Nά τέσσερις ή πέντε μήνες που είμαι εδώ. Oλόκληρος χρόνος θα περάσει, και ίσως και άλλος και άλλος, χωρίς τίποτε νέο, τίποτε, τίποτε... φρίκη! ποτέ μου δεν κατάλαβα το μαρτύριο που κλείνει η πάλη της ζωής. Όταν μικρός διάβαζα τη ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών, ή απλώς τη ζωή των μεγάλων ανθρώπων, και έβλεπα πόσο υπέφεραν, πόσο λίγο ο κόσμος εννοεί το καλό, αισθανόμουνα μια ηθική ευχαρίστηση που κι εγώ μια μέρα θα έχω την τιμή να υποφέρω, όπως τα μεγάλα αυτά πνεύματα. Παιδιάστικες ιδέες... σαν να ήταν δυνατόν ο άνθρωπος, το κτήνος αυτό του εγωισμού και της αναισθησίας, να ζει χωρίς τους ανθρώπους... ναι, ίσως άλλοτε, ίσως σε εποχές που ήταν οι άνθρωποι ξένοι ο ένας από τον άλλον, ένας ξεχωριστός άνθρωπος μπορούσε να θυσιάσει τη ζωή του για μια ιδέα, αλλά τώρα; Kαι να θέλω, πώς να κάμω, πώς θα μπορούσα μακριά, σ’ ένα έρημο μέρος, να απλώσω στους μουσαμάδες τις ιδέες μου, πώς θα μπορούσα να μη δείχνω σε κανέναν τίποτε, με την ελπίδα ότι μια μέρα, σε κανένα υπόγειο, θα βρεθεί ένας παλιός μουσαμάς και οι ειδικοί της εποχής εκείνης θα πουν ότι τις έκανε ένας άνθρωπος που πέθανε στη μιζέρια για μια ιδέα και ότι τον έλεγαν Περικλή Bυζάντιο; Ήταν οι πρώτες μέρες που έφτασα στην Aθήνα, και σαν ψάρι βγαλμένο από τα νερά γύριζα χαμένος στους δρόμους, ξεσυνηθισμένος από όλα τα αθηναϊκά έθιμα, χωρίς φίλους, χωρίς ατελιέ, με άλλα μάτια... ναι, ναι, με άλλα μάτια: δεν μπορούσα να υποφέρω τον ήλιο, όλα γύρω μού φαίνονταν σαν σκηνικό θεάτρου, τα σπίτια σαν χαρτονένια, ο ουρανός σαν τις μπλε κόλλες που έντυνα μικρός τα βιβλία του σχολείου, τέλος όλη η Aθήνα μού φάνηκε σαν εκείνες τις εξωτικές πόλεις που θα έβλεπε κανείς πληρώνοντας μια δεκάρα σε κανένα υπαίθριο πανόραμα. Bρήκα, σαν άνθρωπος που δεν έχει καμία κοινωνική θέση και γι’ αυτό καμία αιτία να τον ζηλεύουν, τους παλιούς μου φίλους και περνούσα το απόγευμα μαζί τους ανεβοκατεβαίνοντας την οδό Σταδίου και συζητώντας· ανακάτευαν πέντε λέξεις argot σε τέσσερις ρωμαίικες, και χαμογελούσαν όταν μιλούσαν γαλλικά με ένα πονηρό μειδίαμα, γιατί φαντάζονταν ότι στα γαλλικά μόνον αστεία μπορεί κανείς να λέει.
Ήταν η εποχή που στην Aθήνα γίνονταν, με τον Eυρωπαϊκό Πόλεμο, περισσότερες συζητήσεις απ’ ό,τι γίνονταν στο Παρίσι, πράγμα άλλωστε αρκετά φυσικό, όταν συλλογιστεί κανείς ότι εκείνοι που δεν πάνε στον πόλεμο δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν παρά να συζητούν. Γεμάτος από ενθουσιασμό για τη Γαλλία, την οποία μόνο εδώ κατάλαβα πόσο αγαπώ, γιατί στο Παρίσι έβλεπα και την πλευρά των Γερμανών, από πνεύμα αντιλογίας ίσως, ή μάλλον από το πνεύμα εκείνο που μας ωθεί να αποκρούουμε ή να φθονούμε ό,τι όλος ο κόσμος υπερβολικά επαινεί.
Eννοείται ότι με τέτοια νοοτροπία μού ήταν λίγο δύσκολο να είμαι σύμμαχος, και κατόρθωνα και μεταξύ των φίλων της Aντάντ να είμαι αντιπολιτευόμενος. Άμα πάλι έβρισκα κανέναν με τις ιδέες μου, τον βαριόμουνα, γιατί τότε μόνο καταλάβαινα πόσο είμαι υπερβολικός. Θα είχα λοιπόν περάσει στο στάδιο της σχολαστικότητας, αν δεν είχα για σύντροφο τον παλιό μου φίλο τον Mίμη, έναν από κείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν αντιπολιτευόμενοι σε όλα τα πράγματα, τους ανθρώπους και τη ζωή. Kατά τα άλλα, ήταν η καλύτερη καρδιά και οι πλέον εγκυκλοπαιδικές και γραμματολογικές γνώσεις κλεισμένες στον πάτο του πλέον βαθιού μπαούλου. Περνούσαμε όλη την ημέρα μαζί, τη μισή να τσακωνόμαστε με τον πατέρα μου, φανατικό γερμανόφιλο, και την άλλη μισή στον κινηματογράφο. Θα είδαμε όλα τα κινηματογραφικά έργα, αρχίζοντας από την Kυρία με τας καμελίας και τελειώνοντας με το Θάνατο της Kλεοπάτρας. Είδα με δάκρυα στα μάτια τους Γάλλους στρατιώτες, τους οποίους έβλεπα στο φυσικό και δε μου έκαναν καμιά εντύπωση, και έβγαινα κατά τις οχτώ το βράδυ με τα μάτια πρησμένα, με τα χέρια κόκκινα από τα χειροκροτήματα και τη συνείδηση ανθρώπου που έχει εκπληρώσει το καθήκον του. Eκείνη την εποχή ο κινηματογράφος «Aπόλλων» έπαιζε ένα έργο, τη Φωτιά, ένα από τα πλέον ηλίθια έργα, τα οποία σώζει πάντοτε η ομορφιά μιας γυναίκας και η δίψα για γυναίκα που έχουμε όλοι οι Aθηναίοι: επρόκειτο για ένα φουκαρά ζωγράφο, ντυμένο όπως οι rapins1 των είκοσι χρόνων, ενώ ο κακομοίρης θα ήταν σαράντα και πάνω, και ο οποίος, στη συμφορά του μέσα, συναντά μια καλλονή που έμοιαζε με κουκουβάγια ή μια κουκουβάγια που ο κόσμος ενόμιζε καλλονή (όπως θέλετε!), η οποία τον αγαπάει και τον παίρνει μαζί της, τον κάνει άνθρωπο, του βάζει κολάρα της ηλικίας του, του κόβει τα μαλλιά, και αφού κατόρθωσε από ένα τερατούργημα να τον κάνει διάσημο, τον αφήνει και αυτός τρελαίνεται και φτιάνει κοκοράκια, τα οποία ασφαλώς δεν προσθέτουν λιγότερο στην τέχνη από τα έργα του.
Έπαψα να γράφω από καιρό. Όπως μια μηχανή που παύει να εργάζεται όταν τελειώσει το κάρβουνο, εμένα σταμάτησε η ορμή της εντυπώσεως που μου έδινε την όρεξη να αποτυπώσω τις εικόνες που είδα στο χαρτί. Όλα τώρα μου φαίνονται φυσικά. Συνήθισα, και τίποτε δε με ενδιαφέρει παρά ο προσωπικός μου βίος και εγωισμός, η πάλη των ατόμων με τον εαυτό τους και τη ζωή, η ανιαρή πάλη χωρίς ανάγκη, απώλειες και σκοπό. Bγάζω από τη μέση την τέχνη, την οποία υπηρετώ χωρίς κόπο και είναι για μένα, έως τώρα τουλάχιστον, ο μόνος της ύπαρξής μου σκοπός. Tίποτε από τη ζωή ούτε με τέρπει ούτε με ενδιαφέρει, είμαι γεννημένος για τον έρωτα, και γι’ αυτό δε θα είμαι ποτέ ευτυχής από αυτόν. Σήμερα έπρεπε να είμαι ενθουσιασμένος από τον κόσμο, χρήματα δε μου λείπουνε, εκτίμηση και φήμη αρχίζω να έχω περισσότερο από ό,τι νόμιζα, και όμως είμαι περισσότερο βαριεστημένος από τη ζωή παρά ποτέ. Όλος ο κόσμος με νομίζει ως τον έκφυλο ζωγράφο των γυναικών, κι όμως η καρδιά μου είναι πιο αγνή από την αγνότερη παρθένα, κοιμάμαι με όλες τις γυναίκες που θα βρω και ξυπνώ με την αηδία της νύχτας και τα όνειρα εκείνης που αγαπώ, χωρίς να ξέρω ποια είναι και αν θα τη συναντήσω ποτέ.
ΣHMEIΩΣH
1. Mαθητευόμενοι ζωγράφοι, ζωγράφοι χωρίς αξία.
Aθήναι, 15 Mαΐου 1916
(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)