Αφού ήταν ελεύθερος πλέον, έμεινε στη Λάρισα για να ψωνίσει επί τη ευκαιρία και μερικά πράγματα για το σπίτι, ενώ η μητέρα μου έφυγε αμέσως για την Ελάτεια.
Όταν κόντευε πια να φθάσει στο σπίτι μας και καθώς περνούσε έξω από την κατοικία του γείτονά τους, του Σταύρου του Γκοτζιά, άκουσε τραγούδια, γέλια και φωνές. Ήταν του Άη-Γιαννιού και γιόρταζαν τον κλήδωνα, αφού ακόμη δεν είχαν παντρευθεί οι κόρες του, η Φροσύνη, η Σταυρούλα και η Ευγενία. Βρισκόταν εκεί και η Κερασία η Παντελίδου, η οποία, μόλις είδε τη μητέρα μου, έτρεξε κοντά της και τη ρώτησε:
– Τι έγινε, Μαρία, ο Θανάσης;
Στο χωριό, όπως έμαθαν αργότερα οι δικοί μου, είχε διαδοθεί ότι ο πατέρας μου θα περνούσε Στρατοδικείο!
– Τι να γίνει, απάντησε η μητέρα μου. Τον άφησαν ελεύθερο!
Επειδή όμως το νέο φάνηκε απίστευτο σε όλους, ήλθε στο σπίτι σε λίγο και η γυναίκα του Σταύρου, για να βεβαιωθεί από πρώτο χέρι ότι, πράγματι, δεν είχαν κλείσει τον πατέρα μου στη φυλακή!
– Όχι μόνον είναι ελεύθερος, αλλά και αυτούς που κάθονται στο μισαφίρ οντά θα τους διώξουμε γιατί μένουν παράνομα, συνέχισε πλειοδοτώντας η μητέρα μου.
Φαίνεται ότι η γειτόνισσα μετέφερε τα λόγια της στους πρόσφυγες από τη Θράκη, γιατί, το πρωί της άλλης ημέρας, σηκώθηκαν κι έφυγαν όλοι τους για πάντα από την Ελάτεια.
Ο πατέρας μου έσπειρε μερικά χωράφια με σιτάρι και καθώς πλησίαζε η ημέρα που είχε ορισθεί η δίκη, κατηφής και αμίλητος, συγκέντρωνε στην αποθήκη τα σύνεργα της δουλειάς του: αλέτρι σβάρνα, τσάπες κλπ.
Όλοι στο χωριό έλεγαν ότι σίγουρα θα καταδικασθεί και θα πάει φυλακή.
Μερικοί μάλιστα, που υποστήριζαν την άλλη πλευρά, έλεγαν:
– Καλά να πάθει! Ακούς εκεί να τα βάλει με τον αστυνόμο! Ποιος είναι αυτός!
Την Κυριακή, δυο μέρες πριν από τη δίκη, πήγε στην εκκλησία για να προσευχηθεί και να ζητήσει τη συνδρομή της Παναγίας και εκεί μέσα πίστεψε ότι έγινε κάποιο θαύμα, όταν, μετά το τέλος της λειτουργίας, ο παπάς διάβασε μια ανακοίνωση που γνωστοποιούσε ότι ο τότε Πρωθυπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος αμνήστευε όλα τα αδικήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου!
Πώς να καταφέρει κανείς αλήθεια να μεταφράσει σε λέξεις τη χαρά που δοκίμασε εκείνη τη στιγμή; Έκανε πάλι το σταυρό του ευχαριστώντας τη Ζωοδόχο Πηγή και γύρισε ευτυχισμένος στο σπίτι, μεταδίδοντας τη χαρμόσυνη είδηση στην οικογένειά του.
Ύστερα από καιρό συναντήθηκαν τυχαία στη Λάρισα, ο Θρακιώτης πρόσφυγας με τον πατέρα μου κι εκείνος του είπε με ύφος απολογητικό:
– Με συγχωρείς για όλα όσα έγιναν εξαιτίας μου. Δε φταίω εγώ! Οι συγχωριανοί σου με βάζανε να επιμένω. Όμως καλύτερα που δεν έμεινα στην Ελάτεια. Είμαι πολύ ευχαριστημένος στο μέρος που εγκαταστάθηκα.
Ελεύθερος
(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)