Όλα αυτά τα γεγονότα που ανέφερα πιο πάνω –που αρχίσαν τα μίση– όσο πήγαιναν εξογκώνονταν. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμίσανε. Όσοι είχανε οργανωθεί στον ΕΛΑΣ φοβότανε, διότι η τότε κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο κι αρχίσανε να βγαίνουν αναρχικές ομάδες, δήθεν εθνικόφρονες, και να δέρνουν και να λεηλατούν στην ύπαιθρο. Αλλά και στις πόλεις άρχισαν τα στρατοδικεία να δικάζουν με θανατικές ποινές και σε ισόβια. Οπότε άρχισαν να φεύγει ο κόσμος στα βουνά για να σωθούν κι έτσι το 1947 άρχισαν τα αντάρτικα τμήματα.
Στην αρχή βγήκανε αυτοί που φοβότανε από τις αναρχικές ομάδες Σούρλα, Βουρλάκη, Τσαούς Αντών στη Μακεδονία και Γονατά στην Πελοπόννησο.
Όταν δυνάμωσαν τα τμήματα των ανταρτών και προμηθεύτηκαν όπλα, αρχίσανε και κάνανε επιστράτευση. Πρώτα παίρνανε αγόρια άνω των 18 ετών και μετά παίρνανε και κορίτσια, οπότε έγινε μία μεγάλη δύναμη.
Μεταξύ αυτών έτυχε να επιστρατευθώ κι εγώ το 1947 και πολλοί άλλοι νέοι. Μας καλέσανε να παρουσιαστούμε στο χωριό Χόχλια. Εκεί έγινε η επιλογή και μας στείλανε στο χωριό Βράχα, στα Έμπεδα. Όπλα δεν μας δώσανε. Μας κάνανε γυμνάσια και για χειροβομβίδες ρίχναμε πέτρες. Μας κάνανε και διάφορες ομιλίες. Αυτό διήρκεσε είκοσι μέρες περίπου. Μετά μας στείλανε σε λόχους. Ο κάθε λόχος αποτελούνταν από εκατόν είκοσι άτομα περίπου. Εμένα με στείλανε στο λόχο του Τάκη Παπαγεωργίου. Αυτός ήταν από το χωριό Δομιανοί Ευρυτανίας. Το 1949 έμαθα ότι σκοτώθηκε. Τότε είχε το βαθμό του ταξιάρχου.
Πρώτο δρομολόγιο που κάναμε ήταν μέχρι Τοπόλια. Μετά γυρίσαμε πάλι στα χωριά μας χωρίς να πιάσουμε καμία μάχη μέχρι τότε, γιατί οι περισσότεροι ήμασταν άοπλοι. Ξαναπήγαμε στα χωριά των Αγράφων και σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Μοναστηράκι –το ύψωμα λέγεται Φούρκα, έχει δύο κορυφές σα φούρκα– εμείς, ένας λόχος ανεβήκαμε επάνω.
Μόλις έφτασε η πρώτη διμοιρία στον αυχένα, φθάσανε δύο αεροπλάνα τύπου σπιτφάιτερ. Αρχίσανε με τα μυδράλια καταιγιστικά πυρά. Εμείς, που δε φθάσαμε ακόμη στο ύψωμα, πέφτανε οι κάλυκες επάνω μας. Γι’ αυτούς που είχαν φθάσει στον αυχένα νομίζαμε ότι δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Όμως όταν τελειώσανε τα πυρομαχικά των αεροπλάνων και συγκεντρωθήκαμε, δεν υπήρχε ούτε τραυματίας.
Στο ίδιο σημείο μετά από λίγες ημέρες, ενώ βαδίζαμε επάνω στην οροσειρά –νύχτα, πλησίαζε να ξημερώσει– ένα τμήμα στρατού –οι Μάυδες– τους είχε πάρει ο ύπνος στο δρόμο και τους αιφνιδιάσαμε. Παρατήσανε ζώα με πολεμοφόδια, ασύρματο και μερικοί δεν πρόλαβαν να πάρουνε τα όπλα τους. Εκεί εγώ πήρα ένα εγγλέζικο με αρκετές σφαίρες. Μέχρι τότε είχα ένα δίκανο.
Στο ίδιο μέρος, άλλη φορά, επάνω σε κάτι βράχια ήταν ταμπουρωμένοι κάτι βλάχοι και δε θέλανε να πλησιάσει κανείς τα κονάκια τους. Φωνάζανε: «Aδέλφια ό,τι κι αν είσθε μην πλησιάζετε θα σας χτυπήσομε». Όμως ένας διμοιρίτης Μακεδόνας –όνομα Πρίκος– τους έκανε επίθεση αδικαιολόγητη κι εκεί σκοτώθηκε ένας χωριανός μου και συμπέθερος, ο Αριστείδης Ντούβας άδικα.
Τέλος Σεπτεμβρίου ή αρχές Οκτωβρίου μας στείλανε στην οροσειρά Κόκαλα στη θέση Ταψάκι. Εκεί βρήκα ένα χωριανό μου εγώ, το Μήτσο Θεοφάνη. Του είπα το βράδυ που θα πήγαινε με τα πρόβατα κάτω στα σπίτια μας να πει στους δικούς μου να μου φέρουν καμιά πίτα γιατί μας είπανε θα καθήσομε μέρες εκεί.
Όταν φθάσαμε στο Ταψάκι, εκεί που φτιάχνει τη στρούγκα ο Σκαρλάτας, μου είπανε οι καπεταναίοι να φιάξομε ένα είδος καλύβες, να μαζέψομε ξύλα και να ανάψομε φωτιές. Όμως εμείς οι απλοί αντάρτες δεν ξέραμε ότι στην οροσειρά που είναι ο Αη-Λιάς ο Ροβολιαρίτικος είτανε πολύς στρατός.
Μόλις τελείωσε όλη η διαδικασία μας λένε: «Aναλάβετε για πορεία». Μείναμε με τη χαρά ότι θα ξεκουραζόμασταν και θα ’τρωγα και γω την πίτα που την πήγε ο αδελφός μου την άλλη μέρα και δε με βρήκε.
Εν τω μεταξύ άφησε μία ομάδα ο λοχαγός μας να ανάψει τις φωτιές, για να καθυστερήσει ο στρατός και να νομίσει ότι εκεί είναι δύναμη ανταρτών. Και εμείς με ολονύχτια πορεία φθάσαμε επάνω από το Στένωμα, στην τοποθεσία Βαρκά.
Την ημέρα, κάπου συγκρούστηκε μια διμοιρία δική μας με του στρατού χωρίς αξιόλογη μάχη. Την άλλη ημέρα περάσαμε προς Βίνιανη και Κεράσοβο. Πόσες ημέρες μείναμε εκεί δεν θυμάμαι.
Σε εμάς ξεκίναγε η πορεία για να φθάσουμε στη Βωβούσα, και για τα ορεινά χωριά ο εκπατρισμός.
Τους μαζέψανε στις πόλεις, να μην τροφοδοτούνε τους αντάρτες. Οι χωριάτες τότε πουλήσανε τα ζώα τους πάμφθηνα και τα υπάρχοντα στα σπίτια τους τα αρπάξανε οι Μάυδες και πολλά σπίτια τα κάψανε.
Εμείς, τα ένοπλα τμήματα και πολίτες, ξεκινήσαμε σιγά-σιγά διά μέσου Γρανίτσας, Θοδώριανων, Κατάρας για τη Βωβούσα για να εφοδιαστούμε με όπλα, πυρομαχικά κι άρβυλα. Όλη η δύναμη λέγανε τότες ότι είμαστε πέντε χιλιάδες. Πάντως, στην πορεία μας δεν βγήκε καμιά αντίσταση του εχθρού.
Στο χωριό Ραφτόπουλο, επάνω στα υψώματα, μας ρίξανε μερικές ντουφεκιές κι απάντησε ένα πολυβόλο δικό μας με σφαίρες τροχιοδεικτικές. Αυτές χτυπήσαν σε μια καλύβα που την είχαν αποθήκη αυτοί και πήρε φωτιά. Τρέξανε μερικοί δικοί μας και βγάλανε μερικά τρόφιμα και τσιγάρα. Μας τα φέρανε και τα μοιράσανε σε όλους, όσοι είμαστε εκεί, ένας λόχος.
Μετά περάσαμε από τη Γρανίτσα βρήκαμε αποθήκη με κονσέρβες γάλα και αλεύρι. Τα εγκατέλειψε ο στρατός. Στο πέρασμά μας, μελίσσια και ζώα τα παίρναμε για τροφή.
Όταν φθάσαμε σε ένα βουνό –Περιστέρι το λένε– στην οροσειρά της Πίνδου, βρήκαμε ένα κοπάδι πρόβατα περίπου οκτακόσια. Τσοπάνης δεν υπήρχε κοντά να τα γλυτώσει, τα μαζέψανε σε μια ρεματιά και σφάζανε τα πολλά. Όταν ήλθε ο τσοπάνης βρήκε μόνον ογδόντα, όπως μας λέγανε αυτοί που τα σφάζανε. Του είπανε να τα πάρει και τους είπε: «σας τα χαρίζω κι αυτά κι εγώ δημοκράτης ήμουνα». Εν τω μεταξύ μας δώσανε αρκετό κρέας το οποίο ήτανε πολύ παχύ. Ανάψαμε φωτιές, ψήσαμε το κρέας και το λίπος το λιώσαμε και το φιάξαμε κομμάτια σαν κασέρι. Στο δρόμο που δεν είχαμε άλλες τροφές κόβαμε λίγο από αυτό και τρώγαμε.
Όταν φθάσαμε, επάνω σε κάτι βουνά Δυτικής Μακεδονίας ή Ηπείρου δεν περνάγαμε σε χωριά να ξέρω που ήμασταν.
Σε μια οροσειρά με πεύκα μάς περάσανε έξω από σκηνές σκουάτ. Τις ανοίξανε σκοπίμως να ενθουσιαστούμε. Σε άλλη σκηνή υπήρχαν ατομικά όπλα, σε άλλη οπλοπολυβόλα και γενικά όλες είχανε τον οπλισμό τους. Αλλά εμείς είχαμε γίνει ράκη. Από την πορεία, την πείνα, την ξυπολησιά και τον μεγάλο εχθρό, την ψείρα, είχαμε μισοχαζέψει.
Τώρα μας λέγανε πλησιάζομε στη Βωβούσα.
Μια μέρα πιάνει λίγο χιόνι και έκανε ένα φοβερό κρύο. Εγώ, τα παπούτσια που είχα από το σπίτι μου από κάτω τρυπήσανε. Το τακούνι ήταν μόνο. Το άλλο πόδι μου ήταν έξω.
Σε ένα μέρος επάνω στο βουνό κάναμε στάση να ξεκουραστούμε. Είχε βγει και ήλιος. Εγώ κρύωσα τόσο πολύ που έκλαιγα. Κάποια στιγμή περνάει ο ταγματάρχης μας και με βλέπει που έκλαιγα. Μου λέει: «τι έπαθες και κλαις;» Του λέω: «να, συναγωνιστή ταγματάρχα, κρυώνω πολύ» και του ’δειξα τα πόδια μου. Ούτε είχα κουράγιο να σηκωθώ για σεβασμό. Μου λέει: «κόψε από την κουβέρτα σου ή τη χλαίνη σου και τύλιξε τα πόδια σου, μην πάθεις κρυοπαγήματα κι όταν φθάσουμε στη Βωβούσα θα σας δώσουν άρβυλα». Όπως κι έγινε.
Την άλλη μέρα τα τμήματα προχωρήσανε και τη δική μας διμοιρία την αφήσανε επάνω σε ένα ύψωμα, πλαγιοφυλακή. Το ύψωμα το λέγανε Τσιούκα Ρόσα. Συνεχόμενα προς τα πίσω μας ήταν άλλα δύο, Τσιούκα Τσίνα και Τσιούκα Μπάρπα. Εκεί είχε περίπου τριάντα πόντους χιόνι κι ομίχλη με μηδέν ορατότητα.
Η ομάδα μου μπήκε σε μια αντάρτικη καλύβα. Την είχαν οι εκεί αντάρτες, ανάψανε φωτιά και καλά περνάγανε. Εμένα ο ομαδάρχης με έβγαλε παρατηρητήριο για τρεις ώρες. Εγώ, όπως είπα πιο πάνω, ήμουνα ξυπόλυτος, δεν άντεξα στο κρύο και πήγα να του πω να στείλει άλλον, να ζεσταθώ.
Κατά κακή μου τύχη ερχότανε κοντά μου χωρίς να τον ιδώ ο Μέραρχος καπετάν Γιώτης (ή Φλωράκης Χαρίλαος) με πέντε ή έξι άτομα ατομική φρουρά, με αυτόματα όπλα. Αυτός με εξάρτηση και ρουχισμό στρατάρχου.
Εκεί που μαλώναμε με τον ομαδάρχη μπαίνει κι αυτός στην καλύβα και λέει: «πού είναι ο παρατηρητής που έχεις;» Του είπε ο ομαδάρχης το γεγονός ότι «κρύωσε κι ήλθε να τον αλλάξω».
Τον διατάσει να με αφοπλίσει. Και με έβαλε μπροστά ο καπετάν Γιώτης σε μια ράχη, διαδρομή περίπου δύο χιλιόμετρα κι έβγαλε κι αυτός το πιστόλι στα χέρια, για να πάμε εκεί που ήτανε το τάγμα. Εγώ όμως ήξερα ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τους έτρωγε το σκοτάδι.
Στο δρόμο έλεγα αν με πυροβολήσουν να με πάρει καλά η σφαίρα μην βασανίζομαι. Στο δρόμο δε μου είπε τίποτα –ή απειλή ή οτιδήποτε.
Όταν φθάσαμε επιτέλους στο τάγμα πέφτομε σε έναν άλλο αντάρτη κρατούμενο και δεμένον. Τον φυλάγανε δύο άλλοι αντάρτες. Τους ρωτάει ο Γιώτης: «τι έκανε αυτός;» «Κοιμήθηκε στην σκοπιά του» του είπανε. «Πάρτε κι αυτόν» λέει για εμένα, «και να τους παραδειγματίσετε στο τάγμα».
Έφυγε αυτός. Πάει να συναντηθεί με τους άλλους καπεταναίους. Και ρωτάω εγώ το Βασίλη –από το Αϊδονοχώρι Καρδίτσας ήτανε, ξεχνάω το επώνυμο– «τι θα γίνομε τώρα Βασίλη; μέχρι εδώ ήτανε ο αγώνας;» Πού να βγάλει φωνή κι αυτός!
Σε λίγο έρχεται ο λοχαγός μου, Τάκης Παπαγεωργίου από τους Δομιανούς, που με αγαπούσε πολύ και με ρωτάει: «τι έκανες, ρε Καρτέρη;» Του είπα την ιστορία, δε μου είπε τίποτε, μόνο μαύρισε από στεναχώρια γιατί ήξερε ότι ο Φλωράκης δεν αστειεύεται.
Έπειτα από αρκετή ώρα ξαναπαρουσιάζεται ο καπετάν Γιώτης, ο ταγματάρχης Πυθαγόρας και ο λοχαγός μας. Μας κοίταζε με ένα άγριο και περιφρονητικό βλέμμα κι έφυγε. Τον πήγαν πιο πέρα οι δικοί μας καπεταναίοι και γυρίσανε. Σταματάνε μπροστά μας και μας λέει ο Πυθαγόρας: «Aκούσατε την εντολή του αρχηγού. Ήταν να σας εκτελέσουμε ενώπιον του τάγματος για παράδειγμα». Εμείς πού να βγάλομε φωνή. Είχαμε παγώσει από το φόβο. Και συνεχίζει ο ταγματάρχης: «τον παρακαλέσαμε να σας το χαρίσει, διότι ήλθατε κουρασμένοι και νηστικοί από τη Ρούμελη. Και σας χάρισε την ποινή. Τώρα να γίνετε καλοί αγωνιστές».
Εγώ πήγα πάλι στην ομάδα μου και πήρα πάλι το όπλο μου και συνεχίσαμε το δρόμο για τη Βωβούσα. Υπολογίζαμε ότι εκεί θα βρούμε κάτι για να φάμε. Μάταια όμως. Καθίσαμε γύρω στις είκοσι ημέρες χωρίς να φάμε τίποτες. Μερικοί πλέναν τα καλαμποκόσπορα από τις κοπριές από τα μουλάρια και τα τρώγανε.
Εν τω μεταξύ, κινήθηκε στρατός από τα Γιάννενα, διότι στο Μέτσοβο ήτανε μια διλοχία στρατού κυκλωμένη από τους αντάρτες και θέλανε να τους ελευθερώσουν. Γίνανε μεγάλες μάχες εκεί. Πήγαμε και εμείς εκεί. Τη νύχτα μείναμε επάνω σε μία ράχη. Εκεί που ξαπλώσαμε ήταν ο τόπος οργωμένος. Νομίσαμε ότι ήταν σπαρμένα χωράφια. Το πρωί, σαν ξημέρωσε, είδαμε ότι ήταν μνήματα φρέσκα.
Το λόχο μας τον προωθήσανε κοντά στο δημόσιο δρόμο που πηγαίνει Γιάννενα-Μέτσοβο. Πήγαμε κοντά στο χωριό Χρυσοβίτσα. Εκεί εγκατέλειψε ο στρατός κονσέρβες και κουραμάνες και τις πήραμε. Οι καπεταναίοι φωνάζανε να μην φάμε μήπως τα έχουν δηλητηριάσει, αλλά η πείνα δεν υποφέρνονταν. Φάγαμε χωρίς να πάθει κανείς τίποτες.
Αφού μας είπαν να φύγομε, συγκεντρωθήκαμε σε ένα μέρος με μεγάλες λάκες –το λέγανε Πέντε Αλώνια– πολλοί αντάρτες, για χιλιάδες λέγανε. Μας μίλησε ο αρχηγός του κλιμακίου, ο καπετάν Γούσιας. Μεταξύ των άλλων μας είπε ότι τώρα πλέον είμαστε τακτικός στρατός και ό,τι γίνεται θα γίνεται οργανωμένο. Και στο ζήτημα της διατροφής όποιος κάνει κάτι ανοργάνωτο, θα έχει την ποινή του θανάτου.
Ξαναπήγαμε πάλι στη Βωβούσα, μας δώσανε από ένα τουφέκι ακόμη, αρκετές σφαίρες και χειροβομβίδες κι άλλο ένα ζευγάρι άρβυλα να τα φέρουμε στη Ρούμελη. Το φορτίο ήταν τρομερό. Και μας δώσανε λίγη μπομπότα, ψωμί όσο είναι το πρόσφορο στο μέγεθος. Αυτό το φάγαμε αμέσως. Νομίσαμε ότι θα μας ξαναδίνανε.
Πήραμε το δρόμο επιστροφής περάσαμε την Κατάρα με χιόνι και φρικτό κρύο, νύχτα. Λέγανε ότι από το τμήμα μας πεθάνανε επτά άτομα στην πορεία την νύχτα. Κάπου φτάσαμε σε ένα μέρος που το λέγανε Μαύρο Κούτσουρο. Περπατάγαμε νύχτα και δεν ξέρω πού βρίσκεται. Έριχνε βροχή καταρρακτώδη.
Στρατοπεδεύσαμε εκεί κι ανάψαμε φωτιές με πολλά ξύλα, αλλά η βροχή ήταν τέτοια που τις έσβησε. Εγώ, ευτυχώς που είχα ένα αδιάβροχο που δεν πέρναγε βροχή κι έτσι η ταλαιπωρία μου ήταν λιγότερη.
Το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τα κάτω. Φθάσαμε κοντά σε ένα χωριό. Το λέγαν Ανθούσα. Μπροστά μας ήταν ένα ποτάμι που είχε ορμητικό νερό που δεν μπορούσαμε να το περάσομε. Σε κάποιο μέρος ήταν δύο ξύλα. Το ένα μόλις το έγλειφε το νερό και το άλλο ήτανε στο ύψος του ανθρώπου.
Στέλνει ο λοχαγός τρεις άνδρες να περάσουν σιγά να πάνε στο χωριό να κάνουν αναγνώριση τι είναι στο χωριό. Αυτοί περάσανε σιγά-σιγά επάνω στα ξύλα. Δεν σπάσανε. Όμως ο εξάδελφός μου Βασίλης Καρτέρης, λέει στο λοχαγό να πάει κι αυτός. Ο λοχαγός δεν τον άφηνε διότι ήταν οπλοπολυβολητής κι εγώ γεμιστής. Αρπάζει το όπλο το δικό μου και πάει να περάσει τρέχοντας. Με το τράνταγμα που έκαναν τα ξύλα –ήτανε ξερά και λιανά– σπάσανε και τον άρπαξε το νερό και τον βρήκαμε γύρω στα δύο χιλιόμετρα. Τον πέταξε το νερό έξω. Τον είχε ξεγυμνώσει εντελώς. Μόνον μία δερμάτινη ζώνη έμεινε επάνω του. Εκεί μόλις σάλευε λίγο τα χέρια του. Πάει άδικα.
Το βράδυ αφού φιάξαμε γεφύρι μείναμε στο χωριό. Η πείνα θέριζε. Εγώ με ένα φίλο συνεννοούμαστε να φύγομε από το ύψωμα που μέναμε να πάμε κρυφά σε κανένα σπίτι μήπως βρίσκαμε τίποτα για φαγητό.
Στο χωριό δε βρήκαμε κατοίκους. Με μεγάλη προφύλαξη ανοίξαμε ένα σπίτι και βρήκαμε ένα δοχείο με γάλα-σκόνη σφραγισμένο. Σωθήκαμε! Μια κουταλιά, κρυφά, στο δρόμο! Αφού δίναμε και σε όποιον καταλαβαίναμε ότι δεν θα μας πρόδινε, γιατί θα αντικρύζαμε την ποινή του θανάτου. Το δοχείο ήταν πέντε οκάδες. Στο δρόμο που κατεβαίναμε προς τη Ρούμελη βρίσκαμε και κούμαρα και βουλώναμε λίγο την πείνα μας.
Όταν φθάσαμε στο χωριό Ραφτόπουλο διανυκτερεύσαμε εκεί. Ελπίδα για φαγητό δεν υπήρχε. Ένας αντάρτης από τον Κλειτσό, φαίνεται δεν άντεχε την πείνα. Πήγε σε ένα σπίτι και ζήτησε λίγο ψωμί. Του έδωσε η γριά εκείνη. Εκεί που πήγε να βγει έξω, βλέπει ένα τουλούμι με τυρί. Της ζητάει της γριάς να του δώσει λίγο τυρί. Η γριά δεν του ’δινε. Βγάζει κι αυτός το μαχαίρι και το σκίζει και παίρνει μόνος του. Σφάλμα του! Δεν σκέφτηκε τι τον περιμένει. Η γριά πήγε, παραπονέθηκε στο λοχαγό κι αμέσως άρχισε η έρευνα. Αυτό το παιδί το λέγαν Κυπρίανη Κυπριάνη. Αυτός πρόλαβε το έφαγε κι έπλυνε τα χέρια. Αλλά στην κορυφή στα νύχια δεν τα πρόσεξε. Έπειτα από λίγες ημέρες τον πέρασαν ανταρτοδικείο και τον δίκασαν εις θάνατο.
Μετά από το Ραφτόπουλο ήλθαμε στο Κεράσοβο. Παραδώσαμε το φορτίο και ξεκουραστήκαμε μερικές μέρες. Και φάγαμε τουλάχιστον οργανωμένα. Μετά προχωρήσαμε προς τα βουνά του Αγρινίου. Λέγανε ότι θα χτυπάγαμε το Αγρίνιο. Όμως στο δρόμο λιποταχτήσανε δύο αντάρτες και το σχέδιο προδόθηκε.
Μετά όλα τα τμήματα γυρίσανε με κατεύθυνση ένα τμήμα να χτύπαγε το Θέρμο, το άλλο τη Μπροστοβά και το δικό μας το Μπερίκο. Εμείς ώσπου να φθάσομε στο Μπερίκο, ξημέρωσε. Ο στρατός ήταν οχυρωμένος γύρω από ένα εκκλησάκι έξω από το χωριό. Όταν μας πήρε η ημέρα, τους κυκλώσαμε γύρω στα εκατό μέτρα, ανταλλάξαμε μερικά πυρά. Την ημέρα μάλιστα εμένα με πήρε μία ριπή στο γυλιό που τον είχα στην πλάτη και μου τρύπησε την κουβέρτα και τη χλαίνη.
Κατά το μεσημέρι ήλθε ένα αεροπλάνο για αναγνώριση αλλά πού να μας ιδεί. Εμείς είμαστε κοντά στο στρατό. Πιο πάνω, στα πεντακόσια μέτρα, ήτανε βαρύ πολυβόλο δικό μας κι έβαλε κατά του αεροπλάνου και το χτύπησε. Πήγε κι έπεσε κοντά στη λίμνη της Τριχωνίδας. Εκεί κοντά σε εμένα τοποθετήσανε έναν ολμίσκο και κάποιος τον διέταξε να ρίξει κάνα δύο βλήματα, να καθηλώσει ένα πολυβόλο που μας ενοχλούσε συνέχεια. Ρίχνει τα βλήματα ο χειριστής και του φύγαν όλα πίσω από το εκκλησάκι. Του λέγω εγώ: «δώσε μου να ρίξω κι εγώ». Δύο μου επέτρεψε ο επικεφαλής. Το πρώτο το ρίχνω επάνω στο εκκλησάκι, το δεύτερο το ρίχνω πιο μπροστά που ήταν το πολυβόλο κι ησυχάσαμε από αυτό.
Σε λίγο έρχεται ο ταγματάρχης Πυθαγόρας εκεί. Ρωτάει: «ποιος έριξε τα βλήματα;» Του λέω: «τα δύο τελευταία, εγώ». Μου λέει: «όταν θα κάνομε επίθεση τη νύχτα, όσα βλήματα έχει ο λόχος, θα σου τα φέρουν όλα εδώ και θα τα ρίξεις στο υψωματάκι που είναι ο στρατός». Κοντά στις πρωινές ώρες άρχισε η επίθεση κι αυτοί ρίχνανε χειροβομβίδες στους δικούς μας κι εγώ με το ολμάκι τους διώξαμε χωρίς δικές μας απώλειες. Από αυτούς βρήκαμε έναν νεκρό. Αίματα υπήρχαν πολλά στα χαρακώματα. Αυτοί φύγανε με κατεύθυνση το Θέρμο.
Στο απέναντι βουνό τους συγκέντρωσε ο ταγματάρχης τους κι έκανε προσκλητήριο. Όμως μέσα στα έλατα ήταν ένα άλλο τμήμα αντάρτες και τους φωνάζανε να πετάξουν τα όπλα και να παραδοθούν. Έτσι κι έγινε. Κατά το μεσημέρι τους φέρανε όλους στο Μπερίκο. Πάλι ήταν μικτοί με χωροφύλακες. Τους στρατιώτες τούς φέρανε στο εκκλησάκι και τους είπανε να μας δώσουν τα εξωτερικά τους ρούχα και να φύγουν για τα σπίτια τους. Όμως κι εμείς δεν θέλαμε να πάρουμε τα ρούχα τους, εκτός μερικοί από εμάς που ήταν φανατικοί. Οι χωροφύλακες με τους αξιωματικούς τι γίνανε δεν ξέρω.
Την άλλη ημέρα εμείς γυρίσαμε πίσω. Μετά άλλη μάχη πιάσαμε στον Αη-Βλάση, εκεί επάνω από το χωριό. Το κατείχε στρατός. Μπροστά πήγαινε η διμοιρία που ήμουν εγώ. Εκεί τους πιάσαμε τον σκοπό, χωρίς να καταλάβει. Πήγαινε πέρα δώθε και τον έπιασε ένας διμοιρίτης ονόματι Παλικάρας. Μετά ακολούθησε αντάρτης.
Ο στρατός αιφνιδιάστηκε και φύγανε γυμνοί. Τα παρατήσανε όλα εκεί. Μπήκαμε μέσα στον Αη-Βλάση. Βρήκαμε αποθήκες με τρόφιμα και ρουχισμό κι αλεύρια πολλά. Τα μεταφέρανε με κάρα προς τα Σίδερα –χωριό που τώρα θα το σκέπασε η λίμνη. Ό,τι δε μπορέσαμε να μεταφέρουμε τα καταστρέψαμε.
Φύγαμε και πήγαμε πάλι προς το Κεράσοβο και πέρα προς Τοπόλιανα. Από εκεί μετά μερικούς μας βγάλανε για μικρά τμήματα στην Πολιτοφυλακή. Εκεί δρούσαμε κατά ομάδες και σε επικίνδυνες αποστολές. Μπαίναμε σε κατοικημένες περιοχές. Ο τομέας μας ήτανε γύρω από το Καρπενήσι μέχρι τη Ναυπακτία. Πολλές μικροσυμπλοκές κάναμε με Μάυδες και λίγο με στρατό γιατί εμείς ήμασταν λίγοι.
Στον Αη-Βλάση βρήκαμε άφθονη ψειρόσκονη –ντι ντι τι που τη λέγανε– κι απαλλαχθήκαμε από την ψείρα.
Την περίοδο αυτή στην Πολιτοφυλακή δεν πεινάσαμε. Όλο και κάτι βρίσκαμε. Αλλά είμαστε πάντα με τον κίνδυνο, γιατί είμαστε λίγοι και δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε. Μερικές ριπές και μετά δρόμο.
[Άρχισαν να φεύγει ο κόσμος στα βουνά]
(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)