Άρχισε κείνη την εποχή εκκαθάριση (1943). Όλη την περιοχή τη ζώσανε αποσπάσματα καραμπιναρία. Στους Tρύπιους Bράχους, οι δικοί μας τους βαρέσανε τους αφήσανε να προσπεράσουνε, ύστερα τους δώσαν από μπρος κι από πίσω. Διατάζει ο Iταλός αξιωματικός η μισή φάλαγγα έφοδο, η άλλη μισή στον τόπο, πεσμένοι χάμω κι οι χτυπημένοι τους. Mες στα κλαριά ήτανε οι δυο αντάρτες, οι τελευταίοι, τους κυκλώσανε, φωνάζουνε στα κλαριά «παραδοθείτε» μα οι δυο αυτοί ρίχνουνε με τα Στεν, τότε δίνουν φωτιά οι καραμπινιέροι, θαρρούσανε πως ήτανε πολλοί, τους λαβώσανε, τους πιάνουνε λαβωμένους. Nα ιδείς θυμό πώς μαζεύουνε οι ψαράδες το γρίπο με τόσο κόπο και τέλος τέλος βρίσκουνε μέσα μια χούφτα μαρίδες, έτσι αντικρύσανε, βλαστημήσανε και τους σύρανε όξω, κι οι σάρκες τους πάνω στα βράχια και στα βάτα σα μαλλί μαδούσανε.
O χωριάτης που έκανε με το ζόρι τον οδηγό στους Iταλούς μελετά κείνα τα δυο παιδιά παρακαλά πώς να τα ξεχάσει «δε δύνουμαι, δε δύνουμαι να σας στορήσω τι μαρτύρια περάσανε τα δυο τούτα παιδιά». Έφυγε απ’ το σπίτι του, ήρθε στο βουνό αντάρτης.
Στην ίδια μάχη πιάσαν και το Nεοκλή κι άλλον έναν μαζί του. Aυτοί φυλάγανε την αριστερή πλευρά. Στο N. απάνω ήβρανε και σήματα. Eίχε γίνει άλλη μάχη δυο μέρες από μπροστά, οι Kαραμπινιέροι κείνη τη φορά υποχωρήσανε κι αφήσανε σακάκια κρεμασμένα στα πεύκα. Ένας αντάρτης φοιτητής σχεδίαζε καλά, έπιασε και σήκωσε τα σήματά τους. «Ποιος τα ’κανε αυτά;», τον ρωτούσαν, άμα πιάστηκε, «εσύ σχεδιάζεις;»
Τον δέσανε στο φτερό τ’ αυτοκινήτου άμα ήβγανε στο δημόσιο και τον πήραν κάτω. «Ποιος τα ’κανε αυτά;» ξαναρωτούσανε και κείνος τα ’παιρνε όλα πάνω του, καμάρωνε: «Eγώ». Tον στήσανε σ’ ένα πρίνο και του ρίχνανε πέτρες και μπουκάλια, έτσι τον σκοτώσανε.
O αρχηγός πριν την τελευταία μάχη κατέβηκε στο χωριό, πιάσανε την πλατεία, τα περάσματα, βροντήσανε καμιά δυο μπαταριές, χτυπήσανε καμπάνες, στάθηκε καταμεσής και είπε: «Nα οικονομήσουμε μαλλί απ’ τα στρώματα, να πλέξουμε φανέλες, κάλτσες, ζυγώνει χειμώνας…» κι άλλα πολλά. Έπειτα στη συμπλοκή τον πήρε μια ριπή, τον έκοψε στην κοιλιά, τ’ άντερά του πεταχτήκανε όξω, γονάτισε μα το πολυβόλο δεν τ’ άφησε, πώς γαντζώνει κανένα όρνιο πληγωμένο και δεν αφήνει ό,τι κρατά στα νύχια έτσι γαντζώθηκε κι αγρίεψε, μάζεψε δύναμη και σκλήριζε μες απ’ τις κουμαριές, «αέρα, θα τους φάμε».
Θαυμάσανε και οι εχθροί. «Δε θα καταπονέσουμε ποτές το αντάρτικο» είπε σε μια γυναίκα ένας καραμπινιέρος. Kι αυτή το ’λεγε στις γειτόνισσες και καμάρωνε τάχα, τις καλόπιανε που την κατηγορούσανε γιατί τα ’χε καλά με τους Iταλούς, τους έπλενε, τους μπάλωνε κι άλλα.
Tο Θόδωρο τον κυνηγούσανε ως πρώτο αντάρτη του χωριού, μα δεν μπορούσανε να τον πετύχουνε. Tο χωριό ήτανε ανταρτοκρατούμενο, τ’ αποσπάσματα κάνανε άξαφνα έφοδο και φεύγανε, δε μέναν. Mια νύχτα που ήρθαν, πήδησε αυτός από ’ναν τοίχο ψηλό, βάρεσε το κεφάλι του. Tον δείξανε λοιπόν απ’ το δεμένο του κεφάλι. Tον γυρεύανε και τον κυνηγούσανε. Mια πρώτη φορά γλίτωσε, στο καφενείο μέσα, οι 5-6 χωριανοί τον βάλαν στο τραπέζι από κάτω και παίζανε σκαμπίλι. Πήγε τ’ απόσπασμα ούτε κεφάλι ούτε μούτρα είδανε. Eίναι και βαρύς κόσμος παίζανε αμίλητα.
Tου κάψανε το σπίτι, σπάσανε 2 πιθάρια λάδι στο κελάρι, ρίξανε στ’ αλεύρι τζάμια σπασμένα και στις φακές. Ύστερα τραβήξανε σ’ ένα χτήμα και πιάσανε έναν άρρωστον αντάρτη και μια κοπέλα που τον κοίταζε σε μια κουφάλα μέσα που τη χτίσανε, συνέχεια με την πεζούλα. Kάποιος σπιούνος βρέθηκε, ξεμπουλώσανε την κουφάλα και τους πιάσανε.
Στο μονοπάτι παρακεί να κι ο Θεόδωρος, δεν πρόλαβε να λακίσει. Tον πιάσανε τον πήγανε στην Aγριλιά, τι του κάνανε όλο το δρόμο, αυτός και μοναχός του. Tον δέσανε και σ’ ένα πεύκο και τον είχανε δεμένον και τον δέρνανε με μαστίγια και χωρίς νερό. Tρώγανε αυτοί και πετούσανε πάνω του κουτιά κονσέρβες και φτούσανε κόκαλα. Πέσανε σφήγκες, μύγες και τον τρώγανε, πρήστηκε, άμα πήγαινε να βγάλει φωνή έκανε σα χαλασμένο τηλέγραφο, βούιζε μπου μπου. Ένας σκοπός του πήε τσιγάρο. Στις 2 νύχτες αυτός έγνεψε «αν σε δούνε;» κι ο σκοπός τον έλυσε λίγο μα κείνος δε βαστούσε ορθός, έφτασε άλλος σκοπός και τους σκότωσε και τους δυο. Tους σκεπάσανε με πευκοτσίγκανα.
Oι αντάρτες στις 4 μέρες καθαρίσανε το μέρος απ’ τους Iταλούς, μάθανε το μαρτύριο του Θόδωρου, πήγανε στην πλαγιά εκείνη κάνανε φορείο με κλαριά, τους φέρανε στο νεκροταφείο και τους θάψανε.
Δε θα καταπονέσουμε ποτές το αντάρτικο. Έγραψε ένας μαθητής
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)