T’ Aπομνημονεύματα ταύτα γράφω ουχί ως έχων άξιόν τι λόγου δι’ άλλους ν’ αφηγηθώ, αλλ’ ως ευρίσκων ηδονήν εις την ανάκλησιν ταύτην του παρελθόντος βίου εν τω κατόπτρω της μνήμης.
Πολλάκις ο οδοιπόρος αφ’ ου ώρας μακράς βαδίση, όρη αναβή και ανοδίας διέλθη, κάθηται, πριν αφιχθή εις το τέρμα, κεκμηκώς εις του κρημνού το χείλος, και αναμετρά διά του βλέμματος την οδόν ην ουδέποτε αύθις θέλει διαβή, τους βράχους ους ανερριχήθη, τας αβύσσους αίτινες υπό τους πόδας του έχαινον, τας κοιλάδας εις ας ανεπαύθη, και τας ακάνθας εις ας αφήκε του χιτώνος του ράκη.
Eις το σημείον τούτο της οδοιπορίας μου έφθασα και εγώ. Tην αυγήν, ότε ανήχθην, ζωής μοι προσέπνεεν αύρα, το παν πέριξ μοι προσεμειδία, οι αστέρες εφαίνοντο λέγοντές μοι εις τον ουρανόν, οι ρύακες εις τας πεδιάδας, αι αηδόνες εις τους θάλλοντας κλάδους, αι αγαπώσαι καρδίαι περί εμέ, «απόλαυε των καλών του κόσμου· ιδέ, διά σε επλάσθη!» και φαιδρός ερριπτόμην εις την ανθόσπαρτον οδόν μη ερωτών πού φέρει, μη νομίζων επάναγκες να φέρη που.
Aλλά καθ’ όσον προέβαινον, ήρχισα εννοών ότι δεν ήσαν τα πάντα χαρά και απόλαυσις, και απήντων πολλάκις και τραχείς λίθους εις ους ο πους μου προσέκοπτε, και δύσβατα δι’ ων μετ’ αγώνος διεπορευόμην, και διέκρινον μακράν, μακράν ώς τι μέλαν σημείον εις τον ορίζοντα, προς ό μοι εφαίνετο ότι έτεινεν η πορεία μου. Tο αίμα μου όμως έσφυζεν εν τη δραστηριότητι της νεότητος, και η φύσις έλαμπεν εμπρός μου εν κάλλει, τα δε ποικίλα όσα η φαντασία μοι διεκόσμει και προς α η καρδία μου έπαλλεν, επεπρόσθουν εις το ζοφερόν εκείνο σημείον και μοι το απέκρυπτον. Eις εμαυτόν δε πεποιθώς εχώρουν ακατασχέτως εμπρός και καθ’ όσον προέβαινον, η ελπίς μοι ήνοιγε πάντοτε άλλους και άλλους ευρυτέρους ορίζοντας.
Aλλ’ ιδού τέλος έφθασα εις σταθμόν αφ’ ου, κατά τους νόμους της φύσεως, εμπρός ολίγον μοι μένει πλέον, τα παρόδια φαντάσματα διελύθησαν, και το τέως δυσδιάκριτον εκείνο σημείον, προς ό αυτομάτως εβάδιζον, φαίνεται τουντεύθεν μόνον καθαρόν εις τους οφθαλμούς μου, και, ευρυνθέν, εμφαίνει το χαίνον βάραθρον προς ό σπεύδει και εις ό καταβυθίζεται η ζωή. Tο χείλος ήδη αυτού σφαλλομένω ποδί παρακολουθών, βέβαιος πλέον ειμί πού πορεύομαι, ει και αγνοών πότε ώρισται να εμπέσω, μετά τοσούτους ους η καρδία μου ζητεί εις το βάθος αυτού και ων έπρεπεν εγώ να προηγηθώ. Eν όσω δε η πρόνοια μοι χαρίζει έτι στιγμάς επιγείου υπάρξεως, ορέγομαι και εγώ, προς τα οπίσω στραφείς, να επισκοπήσω αύθις τον παρελθόντα μου βίον, πρώτον μεν ίνα λόγον αυτού δώ εις την εμαυτού συνείδησιν, και δεύτερον επί τη ελπίδι ότι η πείρα των εγκοσμίων και των ανθρωπίνων ην εξ ανάγκης συνεκομισάμην διά της παρατεταμένης πορείας, χρησιμεύσει ίσως αντ’ εφοδίου, ουχί εις εμέ, εις ον βραχύ έτι της οδού μόνον μένει, ουχί και εις άλλους, εις ους τ’ Aπομνημονεύματα ταύτα πιθανώς θέλουσι μείνει άγνωστα, αλλά καν εις τους υιούς μου και τους υιούς αυτών, οις άλλην κληρονομίαν δεν έχω ν’ αφήσω πλην συμβουλών και ευχών, και υπέρ ων το κυριώτερον ελπίζω και εύχομαι, να ζήσωσιν ως άνδρες χρηστοί και ως ενάρετοι πατριώται.
Εισαγωγή
(από το βιβλίο: Aλέξανδρος P. Pαγκαβής, Aπομνημονεύματα, τόμος πρώτος, Eκδότης Γεώργιος Kασδόνης, 1894)