Κοιμόμουν πλάτη-πλάτη με τον επιμελητή της Μεραρχίας, τον Θύμιο Κατσόγιαννο από τον Κλειτσό Ευρυτανίας. Πρώτη φορά στην τρίχρονη αντάρτικη ζωή μου μ’ άρπαξε ένας εγκληματικός ύπνος. Πρώτη φορά! Ξύπνησα και τινάχτηκα όρθιος μ’ ένα ασυνήθιστο άγχος ενοχής. Τριγύρω μου ερημιά. Σάστισα! Κανένας ίσκιος ανθρώπινος, ξαπλωτός ή όρθιος. Ερημιά! Μήπως τώρα κίνησαν για την πορεία προς Κρίκελο και θα τους προλάβω; Τρέχω στο άγνωστο, μήπως ακούσω θόρυβο από πατήματα. Τίποτα! Ελέγχω το χώρο με προσοχή γύρω, μήπως φανεί κανένας ίσκιος, που τρέχει να προλάβει τη σύνταξη. Τίποτα! Δεν κάνω λάθος λοιπόν. Η Μεραρχία κινήθηκε, σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν τη νύχτα. Επειδή δεν επιτρέπεται να φωνάξω, ότι ο στρατός είναι κοντά, έτρεξα προς το χώρο που στρατοπέδεψε ο λόχος του λοχαγού μας συν. Βλαχογιώργου. Τίποτε. Μόνο φτέρες τσαλακωμένες. Όλοι ειδοποιήθηκαν εκτός από μένα, και με απροσεξία του Κατσόγιαννου. Με πήρε κρυφό παράπονο. Άλλες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ένα σιωπηρό προσκλητήριο.
Τώρα, θα δεχτώ γυμνή την αλήθεια, όσο τραγική κι αν είναι για μένα. Βρίσκομαι «επί ξυρού ακμής».1
Στη ζωή μου αυτή η συγκυρία υπήρξε μοιραία. Είμαι ΚΟΜΜΕΝΟΣ. Αυτή η αιμορραγία του «κοψίματος» ανταρτών στις νυχτερινές πορείες, που έδερνε τον τελευταίο καιρό τα τμήματα της Ρούμελης, στάθηκε σοβαρή αιτία να μειωθεί η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού: να συλλαμβάνονται αυτοί που «κόβονταν» και να κακοποιούνται, να εκτελούνται, αρκεί να κατέδιδαν συναγωνιστές τους ή ό,τι γνώριζαν σχετικά με αποκρύψεις, καταφύγια, λούφες, που δεν γνώριζε ακόμα ο στρατός. Επικίνδυνες λοιπόν και θλιβερές ήταν οι συνέπειες που δημιουργούσε το «κόψιμο» κάποιων, που η αντοχή τους είχε εξαντληθεί. Από τις τραγικές περιπτώσεις ήταν η κατάδοση λούφας τραυματιών. Τότε η ανθρώπινη κτηνωδία και η αγριότητα έβγαινε έξω από τα σύνορα του ανθρώπινου λογισμού.
Ενώπιος ενωπίω! Πρέπει να πάρω τις αποφάσεις μου, χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό. Και ο πρώτος στόχος που παίρνει σειρά είναι να καθορίσω το δικό μου δρομολόγιο προς Κρίκελο-Ναυπακτία, όπως ήταν η νυχτερινή μας απόφαση. Θα χαράξω δικό μου δρομολόγιο, υποχρεωτικά προς την κατεύθυνση αυτή περνώντας από πυκνή εχθρική διάταξη. Η δική μου τρίχρονη πείρα είναι αρκετή, αν και το εγχείρημα είναι δύσκολο, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων. Αρχίζει η εφαρμογή των μεγάλων σχεδίων του Τσακαλώτου και των αμερικάνων στρατηγών για τη βήμα προς βήμα εκκαθάριση του χώρου της Ρούμελης από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πληροφορίες μου είναι θετικές. Όλη η κορυφογραμμή της Οξυάς, Σαράνταινας, Κούκου, Κοκκάλια, Ράχες Βελουχιού, όπου η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου, κατέχεται από σοβαρές δυνάμεις στρατού. Όμως η αντάρτικη πείρα μάς δίδαξε ότι παντού μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος. Κάποια πορτούλα θα ξεχαστεί ανοιχτή, τώρα μάλιστα που για το στρατό είναι ευνοϊκή η κατάσταση.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η βουνίσια σιωπή πνίγει κάθε ανθρώπινο ήχο. Μόνο κανένα νυχτοπούλι πετά απότομα, με θόρυβο, σαν να θέλει να με φοβίσει. Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες άρχισαν να υποχωρούν, όταν μια νότα αισιοδοξίας χτυπά τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που επλήρωσε την ψυχή με διάθεση για αγώνα.
Κι ενώ όλα τα σημάδια έδειχναν πως θα νικήσω τις δυσκολίες, ξαφνικά με κυριεύει μια απαράδεκτη σκέψη: να πάω προς το Νεχώρι Τυμφρηστού. Είναι το χωριό που γεννήθηκα, που γνώριζα όλα τα δρομολόγια και σε τρεις ώρες πορείας θα έφτανα, αν ξεκινούσα. Σίγουρα θα έβρισκα τους χωριανούς μου Καπαπίτες.2 Αλλά τότε ποιο ηθικό κύρος θα μου απόμενε, αν ο Διαμαντής, που τόσο μ’ αγαπούσε, μάθαινε αυτή μου την ενέργεια; Στον Δημοκρατικό Στρατό το νόημα της θυσίας είχε ποτίσει βαθιά τους μαχητές και τις μαχήτριες, και δεν υπήρχαν δικαιολογίες.
Όμως, στη ζωή πολλές φορές τα πράγματα δεν συμβαδίζουν με το «δέον γενέσθαι». Οι πιθανότητες που έζησα στην αντάρτικη θητεία μου αποχτούσαν κυρίαρχη παρουσία. Παρενέβαιναν αστάθμητοι παράγοντες, πέρα από το δικό μας σχεδιασμό και άλλαζαν την κατάσταση. Το δρομολόγιο της Μεραρχίας έπασχε από τη ρευστότητα και την κίνηση των εχθρικών δυνάμεων. Αν π.χ. το τμήμα της Μεραρχίας ακολουθούσε το α´ δρομολόγιο, που πριν λίγα λεπτά της ώρας το είχε καταλάβει ο στρατός, η Μεραρχία ήταν υποχρεωμένη ν’ αλλάξει δρομολόγιο. Αυτό συνέβηκε και με τη Μεραρχία μας. Δεν μπόρεσε να περάσει προς Κρίκελο, λόγω της πυκνής διάταξης του στρατού. Άλλαξε η απόφαση και η Μεραρχία τράβηξε προς το Νεχώρι, το χωριό μου.
Τις πρωινές ώρες της 7ης ή 8ης Ιουνίου 1949, η Μεραρχία έφτασε στο χωριό. Τώρα, αφού η απουσία μου –ίσως– διαπιστώθηκε, ο Διαμαντής ακόμα πιστεύει ότι θα βρίσκομαι στο χωριό. Και ακολούθησε η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιαξίρης, αξιωματικός Κ.Π.:3
«Πρωί-πρωί της 7ης ή 8ης Ιουνίου, ο Διαμαντής με ανακάλυψε και με κάλεσε να πάω στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται αντίκρυ στο χωριό. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν ο Βασίλης είναι εδώ στο χωριό. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, ο στρατηγός, διοικητής της Επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ, στενοχωρήθηκε πολύ. Παρέμεινε για λίγο στο χωριό, μήπως ακολούθησες κι εσύ το ίδιο δρομολόγιο, για να συναντηθείτε».
Ένιωσα απέραντη ικανοποίηση, γιατί απέκρουσα τον τόσο ελκυστικό πειρασμό, να πάω στο χωριό μου. Αν το έκανα αυτό, θα ήταν προδοσία, μέσα στο τραγικό σκηνικό που κινούνταν η Μεραρχία. Και ιδιαίτερα στο ιερό πρόσωπο της ιστορικής φυσιογνωμίας του Διαμαντή, που γνώριζα τη μεγάλη ευαισθησία του.
Βρίσκομαι λοιπόν «ενώπιος ενωπίω», αντιμέτωπος με δασωμένες πλαγιές και γυμνές κορυφογραμμές, και ακόμα μου φαίνεται πως ακούω τις φωνές των ημιονηγών που μάζευαν τα μουλάρια για τους όρχους τους ενώ οι φαντάροι βάδιζαν για τα αντίσκηνά τους. Και παρουσιάζω το σχέδιό μου, που είναι απλό και επικίνδυνο, γιατί δεν έχω πληροφορίες, γιατί δεν θα το ελέγξει κανένας ανώτερος, γιατί είναι δικό μου, και ας βοηθήσει, αν θέλει, και κάποια ευχή της μάνας μου, που σέρνεται στις παράγκες της Λαμίας, κοντά στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
Το σχέδιο είναι απλό κι εύκολο. Παρακάτω θα εκθέσω τις σκέψεις μου χονδρικά, χωρίς να προσθέσω τις άγνωστες εδαφικές δυσκολίες που θα συναντήσω και που αυτές θα ρυθμίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία του.
Θα κατέβω στο έρημο χωριό Πουγκάκια Φθιώτιδας. Μετά θα πάρω την ατέλειωτη ανηφοριά για να φτάσω στην οροσειρά της Οξυάς. Εκεί πρέπει να εξασφαλίσω το πέρασμα, περνώντας μέσα από την εχθρική διάταξη, για να πέσω στην περιοχή Κρικέλου, όπου σύμφωνα με την απόφαση, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συναντήσω τη Μεραρχία. Η επιχείρηση αυτή, όσο εύκολη φαίνεται στο χαρτί, τόσο δύσκολη θα γίνει στην πραγματικότητα, γιατί η κακή μας μοίρα ήταν πάντοτε κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες, που ρυθμίζουν το βαθμό της επιτυχίας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα για να βγω από την κατάμαυρη ομπρέλα του πυκνού ελατόδασους της Πολιάνας και προσανατολίστηκα, περισσότερο νοητά, από ένα δικό μου χάρτη που είχα συντάξει με τη σκέψη μου και από κάποια γνώση της πραγματικότητας, προς την κορυφογραμμή της Οξυάς. Εάν περάσω χωρίς πρόβλημα το ακατοίκητο χωριό Πουγκάκια, θα μπω στην ατέλειωτη πλαγιά που σμίγει με την κορυφογραμμή όπου κινούνται τα εχθρικά τμήματα. Από κοντινό σημείο, θα παρατηρώ την κίνηση του στρατού, κι όταν ζώα και φαντάροι αποτραβηχτούν, εγώ θα καβαλήσω τρέχοντας την κορυφογραμμή, και θα βαδίσω προς τα Κρικελιώτικα Καλύβια, τα Παναρέικα. Κι όταν φέξει, θα κινηθώ αμέσως, μήπως ανακαλύψω ίχνη διάβασης της Μεραρχίας. Από τη θέση που βρίσκομαι, αν σύρω μια νοητή ευθεία, θα πέσει πάνω στο χωριό Πουγκάκια. Το χωριό ήταν βασιλικότερο του βασιλέως και είναι εκπατρισμένο, όπως όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Ρούμελης.
Και μέσα στους θρόμβους του σκοταδιού μού φάνηκε πως δύο μικρές χάντρες φωτιάς γυάλιζαν σ’ ένα βάθος απροσδιόριστο. Με ξάφνιασε στην αρχή το φαινόμενο. Το θεώρησα οφθαλμαπάτη, έργο βρυκολάκων, που προσπαθούνε να πιάσουν στα δίχτυα τους αφελείς αγωνιστές.
Κοιτάζω με ένταση και πάλι σπινθίριζαν δύο φωτεινά ματάκια, σ’ ένα αμέτρητο βάθος. Είναι άσκημο το νέο και με βάζει σε βαριές σκέψεις. Η αντάρτικη ταχτική αποκλείει τις φωτιές, όταν βρίσκεσαι σε περίοδο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ποτέ ο αντάρτης δεν ανάβει φωτιά, όταν γνωρίζει ότι υπάρχει πλησίον του παρουσία στρατού. Όμως, πρέπει να βαδίσω προς τις φωτιές, που μπορεί να είναι μέσα στο χωριό από τμήμα στρατού που λοξοδρόμησε ή τμήμα ανταρτών τραυματιών ή και «κομμένων» από το τμήμα τους.
Βγαίνοντας από την παρυφή του δάσους, έπεσα σ’ ένα γκρεμό, γεμάτο σχιστόλιθους και βάτους. Μπλεγμένος στα σκληρά αρπάγια τους, κλωτσώ συνέχεια για ν’ απαλλαγώ από τα μυτερά τους αγκάθια. Οι τρύπιες μου αρβύλες δίνουν σκληρή μάχη ν’ απαλλαγούν από τους σκληρούς βραχίονες της βατιάς και να διατηρηθούν στη ζωή. Μ’ έχει πιάσει απελπισία, όσο το δάσος των βάτων δεν τελειώνει, ενώ οι πολύτιμες αρβύλες μου θα τελειώσουν. Όμως βαδίζω, μήπως αργότερα δεν θα έχω χρόνο να εφαρμοστεί το πρόγραμμα για συνάντηση με τη Μεραρχία. Πέρασε πάνω από μια ώρα πάλης, ώσπου ν’ απαγκιστρωθώ από το λυσσασμένο βατώνα. Ευτυχώς οι αρβύλες μου βγήκαν πληγωμένες, αλλά ακόμα ικανές να προσφέρουν την κίνηση που εγώ έχω ανάγκη. Ακόμα ήταν νύχτα, όταν έφτασα στη ρίζα της τεράστιας πλαγιάς στην άκρη του χωριού. Πέρασα ένα ξηροπόταμο. Τα μεγάλα, σιδερόχρωμα, ολοστρόγγυλα λιθάρια μού φάνηκαν σαν κατάλοιπα σκελετού γιγαντιαίου δεινόσαυρου.
Πλησιάζω με προσοχή. Πότε κρύβομαι πίσω από κορμούς δέντρων και προσπαθώ να συλλάβω κανένα ήχο, πότε σε κάποια αχυρώνα, που ο ίσκιος της είναι ευεργετικός και με βοηθάει στην αναπνοή μου, που βρίσκεται σε ένταση. Όμως, όλο πλησιάζω. Σε λίγο πρέπει να μάθω το μυστικό για τις φωτιές ή θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς της ζωής μου. Με χίλιες προφυλάξεις, βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο, έφτασα στα εγκαταλειμμένα περιβόλια. Κάθομαι λίγο για να συλλάβω κάποιον ήχο. Σκέφτομαι ότι αν ήταν στρατιωτικό τμήμα θα είχε βάλει σκοπούς από τη μεριά της εισόδου στο χωριό. Και πλησιάζω, μα ο κίνδυνος της αναγνώρισης της σκιάς μου μπορεί να καταστρέψει όλο το σχέδιο της επιχείρησης. Θα άρχιζε το τουφεκίδι, το κυνηγητό, και το αποτέλεσμα θα ήταν μοιραίο.
Γι’ αυτό άλλαξα τον τρόπο της πορείας μου. Έπεσα κάτω, κι άρχισα να σέρνομαι, ανάμεσα από τις ξύλινες φράχτες. Κάθε λίγο στέκομαι, για να πιάσω κανένα ήχο από ανθρώπινη φωνή. Τίποτα! Μόνο τον χτύπο της καρδιάς μου ακούω. Συνεχίζω την αναγνώριση. Σιγά-σιγά φτάνουν στ’ αυτιά μου οι πρώτοι θόρυβοι. Εγώ προσπαθώ μήπως ακούσω γυναικεία φωνή ή κάποιο θηλυκό όνομα. Τότε μόνο θα είμαι σίγουρος ότι είναι τμήμα αντάρτικο. Αρχίζω να αισιοδοξώ. Η νύχτα αρχίζει ν’ αποσύρεται και οι σκιές να διαγράφονται πιο καθαρά.
Όσο πλησιάζω, οι φωνές όλο και δυναμώνουν, κι εγώ βρίσκομαι πλησίον στις φωτιές. Βουίζουν τ’ αυτιά μου από την αγωνία και την κούραση. Και νά, η μεγάλη είδηση! Τώρα ξεχώρισα γέλια από φωνές γυναικών. Τώρα είμαι σίγουρος. Εδώ είναι τμήμα ή ξεκομμένοι αντάρτες, που αγνοούνε τους νόμους του πολέμου. Σηκώθηκα όρθιος. Με προσοχή να μην τους αιφνιδιάσω, τους πλησίασα και στάθηκα πίσω από ένα φραγμένο χώρο. Απ’ τη θέση αυτή αντίκρυσα μια πλακόστρωτη αυλή, μεγάλη σαν πλατεία, που ήταν κυκλωμένη από σπίτια. Πολλοί αντάρτες κι αντάρτισσες πηγαινοέρχονται, αδιάφοροι ότι βρίσκονται μέσα σε σιδερένιο πλέγμα στρατού και χιλιάδων όπλων.
Σε λίγο η ανατολή, δειλά, έστειλε το μήνυμα ότι ο ήλιος θα φωτίσει τον κόσμο. Τον κόσμο! Αυτόν που καταδυναστεύεται από μια χούφτα μεγιστάνων της οικονομίας και της πολιτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. επί ξυρού ακμής: Παροιμιακή έκφραση των αρχαίων Ελλήνων. Λέγεται για κάτι που βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή, δηλαδή για ζωή ή για θάνατο. Η έκφραση έχει την αρχή της στα ορειχάλκινα μηνοειδή ξυράφια, πάνω στη λεπτότατη ακμή των οποίων τίποτε δεν μπορεί να ισορροπήσει, αλλά αμέσως πέφτει σε μία από τις δύο πλευρές. Πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα, Κ 173-174: «νυν γαρ δη πάντεσσιν επί ξυρού ίσταται ακμής / ή μάλα λυγρός όλεθρος Αχαιοίς ηέ βιώναι».
2. Καπαπίτες: οι άντρες των Κέντρων Πληροφοριών, μικρών ομάδων του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα μετόπισθεν του κυβερνητικού Στρατού, συλλέγοντας πληροφορίες, συνδέοντας αποκομμένα τμήματα, αποκρύπτοντας τρόφιμα και όπλα.
3. Κ.Π.: Κέντρα Πληροφοριών. Βλ. σημ. 2.
Δύσκολες ώρες
(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009)