Στο γυμνάσιο επέρασα χρυσή ζωή. Η μητέρα μου, με χαρτζηλίκωνε πλουσιοπάροχα. Ο άντρας της ήταν πολύ πλούσιος. Μου ικανοποιούσε όλες μου τις ιδιοτροπίες. Είχα συνδεθεί με αδελφική φιλία με τον Νίκο Αμηρά. Τώρα είναι δικηγόρος και πληρεξούσιος των προσφύγων. Μαζί περάσαμε τη μαθητική μας ζωή. Είμεθα στον χαρακτήρα οι δυο αντίθετοι πόλοι. Αυτός σοβαρός, μετρημένος, λίγο ποζέ, λίγο φαντασμένος, εγώ απλός, αφελής, καταδεχτικός, ανοιχτοχέρης σπάταλος, μουρλός. Όλες τις ιδιότητες του Μποέμ και μέσα σ’ όλα και ερωτόληπτος μέχρι αηδίας.
– Δος μου δυο ναπολεόνια.
– Τι τα θέλεις;
– Θ’ αγοράσω ένα δωράκι στη Λευκή.
– Μα χτες πήρες ένα για τη Μαρία.
– Ναι, μα τα ’φτιαξα σήμερα τ’ απόγευμα και με τη Λευκή. Περνούσα μπρος απ’ την πόρτα της και μου ’ριξε ένα άνθος.
– Και την ερωτεύθηκες αμέσως; Coup de foudre;
– Εκείνη με προκάλεσε, σου ορκίζομαι.
– Μα πες μου, στο θεό σου, τις αγαπάς όλες μαζί;
– Δεν ξέρω, όταν είμαι κοντά στην κάθε μια, νοιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, εκείνη τη στιγμή είμαι ειλικρινής. Την αγαπώ αληθινά, θα έδινα και τη ζωή μου αν μου τη ζητούσε, και όμως όταν πάω παρακάτω νοιώθω το ίδιο και για την άλλη.
Ο φίλος μου ξεκαρδιζότανε στα γέλια.
– Α στο διάολο, δε θα βάλεις γνώση βρε «Μητσέα»;
Έτσι συνήθιζε να με ονομάζει.
Και πώς μπορούσα να μην είμαι έτσι ευμετάβλητος στη ζωή; Δεν έπρεπε να γυμνάζομαι από τότε σ’ όλους αυτούς τους ερωτικούς μου ρόλους; Και παίζοντας πολλές φορές στη σκηνή ένα ρόλο ερωτικό, δεν αυτοπαθαινόμουνα τόσο ώστε στο τέλος να πιστεύω πως ήμουν ερωτευμένος με το πρόσωπο που υπεκρίνετο η Μαρίκα;
Αυτή είναι η ψυχολογική θαρρώ αιτία που στο κάθε έργο μέσα με την πρώτη ανάγνωσή του, έβλεπα τον εαυτό μου, όχι σ’ ένα μόνο ρόλο αλλά σ’ όλους τους ρόλους του έργου. Κι έφθανα πολλές φορές να πιστέψω ακλόνητα, ότι ο κάθε ένας απ’ όλους αυτούς που παρίστανα ήμουν εγώ ο ίδιος. Κι αν δεν ετόλμησα να πατήσω στο σκαλοπάτι της αρχαίας μας τραγωδίας, αφορμή σ’ αυτό ήταν το μικρό μου ανάστημα που το ’χα καημό από μικρό παιδί.
Ένα απόγευμα εκρατούσα συντροφιά στη γυναίκα μου τη Χρυσούλα που ήταν αδιάθετη. Εκαθόμουν δίπλα της και διάβαζα μια εφημερίδα. Άξαφνα πετώ την εφημερίδα και ξεφωνίζω καταγανακτισμένος σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό:
– Να πάρει ο διάβολος, θα πεθάνω κοντός…
Έκανα τη ζωή μου τέχνη και την τέχνη μου ζωή.
Το λάτρευσα το θέατρο μα και το μίσησα συγχρόνως. Αγάπη και μίσος… μήπως αυτά τα δύο αισθήματα δεν πάνε στη ζωή σφιχταγκαλιασμένα; Αχώριστα;
Στο πρόχειρο ημερολόγιό μου εσημείωσα: «Ας πάμε πάλι απόψε να γυρίσωμε το μαγκανοπήγαδο, εμείς τα ψωράλογα με δεμένα τα μάτια».
Όσο προχωρούσα στην εφηβική ηλικία τόσο εκδηλωνότανε η ανησυχία μου.
Άλλαζα κάθε τόσο σχολείο. Έφυγα απ’ το γυμνάσιο για να πάω στην Εμπορική σχολή του Μπάξερ και ένα έτος μετά επήγα στη σχολή των Μυκιταριστών με απόφαση να πάρω το απολυτήριόν μου.
Από κει και έπειτα να σπουδάσω με τον φίλο μου Ν. Αμηρά δικηγόρος στο Aix-en-Provence.
Αυτή ήταν η τελευταία μου και οριστική απόφασις. Μα κάτι μου ’λεγε μέσα μου πως δεν θα γίνει ούτε αυτό. Και το προαίσθημά μου δεν άργησε να επαληθεύσει.
Το πρώτο μικροεπεισόδιο που ’φερα για πρόφαση στον φίλο μου, ήταν το ζήτημα του απολυτηρίου μου. Ήταν η τελευταία ημέρα των εξετάσεων και είχαμε για θέμα: «Τί θα κάνωμε στην κοινωνική μας ζωή».
Καθένας έγραψε αυτό που λογάριαζε να γίνει. Άλλος τούτο, άλλος εκείνο. Και η έκθεσις η δική μου;… ποτέ δεν εγράφτηκε απαισιοδοξώτερο πράγμα. Τόσο, που ο καθηγητής μού εξέφρασε την κατάπληξή του.
Θυμάμαι περίπου μερικά απ’ αυτά που είχα γράψει:
– Τι κρίμα, τελειώνουν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μας… Αυτά που δεν μας δίνουν καμιά σκοτούρα, καμιά έγνοια… για να πάμε πού; Να δημιουργήσουμε τι; Δεν ξέρω… δεν ξέρω… δεν βλέπω ένα δρόμο… δεν βλέπω παρά άπειρα μονοπάτια… ποιο απ’ όλα να πάρω; Πού θα με βγάλει το ένα απ’ αυτά; Δεν ξέρω… διστάζω… Θεέ μου διστάζω, ναι.
Την στιγμή που μας δόθηκε η έκθεσις ήμουν μελαγχολικός. Ένοιωθα τα δάκρυα στα μάτια μου έτοιμα να τρέξουν. Μα δεν προφθάσαμε να παραδόσουμε τα γραπτά μας και να μας πει ο καθηγητής:
– Κύριοι πηγαίνετε, και να ’ρθήτε την τάδε ημέρα να σας γνωστοποιήσουμε τ’ αποτελέσματα· και ευθύς την ίδια στιγμή μελαγχολία, απαισιοδοξία, ανησυχία έκαναν φτερά. Δίνω έναν σάλτο, βρίσκομαι όρθιος επάνω σ’ ένα θρανίο και αρχίζω να πηδώ από θρανίο σε θρανίο αλαλάζοντας και αναστατώνοντας την τάξη. Ο καθηγητής απ’ την έδρα τα ’χασε και ενόμιζε ότι ετρελλάθηκα. Φτάνοντας στο μεσαίο θρανίο τρακάρει το κεφάλι μου με τη μεσαία λάμπα της τάξεως, και έρχεται κάτω και γλόμπος και λάμπα, λούζομαι ολόκληρος με το πετρέλαιο. Ο καθηγητής, ο οποίος είχε συνέλθει από την τρομάρα του και με φοβόντανε λιγάκι από κάποιο άλλο κάζο που λίγο έλειψε να του κλείσω την τάξη, μου είπε με σφιγμένα δόντια από κακία: Είμαι ευχαριστημένος για την ψυχρολουσία, και ακόμα πιο ευχαριστημένος που θα πληρώσετε τη ζημία. Του έβγαλα τη γλώσσα κοροϊδευτικά και του είπα.
– Α! μπα, δεν το πιστεύω.
– Θα το ιδούμε, μου απήντησε ενώ έτρεμε από τον θυμό του. Και εκράτησε το λόγο του. Επήγαμε την ορισμένην μέρα να πάρουμε το απολυτήριό μας. Ήρθε και η σειρά μου.
– Θα πληρώσετε, μου λέγει ψυχρά ψυχρά ο Frère 12 φράγκα για την επικύρωση, τόσα για κάτι άλλα μικροέξοδα και 25 φράγκα για τη λάμπα.
Όταν έφθασε στη λάμπα αγρίεψα.
– Αυτά σας είπα δεν τα πληρώνω, βάλτε τα στο λογαριασμό της αταξίας και βαθμολογήστε τη μερίδα της κακής διαγωγής.
– Θα τα πληρώσετε, αλλιώς δεν θα πάρετε το απολυτήριό σας.
Έγινα έξω φρενών. Ούτε το θέλω, του είπα αφρίζοντας απ’ τη λύσσα μου, σας ομολογώ ότι δεν το χρειάζομαι και δεν μου χρησιμεύει σε τίποτε… Πήρα το καπέλο, κτύπησα με πάταγο την πόρτα πίσω μου κι έφυγα.
Έξι ή επτά χρόνια μετά, όταν για πρώτη φορά επήγε η «Νέα Σκηνή» στη Σμύρνη, τον συναντώ εις την προκυμαία. Ήταν μαζί μου και ο Χρηστομάνος. Ο διάλογος αυτός έγινε μπροστά μου. Επλησίασα τον λειτουργόν αυτόν του Θεού με το φιλομειδέστερο μειδίαμα και του είπα.
– Πιστεύω να σας πέρασε το πείσμα, θα θελήσετε να μου δώσετε τώρα το απολυτήριό μου.
– Αφού μου πληρώσετε, μου απαντά, τα 25 φράγκα.
– Αυτά θα σας τα πληρώσει ο Πανάγαθος Θεός εις τον άλλον κόσμον.
– Όχι, θα μου τα πληρώσετε σεις εις τον επίγειον και θα παρακαλέσω τον Ύψιστον εις τον άλλον κόσμον να συγχωρήσει την αταξία σας.
Ε, μ’ έπιασαν πάλι τα δαιμόνια.
– Αυτό το παλιόχαρτο, του λέω, δεν το θέλω ούτε για χαρτί που ξέρετε.
– Α! μην υποβιβάζετε τόσο τον εαυτό σας, μου απαντά δηκτικώτατα.
– Όχι δεν βάζω τον εαυτό μου εκεί που λέτε, βάζω την υπογραφή σας κύριε. Και φεύγω έξω φρενών ενώ ο Χρηστομάνος ξωπίσω μου είχε μαυρίσει απ’ τα γέλια.
Έπαιζε πολλές φορές η πεταλούδα με τη φωτιά ώσπου κάηκαν τα φτερά της. Αυτή τη φορά επιάστηκα τόσο δυνατά στα βρόχια του έρωτα, ώστε να μη μ’ ενδιαφέρει διόλου το μέλλον μου και η αποκατάστασή μου.
Την έλεγαν Ελένη. Ήταν όμως αληθινά ωραία Ελένη.
Αγαπηθήκαμε με την τρέλλα των δεκαοκτώ μας χρόνων. Με τις αιώνιες υποσχέσεις να μη χωριστούμε ποτέ, ν’ αγαπιώμαστε μέχρι θανάτου να ενωθούμε για πάντα κι όλα αυτά που επαναλαμβάνονται στερεότυπα απ’ όλους τους ερωτευμένους.
Ο έρωτας αυτός έφθασε μέχρι του σημείου να προκαλέσει σκάνδαλο, ν’ αναμιχθεί και ο Άγγλος Πρόξενος για να ζητήσει από τον πατέρα μου την απομάκρυνσίν μου.
Επηκολούθησαν σκηναί δραματικώταται, απειλές και τα παρόμοια.
Είχε κηρυχθεί ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Ήταν μεγάλη εβδομάδα του Πάσχα. Περνούσαμε τότε υπό τον τουρκικό ζυγό μέρες τρομακτικής αγωνίας. Είχα ένα βράδυ ένα μικροεπεισόδιο με την αστυνομία που λίγο έλειψε να μου στοιχίσει πολύ ακριβά.
Εγύριζα απ’ το βραδυνό μου κόρτε και είχαμε χωριστεί πλημμυρισμένοι από αγάπη και υποσχέσεις μελλοντικές και οι δύο. Εσιγανομουρμούριζα το τραγουδάκι: «Πες μου φεγγάρι μου λαμπρό», όταν στο στρίψιμο ενός δρόμου, έρχομαι φάτσα με μια πολιτοφυλακή.
– Τι τραγουδάς μωρέ, μου λέγει αγριεμένος ο επικεφαλής της πολίτσιας Τουρκοκρητικός.
Απήντησα με την ψυχή στο στόμα
– Δεν τραγουδώ…
– Άει-σιχ… κερατά μου απαντά σηκώνοντας συγχρόνως το μαστίγιο.
Δεν έκανα ποτέ στη ζωή μου τον παλληκαρά, αλλά ένα μόνο μπορούσε να με κάνει να τρελλαθώ, η ιδέα πως μπορούσε να πέσει χέρι επάνω μου. Αν το μαστίγιο έπεφτε επάνω μου δεν ξέρω, μά το Θεό, αν δεν θα ορμούσα επάνω του με τον ίδιο υστερικό τρόπο που γράπωσα την Eγγλέζα δασκάλα μου και της έσχισα τη μαύρη τουαλέττα.
Ευτυχώς για μένα δεν το ’κανε.
[Εφηβικά χρόνια]
(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)