Πρωί. Χτυπάω την πόρτα μου για να βγω στην τουαλέτα. Το διαδρομάκι μπροστά μου γεμάτο κουβέρτες. Ένα παλικάρι αξύριστο, λερωμένο, κάθεται. Κάνει πως δε με κοιτάζει. Εγώ όμως πρόλαβα να δω τα μάτια του. Δικός μας, σκέφτομαι, αδερφός μου είναι. Στο παρακάτω διαδρομάκι μπροστά από το 19-20 βλέπω μια γυναίκα. Κοιταγόμαστε καλά καλά. «Δικιά μας;» τη ρωτάω με τα μάτια. «Δικιά μας», απαντάει. Παρακάτω στο μακρύ διάδρομο άλλοι δυο. Πλημμύρισαν τα κελιά. Πολύς κόσμος μαζί μας. Πολύς κόσμος στα χέρια τους. Γυρίζω στο κελί μου και ο φρουρός με αμπαρώνει. Σε μια στιγμή το παραθυράκι του κελιού μου ανοίγει. Βλέπω το μουτζουρωμένο πρόσωπο του παλικαριού να μου χαμογελάει. Πετάγομαι όρθια και βάζω το χέρι στο στόμα για να μη στριγγλίσω. «Κλείσε! Κλείσε!» του φωνάζω. «Κλείσε, θα σε δουν! Θα σε χτυπήσουν!» Κλείνει τρομοκρατημένος. Αυτή είναι τρελή θα λέει. Αλλά φοβήθηκα. Δεν ξέρει ότι απαγορεύεται; Αν τον έπιανε ο φρουρός; Τον φόβησα όμως και αυτόν. Τώρα δε θα ξανανοίξει. Βήχω, γκουχ, γκουχ. Άνοιξε! Γκουχ γκουχ. Άνοιξε δε θα ξαναφωνάξω! Άνοιξε να σε δω μόνο. Δεν ανοίγει. Με πήρε για τρελή. Γκουχ, γκουχ, άνοιξε. Του γρατσουνάω την πόρτα. Τίποτα.
Περνά ώρα πολλή. Κάποιο κελί χτυπάει για τουαλέτα. Τότε ανοίγει το παραθυράκι μου. Βλέπω το πρόσωπό του με το δάχτυλο στο στόμα.
– Σσσσς… Μην ξαναφωνάξεις.
Γραπώνουμαι στα κάγκελα.
– Γιατί δεν έχεις κουβέρτα; Ζήτα από το φρουρό της μεσημεριανής βάρδιας να σου δώσει. Και κλείνει.
Μένω γαντζωμένη στα κάγκελα. Την ώρα που άνοιγε ο φρουρός για την τουαλέτα θα είδε φαίνεται ότι κοιμάμαι στο τσιμέντο. Τον θαυμάζω. Ξέρει και πότε αλλάζουν οι βάρδιες! Δε θάναι καινούργιος. Είμαι ευτυχισμένη. Ακούω τα πατήματα του φρουρού κάπως μακριά. Σκύβω και βάζω το στόμα μου στη χαραματιά της πόρτας κάτω στο τσιμέντο.
– Πώς σε λένε;
– Νίκο.
– Είσαι καλά;
– Θηρίο.
Ένα τσιγάρο αναμένο πέφτει από τα ψηλά κάγκελα του κελιού. Στριμώχνουμαι στη σιδερένια πόρτα και τη χαϊδεύω. «Νίκο, Νίκο, Νίκο», ψιθυρίζω. Ο Νίκος είναι απ’ έξω και γω έχω τη συντροφιά μου. Κάνει φασαρία. Σκίζει κάτι χαρτιά, βγάζει τα παπούτσια του, δεν κάθεται μια στιγμή ήσυχος. Νάσαι καλά αγόρι μου!
Σε μια στιγμή σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι του Μίκη. Του γρατζουνάω τη πόρτα. «Σσσσσς…». Δε μ’ ακούει. «Σσσσς. Μην το λες αυτό είναι πολύ γνωστό». «Γιατί;» φωνάζει, «πιο μέσα να με πάνε δεν μπορούνε!» Και δυναμώνει το τραγούδι του. «Όταν δίνουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο…». Του τραγουδάω και γω: «Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους…». Ένα κελί πιο κάτω απαντάει: «… Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα…».
Με ανεβάζουν για ανακρίσεις σχεδόν κάθε νύχτα. Αργά. Όταν με βγάζουν από το κελί μου ξυπνάω το Νίκο που ροχαλίζει για να περάσω. Ο Νίκος με περιμένει πάντα να γυρίσω.
– Σε χτύπησαν; με ρωτάει.
– Όχι
– Μίλησες;
– Όχι
– Μπράβο. Κράτα γερά! Και σε δυο λεπτά ακούω το ροχαλητό του.
«Ντουκ ντουκ», μου χτυπάει το 17. «Ντουκ», του απαντάω.
[Δικός μας, σκέφτομαι, αδερφός μου είναι ]
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)