Λίγο καιρό μετά τα γεγονότα αυτά, έγιναν οι καταστρεπτικοί σεισμοί της Μικράς Ασίας. Η Σμύρνη ανάστατη, έρανοι, φιλανθρωπικές αγορές και τέλος απεφασίσθη να δοθεί και μία παράστασις από ερασιτέχνας Έλληνες και Φράγκους. Εγώ έως τότε δεν είχα έλθει σε συνάφεια ούτε με τον θεατρικό ερασιτεχνικό σύλλογο τον «Αισχύλο» ούτε με τους άλλους ερασιτέχνας της καλής λεγομένης τάξεως.
Τους έγινε κάποια πρότασις να λάβω κι εγώ μέρος, αλλ’ απερρίφθη παμψηφεί. Τον λόγο δεν μπόρεσα τότε να τον εννοήσω. Η πείρα όμως κατόπιν μ’ εδίδαξε ότι οι ερασιτέχναι υπερβαίνουν κατά πολύ τους επαγγελματίες στο φθόνο και στη ζήλεια. Μα κι εγώ δεν έριχνα εύκολα τ’ άρματα. Έσπευσα αμέσως να ιδώ την πρόεδρον της επιτροπής κυρίαν Σεβαστοπούλου που είχα γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια.
Της είπα πόσο ποθούσα κι εγώ να λάβω μέρος και το δέχθηκε πρόθυμα.
– Σας δίνω το λόγο μου, ότι θα γίνει. Δώστε μου αυτό που σκέπτεστε να πήτε για το πρόγραμμά σας.
–Την «Eλεημοσύνη» του Παράσχου.
– Α! μπράβο, ταιριάζει πολύ στη φιλανθρωπική μας εορτή.
Η επίσημη και ιστορική έφθασε τέλος πάντων για μένα ημέρα. Η παράστασις εδίδετο στο Sporting Club. Απ’ όλο το πρόγραμμα άρεσε πρώτα απ’ όλα η χαριτωμένη κωμωδία που έπαιξαν οι ερασιτέχναι, με κωμικό τον Ζερμπίνυ. Ο νέος αυτός, υπάλληλος σε κάποια τράπεζα, μεγάλης μορφώσεως και απ’ τους δοκίμους της εποχής εκείνης ποιητάς μας, θα τιμούσε την Ελληνική Σκηνή αν είχε το θάρρος να κάνει το σάλτο μορτάλε απ’ το πουπουλένιο κοινωνικό στρώμα στο σκληρό σανίδι του φτωχού μας θεάτρου. Δυστυχώς το ταλέντο του δεν μπορούσε να ξεφύγει το στενό κοσμικό περιβάλλον, τον κύκλο αυτόν που εξ ενστίκτου αντιδρά σε κάθε τι που ξεφεύγει απ’ τις έξεις του, απ’ τις συνήθειές του και που δείχνεται μέχρι μοχθηρίας εχθρικός σ’ όποιον τολμήσει να περάσει τα περιορισμένα σύνορα των αντιλήψεών του, περιβάλλον αρκετό μόνο να κορέσει όσους δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ τα τελματώδη επίπεδα του ερασιτεχνισμού.
Αν με διορίζανε ποτέ Υπουργό των Καλών Τεχνών (που θα ’ταν ένα απ’ τα εφτά θαύματα) θ’ άρπαγα απ’ τ’ αυτί ένα ένα αυτά τα παράσιτα της τέχνης και θα τα εξόντωνα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν πια να ξαναφανούν και να μολύνουν την ατμόσφαιρα. Αυτά τα νεοπλάσματα είναι η αιτία της ντεκαντέτσας. Μα, γιατί τότε, να μην έχωμε και γιατρούς ερασιτέχνας (αλλά οι μη επιστήμονες λέγονται βλέπεις αλμπάνηδες) και δικηγόρους… κτλ. κτλ. και να ’χωμε τέτοιους μόνον στην Τέχνη;
Είναι τάχα ευκολώτερη η Τέχνη μας απ’ την Επιστήμη τους; Δεν το πιστεύω. Ήλθε τέλος και η σειρά μου ν’ απαγγείλω.
Εβγήκα.
Η κοσμοπλημμύρα εκείνη μου φάνηκε όλη σαν μια μάζα. Δεν ξεχώριζα τίποτε. Νόμιζα πως βλέπω σε θαμπό καθρέφτη.
Αρχίζω τους πρώτους στίχους, χωρίς στόμφο, χωρίς τη συνηθισμένη πομπώδη απαγγελία, αλλά χωρίς να χαλάω και τον ρυθμό.
Απλά, παρακλητικά, όπως απλώνει κανείς το χέρι ικετευτικά και ζητάει να αποσπάσει το έλεος, να συγκλονίσει τις καρδιές των ανθρώπων και να τους ξυπνήσει τα φιλάνθρωπα ένστικτά τους.
Η «Ελεημοσύνη» του Παράσχου.
(Η φωνή μου έτρεμε απ’ τη συγκίνηση).
Εσείς όπου σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα
το χέρι σας το άσωτο και σφαλιστό απλώστε
και δώσετε και στο φτωχό και στη φτωχή μητέρα
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, Ελεημοσύνη δώστε.
Η ψυχολογική κατάστασις του κοινού απ’ τις μεγάλες συμφορές των σεισμοπαθών, η τρεμούλα μου απ’ την πρώτη εμφάνισή μου, ο παρακλητικός μου τόνος, όλα αυτά προκάλεσαν φρενίτιδα. Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα ώσπου να συνεχίσω.
Δυο δάκρυα που με κόπο συγκρατούσα είχαν θολώσει τα μάτια μου. Τη στιγμή εκείνη μια φωνή μού ψιθύριζε απ’ τα πιο κρύφια της ψυχής μου: Θα εγκαταλείψεις αδελφούς, αδελφές, πατέρα, μητέρα και θα ακολουθήσεις τον προορισμό σου. Τη στιγμή εκείνη οραματιζόμουνα. Η ψυχή μου έβλεπε μια μεγάλη αναγέννηση. Έβλεπε ένα Χρηστομάνο, την Άλκηστη, την πρώτη παράσταση της «Νέας Σκηνής», τη μυσταγωγία της βραδιάς εκείνης, και τ’ αυτιά μου ενωτίζονταν απ’ τα λόγια που ’βγαιναν σαν Ορφική λύρα με την κρυστάλλινη φωνή της Ειμαρμένης Ξανθάκη.
«Ήλιε και φως της ημέρας και τρεχούμενα σύννεφα εσείς που κλώθετε στα Ουράνια επάνω».
Κάτι σαν παραφορά, σαν τρέλλα με είχε πιάσει. Στο δωμάτιό μου ξεφώνιζα, από το πρωί ώς το βράδυ σαν παράφρων. Βραδιαζόμουνα στα πιο απόμερα κέντρα. Γυρίζοντας σπίτι στο δρόμο έλεγα στίχους. Οι άγνωστοι μ’ έπαιρναν για τρελλό, οι γνώριμοι με κοίταζαν άλλοι με οίκτον άλλοι με ειρωνεία.
Ο ηθοποιός Δημητρακόπουλος, εγύμναζε τους διαφόρους ερασιτέχνας δίνοντας εδώ κι εκεί παραστασούλες. Ήρθε και με βρήκε. Αποφασίσαμε να δώσωμε μαζί τη Γαλάτεια. Κατάφερα τον αδελφό μου Ντικ να παίξει το μέρος του Πυγμαλίωνος. Ήταν ωραίο παιδί. Σωστός έφηβος… Αλλά παράξενος και εκλεκτικός πολύ στη ζωή. Δεν του άρεσε αυτή που έκανε τη Γαλάτεια. Την εύρισκε άσχημη.
– Δεν μπορώ, βρε Μήτσο, να της λέγω λόγια ερωτικά.
– Μα τι υπερβολικός που είσαι, είναι χαριτωμένη, δεν είναι άσχημη.
– Για μένα είναι.
Αρχίζαμε την πρόβα.
Πυγμαλίων – εξύπνα, εξύπνα ότι μακρός παρήλθεν ήδη ο χρόνος Γαλάτεια (και ψιθύριζε κατ’ ιδίαν) Κοιμήσου και μη σηκωθείς ποτέ.
Μετά πέντε έξι πρόβες, ετράπη εις άτακτον φυγήν. Το ’σκασε και δεν ξανάρθε πια. Άδικα τον εξόρκιζα.
– Άσε με κάτω, βρε αδελφέ. Θέλεις την ημέρα της παραστάσεως καθώς θα γυρίσω να ιδώ το άγαλμα να παρατήσω τον Πυγμαλίωνα και να πάρω δρόμο με τη χλαμύδα;
Ευρήκαμε τότε για Πυγμαλίωνα τον ζωγράφο Συράκο. Είχε παίξει πολλές φορές ως ερασιτέχνης.
Προχωρήσαμε στις πρόβες. Εν τω μεταξύ για να βρίσκομαι σε κάποια ασχολία, εδέχτηκα να πάω ως συντάκτης στην εφημερίδα Journal de Smyrne που διευθυντής και ιδιοκτήτης της ήταν ο πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου, Joseph Murat. Αλήθεια δεν ξέρω γιατί (δεν εφρόντισα ποτέ να το εξακριβώσω αυτό), μερικοί απ’ την οικογένειά μας ήσαν καθολικοί –όχι πως θα ποζάριζα ότι κατάγομαι από την οικογένεια του στρατάρχου και βασιλέως της Νεαπόλεως Murat (αφού άλλωστε το όνομά μου ήταν Μουράτ). Ούτε θα κολακευόμουν κι αν πράγματι ήταν αλήθεια. Προτιμώ, όπως είπε και ο Ναπολέων, το γενεαλογικό μου δέντρο ν’ αρχίζει από μένα. Ούτε θα μου προσέθετε τίποτα αν λεγόμουν έτσι ή αλλιώς. Το πώς μου έμεινε οριστικά το όνομα Μυράτ και όχι Μουράτ, αυτό θα χρειασθεί να το αναφέρω, πρώτον για το περίεργον του πράγματος και δεύτερον για να ικανοποιήσω τον αγαπητότατόν μου φίλον κ. Ν. Ποριώτη ο οποίος στα προλεγόμενά του στη μετάφραση της Σαλώμης, χολωμένος από κάποια συνέντευξή μου σε μια εφημερίδα όπου είχα επαινέσει Τα Χαμίνια ως έργο βιομηχανικό, ενόμισε πως θα μ’ έθιγε για το μικρό αυτό μηδενικό που αφήρεσα απ’ τ’ όνομά μου. Μα κι αν ήμουν μηδενικό, η αφαίρεσίς του ή προσθήκη του δεν θ’ άλλαζε διόλου την κατάσταση. Δεν ήθελα τ’ όνομά μου να έχει τον κάπως τούρκικο χαρακτήρα και ευθύς εξ αρχής υπέγραφα Μυράτ. Κι έπειτα το είχα λίγο συνηθίσει να λέγομαι έτσι απ’ τη συνάφειά μας και συναναστροφή μας με τους Άγγλους. Αυτοί συνήθιζαν στο παιγνίδι του Φουτ-Μπωλ να μας φωνάζουν Murat και κάποτε Μίουρατ.
Ο Χρηστομάνος προτιμούσε τ’ όνομα Μουράτ. Όταν η «Νέα Σκηνή» πήγε για πρώτη φορά στη Σμύρνη εστάλη το πρόγραμμά μας στη λογοκρισία. Εκάλεσαν εσπευσμένα το Χρηστομάνο.
– Τι όνομα είναι αυτό; τον ρωτά ο λογοκριτής.
– Είναι ένας απ’ τους ηθοποιούς μου, του απαντά ο Χρηστομάνος κατάπληκτος για το αλλόκοτο της ερωτήσεως.
– Ναι, μα αυτό το όνομα δεν επιτρέπεται.
– Ο νέος αυτός, είναι από δω, Σμυρνιός. Έτσι λέγεται η οικογένειά του, έτσι γράφονται, έτσι τους λένε στο δρόμο, απαντά ο Χρηστομάνος.
– Ναι, τζάνεμ, απαγορεύεται τέτοιο όνομα στο πρόγραμμα.
Ο Χρηστομάνος κατάλαβε ότι τους πείραζε γιατί θύμιζε τον Σουλτάν Μουράτ.
Έφυγε με την υπόσχεση να τ’ αλλάξει.
Περνά απ’ το τυπογραφείο του Journal de Smyrne (τα προγράμματά μας βγαίνανε ελληνικά και γαλλικά για τα μέλη του Sporting Club). Κάνει τ’ όνομα Murat. Την άλλη μέρα νέα πρόσκληση στη λογοκρισία.
– Τι όνομα πάλι είναι αυτό; ρωτά ο λογοκριτής κάπως νευριασμένος αυτή τη φορά.
– Μου ’πατε να τ’ αλλάξω και τ’ άλλαξα.
– Βγάλε μπρε άντρωπε το u (και το πρόφερε παχιά παχιά) αυτό θυμίζει εκείνο κερατά στρατηγό μεγκάλο Ναπολέων.
– Πώς να το γράψω; τον ρωτά ειρωνικά ο Χρηστομάνος.
– Ε, βάλε τσάνεμ ένα ιγκρέκ και ιστέ διορτώτηκε δουλειά σου.
Ο Χρηστομάνος μου μετέφερε λιγωμένος απ’ το γέλιο την ανωτέρω σκηνή απαράλλακτα όπως την γράφω.
Κι έτσι στα πρώτα προγράμματά μας στη Σμύρνη φιγουράρω ως Myrat. Εγώ όμως αργότερα προτίμησα και μη προς κακοφανισμόν κανενός το u και όχι το y του λογοκριτή. Αυτά και πολλά θαρρώ για την ορθογραφία του ονόματός μου.
Εις το Journal de Smyrne μου ανέθεσε ο θείος τις διορθώσεις. Ήμουν δυνατός στη γαλλική ορθογραφία και τα ’βγαζα πέρα αρκετά καλά. – Μπαίναμε στο καλοκαίρι του 1899. Είχαμε ως μόνο θεατρικό θέαμα ένα μικροθιασάκο οπερέττας, τους Μπόβι Καμπέτσι, καλούτσικα καταρτισμένο που τα ολιγοστά μέλη του θιάσου αποτελούσαν σχεδόν μια οικογένεια. Περνούσαμε πολύ ευχάριστα τα βράδια μας στο θέατρο Κοκόλη με entrée-libre, ακούγοντας τους Κώδωνας της Κορνεβίλης, και πότε το Τσίνκουε πάρτε ντελ μόντο, όταν έφθασε η είδησις ότι έρχεται ο Θίασος του Δ. Κοτοπούλη.
Από τότε που κάηκε το μεγάλο θέατρο ο Κοτοπούλης δεν ξανάρθε στη Σμύρνη. Άγνωστος λοιπόν στην καινούργια φουρνιά. Ο μόνος καλά πληροφορημένος ήταν ο αδελφός του φίλου μου Νίκου, ο Πάνος Αμηράς, γνωστός πολύ σήμερα στο φιλολογικό μας κύκλο ιδίως απ’ τις εξαιρετικές επιτυχημένες μεταφράσεις των ρωσικών ποιημάτων. Μας περνούσε λίγα χρόνια (του ζητώ συγγνώμην αν βγάζω στη φόρα την ηλικία του) και είχε πάντα το βέτο στις συζητήσεις μας και στις φιλολογικές μας διενέξεις, ήταν δε από τους φανατικώτερους Βερωνιστάς. Όταν για πρώτη φορά μας επεσκέφθη η Βερώνη, αυτός είχε υψώσει ενθουσιώδης λάτρης τη σημαία του θαυμασμού και του φανατισμού. Ένα βράδυ μετά τις τρεις ή τέσσερις παραστάσεις της συναντηθήκαμε στο κέντρο που σύχναζε η νεολαία.
– Ε, είδες απόψε τη Βερώνη ως Διονυσία;
– Δεν πήγα ακόμη να την ιδώ.
– Α! μα είσαι φίλε μου ασυγχώρητος· είσαι άξιος αγχόνης.
Κι άρχισε να μου πλέκει το εγκώμιό της με λόγια αποθεωτικά και να κακίζει την εγκληματικήν μου αδιαφορία για τη μεγάλη καλλιτέχνιδα.
Του αποκρίθηκα με πόνο. – Γιατί μου τα λες αυτά; Αν ήταν στο χέρι μου δε θα ’λειπα βραδιά απ’ το θέατρο. Αλλά ξέρεις τον πατέρα, χωρίς την άδειά του δεν μπορώ να πάω πουθενά. Θα τον παρακαλέσω να μου επιτρέψει γι’ αύριο.
Την επομένη παίζανε Πριγκήπισσα της Βαγδάτης.
Α! μου λέγει από νωρίς ο Αμηράς, αυτό είναι Son cheval de bataille.
Επήγα. Έλεγα μόνος μου προ της παραστάσεως: Αν μπορέσει και γκρεμίσει απ’ το βάθρο το είδωλο που ’χω στήσει μέσα μου της Παρασκευοπούλου θα πει πως είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Η πρώτη πράξις μ’ άφησε ψυχρό. Επερίμενα τη δεύτερη. Σκεπτόμουνα, ίσως αυτή θα ’ναι το φόρτε της. Επέρασε και η τρίτη με μια εντύπωση μέτρια για μένα. Το νοήμον κοινόν γύρω μου εμαίνετο. Έκανα τη σκέψη, ή όλη αυτή η μάζα αποτελεί έναν ηλίθιον ή εγώ είμαι κουτός και ο άμοιρος του ωραίου.
Συναντώμεθα με τον Αμηρά στην έξοδο.
– Ε, μου λέει, κι άστραφτε από χαρά. Ε! είδες θρίαμβο; Αποθέωσις.
– Ναι, τον είδα τον θρίαμβο και την αποθέωσιν του κοινού, όμως αυτά όλα δεν τα είδα στη Βερώνη.
Άνοιξε το στόμα του διάπλατο. Έπειτα μόλις συνήλθε.
– Τι λες βρε αθεόφοβε. Είσαι βέβηλος.
– Ίσως να μην είμαι ακόμα σε θέση να διακρίνω την αληθινή αξία. Ίσως να καταλαβαίνεις καλύτερα σαν μεγαλύτερός μου. Και σώπασα κρύβοντας στα κατάβαθα της ψυχής την αντίληψή μου, που σήμερα νοιώθω πως αν δεν ήταν απόλυτα δίκαιη, δεν ήταν όμως και απόλυτα άδικη. Τώρα όμως μου φαίνεται θα μπορέσω να καθορίσω κάπως και να ξεχωρίσω τις δυο αυτές αξίες που ελάμπρυναν με την αίγλη τους το θεατρικό μας στερέωμα και γαλβανίσανε, ενθουσιάσανε, λικνίσανε μια ολόκληρη εποχή, και φανατίσανε το κοινόν σε σημείο να το χωρίσουνε σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η Βερώνη ήταν στην εξωτερίκευση η τέχνη ντυμένη την ωραία εκθαμβωτική πορφύρα, είχε μεγάλο εφόδιο τη μόρφωση που φέρνει σε μια άμεση επικοινωνία τη ζωή με τα αισθητήριά της, την ψυχή με το πνεύμα.
Αλλά της έλειπε η εσωτερική απόλυτη αλήθεια.
Η τεχνοτροπία της ήταν εντελώς sui generis, τόσο αφύσικη αλλά και τόσο φυσικά δική της που θα ήταν οικτρά παραφωνία η απόπειρα απομιμήσεως. Γι’ αυτό και δεν είχε καμιά επίδραση στους ηθοποιούς που εργάσθηκαν χρόνια κοντά της, γι’ αυτό από το σύνολο του θιάσου της έλειπε πάντα η ενότης εκείνη που αποτελεί τη συνολική αρμονία. Ενώ αντιθέτως ένας Παντόπουλος είχε τόσο δυνατά αποτυπώσει τη σφραγίδα της ατομικότητός του, ήταν τόση η προσωπική του επίδραση στους ηθοποιούς ώστε να βλέπει κανείς όλους τους τότε κωμικούς της εποχής του να κινούνται, να μορφάζουν, να μιλούν με τέτοιο τρόπο, σαν να ήσαν μικρογραφίες του, σαν να ’βλεπες επί σκηνής πολλά Παντοπουλάκια. Επίδρασις και αυτή κακή.
Η Παρασκευοπούλου ήταν το πιο έμφυτο, το πιο αυθόρμητο, το ταλέντο που του έλειπε η intellectualité για να γίνει ακέραιο, καθάριο, πηγαίο, απόλυτο, για να φθάσει όχι μόνο στο επιστημονικό επίπεδο, στην πειθαρχία του πνεύματος, αλλά ώς εκεί που φθάνει κάθε μεγάλη μορφή, σαν δύναμις της παραγωγικής ζωής, να μεσουρανήσει, να λάμψει σαν πλανήτης πρώτου μεγέθους και όχι να περάσει σαν διάττων αστήρ. Για όλους τους μεγάλους μας ηθοποιούς θα ξαναμιλήσω πιο αναλυτικά στο δεύτερο τόμο.
Στο βιβλίο μου εκείνο θ’ ανοίξω την καρδιά μου διάπλατα και με ειλικρίνεια, όπως ο ανεπηρέαστος αναγνώστης ανοίγει ένα οποιοδήποτε βιβλίο να το διαβάσει καλόκαρδα. Απ’ το κόσκινο αυτό θα περάσω και τον ίδιο τον εαυτό μου και θα τον κοπανίσω, θα τον κοσκινίσω όπως και όπου νομίζω ότι λαθέφτηκε, σε όσα τρωτά θα μπορέσω να του βρω.
Εκατάλαβα, λίγο αργά δυστυχώς, πως η ζωή δεν είναι αίσθημα μόνο, αλλά περισσότερο υπολογισμός· κι αν εβάδιζα έτσι στο δρόμο μου πιθανόν να ήμουν λιγότερο καλλιτέχνης για τον εαυτό μου, αλλά ασφαλώς θα εξυπηρετούσα πολύ καλύτερα την Τέχνη και θεμελιώνοντας στερεότερα τον αντικειμενικό σκοπό της θ’ αναστήλωνα γερότερα, μεγαλοπρεπέστερα κάθε άλλον υποκειμενικό. Στο παραμικρότερο εμπόδιο εζάρωνα τον εαυτό μου σε μια γωνιά και άφηνα να ξεχυθεί όλη μου η περιφρόνηση. Δεν είχα το σθένος να οπλίζομαι, να πολεμώ, να ανατρέπω, να γκρεμίζω, ν’ ανυψώνω, ν’ ανοικοδομώ. Η αδυναμία ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
[Ερασιτέχνης ηθοποιός]
(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)