Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόρθωσε να πείση τους Τούρκους να εγκρίνουν την επιστροφή των Αϊβαλιωτών στην πατρίδα τους και από το 1830 έως το 1840 οι Αϊβαλιώτες άρχισαν σιγά σιγά να γυρίζουν στην αγαπημένη τους πατρίδα, όπου βρήκαν τα πάντα ερειπωμένα και τα κτήματα σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί οι Τούρκοι δεν ήταν σε θέση να τα περιποιηθούν, να τα κλαδέψουν, να τα μπολιάσουν, να τα καλλιεργήσουν· ούτε τα ελαιόδεντρα, ούτε τις κυδωνιές, πολύ περισσότερο τα αμπέλια, που θέλουν τον αμπελουργό έντεκα μήνες το χρόνο μέσα στο αμπέλι, όπως λέγαν στο Αϊβαλί.
Οι Αϊβαλιώτες λοιπόν που γύρισαν, έπεισαν τους Τούρκους να αγοράσουν τα κτήματα. Έτσι πέντε πάνω πέντε κάτω, εισέπρατταν οι Τουρκαλάδες την αξία των κτημάτων, σαν να τα ’χαν κληρονομιά απ’ τους πατεράδες τους και φεύγαν για το εσωτερικό.
Επόμενο ήταν οι Αϊβαλιώτες να πέσουν με τα μούτρα, όπως λέμε, στα αγαπημένα τους κτήματα. Σε τρία τέσσερα χρόνια άρχισαν να αναλαμβάνουν οικονομικά και υπό καλή ηγεσία πάντοτε να φροντίζουν για τον εξοπλισμό των Κυδωνιών, σε εκκλησιές και σχολειά, νοσοκομεία κλπ. Εκεί που ήταν η Ακαδημία, κτίστηκε το γυμνάσιο των Κυδωνιών, το πρώτο γυμνάσιο του αποδήμου Ελληνισμού που αναγνωρίσθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στο Αϊβαλί άρχισε πάλι να μαζεύεται πλούτος. Τον θρήνο για ό,τι πολύτιμο χάθηκε τον αντικατέστησε η εργασία, που δίνει θάρρος και πραγματοποιεί ελπίδες για προκοπή και ευτυχία. Τα σχολειά γέμισαν πάλι μαθητές και δασκάλους. Τα ατμοκίνητα πλέον ελαιοτριβεία, τα σαπωνοποιεία, τα πυρηνοεργοστάσια δουλεύουν μέρα νύχτα, για να φορτωθούν στα ντόπια και ξένα καράβια τα εξαίρετα βιομηχανικά τους είδη ―λάδια, σαπούνια, κρασιά κλπ.― για την Πόλη και τη Μαύρη Θάλασσα, τις Ινδίες, τη Γαλλία. Η πόλη ξαναβρήκε τους Ευρωπαίους φίλους της, και σε πολλά περιοδικά και συγγράμματα άρχισε πάλι να μνημονεύεται.
Επιστροφή
(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)