Τέλειωσαν πια τα ψέματα. Τόσον καιρό, μας είχαν ξεχασμένους. Τώρα, μας θυμηθήκανε. Και πρωί πρωί, μας σερβίρανε, σαν για ρόφημα, μια προκήρυξη. Δεν έγραφε ούτε λίγα ούτε πολλά: Την άλλη μέρα, έπρεπε όλοι οι άντρες, από δεκαοχτώ χρόνων κι απάνω, ως τα πενήντα, να παρουσιαστούμε στο διοικητήριο. Τα γυναικόπαιδα και τους γέρους θα τους έπαιρναν τα καράβια που άρχισαν να έρχονται στο λιμάνι της Σμύρνης, για να τους φέρουν στην Ελλάδα. Εμάς θα μας έπαιρνε ο διάολος. Είπαμε πως κανένας δε μας θυμάται και δεν ξέραμε τι θα γίνουμε. Τώρα, να που μας θυμήθηκαν και ξέραμε την αρχή του τέλους, του τέλους μας, που θα ήτανε περισσότερο τραγικό απ’ ό,τι το φανταζόμαστε.
– Δε σ’ το ’λεγα εγώ, πως οι Τούρκοι θα εφαρμόσουν το λευκό θάνατο; είπε κάποιος.
– Τι είναι ο λευκός θάνατος; Να: ο νικητής, που κρατεί, σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, αιχμαλώτους στους νικημένους και δε θέλει να τους δώσει πίσω στο κράτος που νικήθηκε ώσπου να κλείσει ειρήνη, τους βγάζει τα παπούτσια, του ξεγυμνώνει –σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις του ανθρωπισμού– τους βάζει ανάμεσα σε δυο σειρές αγριανθρώπων οπλισμένων ίσαμε τα δόντια και τους στέλνει περίπατο. Όποιος αντέχει, περπατάει. Όποιος δεν αντέχει, πέφτει χάμου και με μια ντουφεκιά ή με μια σπαθιά ξοφλάει με τη ζωή. Κείνους που θ’ αντέξουνε ως το τέλος, τους πηγαίνουν στα πιο ερημικά μέρη, έξω από πολιτείες και χωριά, και τους βάζουν να σπάζουν πέτρες και να φτιάνουν δρόμους. Κι έτσι, γίνονται τα εκπολιτιστικά έργα και εξασφαλίζονται οι συγκοινωνίες…
…………………………….
Ο άνθρωπος είναι καμωμένος απ’ την πιο πρόστυχη πάστα. Πάρα πάνου απ’ την κακία και την πονηρία, δεν πάει ο νους του. Κι αν καμμιά φορά ανεβεί στην καρέκλα να βγάλει λόγο και να υποστηρίξει μια ιδεολογία, δε θα το κάνει από αλτρουισμό. Κάποιο συμφέρον ατομικό θα υποστηρίξει. Η τόλμη είναι άγνωστο πράμα στον άνθρωπο. Τη δείχνει μονάχα στους αδύναμους κι όταν έχει κι άλλους στις πλάτες του. Κει που πρέπει να φανεί δυνατός και τολμηρός, δε φαίνεται. Φοβάται το θάνατο και προτιμάει να σέρνεται σα σκουλήκι. Και τώρα, αφού ξέραμε τη μοίρα που μας περίμενε, μέναμε εκεί, κουρνιασμένοι στις γωνιές των τάφων σα σκουλήκια κάτω από την πέτρα. Ώσπου τέλειωσε η ιστορία και έσπρωξε ο νικητής την πέτρα και μείναμε μεις τα σκουλήκια ακάλυπτα. Τότε, άρχεψε ο θρήνος των γυναικοπαίδων και το τέλος μας, σιγά-σιγά και τόσο σκληρά, τόσο σκληρά κι απάνθρωπα…
…………………………….
Αν ο ήλιος φωτίζει τη γη, δεν έχει καμμιά σημασία. Καλύτερα να μην τη φώτιζε. Κι αν η γη κινήται σύμφωνα με τις θεωρίες των σοφών ή μένει ακίνητη, όπως τη θέλει η θρησκεία, το ίδιο κάνει. Μια είναι η αλήθεια: ότι στη γη αυτή το πιο αιμοβόρο και φαρμακερό ζώο είναι ο άνθρωπος. Και θαρρώ πως ο ήλιος δεν την τσουρουφλίζει, από ευσπλαχνία για τα φίδια και τους σκορπιούς, που είναι τόσο αθώα πλάσματα…
Αρχή του τέλους
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)