Ο πατέρας μου δεν είχε τις δυνάμεις να εξακολουθήσω τα γράμματα, ήθελε να με κρατήσει κοντά του γιατί ο μεγάλος του γιος ο Λάμπης είχε φύγει και δεν επρόκειτο να γυρίσει στο χωριό. Εγώ όμως, που κατάλαβα τις διαθέσεις του γέρου, βάζω τους καθηγητές μου, τον Καλογιώργο και τον Βεληβάση, και τον έπεισαν να με στείλει στο Γυμνάσιο. Του ’πανε τόσο καλά λόγια για μένα, που ο γέρος καμάρωσε που είχε έναν τόσο καλό γιο και με όρεξη για γράμματα και τ’ αποφάσισε να με στείλει να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου. Πήγα και επέτυχα, όπως όλοι οι μαθητές του Σχολαρχείου Γαβαλούς, που είχε φήμη καλή κι έβγαζε καλούς μαθητές.
Σαν τέλειωσαν οι εξετάσεις, μια ομάδα από τρεις γυναίκες που παραχειμώνιαζαν στο χωριό μας θα φεύγανε για το Κρίκελο. Νά η ευκαιρία, να πάω κι εγώ μαζί τους ώς το Κρίκελο κι από κει στο Καρπενήσι όπου παραθέριζε ο αδερφός μου.
Ένα πρωινό ξεκινάμε παίρνοντας το δρόμο για Ανάληψη, Καψοράχη, Μακρυνού, Γούστιανη, Σβαράλωνα. Όλα αυτά τα χωριά δίπλα στο δρόμο της λίμνης. Από τα Σβαράλωνα αφήνουμε τη λίμνη κι ανεβαίνουμε για τη Δερβέκιστα, από κει κατεβαίνουμε και περνάμε τον Αχελώο. Περνώντας τον Αχελώο, οι γυναίκες με βάλανε μισοκάπουλα σ’ ένα φορτωμένο μουλάρι για να μη βραχώ και πέρασα στην αντίπερα όχθη. Ανεβαίνουμε και πάλι και φτάνουμε στο χάνι του Λιόλου. Εκεί ξενυχτήσαμε για να σηκωθούμε πρωί πρωί να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Περνάμε πάνω από τη Δουμνίστα, που βρίσκεται στο βάθος της ποταμιάς, κι από κει για το Κρίκελο. Αφήσαμε πίσω μας τον Ασπροπόταμο με τα καταγάργαρα νερά που κατέβαιναν από τις χιονισμένες ακόμα βουνοκορφές. Μεγάλη εντύπωση μου ’κανε η Δουμνίστα που κείτονταν μέσα στη ρεματιά, σκεπασμένη με πρασινάδα και θεόρατα έλατα. Τούτο το χωριό το ’χα πλάσει με τη φαντασία μου από τα λεγόμενα του συμμαθητή και φίλου μου όταν τον άκουγα να λέει για το χωριό ―και δε γελάστηκα, είναι πράγματι μια φυσική ζωγραφιά πάνω σ’ εκείνα τα βουνά που έζησε ο Κρικέλας.
Σαν όνειρο έχει μείνει στη μνήμη μου αυτή η διαδρομή, ανάμεσα σε τρεις γυναίκες, όπως ανεβοκατεβαίναμε τις δασωμένες λαγκαδιές με τις βρυσούλες που μας ξεδιψάγανε τα δροσερά νερά τους. Ερημιά... Κανένας θόρυβος. Μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών και «των καθαρών νερών τα μουρμουρίσματα» που λέει ο Ξενόπουλος στη Στέλλα Βιολάντη. Ένα αλλόκοτο συναίσθημα με κυρίευε μέσα στης ερημιάς την ησυχία. Ένα συναίσθημα φόβου, δέους, πολλές φορές μου ’ρχότανε στο νου ιστορίες και παραμύθια με κλέφτες, με φονιάδες, με ληστές. Τα βράδια που ξαπλώναμε στην ερημιά για λίγο ύπνο, φρόντιζα να ’μαι ανάμεσα στις γυναίκες για προφύλαξη, κι ας ήμουνα ο μοναδικός άντρας ανάμεσα σε τρεις γυναίκες. Άντρας να σου πετύχει!... Δεκαέξι χρονώ παιδί ήμουνα. Τι να ’κανα; Δεν είχα πάει ούτε στο Αγρίνιο. Πρώτη φορά έβγαινα απ’ το σπίτι μου, μακριά απ’ τους δικούς μου. Φοβόμουνα ανύπαρκτους κινδύνους. Τι αντίθεση! Σήμερα, που τόσο εκπολιτίστηκε η κοινωνία, υπάρχουν περισσότεροι φόβοι και κίνδυνοι. Ο ξενόφερτος τρόπος ζωής μάς έχει δημιουργήσει το συναίσθημα της ανασφάλειας. Φοβόμαστε και μέσα στην αγκαλιά του σπιτιού μας. Η κοινωνία έχει γίνει ζούγκλα. Ο άνθρωπος θηρίο ανήμερο κι αδυσώπητο, χωρίς συγκίνηση, χωρίς ανθρωπιά, τίποτα. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Η ζωή σου ζωή μου. Μπράβο, άνθρωπε! Καλή πρόοδο! Μην αφήσεις τίποτα όρθιο.
Δεν ξέρω κατά πόσο άλλαξε το χωριό του Κρικέλα που τόσο τραγούδησε ο Κώστας Κρυστάλλης. Κάτι θα του ’μεινε απ’ την παλιά του ομορφιά. Τα έλατα, οι μηλιές, οι κερασιές στα περιβόλια, τ’ αγιόκλημα, τα γιασεμιά κι οι τριανταφυλλιές στους φράχτες, οι πλακοστρωμένες αυλές οι σκεπασμένες από κληματαριές με τ’ άγουρα σταφύλια που κρεμόντουσαν σαν πολυέλαιοι πάνω από τα κεφάλια μας.
Αυτές τις φυσικές ομορφιές εκτιμούσαν οι παραθεριστές που πήγαιναν κάθε καλοκαίρι ν’ απολάψουν τον καθαρό αέρα τον γεμάτο οξυγόνο και τα κρύα του νερά. Γι’ αυτές τις ομορφιές πήγαινε και ο χωριανός μου ο Γιώργος Γαλανόπουλος με τη γυναίκα του τη Μένια.
Το εξοχικό στην άκρη του χωριού που πραγματικά είχε μια ωραία θέα, γι’ αυτό είχε και τ’ όνομα Καλή Θέα, είχε για σπεσιαλιτέ κοκορέτσι και σπληνάντερο και κρασάκι κοκκινέλι. Εδώ πήγαινε κάθε βράδυ με τη Μένια του ο Γαλανόπουλος. Εδώ έφερε κι εμένα δυο βραδιές το νιόπαντρο τότε ζευγάρι, που με φιλοξένησε και φρόντισε για τη μετάβασή μου στο Καρπενήσι.
Ύστερα από δυο μέρες παραμονή στο όμορφο Κρίκελο, φεύγω με αγωγιάτη για να πάμε στο Καρπενήσι που με περίμενε ο αδερφός μου.
Επιτέλους! Νά μια φορά που κι εγώ σ’ όλη τη διαδρομή από Μακρυνεία-Καρπενήσι δε θα περπατούσα και θα πήγαινα καβάλα σε μουλάρι, «ώσπερ νέος Μεσσίας».
Και πάλι ποτάμια, πάλι λαγκαδιές και κακοτράχαλα μονοπάτια, σάρες και γκρεμοί, που θα προτιμούσα τα πόδια μου για σιγουριά να πατάω πέτρες και κοτρόνια παρά μουλαροκαβαλαρία. Από φόβο μην πέσω μαζί με το μουλάρι κάτω στη ρεματιά, δε βάσταξα και, με πρόσχημα ότι θέλω να κατουρήσω, κατέβηκα και δεν ξανανέβηκα, τράβηξα το δρόμο με τα πόδια κρατώντας το σχοινί του μουλαριού. Κι ήταν μακρύ το σχοινί του χαλιναριού κι εγώ περπατούσα λίγο μακριά από το μουλάρι, νιώθοντας σιγουριά πως άμα το μουλάρι γλιστρήσει, θα βρω την ευκαιρία ν’ αμολήσω το σχοινί για να μην παρασύρει κι εμένα στη ρεματιά.
Κάτι τέτοιες σκέψεις έκανα βαδίζοντας και καθώς ήμουνα αφηρημένος, γλιστρώ και παρ’ ολίγο θα ’πεφτα στη ρεματιά αν δεν κρατούσα το σχοινί του μουλαριού, που, μόλις είδε να πέφτω, σταμάτησε απότομα. Αλλιώς θα βρισκόμουνα στον πάτο της λαγκαδιάς αν δε βαστιόμουνα από το χαλινάρι.
Σαν να μην έφτανε η λαχτάρα που τράβηξα, έρχεται ο αγωγιάτης, μ’ αρπάζει από τ’ αυτί και μου λέει:
«Δε σου ’πα εγώ, μωρέ, ν’ ανεβείς ξανά στο μουλάρι: Αυτό το ζωντανό ξέρει και περπατάει καλύτερα από σένα».
Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα! Ανεβαίνω ξανά στο μουλάρι με την ψυχή στο στόμα. Κρατιόμουν απ’ το σαμάρι λες κι ήμουνα φορτωμένο σακί. Σε λίγο φάνηκε το Καρπενήσι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του Βελουχιού. Το μάτι μου δεν ξεκόλλησε από αυτή την πανώρια ομορφιά του Καρπενησιού. Όσο προχωρούσαμε και κοντοφτάναμε, τόσο πιο όμορφο μου φαινότανε. Το μάτι μου δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοια θέα, γιατί τα χωριά μας κάτω στη Μακρυνεία ήταν παραλίμνια και καμποχώρια και σκεπασμένα με ελιόδεντρα. Σε τέτοιο πανόραμα δεν είχα συνηθίσει.
Μπήκαμε στο Καρπενήσι. Ο μεγάλος πλάτανος της πλατείας σκέπαζε τα στρωμένα τραπέζια που ήταν απλωμένα στην αυλή του μεγάλου καφενείου. Ήταν καλοκαίρι κι ο κόσμος στο κοντομεσήμερο γέμιζε τις καρέκλες και τα τραπέζια κάτω από τη σκιά κουβεντιάζοντας και πίνοντας το ουζάκι του.
«Λουκά! Εδώ είμαστε», ακούω μια φωνή.
Ήταν ο αδερφός μου με τη γυναίκα του την Αργυρώ, που τους είχε ειδοποιήσει ο Γαλανόπουλος και με περίμεναν.
[Eκδρομή στο Kαρπενήσι]
(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)