Από την εποχή του γάμου των, τον Νοέμβριο του 1883, ο Δημήτρης Δραγούμης και η Ιουλία (Julia) Πασπάτη, περνούσαν σχεδόν όλα τα τα καλοκαίρια τους στο «Hellas House» στο Λίβερπουλ, το σπίτι των γονέων της Ιουλίας, Νικολάου και Αριέττας Πασπάτη.
Το καλοκαίρι του 1887, επειδή αναμενόταν για το φθινόπωρο η γέννηση του τρίτου παιδιού τους, του Ιάνκου, ένα ταξίδι στην Αγγλία απεκλείετο. Τα ταξίδια τότε δεν ήταν μικρή υπόθεση: κατέβασμα στον Πειραιά με άμαξα, 8 ημέρες πλοίο μέχρι τη Μασσαλία, 2 ημέρες τρένο, πέρασμα της Μάγχης και πάλι τρένο ως το Λίβερπουλ. Υπήρχαν βεβαίως ορισμένες ευκολίες που σήμερα έχουν εκλείψει: ειδικός άνθρωπος που τους συνόδευε σε όλο το ταξίδι για να φροντίζει τη φόρτωση και ξεφόρτωση των αποσκευών, το τελωνείο κλπ.
Διαβατήρια δεν χρειάζονταν ούτε και συνάλλαγμα, απλούστατα έβαζαν μερικά μασούρια από χρυσές λίρες μέσα σε ειδικές θήκες από πετσί με βιδωτό καπάκι, τα κοσμήματα έμπαιναν σε ένα σακουλάκι από δέρμα που δένονταν γύρω από τη μέση, κάτω από τα ρούχα (αργότερα εμείς τα παιδιά το είχαμε βαφτίσει «καγκουρού») και δρόμο.
Καλοκαίρι στην Αθήνα ήταν περίπου αδιανόητο: σκόνη, έλλειψη νερού και άλλα. Εκείνη, λοιπόν, τη χρονιά ο τότε φίλος της οικογενείας Ιάκωβος Τομπάζης, τους δάνεισε το σπίτι του στο Γαλατά του Πόρου.
Αυτό ήταν!!! Από την πρώτη στιγμή η Ιουλία Δραγούμη αγάπησε τόσο πολύ τον Πόρο, ώστε τα επόμενα έτη νοίκιαζαν μονίμως δύο γειτονικά σπίτια: της κυρίας Πέρου και της κυρίας Βρύσης (υπάρχουν ακόμη σήμερα ακριβώς πίσω από την Παιδική Χαρά, κοντά το Προγυμναστήριο). Εκεί έμεναν όταν δεν πήγαιναν στην Αγγλία. Τα παιδιά με τις νταντάδες περνούσαν την ημέρα τους πότε στον περίβολο του Προγυμναστηρίου και πότε στο περιβόλι του Τομπάζη.
Ο Νικόλαος Πασπάτης όμως, που ερχόταν στον Πόρο με τη γυναίκα του, για να δει την κόρη του, δεν ήταν ευχαριστημένος με τον τρόπο που είχαν βολευτεί και πρότεινε στην Ιουλία να της κτίσει, όπου ήθελε, ένα σπίτι κατάλληλο για την οικογένειά της, που τώρα πια απετελείτο από τέσσερα παιδιά: τη Λεία, την Έττα, τον Ιάνκο και τον Νέλλο, συν τρία σκυλιά: τον Cadet, τον Boy και τον Φλοκ.
Προτού συνεχίσω, νομίζω πως θα άξιζε να πω λίγα λόγια για τον προπάππο μου, τον Νικόλαο Πασπάτη.
Την εποχή της μεγάλης σφαγής της Χίου, το 1822, μαζί με τους άλλους προύχοντες της πόλης, απαγχονίσθηκε και ο πατέρας του Νικολάου. Ο ίδιος και τα δύο αδέλφια του, Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος, απήχθησαν από τους Τούρκους για να πουληθούν σα σκλάβοι. Η οικογένεια είχε έναν πιστό περιβολάρη Τούρκο, πολύ αφοσιωμένο. Του έδωσε λοιπόν χρήματα η μητέρα του Νικολάου (Μαρουκώ, το γένος Μιχαήλ Σκυλίτση) και πήγε ο Τούρκος στο παζάρι για ν’ αγοράσει τα παιδιά δήθεν για τον εαυτό του.
Μόνο τον Νικόλαο μπόρεσε να βρει και τον έφερε στην μητέρα του.
Η Μαρουκώ Πασπάτη ήταν πολύ δυναμική γυναίκα. Κατόρθωσε να φύγει κρυφά την νύκτα από τη Χίο με ένα καΐκι μαζί με τον Νικόλαο, κρύβοντας πάνω της όσα μπόρεσε από τα κοσμήματα και χρυσαφικά που είχε (τζοβαϊρικά τα λέγαν στη Χίο από την τουρκική λέξη «cevahir»).
Άρχισε να ψάχνει σε όλα τα παζάρια της Ανατολής και τελικά βρήκε τον Αλέξανδρο στο σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης, όπου τον αγόρασε για 500 γρόσια. Ο μικρότερος, ο Κωνσταντίνος, βρέθηκε από τα αδέλφια του, πολλά χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Τον είχε υιοθετήσει μία τουρκική οικογένεια, είχε παντρευτεί με Τούρκισσα, είχε παιδιά και ήθελε να μείνει όπως ήταν.
Έφυγε λοιπόν η Μαρουκώ Πασπάτη με τα δύο παιδιά και πήγε πρώτα στη Μάλτα, έπειτα στην Πόλη και αργότερα στην Αγγλία.
Στην Πόλη, κάποιοι φιλάνθρωποι Αμερικάνοι αντελήφθησαν την εξαιρετική εξυπνάδα του Αλέξανδρου και τον έστειλαν με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Amherst στην Αμερική, όπου έκανε λαμπρές σπουδές.
Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι και στην Πίζα, όπου πήρε το δίπλωμά του της Ιατρικής (περίπου 150 χρόνια πριν από τον Γρηγόρη). Τελικά εγκαταστάθηκε στην Πόλη, όπου άσκησε την ιατρική επί 40 χρόνια.
Συγχρόνως ασχολήθηκε με διάφορες μελέτες και έγραψε αξιόλογα έργα (Τα Βυζαντινά ανάκτορα και τα πέριξ αυτών Ιδρύματα, Υπόμνημα περί του Γραικικού Νοσοκομείου των Επταπύργων (στην Πόλη), Πολιορκία και Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.). Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της Χίου. Ο Αλέξανδρος μιλούσε άπταιστα 13 γλώσσες. Δεν άφησε απογόνους.
Ο Νικόλαος (ο προπάππος μου), ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1845 παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη την Αριέττα, κόρη του Πέτρου Σκυλίτση και της Μαριγώς Ράλλη. (Το πορτρέτο της είναι αυτό που έχει ο Στέφανος σπίτι του). Το 1851 έγινε ένας από τους διευθυντές στο νεοσυσταθέν κατάστημα των Αδελφών Ράλλη, στην Καλκούτα, Ινδίες.
Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Manchester και έπειτα στο Λίβερπουλ, όπου και πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1895. Απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες. Ο ένας γιος πέθανε νέος. Ο άλλος, ο Τζωρτζής, ήταν παππούς του Γιώργου Πασπάτη, Κατερίνας Βεζανή κλπ. Η μεγαλύτερη κόρη, η Μαριγώ Κορνηλίου, ήταν γιαγιά της Lindsay Gladstone. Το μικρότερο των παιδιών ήταν η Ιουλία Δραγούμη.
Και γυρίζουμε στον Πόρο.
Ψάχνοντας για οικόπεδο ο παππούς μου, Δημήτρης Δραγούμης, αντελήφθη αμέσως την καταλληλότητα του μικρού «ακρωτηρίου» ας το πούμε, όπου κτίστηκε η «Γαλήνη». Δεν είχε γείτονες δεξιά και αριστερά και το έπιανε ο μπάτης. Ήταν βέβαια ένα ξερόβουνο με μερικά θυμάρια και σχίνους και ένα μονάκριβο πεύκο, αυτό που είναι κοντά στη μικρή στέρνα.
Ο δρόμος σταματούσε στην πόρτα του περιβολιού.
Άλλα σπίτια δεν υπήρχαν εκεί τριγύρω· το πιο κοντινό, ο «Άσπρος Γάτος», ήταν ένα χαμηλό σπιτάκι με δύο δωμάτια μόνο, όπου ο Γέρο-Γιάννης Καΐκας πουλούσε καφέδες και λουκούμια κομμένα στα τέσσερα και ξαναβουτηγμένα στη ζάχαρη. Μπροστά στο σπίτι βράχια και ωραία θάλασσα. Οι Ποριώτες σάστισαν για την εκλογή αυτή και λέγανε: «Μα κύριε Δραγούμη, εκεί στην ερημιά θα πάτε να ζήσετε;» Φευ! Πού είναι σήμερα η πολυπόθητη ερημιά; Τελικά αγοράσθηκε το 1892 μία έκταση περίπου 18.715 τετραγωνικών μέτρων (18,7 στρέμματα).
Τα σχέδια του σπιτιού ανατέθηκαν στον Αναστάσιο Μεταξά, έναν από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής· σχεδίασε στην Αθήνα το Νοσοκομείο Συγγρού, το Αιγινήτειο, την οικία Μπενάκη (το σημερινό Μουσείο), το μέγαρο της Γαλλικής Πρεσβείας, την Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα και άλλα.
Κατά την εκσκαφή των θεμελίων, βρέθηκαν δύο κιονόκρανα, που είναι σήμερα στην ταράτσα και αργότερα, άμα φυτεύθηκαν οι λεμονιές στο βουνό, ανακαλύφθηκε ένας τάφος με κόκαλα, ένα παλιό κιούπι και ένα βαζάκι πήλινο που έστειλε ο παππούς μου στην κόρη του Λεία Ράλλη.
Παρεκάλεσε και τον αρχαιολόγο φίλο του, Γιώργο Σωτηριάδη, να ερευνήσει σε αρχαία ιστορικά κείμενα ή οπουδήποτε αλλού, μήπως βρεθεί κάποια σχετική πληροφορία. Ξέραμε ότι το αγγείο ήταν ελληνιστικής εποχής, αλλά τι υπήρχε στην αρχαιότητα στην τοποθεσία της Γαλήνης, είναι άγνωστο.
Μερικοί είπαν λεπροκομείο, άλλοι κοιμητήριο, αλλά τίποτε δεν στηρίζει τις εκδοχές αυτές.
[Εισαγωγή]
(Άλεξ Ζάννου, Η ιστορία της Γαλήνης. Αδημοσίευτο)