Ήρθετε εσείς οι μεγάλοι μας πολιτικοί να μας λευτερώσετε, όταν σηκώσαμεν την επανάστασιν μόνοι μας κι’ αγωνιζόμαστε της πρώτες χρονιές με τους σημαντικούς της πατρίδος μας πολιτικούς – φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι’ ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού ’χαμεν αναμεταξύ μας. Όταν κοπιάσετε εσείς, μας γυμνάσετε την διχόνοια, μας φέρατε της φατρίες και τ’ άλλα τ’ αγαθά· και κακοβάλετε το δυστυχησμένο αθώον έθνος. Πρωτόηφερες την διχόνοιαν εσύ, Κύριε Μαυροκορδάτε, κι’ από αυτό άλλοι καπεταναίγοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσης. Θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη· πού θα τον εύρισκε η πατρίδα, όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος έρχεσαι εσύ, κύριε Κωλέτη· θα σκότωνες τον Δυσσέα – και ύστερα δεν γλύτωσε από σένα· πού θα τον ευρίσκαμεν μ’ έναν τεσκερέ να διώξη δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, οπού ’ταν περισσότεροι άλλοι εις το Γριπονήσι και Ρωπό κι’ αλλού, και πρόσμεναν κι’ αυτείνη την δύναμιν ν’ αφανίσουν όλη την Ελλάδα, κι’ αυτό τους νέκρωσε όλα τους τα σκέδια; Αν ήταν κακοί στρατιωτικοί εκείνοι κ’ εσείς καλοί πολιτικοί, τους κάνετε κι’ αυτούς κι’ όλο το στρατιωτικόν καλό και με πειθαρχίαν. Αν ήσουνε εσύ, κύριε Μεταξά, καλός, έκανες τον Κολοκοτρώνη πλέον καλύτερο. Ήταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές σου συβουλές όλο σε εφύλιους πολέμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του· και κάποτε τον γύριζες με το ένα κόμμα και κάποτε με το άλλο. Και χύνονταν τόσα αθώα αίματα. Θυμήσου τον Κανέλλο Ντεληγιάννη, οπού πιάστη με τον Κολιόπουλον και με τους Κολοκοτρωναίους – πρώτη διαίρεση και φατρία, οπού δεν το ξέραμεν αυτό το φρούτο και τότε το μάθαμεν. Ήρθα εγώ εις την Πελοπόννησον· έφυγα από τον Δυσσέα και ήρθα εις τον Κολοκοτρώνη κ’ εσένα, οπού ήσασταν εις τα πράματα, εις το Εκτελεστικόν Σώμα· και μου είπετε να ’ρθω κ’ εγώ με τους ανθρώπους μου βοήθεια εδική σας και δεν θέλησα – πόσα αίματα χύθηκαν τότε; Θυμήσου όταν βήκατε εις το Άργος να διαλύσετε την Βουλή του Έθνους και να τους πάρετε και τα πραχτικά, στάθηκα συνφώνως με τον Ζαχαρόπουλον και τους ’περασπιστήκαμεν και κρύψαμεν και τα πραχτικά. Κ’ έπεσα εις την οργή σας. Θυμήσου αυτό τι έβγαλε. Στάθηκες του λόγου σου και οι άλλοι εις τ’ Ανάπλι και οι Κολοκοτρωναίγοι κι ο Πετρόμπεγης πήγαμεν εις την Τροπολιτζά -πόσοι τάφοι εκεί άνοιξαν; Τελειώνοντας από την Τροπολιτζά, οπού την λαφυραγώγησαν και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, πήγαμεν εις τα Τρίκκαλα. Και χάλασα αυτό σας το σκέδιο κ’ έπεσα εις την οργή σας, γιατί ήθα κάνετε μίαν μεγάλη ετοιμασίαν αναντίον των βουλευτών και του Κουντουργιώτη. Αφού εγώ έφυγα από την συντροφιά σας, όταν ματαπήγαμεν με την Κυβέρνησιν εις την Τροπολιτζά, οπού ήταν οι Κολοκοτρωναίγοι κι’ ο Πετρόμπεγης κι’ άλλοι, πόσοι τάφοι πάλε άνοιξαν; Και σας βγάλαμεν όλους από την Τροπολιτζά, και την πήρε η Κυβέρνηση. Από εκεί κατεβήκαμεν εις τ’ Άργος και ήρθαν αναντίον μας όλοι αυτείνοι – πόσοι σκοτώθηκαν εις του Άργους τον κάμπο και εις τ’ Ανάπλι απόξω; Και πήραμεν τ’ Ανάπλι και τα κάστρα.
Ύστερα πιάσετε κομπανία με Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι’ άλλους πολλούς – πόσοι σκοτώθηκαν εις την Μεσσηνίαν και ύστερα εις την Τροπολιτζά, εις τα χωριά, οπού χάθηκε κι’ ο Πάνος Κολοκοτρώνης; Ήρθα εις την Αθήνα κ’ έμπασα τους Καρατασσαίους και Γκούρα εις τον Μωριά. Και πήγαν εις τον Αγιώργη της Κόρθος, οπού τον βαστήγετε, κι’ από εκεί αλλού – πόσοι τάφοι άνοιξαν σε όλο αυτό το διάστημα, οπού τους πιάσαμεν όλους αυτούς και τους πήγαν εις την Ύδρα ρέστο; Τι έπαθαν οι κάτοικοι από τους Ρωμαίγους, όχι από τους Τούρκους; Ύστερα εις Παλαμήδι, Ανάπλι, Άργος, Κρανίδι διά της εκλογές της Συνέλεψης τι έγινε, τι έπαθε « η πατρίδα, και εις Κόρθο κι’ άλλα μέρη ώσο οπού ’ρθε ο Κυβερνήτης; ’Στην αρχή δεν τον ρεθίζετε εσείς οι μεγαλοκέφαλοι και ήτον με την πατρίδα. Τον αγαπούσε όλος ο λαός και δυο χρόνια κυβέρνησε καλά. Ύστερα περιλάβετε εσείς τον Κυβερνήτη – πόσοι τάφοι έγιναν εις Σπάρτη και Μεσσηνία, εις Πόρον κι’ αλλού και πού κατάντησε η κυβέρνησή του; Ύστερα πιάστη με τους Μαυρομιχαλαίγους. Σας έλεγαν άνθρωποι γνωστικοί να κλίνετε κ’ εσείς την θέλησή σας, καθώς συγκατάνευε κ’ ο Κυβερνήτης, ν’ αγαπηθή μ’ αυτούς· δεν στάθη τρόπος. Και χάθη κι’ αυτός και η πατρίδα διατιμήθη.
Σκοτώνοντας ο Κυβερνήτης, πόσοι άνθρωποι χάθηκαν εις τ’ Άργος εξ αιτίας σας και πόσοι σε όλο το διάστημα οπού γυρίσαμεν εις τ’ Ανάπλι; Εις τ’ Άργος ύστερα γύρευε η συντροφιά σας να χτυπήσουν τους Γάλλους – στρατέματα της Συμμαχίας! Αυτείνοι με δύναμη και μ’ όλα τ’ αναγκαία κ’ εμείς με χωρίς φουσέκια ηθέλαμεν να τους σκοτώσουμεν! Κι’ αναντιώθηκα εγώ εκεί και κιντύνεψα· και κρυφίως έφυγα· και ύστερα εις το κονάκι του Χατζηχρήστου ήρθαν ο Κριτζώτης, ο Νότης και οι άλλοι και μίλησα όλων των αξιωματικών και ρίχτηκαν απάνου εις τους αρχηγούς τους, οπού ‘χαν ορκιστή να βαρέσουν τους Γάλλους να τραβηχτούν αυτείνοι. Δεν ήρθαν οι φίλοι σας μόνοι τους εις το Κιόσκι του Αναπλιού κι’ Αγροκήπιον; Κ’ εγώ πήγα εις τ’ Ανάπλι και ‘σύχασα τους γκενεραλαίγους τους Γάλλους, οπού ’ρεθίστηκαν κ’ έλεγαν ότ’ είναι γενικόν κίνημα και ήταν αναντίον γενικώς της πατρίδας. Κι’ ως αδύνατοι οι Κολοκοτρωναίγοι κι’ ο Τζαβέλας και οι άλλοι φύγαν οπίσου ευτύς, αφού μάθαν ότι δεν έχουν άλλους συντρόφους· κ’ έμεινε αυτό διά την ώρα. Και ύστερα ο Τζόκρης, ο Κριτζώτης κι’ άλλοι θέλησαν να κάμουν αυτείνη την γενναιότητα εις τ’ Άργος αναντίον των Γάλλων και πιάστη το ντουφέκι. Δεν σκοτώθηκαν περίτου από τρακόσοι άντρες κι’ αθώα γυναικόπαιδα; Και γύρεψα την άδεια εσάς των κυβερνήτων και ήρθε κι’ ο Ρουάν, ο πρέσβυς της Γαλλίας, και σας είπε να μου δώσετε την άδεια από την αυγή να πάγω να μιλήσω με τους γκενεραλαίους, οπού είχα εις την φιλίαν τους, διά να σβέση αυτό το κακόν, να μην πάθη τόσος αθώος κόσμος, και δεν θελήσετε – μόνον ο Κωλέτης ήταν σύνφωνος με την γνώμη μου – και το δειλινό μ’ αφήσετε και πήγα, οπού ‘χε τελειώση το κακόν· και μιλήσαμεν των γκενεραλαίγων κι’ όλων των αξιωματικών εγώ, ο Μήτρο Ντεληγιώργης, ο Δανίλης Πανάς, οπού μας στείλετε η Κυβέρνηση και οι πληρεξούσιοι κι’ όλοι οι πολίτες να ειπούμεν την μεγάλη λύπη οπού δοκιμάσετε ακούγοντας αυτό το δυστύχημα. Και τους καταπραγύναμεν και σήκωσαν την αγανάχτησίν τους, οπού ’χαν γενικώς εις το Έθνος.
Πόσοι τάφοι άνοιξαν εις την Τροπολιτζά, οπού πήγε ο Γρίβας και οι Κολοκοτρωναίγοι; Τι έπαθαν οι κάτοικοι και πού τους κατοίκισαν; Ήμουν κ’ εγώ με τον Ντεληγιώργη, με το σώμα μας, πρωτύτερα εκεί – πήγα και μάζωξα τους κατοίκους από τα σπήλαια και τους ήφερα και κάναν το εμπόριον τους, οπού ήταν τόσα ασκέρια. Πειράχτη τίποτας; Πόσο ξύλο τους τίναζα μέσα εις το παζάρι; Και δι’ αυτείνη την ησυχίαν και τάξη ούτε τους μιστούς μας ολουνών εμάς δεν μας δώσετε! Δεν πληρώσετε τον Ζέρβα κι’ αλλουνούς και δέσαν τους πληρεξούσιους του Έθνους εις την Πρόνοια; Δεν αφανίστη όλος ο κόσμος εκεί; Δεν κόβαν το νερό σήμερα ο ένας κι’ αύριον ο άλλος και πλερώνονταν και τ’ άφιναν, οπού θα σκάζαμεν όλοι μέσα εις τ’ Ανάπλι; Τι έπαθε το Μισολόγγι και τ’ Αντελικό από τους Γριβαίους; Το ‘παθε χερότερα από τους Τούρκους.
Όταν ήρθε ο Βασιλέας, ποιος τους ’ρέθιζε τους αγωνιστάς; Η αφεντειά σας οι μεγάλοι πολιτικοί. Και πήγαν εις την Τουρκιά και χάθηκαν οι περισσότεροι. Και τόσοι άλλοι χάθηκαν εις την Πελοπόννησο, οπού σκοτώθη ο Κρίτζαλης κι’ άλλοι, και εις την Σπάρτη κι’ αλλού. Και τόσοι εις τα τριάντα έξι, οπού χάθη το άνθος του Έθνους. Και τόσους οπού έκοψε η τζελατίνα και τόσοι οπού πέθαναν εις της φυλακές. Και τόσοι εις της διάφορες εκλογές εσάς των Εκλαμπρότατων πολιτικώ μας. Σας ερωτώ, εσάς τους Εκλαμπρότατους και μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ελλάδος αρχή και τέλος· αν ήρθετε από καλωσύνη σας να μας φωτίσετε, να μας λευτερώσετε, διατί να χυθούν αυτά τα αίματα οπού χύθηκαν και η πατρίδα να είναι εις την κατάστασιν οπού είναι ως την σήμερον, και να γένη αυτείνη η δυστυχία γενικώς εις τους τίμιους ανθρώπους; Και να θέλουν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρούσσοι, οι Αουστριακοί ή άλλο κράτος να μας κυβερνήσουν με το μέσον το δικόν σας;
Η αφεντειά σας, οι ξενοφερμένοι πατριώτες, ήστε και οι πρώτοι πολιτικοί και οι δεύτεροι και οι τρίτοι και οι τέταρτοι και οι πέφτοι και οι έχτοι κι’ ακόμα εις όλα τα πράματα της πατρίδας· αν είχετε αρετή κι’ ομόνοια, γένονταν αυτά; Διατιμιέταν το δυστυχισμένο, το αθώον Έθνος; Μπαίναν όλοι οι μπερμπάντες παντού; Πότε συβουλέψετε το στρατιωτικόν πατριωτικώς, κι’ αυτό εβήκε από τα καθήκοντά του και δεν σας άκουσε; Μεγαλύτερον είχαμεν εις την Πελοπόννησον τον Κολοκοτρώνη· όπως του λέγετε έτζι έκανε· «πολέμα υπέρ της πατρίδος», πολέμαγε· «κάνε εφύλιους πολέμους», έκανε. Ήταν ο Δυσσέας εις την Ανατολική Ελλάδα· από τίνος συβουλή επέταξε το ντουφέκι κ’ έβαλε το καλαμάρι κ’ έγινε πολιτικός και φατριαστής ο στρατιωτικός; Από δική σας. Έστειλε ο κύριος Κωλέτης εις τον Δυσσέα τον Αλέξη Νούτζο και τον σκότωσε αυτόν και τον γενναίον και τίμιον Παλάσκα. Ο Δυσσέας τους σκότωσε, αλλά ο Κωλέτης και η συντροφιά του τους έστειλε – ή εκείνοι σκότωσαν τον Δυσσέα, ή ο Δυσσέας αυτούς, όφελος του Κωλέτη και της συντροφιάς του ήταν. ‘Υστερα σκότωσε και τον Δυσσέα.
Είπα τα πατρικά σας αιστήματα και τον πατριωτισμόν οπού δείξετε όλοι σας, οπού κοπιάσετε να μας λευτερώσετε. Αυτείνοι είναι οι αγώνες σας. Είχαμεν τόσα σπίτια σημαντικά και εις την Ρούμελη και εις την Πελοπόννησο και νησιά, οπού πραματικώς θυσιάσαν διά την πατρίδα. Πού είναι τώρα; Χάθηκαν τα περισσότερα. Τα παιδιά μας και πολλοί οπού ζούνε από αυτούς στραβώνουν μυίγες μέσα εις τους δρόμους της ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν απόξω ορθόδοξοι χριστιανοί και σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοί αρχηγοί, τόσοι νοικοκυραίοι – τα παιδιά τους κι’ όσοι ζούνε λένε «ψωμάκι» οι περισσότεροι, και πούν’ το; Εσάς σας τιμήσαμεν, σας δοξάσαμεν, σας κάμαμεν Εκλαμπρότατους, αντιπρόσωπους εις τα δυνατά έθνη. Και πληρώνεστε χοντρούς μιστούς. Ότι σας κάμαμεν σημαντικούς και βέβαια θέλετε και καλούς μιστούς να ζήσετε. Ενώ εμείς και πρώτα και τώρα ζούμεν όπως μπορέσωμεν – όμως οι Εκλαμπρότητές σας δεν θέλομεν να κακοπορέψετε· κι’ αν σας ιδούμεν δυστυχείς λυπώμαστε κ’ ευτύς θαν’ αναπάψωμε τα δεινά σας. Κι’ ως τίμιοι άνθρωποι αυτό πρέπει να κάμωμεν διά ν’ αναστήσωμεν στύλους εις την πατρίδα μας από ανθρώπους άξιους να την βοηθούν, καθώς κάνουν όλα τα έθνη. Εμείς αυτό αρχή και τέλος το ακολουθούμεν εις την Εκλαμπρότη σας· η Εκλαμπρότη σας τι κάμετε ’σ εμάς;
Όταν θα ’ρχονταν ο Βασιλέας από την Μπαυαρία, δεν έπρεπε, αν ήσασταν καλοί ποιμένες, να συναχτήτε όλοι εσείς, οπού μας κυβερνάγετε, και να συνάξετε κι’ άλλους προκρίτους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, και να τους ειπήτε· «Ό,τι διχόνοιαν έχομεν αναμεταξύ μας το ’να το κόμμα με τ’ άλλο (οπού η καλωσύνη σας μας κάμετε κόμματα· και να ειπήτε), τώρα έρχεται διαδοχικός βασιλέας και πρέπει να μονοιάσουμεν αναμεταξύ μας, να μας εύρη μονοιασμένους, να μας εύρη έθνος κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας και τοιούτως να μας διατηρήση και με τοιούτους νόμους να μας κυβερνήση». Και να ειπήτε ολουνών των οπλαρχηγών· «Να πάρετε τ’ ασκέρια σας και να τοποθετηθήτε ’σ εκείνο, ’σ εκείνο το μέρος· και να παίρνετε το ψωμί σας και ν’ αφήσετε ήσυχους τους πολίτες να κάνουν το έργον τους, να είμαστε όλοι καθείς εις την θέσιν του ώσο οπού να ’ρθη ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία να μας εύρη τοιούτους. Και θα τους μιλήσουμεν διά τα δίκια γενικώς και πολίτων και στρατιωτικών». Αν κάνετε αυτό, ποιος θ’ αντίτεινε, Εκλαμπρότατοι; Εσείς να συστηθήτε! Κι’ αποδείξατε και σε όλους τους ξένους και εις τον ίδιον τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία τι θερία ήσασταν κι’ ότι η αρετή σας και τα πλούτη σας βάστηξαν αυτό οπού έγινε βασίλειον. Βάλετε τον υπουργόν Ζωγράφο των Στρατιωτικών τότε κ’ έφκειασε μίαν προκήρυξη κ’ έλεγε από τον Κολοκοτρώνη και κάτου ως τον μικρότερον στρατιωτικόν είναι όλοι λησταί και μπερμπάντες. Δεν εβάλετε κι’ αυτό εις την προκήρυξη· ό,τι έκανε ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του ποιων σκέδια ήταν; Ήταν του Μεταξά, ήταν του Ζαΐμη, του Ντεληγιάννη κι’ αλλουνών. Ό,τι έκαναν οι ναυτικοί ήταν των ανωτέρων τους πολιτικών· ό,τι έκαναν οι άλλοι ήταν του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου. Κι’ ό,τι λάφυρα έκανε το ’να το κόμμα και σκοτωμούς του αλλουνού του αδύνατου, τα ’κανε κ’ εκεινού του κόμματος γύμνωνε τους κατοίκους. Κι’ όποιος δεν ήθελε ν’ ακούση την συβουλή σας και την διαταγή σας, Εκλαμπρότατοι, και ήταν τίμιος άνθρωπος και λυπάταν τους ομογενείς του, τους συναγωνιστάς του τους κατοίκους και δεν είχε αυτείνη την ψυχή να τους γυμνώση και να τους πάρη την χαψιά από το στόμα τους, να πεθάνουν αυτείνοι και η φαμελιά τους, αυτόν δεν τον λέγετε τίμιον τον τοιούτον, αλλά τον λέγετε ανάξιον και άναντρον.
Η αφεντιά σου ο ίδιος, κύριε Μεταξά, μας είπες αυτό του Μήτρου Ντεληγιώργη κ’ εμένα όταν σας δείξαμεν τα ευκαριστήρια του Επιθεωρητή εις την Τροπολιτζά, οπού η δική μας η διαγωή έδωσε παράδειμα και εις τ’ άλλα τα σώματα, οπού ’ταν τόσα σε όλα τα χωριά και εις την πολιτεία· κι’ αφού ως μέλη της Κυβερνήσεως σού είπαμεν διά την μεγάλην ευταξίαν των ανθρώπω μας, οπού τους ξεποδαριάζαμεν νύχτα και ημέρα και προφυλάγαμεν τους κατοίκους χώρα και χωριά, και σου είπαμεν αυτό διά να χαρής και να ευκολύνετε τους πενήντα φοίνικες, οπού αποφασίστηκαν γενικώς σε όλα τα σώματα εις τον κάθε άνθρωπον, και να μας στείλετε κ’ εμάς σε μίαν επαρχίαν, η απάντησή σου ποια ήταν; Ότ’ ήμασταν ανάξιοι και δεν γυμνώσαμεν κ’ εμείς καθώς και οι άλλοι! Μ’ εφτακόσιους τόσους ανθρώπους δεν ήταν αξιότη, ήταν αναξιότη! Και δεν μας δώσετε εμάς των ανάξιων ό,τι εδώσετε εις τους φίλους σας. Μας στείλετε εις το Μυστρά· κ’ έστειλε κι’ ο κύριος Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη εκεί, κ’ εμάς μας παράγγειλε θα μας πλερώση από άλλο μέρος, ως υπουργός τότε της Οικονομίας. Όταν του ζητήσαμεν, μας είπε σώθηκαν όλα· και πλερώσαμεν εξ ιδίων μας τους ανθρώπους. Και του Ντεληγιώργη του δόθηκε διαταγή να τα λάβη από το Μισολόγγι κ’ εμένα μου δόθηκαν υποθήκη οι Μύλοι του Γράδου ν’ αποπλερωθώ από εκεί· κι’ ως την σήμερον δεν έλαβα τίποτας όξω από τέσσερες χιλιάδες δραχμές οπού έλαβα όταν μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός και υπουργός της Οικονομίας παύοντας η Συνέλεψη. Και τότε δι’ αυτό έβαλες τον τυπογράφο σου Φιλήμονα, κύριε Μεταξά, και ξιστόριζε της κατάχρησες του Μαυροκορδάτου. Όταν έπαψε αυτός και μπήκε ο Κωλέτης και η Εκλαμπρότη σου εις την Οικονομίαν, έλεγε ο αγαθός σου φίλος Φιλήμονας, ότ’ ήμασταν ’γγισμένοι· «Αφάνισε το ταμείον και ο Μακρυγιάννης». Και σας έκαμα την απάντησιν εις τον τύπον πώς ήταν αυτές και πού της έδωσα – σε χρέος της Μεταβολής· κ’ έβαλα εξ ιδίων μου κι’ άλλες χίλιες πεντακόσες και πλέρωσα. Ότ’ η Εκλαμπρότη σου μόνον είκοσι πέντε δραχμές θυσίασες εις αυτείνη την μεταβολή, κι’ όσοι άνθρωποι αγωνίζονταν σου έλεγα να τους βάλης να φάνε κομμάτι ψωμί και με τα «σήμερα, ταχιά» – ενταυτώ εγώ τους ζωοτρόφιζα.1
Η προκήρυξη του Ζωγράφου ήταν ότι ο Βασιλέας κι’ όλοι οι άλλοι να ιδούνε ότι όλος ο αγώνας και οι θυσίες έγιναν από σας τους πολιτικούς, και το στρατιωτικόν όλοι θερία. Κι’ από τον ζήλο σας τον μεγάλο προς την πατρίδα υποφέρνεταν αυτά τα θερία ώσο οπού ’ρθε ο Βασιλέας για να τιμωρηθούν αυτοί ως λησταί και οι Εκλαμπρότητές σας ως σωτήρες ν’ ανταμειφτήτε. Και διά να δυναμώσετε την προκήρυξη του Ζωγράφου τι κάμετε εις τους αγωνιστάς; Πόσον ’ρεθισμόν αναντίον του Βασιλέως και της Αντιβασιλείας! ’Ρεθίσετε τα στρατέματα, οπού ήταν χωρίς αξιωματικούς εις τ’ Άργος και εις τα χωριά, για να τους αποδείξετε κι’ όντως θερία κατά την προκήρυξή σας. Και ήρθαν τα στρατέματα ως απόξω εις τ’ Ανάπλι. Και τότε οι Μπαβαρέζοι με το ταχτικόν τους έστειλαν εις τους Τούρκους ξυπόλυτους και γυμνούς· και βάλαν Τούρκον αρχηγόν· και χάθηκαν οι περισσότεροι διά να στερεωθούν τα γραφόμενα της προκήρυξής σας.
Οι Εκλαμπρότητές σας ήσασταν άγιοι εις τον Αγώνα και λευτερώσετε την πατρίδα, και το στρατιωτικόν όλοι λησταί και θερία ανήμερα! Και πώς υποφέρετε μ’ αυτούς; Ήταν τα πατριωτικά σας αιστήματα και οι γενναίες σας θυσίες προς όφελον αυτής της πατρίδας! Αυτό εφάνη κι’ από τον διορισμόν εις τα τάματα των συντρόφωνέ σας. Και πήγα κ’ έβαλα με δάκρυα εις τον Αϊντέκ αυτά υπόψει του και σε τι θα καταντήσωμεν όταν αδικήται το δίκιον. Και τα χάλασε όλα αυτά. Μίλησα και του Βασιλέως, όταν παρουσιάστηκα. Και μπήκε σε συμπάθειον ο Βασιλέας και η Αντιβασιλεία. Τότε με βάλετε ’στην οργή της Αντιβασιλείας. Τότε έφυγα και ήρθα εδώ· και ήρθε κι’ ο Ψύλλας και μου είπε τα ίδια ως υπουργός του Εσωτερκού. Μου είπε ότ’ ήμαστε όλοι λησταί. Τότε εστείλετε άνθρωπον να με ’ρεθίση και τον πλάκωσα με το δαυλί. Κι’ ο Κωλέτης μο ’στειλε τον Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε όλους τους οπλαρχηγούς εις τ’ Ανάπλι. Κ’ έπαθαν τόσοι αγωνισταί. Και χάθηκαν από την τζελατίνα κι’ από το ντουφέκι. Από αυτόν σας τον πατριωτισμόν και θυσίες μπήκετε σε σημαντικές θέσες, γίνετε πρέσβες με χοντρούς μιστούς και με πλήθος σταυρούς. Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής· κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον – είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.
Εις την Αθήνα με δυο χιλιάδες ιππικό του Κιουτάγια και με πλήθος πεζικόν σκοτώθηκαν Έλληνες εφτακόσοι ή οχτακόσοι· σε μια εκλογή του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του εις την Μεσσηνίαν και Σπάρτη οι σκοτωμοί πέρασαν αυτόν τον αριθμόν. Και οι κάτοικοι καταφανίστηκαν κι’ από κατάστασιν κι’ από ζωντανά κι’ από δενδροφυτείες. Άσε του Κωλέτη – ούτε γράφονται, ούτε θέλουν γραφτούνε οι προκοπές του. Όμως αυτός δικαιολογέται, ότι η εδική σου η συντροφιά, κύριε Μαυροκορδάτε, άνοιξε αυτείνη την στράτα. Και πόσοι χάθηκαν και χάνονται ως την σήμερον και πόσοι θα χαθούμεν ακόμα κ’ εμείς δεν ξέρομεν. Ότι τα φώτα κι’ ο πατριωτισμός φαίνεται ως την σήμερον ολουνών.
Δείξατε τι πατριωτισμόν και τι εθνικά φρονήματα είχετε κ’ εσείς και οι συντρόφοι σας, οι ρήτορές σας οι φιλελεύτεροι, οι φόρτζα Σεπτεβριανοί και Συνταματικοί, οπού άφριζαν εις το βήμα κ’ ενθουσιάζαν γενικώς τους Έλληνες – με λόγια παχιά και μ’ ασκιά μ’ αγέρα. Τώρα αυτείνοι οι ρήτορες, οι φιλελεύτεροι, είναι όλοι σήμερον βουλευταί μ’ έλεος της Αυλής και των υπουργών. Τι κάνουν σήμερα αυτείνοι; Ό,τι κάμετε κ’ εσείς οι αρχηγοί τους. Ήσασταν πρώτα φιλελεύτεροι; Εις το υπουργείον τούτο, οπού ’ναι ο Χρηστίδης υπουργός, οπού ’ναι ο Γιωργαντάς ο γνωστός, οπού ’ναι τέλος πάντων το χτεσινό παιδί ο Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, αρνηθήκετε όλα όσα κάμετε· όσα είπετε σας βάλαν και τα γλύψετε σα να μην τα είπετε, και τότε κάμαν έλεος και σας βγάλαν βουλευτάς· και λάβετε την διαταγή κι’ οδηγίες του Ντεληγιάννη και πάτε πρέσβες οι Εκλαμπρότητές σας. Και οι ρήτορές σας ρητορεύουν εις το βήμα κι’ ό,τι νομοσκέδια δίνουν οι υπουργοί, «σοι, Κύριε». Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κ’ είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη». Όσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κ’ έτρεμαν να μην πάγη και παραμέσα και φκειάση κι’ άλλα τζαμιά. Κι’ από αυτόν τον φόβον κάποτε του πλέρωναν και φόρον. Κι’ όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέσουν κι’ αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού είμαστε.
Εγώ είμαι στενός τους φίλος, αυτό τους είναι γνωστόν. Τον Μεταξά τον έχω και κουμπάρο και σύντροφο σε μίαν μεταβολή, τον Κωλέτη κουμπάρο, το Μαυροκορδάτο το ίδιον – στενός φίλος από εξαρχής μ’ όλους. Δεν τους τα γράφω αυτά ως οχτρός. Εκείνα οπού έπραξαν γράφω. Και λέγω εις αυτούς και εις τους φίλους τους· αν φανταστούν ότι γράφω παραμικρόν ψέμα, έχουν το δικαίωμα να το αναιρέσουνε και να ειπούνε κ’ εγώ ό,τι έκαμα. Μπορώ ως άνθρωπος, κι’ αγράμματος κι’ απλός, να ’καμα περισσότερα, και δεν το αιστάνομαι ή δεν μπορώ να δικάσω του λόγου μου μόνος μου. Κάθε άνθρωπος εις τον εαυτό του κάνει τον συνήγορον, αλλά άλλες παρατήρησες θα κάμη η κατηγορία. Οι αναγνώστες τηράτε και τους τύπους αρχή και τέλος, μ’ όλον οπού ’ναι και φίλοι τους κι’ άλλα λένε κι’ άλλα κρύβουν· ότι έχουν την φιλίαν τους και την ανάγκη τους, ότι είναι πάντοτες σημαντικοί άνθρωποι και μπαίνουν σε σημαντικές θέσες. Εγώ είμαι απλός ιδιώτης και κηπουργός κ’ έγραψα αυτά χωρίς πάθος διά να φαίνωνται, να μην κατηγοριέται η πατρίδα. Εσείς λοιπόν, αναγνώστες, κι’ όλοι οι πατριώτες, οπού θα ζήσετε εδώ, να γένετε προσεχτικοί κριταί και να κρίνετε την αλήθεια και το ψέμα.
Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα.2 Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.
Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ’φημερίδες. Κι’ όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Διά ’κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κ’ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι’ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ’ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι’ αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότη.3
ΣHMEIΩΣEIΣ
1. Και τον μιστόν, το τρίτο, μου ’κοψε ο φίλος μου Ρόδιος· και κάνα παιδί των αγωνιστών δεν πλερώνει εις τους Ευέλπιδες, εγώ πλερώνω.
2. Λένε του αδερφού του Κορφιωτάκη· «Ο αδερφός σου έφαγε τόσα εθνικά υποστατικά και χρήματα του Έθνους· διατί να δώση της χήρας τώρα το Έθνος και τρακόσες δραχμές τον μήνα; – Ήταν άξιος και τα πήρε όλα αυτά, λέγει, κι’ από την αξιότη του αυτείνη τον έβαλε κι’ ο Βασιλέας δυο βολές υπουργόν, μίαν εις την Οικονομίαν (και διόρθωσε όλα αυτά οπού είχε κάμη και πήρε κι’ άλλα) – τώρα δι’ αυτά πλερώστε και τρακόσες δραχμές τον μήνα!» Κάνει το νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, ο υπουργός ο τωρινός της Οικονομίας. Πουλεί κι’ αυτός το σμυρίδι έντεκα δραχμές το καντάρι· του δίνουν δεκάξι· «Το ’δωσα τώρα» λέγει. Πιάνει ο Μπάλμπης, οπού ήταν υπουργός της Οικονομίας, τον συναδερφόν του τον Γιωργαντά Νοταρά, υπουργόν του Εσωτερκού, και του ζητεί τα όσα έχει κατακρατήση του Έθνους, 350 χιλιάδες δραχμές. «Κι’ αν δεν τα δώσης, του λέγει, δεν συνεδριάζομεν μαζί· απαρατιώμαι». Του λέγει ο Βασιλέας· «Είναι δεχτή η απαραίτησή σου». Κι’ απαρατήθη. Κι’ άλλα κι’ άλλα πλήθος τοιούτα.
3. Επειδήτις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε της ’φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ’ όλον οπού ’ναι τέτοιες Βουλές οπού ’περασπίζονται την κλεψιά και ’διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη· και μ’ όλον αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σημειώνω. Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα· εγώ τα ’γραψα αυτά όλα κι’ όποιος απ’ όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι’ όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι’ αναντίον μου ό,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος· όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν. Όμως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι’ όλα μου τ’ αποδειχτικά και τα χαρτιά μου – και τότε ας γράψη ό,τι ο Θεός τον φωτίση. Κι’ όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ’ εγώ έκαμα λάθη και κάνω· άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας.
[ Επίλογος ]
(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος Β΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)