Ήταν 9 Σεπτεμβρίου 1942. Μια μέρα, μετά το πανηγύρι του χωριού, μου λέει ο Θρασύβουλος: «Μαζεύουμε τρόφιμα να τα πάμε αύριο στους αντάρτες, που είναι στη λάκα Σωτήρου, στο Ζάβατο. Μπορείς να τα πας;» Ναι, του είπα. Και την άλλη μέρα, με τον Βασίλη Βαρλάμη (Γάκη) τα πήγαμε στη Σωτήρου. Αυτό ήταν. Αποφάσισα τότε να πάω μαζί τους. Ήταν η ομάδα του Νάκου του Μπελή. Τους είπα ότι θα μείνω μαζί τους και εκείνος μου είπε: «Είσαι μικρός, εμείς κάνουμε μεγάλες πορείες και δεν θα μπορείς». Στους αντάρτες ήταν και δύο με άσπρα μαλλιά και του λέω: «Δεν μπορώ εγώ και μπορούνε αυτοί;» Και πάλι μου λέει: «Πρέπει να το σκεφτείς καλά. Εδώ αν έλθεις και σε ορκίσουμε δεν θα μπορείς να φύγεις μετά». Μετά από λίγο του είπα ότι το σκέφτηκα και θα μείνω. «Να μείνεις», μου είπε. Το βραδάκι ήλθε και ένας άλλος, για αντάρτης, ο Γιάννης Καπετανάκης, απ’ το Μαυρίλο.
Την άλλη μέρα το πρωί μας ορκίσανε και μας δώσανε και το ψευδώνυμό μας. Εμένα ο Μπελής με είπε «Ατρόμητο» και τον Καπετανάκη «Όμηρο». «Στο εξής αυτά θα είναι τα ονόματά σας, δεν θα λέτε από πού είσθε και ποια τα πραγματικά σας ονόματα». Αυτό γινόταν μην τυχόν και μας έπιαναν αιχμαλώτους και προδώσουμε τους άλλους. Μας δώσανε και όπλα, σε μένα μια αραβίδα ελληνική και στον Όμηρο ένα εγγλέζικο και από 20 σφαίρες στον καθένα. Ήμουν 8ος αντάρτης του Μπελή και ο Γιάννης 9ος. Κι εδώ αρχίζει η ζωή μου στον Ανταρτικό Στρατό ΕΛΑΣ. Το βράδυ αλλάξαμε λημέρι. Περάσαμε έξω από το Παλιόκαστρο, στον Αϊ-Γιώργη και καθήσαμε λίγο πιο πάνω από την Εκκλησία, μέσα στο δάσος, περίπου εκεί που είναι σήμερα το εκκλησάκι του Σωτηρίου Βουρλαμή. Ειδοποιήσαμε το χωριό και μας έφεραν τρόφιμα. Ήλθε κι ο πρόεδρος, Κώστας Σιάννος. Εκεί είχαμε μια λιποταξία. Ένας αντάρτης από τη Βράχα, νομίζω λεγόταν Κόρδας, έφυγε, παίρνοντας και το όπλο του, που τόση ανάγκη το είχαμε. Φύγαμε αμέσως από το μέρος αυτό και πήγαμε στην τοποθεσία «Ντίρια», ψηλά στα έλατα, μεταξύ Πιτσιωτάς και Παλαιοκάστρου. Εκεί κοιμηθήκαμε φτιάχνοντας το γιατάκι από μπάτσες έλατο. Πρώτη βραδιά στο αντάρτικο και φύλαξα σκοπός. Για την άλλη μέρα για φαΐ είχαμε ψωμί, τυρί και ελιές, που μας δώσανε στο Παλαιόκαστρο. Το βράδυ, μόλις νύχτωσε, με φωνάζει ο Μπελής και μου λέει: «Ατρόμητε, θα αφήσεις το όπλο σου και θα πας στην Πιτσιωτά. Θα βρεις τον Αλέκο Οικονόμου και θα του πεις να μας φροντίσει για φαγητό, για 10 άτομα. Αυτό θα του πεις και θα γυρίσεις πίσω εδώ». Πήγα στην αποστολή και σχεδόν μεσάνυχτα ξαναγύρισα. Ευτυχώς που είχε λίγο φεγγάρι.
Στη Ντιριά καθίσαμε τέσσερις μέρες. Από ψωμί μας τροφοδοτούσε το χωριό Πιτσιωτά. Μετά φύγαμε ένα βράδυ με φεγγάρι και πήγαμε στο Ζαχαράκι, κοντά στο χωριό Ρεντίνα.
Πάλι την ίδια δουλειά εγώ. Τώρα όμως ημέρα, γιατί δεν ήξερα τον δρόμο. Πήγα στη Ρεντίνα και βρήκα κάποιον Μπάρλα και του είπα ότι είμαστε στο μέρος Λακούλα και να φροντίσει να μας φέρει κάτι για φαγητό. Στο εξής αυτό έγινε συνήθεια. Επειδή εγώ ήμουν μικρός και δεν με υποψιάζονταν έκανα τον σύνδεσμο, πηγαίνοντας στα χωριά και φέρνοντας μηνύματα. Η δουλειά μας ήταν στο κάθε χωριό που πηγαίναμε ενώ κρυβόμασταν στο δάσος να ειδοποιούμε, μέσω των οργανωμένων ατόμων, τους πιθανούς ζωοκλέφτες και λέγαμε: «Στο εξής όποιος πιαστεί για ζωοκλοπή η τιμωρία είναι θάνατος». Κι αν μαθαίναμε ότι εκεί κοντά, σε κάποιο χωριό ήταν κανένας από τους Ιταλοϋπήκοους, αν μπορούσαμε να τον πιάσουμε, τον σκοτώναμε αμέσως. Από τη Ρεντίνα πήγαμε στο χωριό Πάπα, λίγο μακρύτερα από το χωριό, στο δάσος. Εκεί με έπιασε πυρετός και ρίγος. Είχα για δυο μέρες 39-40 πυρετό. Βρήκανε ένα ζώο και συνοδεία ενός αντάρτη με φέρανε στο χωριό Περίβλεπτο, στα μαντριά του Τσιάκα. Με αφήσανε εκεί και την άλλη μέρα ειδοποίησαν τον θείο μου Βαγγέλη Τσατσαράγκο και έστειλε τη γιαγιά μου Μάρω με το ζώο και μόλις νύχτωσε πήγαμε στο Τσατσαραγέικο σπίτι. Εκεί καταλάβανε ότι είχα ελονοσία. Κινίνο δεν υπήρχε. Βράσανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα αψιθιά και έπινα δύο ποτήρια νερού την ημέρα. Ήταν φαρμάκι, σκέτο δηλητήριο, αλλά σε 4-5 μέρες ο πυρετός έπεσε. Κάθησα στο σπίτι του μπάρμπα μου 10 μέρες και συνήλθα. Η οργάνωση με ειδοποίησε ότι μια ομάδα ανταρτών ήταν στον Αϊ-Λιά του Νεχωρίτικου. Αποφάσισα να πάω και την άλλη μέρα ευχαρίστησα και χαιρέτησα τους συγγενείς μου που με φιλοξένησαν και πρωί πρωί έφυγα για τον Αϊ-Λιά του Νεχωρίτικου. Εκεί βρήκα 30 αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη, με αρχηγούς τον Περικλή και τον Θάνο. Τους είπα ποιος είμαι και ότι είμαι από την ομάδα του Μπελή. Δεν είχανε όμως όπλο να μου δώσουνε. Εκεί μείναμε 3 μέρες. Τη μία μέρα πήγαμε στο χωριό Αγία Τριάδα, με σημαία και τραγούδια, ξεσηκώσαμε το χωριό, τους μίλησε για τους σκοπούς του αγώνα ο Περικλής. Η Οργάνωση της Αγίας Τριάδας μας προμήθευσε 8 όπλα με λίγα φυσίγγια. Το άλλο πρωί ήλθαν για αντάρτες τρεις φίλοι. Ο Νίκος Κωσταρίζος, αεροπόρος, ο Σπύρος Μπέκιος από το Μαυρίλο, ανθυπασπιστής Μηχανικού, και ο Κώστας Τσιάκας, επίσης από το Μαυρίλο. Ορκιστήκανε και πήραν τα ψευδώνυμα «Γκέκας» ο Κωστορίζος, «Λάμπρος» ο Μπέκιος και «Ίκαρος» ο Τσιάκας. Κατ’ εντολή του Άρη αρχίσαμε πλέον και μπαίναμε στα χωριά την ημέρα, με σημαία και τραγούδια. Πήγαμε στα γύρω χωριά, τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο και το νέο τραγούδι της Αντίστασης:
«Έλληνες ακολουθήστε των ανταρτών τη φωνή,
Να δείτε τι ωφελείστε μες στη σκλαβιά τη στεγνή.
Πάψετε να προσκυνάτε του φασισμού τη σκλαβιά
Έλληνες Επαναστάτες διώξτε αυτά τα σκυλιά.
Όποιος θέλει να τρώει τίμιο ψωμί για να ζει
ας μας σταθεί στο πλάι ν’ αγωνιστούμε μαζί.
Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί
Το αντάρτικο κύμα φουντώνει συντρίμμια ο εχθρός θα γενεί.
Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί
Τρίζουν, γκρεμίζονται θρόνοι Νέα Ζωή προχωρεί».
Και ένα άλλο τραγούδι:
«Ξεφτέρια της Φθιώτιδας και της Γραβιάς λιοντάρια,
της Αλαμάνας ήρωες, της Γκιώνας παλικάρια.
Της Λιάκουρας, του Τυμφρηστού, της Οίτης σταυραετοί
περήφανα σας δέχεται το χώμα που πατάτε.
Για σας στεφάνια η πατρίς στα χέρια της κρατεί...»
κλπ., κλπ.
Τους στίχους των τραγουδιών τους έγραψε ο Άρης, τη μουσική θα τη δανείστηκε από άλλα τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια μίλαγαν στην ψυχή του λαού.
Το τι γινότανε στα χωριά που τραγουδούσαμε δεν περιγράφεται. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε, άλλοι πετούσαν τα καπέλα τους ή τις σκούφιες τους. Μας αγκάλιαζαν, μας φίλαγαν. Γενικός ξεσηκωμός σ’ όποιο χωριό πηγαίναμε. Ο κόσμος ξεσηκωνόταν και σε 5-6 μέρες ήλθαν από τα γύρω χωριά 15 αντάρτες.
Ένα βράδυ πήγαμε στη Μερκάδα. Τραγούδια, ομιλίες, χορούς, οπότε κάποια στιγμή έρχεται ένας Αγιωργίτης και μας λέει ότι στο χωριό Άγιος Γεώργιος είναι ο Προβιάς, προδότης Ιταλοϋπήκοος. Στείλαμε μια ομάδα, τον πιάσανε και τον έφεραν δεμένο. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο σχολείο, στη Μερκάδα. Ως αντάρτης ήταν η πρώτη φορά που κοιμόμαστε σε κτίριο μέχρι τώρα. Πάντα κοιμόμασταν στα δάση.
Ελασίτης με τον καπετάν Μπελή
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)