Όταν ο νους δίνει σε συλλογισμούς όχι ευχάριστους, ο ύπνος ποτέ δε μπορεί να ’ναι ήσυχος. Ούλο εφιάλτες και τινάγματα. Σ’ αυτή τη στιγμή μάλιστα, και να θες, ο νους δε μπορεί να πάει σε ευχάριστα πράματα. Φωτιές θα βλέπεις να σε τριγυρίζουν και άγριες μορφές, αραπάδες, με μάτια που στάζουν αίμα, έτοιμους να σ’ αρπάξουν με τα δόντια, να σε ξεσχίσουν ή να σε κομματιάσουν με τα μαχαίρια. Γυρίζεις από δω κι από κει, παριστάνεις τον Αθανάσιο Διάκο καθώς τον γύριζαν στο σουβλί, στυλώνεις τα μάτια και μοιάζεις σα μπαμπούλας με την ελπίδα πως θα κουραστούν τα βλέφαρα και θα κλείσουν να κοιμηθείς. Δε βαριέσαι… Κι αν κάνεις πως κλείνεις τα μάτια, θα πεταχτείς απάνω, θα κάτσεις ανακούκουρδα και θα ξύνεσαι, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που γεννοβολιόσουνα. Ένα τέτοιο πράμα έπαθα κείνο το βράδυ. Καλά που είχα και τσιγάρα. Το ’να έσβυνε, τ’ άλλο άναβα. Δεν ξέρω πόσες φορές σηκώθηκα και ξανάπεσα. Έκλεινα τα μάτια, και προσπαθούσα να δώσει ο νους στα περασμένα, μπας και με πάρει λίγο ο ύπνος. Έφευγα απ’ τη μια εικόνα της ζωής μου και πήγαινα σε άλλη, χωρίς να το καταλάβω. Ύστερα ξαναγύριζα στην πρώτη και στο τέλος, σα μωρό παιδί, καταντούσε να προσηλώνουμαι σε μια λέξη, που θαρρώ πως την έλεγα σιγά-σιγά, κι εγώ δεν ξέρω πόσην ώρα. Τι κουτό πράμα! Κάποιος απ’ το γειτονικό τάφο ξερόβηξε για να μου κινήσει ίσως την προσοχή. Δεν είχε και κείνος ύπνο, κι ήθελε κουβέντα. Κάποτε φώναξε:
– Δεν κοιμάσαι βλέπω, γείτονα.
Δεν απάντησα και κείνος επέμεινε:
– Μη στενοχωριέσαι, και το κακό είναι για ούλους μας. Ό,τι και να γίνει, μαζί θα πάμε. Έχεις κανένα τσιγάρο;
Του πέταξα ένα τσιγάρο και τον άφησα να μονολογεί. Εγώ ήμουνα δοσμένος στους δικούς μου συλλογισμούς. Στην Αθήνα έτρεχε για κείνη τη στιγμή ο νους μου. Η Λίλα, που πάντα με περίμενε με λαχτάρα, είχε πάρει τη σκέψη μου. Όταν η εφημερίδα μού πρότεινε να πάω στο μέτωπο για να παρακολουθήσω τις επιχειρήσεις, την έπιασε άλλο πράμα. Χάλασε τον κόσμο να μην πάω.
– Φοβάμαι. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Μην πας στη Σμύρνη, μου ’λεγε.
Μα η δίψα να γνωρίσω τη Σμύρνη, να παρακολουθήσω τις επιχειρήσεις, να πάω στο Μικρασιατικό μέτωπο, απ’ όπου θα ’στελνα ανταποκρίσεις και περιγραφές με τ’ όνομά μου, έκαναν να μη λυγίζει η καρδιά μου στο κλάμα της.
– Μη γίνεσαι εμπόδιο στον άνθρωπο, της έλεγε παλιός συνάδελφος. Τώρα δημιουργεί την καριέρα του και το μέτωπο θα τον αναδείξει. Δεν γίνεται καθένας πολεμικός απεσταλμένος. Μια που η εφημερίδα του τού ανάθεσε την αποστολή αυτή, άστον.
Κι έφυγα. Δυο ολόκληρα χρόνια καρτερούσε η Λίλα το γυρισμό μου. «Έλα πια, μου ’γραφε στο τελευταίο γράμμα της. Δε βαρέθηκες να βλέπεις τ’ ονομά σου κάτω από τις ανταποκρίσεις σου; Ή μη σε ξεμυάλισε καμμιά Σμυρνιά;» Μα γω, είχα δοθεί στη δημοσιογραφία, σ’ αυτή την ξελογιάστρα δουλειά, που σε κάνει να ξεχνάς και τον εαυτό σου. Μικρόβιο οξυάντοχο, που άμα μπει μέσα σου, δε βγαίνει. Ανταποκρίσεις στην αθηναϊκή εφημερίδα, κι αρχισυντάκτης στο Θάρρος της Σμύρνης. Και με πήρε το ποτάμι.
– Πρέπει να μείνουμε λίγοι δημοσιογράφοι στη Σμύρνη, έλεγε ο Παύλος Χλωμός, σοσιαλιστής, τσιράκι του Γιαννιού. Πώς θα μείνει ούλος αυτός ο κόσμος έτσι;
Και κείνος πλήρωσε από τους πρώτους την ιδεολογία του. Τον κρέμασαν και ησύχασε. Ήτανε τώρα η σειρά μου; Ίσως. Η Λίλα όμως τι να κάνει; Είχε κείνο το βράδυ σπίρτα στο δωμάτιό της; Αυτό το κορίτσι, ξεχνούσε πάντα ν’ αγοράσει σπίρτα. Το ’ξερα και φρόντιζα να της αφήνω τα δικά μου ή να της βάζω μερικά στο κουτί που ’χε στο τραπέζι της. Κι αν καμμιά φορά ξεχνούσα, μ’ έτρωγε η ιδέα: έχει η Λίλα σπίρτα;
Σ’ αυτή τη φράση στάθηκε ο νους μου και την πιπίλιζα σαν καραμέλα, λες κι ήτανε το μαγικό που θα μ’ έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση: Έχει η Λίλα σπίρτα; Το ’λεγα και το ξανάλεγα. Έφευγε πάλι ο νους μου, πήγαινε σε άλλη εικόνα και πάλι ξαναγύριζε στα σπίρτα. Ύστερα θυμόμουνα το Θησείο. Πάντα μ’ άρεσε να κάθομαι στις άκρες της Αθήνας. Μια από ρομαντισμό, και μια από υπολογισμό. Στους κεντρικούς δρόμους, τα δωμάτια είχαν είκοσι δραχμές, ενώ στις άκρες δέκα πέντε και δέκα. Κι ένα τάληρο ήτανε μεγάλος λογαριασμός τότε! Τι όμορφη τοποθεσία το Θησείο. Τα βράδια, τραβούσα την οδό Αποστόλου Παύλου προς την Ακρόπολη. Λίγες φορές ανέβηκα απάνου. Μ’ άρεσε πάντα να τη βλέπω από μακριά και ν’ αφήνω το νου μου ν’ ανεβαίνει. Ένιωθα έτσι μια ψυχική ανάταση. Γιατί να μη ξαναγυρίζουμε σε κείνη την εποχή; Τότε οι άνθρωποι ήτανε περισσότερο θεοί και οι θεοί περισσότερο άνθρωποι. Κι όμως περπατούσα, ψιθύριζα το τραγούδι της εποχής:
Έχει η Αθήνα ομορφιές
που σε μαγεύουνε,
έχει κι η Σμύρνη καλλονές
που σε τρελαίνουνε…
Τώρα όμως έχει ερείπια που καπνίζουνε. Ούτε καλλονές ούτε τραγούδια. Φωτιά, αίμα και θρήνοι. Ο άνθρωπος του γειτονικού τάφου μονολογούσε ακόμα. Πότε-πότε, άφηνε βαρύ στεναγμό και πάλι παρηγοριότανε τουρκιστί: Αλλάχ κερίμ – έχει ο Θεός. Οι άλλοι κοιμόντουσαν. Ο κυρ Γιώργης ροχάλιζε, οι γυναίκες τον είχανε πάρει βαθιά και το μωρό είχε βολευτεί μια χαρά. Τι όνειρα να ’βλεπε; Θα ’βλεπε αγγελάκια, το στήθος της μάνας του, πλούσιο και γεμάτο γάλα… και ποιος ξέρει τι άλλο. Μονάχα την κατάντια μας δεν έβλεπε. Τι ευτυχισμένο… Καθώς καθόμουνα, όμως, με το βλέμμα στυλωμένο σ’ ένα μεγαλόπρεπο τάφο κατ’ ευθείαν μπροστά μου, διακρίνω τη βαριά πλάκα ν’ ανασηκώνεται με προφύλαξη, σαν από χέρι ανθρώπου. Στην αρχή νόμισα πως γελάστηκα, μα σε λίγο η πλάκα ανασηκώθηκε για καλά κι ένας άνθρωπος μισόγυμνος πήδησε όξω.
– Παναγία μου! Βρυκόλακες! Άααα… Μια φωνή στριγγλιάρικη ακούστηκε κι ούλοι σηκωθήκανε όρθιοι. Άλλοι το βάλανε στα πόδια, κι άλλοι κοίταγαν σαστισμένοι.
– Άνθρωπος είμαι, μωρέ, φώναξε κείνος που βγήκε απ’ τον τάφο. Μην κάνετε έτσι.
Μα η γυναίκα που αγρυπνούσε, και τον είδε να βγαίνει από κει μέσα, στρίγγλιζε και σπαρταρούσε. Το νεκροταφείο έγινε ανάστατο. Όσοι ήτανε πιο μακριά, και δεν ξέρανε τι έγινε, αρχίσανε να πηδάνε κιόλας το μαντρότοιχο, νομίζοντας πως μπήκανε μέσα οι Τούρκοι. Κι ώσπου να σταματήσει το πρώτο κακό, άλλο κύμα βγήκε απ’ το οστεοφυλάκιο, τρομαγμένο, φρενιασμένο, με στριγγλιές. Κάποια γυναίκα που άκουσε τη φασαρία πρώτη κι έκανε να σηκωθεί για να ιδεί τι γίνεται όξω στους τάφους, μπλέχτηκε σ’ ένα κιβώτιο με κόκαλα. Αυτό έφτασε για να πέσουνε τ’ από πάνω κιβώτια καθώς ήτανε στοιβασμένα και να γίνει «Θε μου, φύλαγε». Νομίσανε ούλοι πως σηκωθήκανε οι νεκροκεφαλές και οι σκελετοί και τους κυνηγούσαν.
– Βρυκολακιάσανε οι πεθαμένοι!
– Δεν είναι κανένας παπάς να κάνει ξόρκι;
Έτσι είναι. Άμα σε πάρει ο τροχός από κάτου, σου αλλάζει τον αδόξαστο. Δε σ’ αφήνει να ησυχάσεις ούτε σε χλωρό κλαρί που λένε. Γυρέψαμε λίγη ησυχία και εκεί που νομίσαμε πως τη βρήκαμε, στάσου να δεις. Η κακομοίρα η γυναίκα, δεν είχε άδικο. Καθώς είδε ν’ ανοίγει ο τάφος και να βγαίνει ο άνθρωπος, νόμιζε πως είδε βρυκόλακα. Βέβαια, δεν περίμενε να ιδεί τον από μηχανής θεό που θα μας έσωνε, μα ούτε και ζωντανό άνθρωπο να βγαίνει από κει μέσα. Πού να πάει ο νους πως ο ευλογημένος θα πήγαινε να κουρνιάσει από το φόβο του κει μέσα και πως θα ’βγαινε τη νύχτα γι’ ανάγκη του και να γίνει ούλο αυτό το κακό. Κάποτε, όπως το θολωμένο νερό σιγά σιγά κατακάθεται, άρχισε να γίνεται ησυχία. Όσοι πηδήσανε το μαντρότοιχο, ξαναμπήκανε μέσα. Αν θέλανε, ας κάνανε κι αλλιώς. Μονάχα κάτι τσόκαρα που το ’χανε από γεννοφάσκι τους να κουτσομπολεύουνε, βρήκανε την ευκαιρία κι άρχισε η γλώσσα τους ροδάνι. Ένας όμως τους φώναξε:
– Πάψτε, μωρέ καρακάξες.
Και σώπασαν. Λίγο ακόμα κι ησυχάσαμε πάλι. Ο άνθρωπος-βρυκόλακας ξαναμπήκε στον τάφο του.
Βρυκόλακες!...
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)