Το Μπουρέλι ήταν ένα μεγάλο στρατόπεδο. Διέθετε τις αναγκαίες εγκαταστάσεις, που όσες ατέλειες κι αν εμφανίζανε, για μας που επί τέσσερα χρόνια διαβιώσαμε στα βουνά, στ’ αμπριά, στα πολυβολεία φάνηκαν πολύ κόμοδες. Βρεθήκαμε κάτω από στέγη. Κοντά μας το νερό. Η επιμελητεία δουλεύει απρόσκοπτα και τρώμε, συχνά, ζεστό, μαγειρεμένο φαγητό.
Στο στρατόπεδο αυτό –μαζί και του Ελμπασάν– συγκεντρώθηκαν και στάθμευσαν για καιρό, όλες οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού, που διέφυγαν απ’ το Γράμμο. Ανάλογα με το σημείο, απ’ το οποίο δρασκέλισαν τα σύνορα, τα τμήματα κατευθύνονταν ή στο Ελμπασάν ή στο Μπουρέλι: νύχτα, κρυφά, πεινασμένα, μερικά αποδιοργανωμένα. Στο Μπουρέλι κατευθύνονταν από τους συνδέσμους και οι αντάρτες, που από βραδυπορία ή κάποια άλλη αιτία, ξεκόπηκαν απ’ το τμήμα τους και αργότερα κατάφεραν να περάσουν στο Αλβανικό έδαφος. Εδώ κατάληγε, ύστερα από μήνες και ανείπωτες κακουχίες, αποδεκατισμένο και κάθε τμήμα σαμποτέρ ή οι ελεύθεροι σκοπευτές, που, δρώντας ανεξάρτητα, στα μετόπισθεν του αντιπάλου, δεν αντιλήφθηκαν τη σύμπτυξη. Έτσι, εδώ στο Μπουρέλι σμίξαμε αντάρτες απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα. Οι περισσότεροι, βέβαια, βορειοελλαδίτες. Οι άλλοι Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες. Λίγοι από το Μοριά και τη Δυτική Στερεά. Ελάχιστοι από πόλεις –Αθήνα, Θεσσαλονίκη.
Με το πέρασμα των ημερών, γυρνώντας από χτίριο σε χτίριο κι από σκηνή σε σκηνή, αποκαθιστούσαμε επαφή μεταξύ μας. Ανταμώσαμε γνωστούς και συναγωνιστές, απ’ τους οποίους οι αδιάκοπες αποσπάσεις, ανασυγκροτήσεις και αποστολές μάς είχανε χωρίσει από μήνες και χρόνια. Συχωριανός τον συχωριανό, φίλος τον φίλο. Και χαρά, που έδωσε η τύχη κι ανταμώναμε πάλι. Χαρά όταν ακούγαμε και καλό χαμπέρι για συγγενείς στο χωριό. Χαρά και για όποιον συναγωνιστή μαθαίναμε πως «ναι, ζει, τον απάντησα στην πορεία, μόλις είχε βγει απ’ το νοσοκομείο, αλλά… ξέρεις του ’φαγαν το ’να χέρι».
Μολόγα ο ένας μολόγα ο άλλος, με την αμοιβαία πληροφόρηση, διαμορφώνονταν σιωπηρά ο πρόχειρος, μακάβριος απολογισμός: ποιος «πάει» στην μάχη του Μπίκοβικ ή της Νάουσας, στην επίθεση κατά της Κόνιτσας, σε συγκρούσεις με Μάυδες, σ’ ενέδρα της χωροφυλακής ή πέφτοντας σε ναρκοπέδιο…
Ποιοι και πόσοι σκοτώθηκαν;
Πόσοι και ποιοι τραυματίστηκαν;
Λένε, ότι στο στρατό και πιο πολύ στο παρτιζάνικο, δεν πολυσκοτίζονται για νεκρούς και τραυματίες. Προέχουν οι ζωντανοί. Τα γερά χέρια και πόδια. Τα ντουφέκια, που μπορείς να παρατάξεις, για την επίθεση που σχεδιάζεις ή για ν’ αποκρούσεις το γιουρούσι του αντιπάλου που περιμένεις. Και οι αντάρτες στο Μπουρέλι δεν κοπιάσανε να μετρήσουν τους νεκρούς και τους τραυματίες.
«Θα τα βρούνε, λέγανε, οι αρχηγοί, που έχουνε και τα χαρτιά…».
Ένα μεγάλο στρατόπεδο
(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)