Δρασκελίζουμε τις τελευταίες πιθαμές ελληνικής γης…
Λίγο ακόμα και φτάνουμε στον αντικρινό αυχένα. Θα χρειαστεί να σκαρφαλώσουμε στα κοντινά εκείνα βράχια. Πίσω και κάτω απ’ αυτά βρίσκεται, φιλική, μα όπως να το κάνεις, ξένη γη.
Η βιασύνη να περάσουμε τα σύνορα όσο γίνεται περισσότεροι αντάρτες σε λιγότερο χρόνο και μέσα από στενές διαβάσεις· το απειλητικό πέταμα του αεροπλάνου· οι κανονιές που σκάζαν όλο και σιμότερα· η κόπωση· η αδιάκοπη προτροπή των διοικητών με το «γρήγορα-γρήγορα» δεν αφήνουν περιθώρια να σκεφτείς τίποτα. Ούτε την κρισιμότητα της στιγμής. Ούτε να στρέψεις, μια στιγμή, το κεφάλι προς τα πίσω κι αγναντεύοντας τις ελληνικές βουνοκορφές ν’ απευθύνεις ένα «γεια σου» στην πατρίδα, που εγκαταλείπεις και δεν ξέρεις αν θα την ξαναδείς, να στείλεις ένα χαιρετισμό, σε συναγωνιστές, ένα φιλί στους γονιούς, στ’ αδέρφια, στους φίλους.
Εγκαταλείπουμε την πατρίδα
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)