου και μπορούσα και κυκλοφορούσα στην πόλη –για υπηρεσία δήθεν– όποια ώρα ήθελα. Και βγήκα πολλές φορές βέβαια.
    Κατά τις εξόδους μου αυτές συνέβη να ιδώ και μερικούς γνωστούς μου στρατιώτες, που έφευγαν ή ετοιμάζονταν να φύγουν για τον τόπο τους, τον έφεδρο υπολοχαγό Λευτέρη Ελευθεριάδη, από τον οποίο πήρα και πεντακόσιες δραχμές να έχω στον δρόμο, καθώς και τον συσπουδαστή μου στη μετεκπαίδευση Γιαννιώτη δάσκαλο Μάντη Κουνάβο, που μου έκανε και τραπέζι στο σπίτι του. Είδα επίσης να περιφέρονται άσκοπα στους δρόμους και μερικούς αξιωματικούς του σερβικού στρατού, τον οποίο είχαν διαλύσει οι Γερμανοί. Μέσα στο νοσοκομείο εξάλλου έβλεπα καθημερινά και τον πατριώτη και φίλο, έφεδρο υπίατρο Γιαννακό Παναγάκο από το Ελαιοχώρι.3 Ερχόταν και φρόντιζε να οριστεί συνοδός τραυματιών από τους μετακομιζόμενους στην Αθήνα, για να πάει κι αυτός ώς εκεί με αυτοκίνητο και γλιτώσει έτσι την μακρά οδοιπορία. Δεν ξέρω αν το πέτυχε, διότι τον άφησα ακόμη εκεί όταν έφυγα.
    Στο Νοσοκομείο μείναμε τέσσερις ημέρες και την πέμπτη φύγαμε για την Θεσσαλία. Ξεκινήσαμε στις 9 το πρωί, για ν’ αποφύγουμε δε τη μεγάλη στροφή που λόγω της λίμνης κάνει ο δρόμος βγαίνοντας από τα Γιάννενα, διαπεραιωθήκαμε απέναντι με βάρκα. Και το βράδυ ήμασταν κάτω από το Μέτσοβο. Κοιμηθήκαμε σε κάποιο μαντρί που βρήκαμε μπροστά μας και το άλλο βράδυ ήμασταν στο Μαλακάσι4 της Καλαμπάκας, χωριό μεγάλο και αρκετά όμορφο. Εκεί, παρά την αρχική απροθυμία των κατοίκων να μας δώσουν να φάμε κάτι και τόπο να μείνουμε, στο τέλος τα βρήκαμε και τα δύο, μέσα σε φιλική μάλιστα ατμόσφαιρα. Καθώς, αναζητώντας τα, γυρίζαμε στις γειτονιές, περάσαμε κι από ένα σπίτι του οποίου η νοικοκυρά ήταν αδερφή του καθηγητή μας της Γαλλικής στο Γυμνάσιο Τριπόλεως Μιχαήλ Δημητριάδη. Μας το είπε η ίδια, όταν σε σχετική της ερώτηση απαντήσαμε ότι είμαστε από την Τρίπολη. Αυτό και το ότι εγώ ήμουνα μαθητής του την χαροποίησε πολύ και μας περιποιήθηκε. Μας έδωσε και φαγητό καλό και το χαγιάτι της για να κοιμηθούμε.
    Την άλλη το απόγευμα ήμασταν στην Καλαμπάκα. Ρωτήσαμε αμέσως βέβαια για τρένο, αλλ’ η πληροφορία που πήραμε μας έκοψε τα γόνατα. Έσβησε την ελπίδα που μας θέρμαινε ότι θα έπαιρνε τέλος η οδοιπορία μας. Διότι, καθώς μας είπαν, τρένα δεν φτάνουν πια εκεί, δεν έρχονται από την ημέρα που κατέβηκαν οι Γερμανοί. Ώς τα Τρίκαλα μόνον έρχονται κάποτε-κάποτε, αλλά δεν ήξεραν αν παίρνουν επιβάτες. Και πλήρεις απελπισίας κατόπιν, αφού ξεκουραστήκαμε λίγο πιο πέρα, πήγαμε σ’ ένα μικρό μαγειρείο και φάγαμε λίγα μισοβρασμένα ρεβίθια που βρήκαμε. Κι έπειτα πήραμε πάλι τον δρόμο. Την στιγμή εκείνη πήρα και μια θεσσαλική εφημερίδα, στην οποία διάβασα ότι κυβέρνηση στην Αθήνα είχε σχηματίσει ο στρατηγός Τσολάκογλου.
    Στα Τρίκαλα φθάσαμε αργά το βράδυ, αλλά δεν μπήκαμε μέσα. Κοιμηθήκαμε στην εισοδό τους έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου, δίπλα δε στον τάφο του στρατηγού Κονδύλη, όπως είδαμε το πρωί. Εκεί περάσαμε τη νύχτα. Και με τα ξημερώματα, τρέξαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, για να... προφθάσουμε να πιάσουμε θέση στο τρένο. Η περίπτωση να μη βρίσκαμε (όπως συνέβη) ή αν βρίσκαμε να μην μας έπαιρνε δεν πέρασε από το μυαλό μας. Πιστεύαμε (χάνει κανείς ποτέ την ελπίδα;) ότι θα έρθουν όλα δεξιά. Και ότι θα πηγαίναμε μαζί ώς την σιδηροδρομική διασταύρωση του Δεμερλή, όπου εγώ μεν θα έπαιρνα τρένο προς Βορρά, προς την Θεσσαλονίκη, οι άλλοι δε άλλο, από τα κατευθυνόμενα προς την Αθήνα. Τόσο ξένοι εξακολουθούσαμε να παραμένουμε από την πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει στον τόπο μας η υποδούλωσή του στους Γερμανούς. Και είδαμε κι εδώ την ελπίδα που διατηρούσαμε (παρά τις δυσοίωνες πληροφορίες που πήραμε στην Καλαμπάκα) να χάνεται. Διότι τρένα δεν υπήρχαν, δεν έρχονταν πια. Κι όταν δε ερχόταν κανένα, ερχόταν για να εξυπηρετήσει τους Γερμανούς μόνο. Και πέσαμε του πεθαμού όλοι, περισσότερο όμως οι άλλοι της παρέας μας, οι οποίοι από την προσδοκία αυτή του τρένου δεν έφυγαν από τα Γιάννενα προς Νότο, όπως όλοι οι προοριζόμενοι για τις περιοχές της Νοτίου Ελλάδος (οι οποίοι θα είχαν φτάσει ήδη στο Μεσολόγγι) για να βρεθούνε τώρα, ύστερα μάλιστα από τριήμερο οδοιπορία, ακόμη μακρύτερα από τον τόπο τους. Έτσι χωρίσαμε. Εκείνοι πήραν τον δρόμο προς την Καρδίτσα κι εγώ έφυγα από τον σταθμό, για να πάω να βρω τον δημόσιο δρόμο που πήγαινε στη Λάρισα.
    Κατά την μικρή διαδρομή μου αυτή μέσα στην πόλη είχα και μια ευχάριστη συνάντηση. Είδα κάποια στιγμή μπροστά μου τον Τρικαλινό δάσκαλο και συσπουδαστή μου στο Διδασκαλείο Χρίστο Γιουβρή. Και καθίσαμε και τα είπαμε λίγο, διότι για περισσότερα δεν μ’ άφηνε εμένα ο πολύς δρόμος που με περίμενε. Τα είπαμε όσο να πάρουμε έναν καφέ σ’ ένα διπλανό καφενεδάκι, και τον άφησα. Έφυγε.
    Παρέα τώρα προς την Λάρισα είχα πολλούς άλλους στρατιώτες, για όλα τα διαμερίσματα της χώρα προοριζόμενους. Βαδίσαμε καμιά ώρα περίπου και κατόπιν νοικιάσαμε μερικοί ένα κάρο, που συναντήσαμε, για να μας πάει στη Λάρισα. Αλλά δεν μας πήγε. Αρκετά χιλιόμετρα προ αυτής συναντήσαμε ένα χαλασμένο γεφύρι και μας άφησε. Δεν μπορούσε να περάσει απέναντι. Αλλά δεν ήταν μεγάλο το κακό, διότι τον πολύ δρόμο τον είχαμε διανύσει. Το κακό ήτανε ότι, όπως υποψιαστήκαμε, ο καροτσέρης μας γέλασε. Ήξερε ότι υπήρχε χαλασμένο γεφύρι, αλλά μας πήρε για το αγώγι, το οποίο και φρόντισε να προεισπράξει. Και με κόπο κατόρθωσα να συγκρατήσω κάποιον της παρέας, που κινήθηκε να τον κακοποιήσει.
 
 
Στην Λάρισα φτάσαμε κατά τις απογευματινές ώρες, ότε πήραμε και την πρώτη γεύση της δουλείας στην οποία είχε πέσει η πατρίδα μας. Καθώς πλησιάζαμε στην κεντρική πλατεία, μας ξεκόβουν καμιά δεκαριά οι Γερμαναράδες και μας βάζουν και κατεβάσαμε, από δύο μεγάλα τους αυτοκίνητα, ασήκωτες από το βάρος κάσες και τεράστια τσουβάλια, που πέσαμε στο τέλος όλοι κάτω από την κούραση. Έπειτα ξαπλώσαμε κάπου να ξεκουραστούμε και εν συνεχεία πήγαμε σε κάποια ταβέρνα και φάγαμε κάτι. Και αμέσως κατόπιν ξαναπήραμε τον δρόμο. Κάποιον περίπατο που λογάριαζα να κάνω στην πόλη, την γνωστή μου από το χρόνο της φοιτήσεώς μου στο Μονοτάξιο Διδασκαλείο της –το 1928-1929– δεν τον έκανα. Δεν είχα διάθεση. Και το βραδάκι φτάσαμε στα Τέμπη. Κι εκεί, δίπλα στον Πηνειό, περάσαμε την νύχτα, χωρίς, λόγω της μεγάλης κοπώσεως, να χαρούμε την ομορφιά του περιβάλλοντος. Πέσαμε για ύπνο αμέσως.
    Το απόγευμα της επομένης ήμασταν στον Πλαταμώνα, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, διότι την ημέρα εκείνη η ζέστη ήτανε αφόρητη. Την ώρα που φθάναμε αγκυροβολούσε κι ένα καΐκι που ερχόταν κι έπαιρνε στρατιώτες για την περιοχή της Θεσσαλονίκης και την Χαλκιδική. Έγινε σκοτωμός όσο ν’ ανεβούμε επάνω, διότι ήμασταν περισσότεροι από όσους μπορούσε να πάρει. (Εγώ ήμουνα από τους τυχερούς). Και το βράδυ ήμασταν στην Νέα Μηχανιώνα, στο λιμάνι της οποίας μας περίμεναν πολλοί από τους κατοίκους, ανήσυχοι για όσους δικούς τους δεν είχαν έρθει ακόμη. Έπεφταν, σωρό, οι αγωνιώδεις ερωτήσεις τους: «Μήπως είδατε τον Τάδε; Μήπως ακούσατε τίποτε για το δείνα σύνταγμα;» κλπ. Φιλοξενηθήκαμε καλά, σε σπίτια, και το άλλο πρωί, με άλλο καΐκι, μας πήγαν στην Θεσσαλονίκη, από την οποία εγώ είχα φύγει πριν από 165 ημέρες ακριβώς.
    Μας αποβίβασαν στην πλατεία Αριστοτέλους και κάθισα λίγο και κοίταξα γύρω μου σαν να ήθελα να βεβαιωθώ ότι είχα επιστρέψει πράγματι. Έπειτα έφυγα βιαστικά για το σπίτι, διότι δεν ήξερα τι γίνονται οι δικοί μου. Ούτε αν βρίσκονται εκεί. Το βρήκα κλειστό. Ο αδερφός μου με την οικογένειά του και με την μάνα μας είχε φύγει, καθώς μου είπαν οι γειτόνοι, για το χωριό μας, από τις πρώτες ακόμη ημέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατόπιν αυτού άφησα έξω την χλαίνη μου, το μόνο στρατιωτικό είδος που είχα κρατήσει επειδή το χρειαζόμουνα για τον ύπνο, και πήγα να συναντήσω τον στενότερο από τους συγγενείς, τον Μπάμπη Μακαρόνα.
    Τον βρήκα στο γραφείο του στο Μουσείο, κι από τις πληροφορίες που μου έδωσε ησύχασα. «Όλοι οι δικοί μας», μου είπε, «είναι καλά κι αναμένονται να γυρίσουν από την Πελοπόννησο που είχαν πάει». Μου έδωσε δε και το κλειδί του σπιτιού μας, που του είχε αφήσει ο αδερφός μου και ξαναγύρισα. Το άνοιξα και κάθισα κι εδώ λίγο και το κοίταξα, μ’ ένα αίσθημα ανάμικτο από χαρά και συγκίνηση. Εγώ επέστρεψα, αλλά κάποιοι έμειναν για πάντα εκεί.
    Έπειτα πλύθηκα, άλλαξα ρούχα και ξάπλωσα. Οι πέντε μήνες του πολέμου με τις κακουχίες τους και με τον φόβο του θανάτου είχαν περάσει. Ήσαν ανάμνηση πια. Είχα γυρίσει στο σπίτι μου, ήδη σ’ αυτό που είμαι τώρα και γράφω τούτες τις αναμνήσεις, στην οδό Μακεδονίας αρ. 86. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς, στα βουνά της Αλβανίας ανήκε πια στο παρελθόν, στην Ιστορία.
 
 
Θεσσαλονίκη
Ιούλιος-Αύγουστος 1941



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Χωριό της Αρκαδίας που τότε ανήκε στην επαρχία Μαντινείας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Κορυθίου.
 
2. Χωριό της Λακωνίας, στα σύνορα με την Αρκαδία.
 
3. Χωριό της Αρκαδίας, που τότε ανήκε στην επαρχία Κυνουρίας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Κορυθίου.
 
4. Χωριό του νομού Τρικάλων, που τότε ανήκε στην επαρχία Καλαμπάκας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Μαλακασίου.

(από το βιβλίο: Βασίλης Καραζάνος, Από την ζωή μου στον Πόλεμο: Αλβανία, 1940-1941, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VIIΙ, Βιβλιόραμα, 2007)