Ας γυρίσω λίγο προς τα πίσω για να δώσω μια εικόνα απ’ την παιδική ηλικία και τις εξωσχολικές ώρες της ζωής, που έχουν χαράξει όμορφες κι άσχημες πινελιές στην ψυχή μου.
Το Μετόχι είναι δυόμισι χιλιάδες περίπου στρέμματα βοσκότοποι και μερικά καλλιεργήσιμα χωράφια του μοναστηριού της Παναγίας Κατερινούς, που τα νοίκιαζε για δεκαετίες ο πατέρας μου ο Κώστας Χρέλιας και τα χρησιμοποιούσε για βοσκή των ζώων που αγόραζε για σφάξιμο στο κρεοπωλείο του που είχε στη Γαβαλού, και μάλιστα στο παζάρι που γινότανε στις 8 του Σεπτέμβρη. Μια μικρή εμποροζωοπανήγυρις που κρατούσε οκτώ μέρες. Κόσμος μαζευόταν από τα γύρω χωριά με τα μαρτίνια τους που ’χαν για πούλημα και κάθε λογής κατοικίδια ζώα, που τα μεγάλωναν για να τα πουλήσουν στο παζάρι και να αγοράσουν ό,τι χρειαζούμενα για το σπίτι και προπαντός για τις προίκες των κοριτσιών.
Η Γαβαλού έχει κι αυτή την ιστορία της. Είναι παλιά πρωτεύουσα της επαρχίας Μακρυνείας και έδρα δημαρχιακής περιφέρειας, όχι μόνο γιατί είναι κέντρο περιφέρειας αλλά γιατί είναι και γενέτειρα του οπλαρχηγού Κίτσου Μακρή, που, όταν ζήτησε ο βασιλιάς Όθωνας για υπασπιστή του έναν οπλαρχηγό που να μην έχει προσκυνήσει Τούρκο και του υπέδειξαν τον καπετάν Μακρή, αυτός αρνήθηκε απαντώντας «Εγώ δεν προσκύνησα Τούρκο, θα προσκυνήσω Βαυαρό;» και σηκώθηκε κι έφυγε από το Μεσολόγγι μαζί με τη γυναίκα του κι ήρθε στη Γαβαλού κι έζησε ώς το θάνατό του.
Σε τούτα τα βοσκοτόπια, που ήταν βακούφικα από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, πήγαινα κι εγώ με τον Ηλία Πανάγου και στήναμε το χειμώνα παγίδες και πιάναμε καλογιάννηδες.
Εκεί πάνω στο Μετόχι έμαθα και γράμματα, γιατί μόλις σχόλαγα από το σχολείο, πήγαινα να βοσκήσουν οι μαρτίνες του σπιτιού εκεί και έγραφα και διάβαζα της επομένης τα μαθήματα, και για να τα αποστηθίσω ―γιατί έτσι θέλανε οι καθηγητές να μαθαίνουμε τα μαθήματα, απ’ έξω χωρίς να παραλείπουμε ούτε ένα «και»―, φώναζα δυνατά κι ακουγόμουν στις γύρω ράχες. Τα καλοκαίρια όμως τις μαρτίνες τις πηγαίναμε για βοσκή στον κάμπο της Λαδικούς, μια παραλίμνια τοποθεσία. Ένα ρουμάνι με θεόρατα δέντρα που στους κορμούς τους σκαρφάλωναν οι αγριοκληματαριές, οι βάτοι και η αγράμπελη. Παρθένο δάσος με τα πελώρια μιλιόδεντρα και τα αιωνόβια πλατάνια. Ξεκινάγαμε το πρωί, βάζαμε μπροστά τις γίδες κι ακολουθούσαν τα σκυλιά μας και ξοπίσω το ξυπόλητο τάγμα, ο Νίκος ο Μυργιάννης, ο Γιάννης και ο Βαγγέλης ο Βίτσας και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, και καθώς ήμασταν ξυπόλυτα, χτυπάγανε τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μας στις πέτρες και ματώνανε. Δε χάναμε καιρό, αρπάζαμε ένα κομμάτι σβουνιά και τη βάζαμε απάνω στην πληγή να σταματήσει το αίμα. Βάζαμε με άγνοιά μας τον τέτανο. Είχαμε μπολιαστεί από χρόνια φαίνεται και είχαμε πάθει ανοσία, γιατί ζούσαμε κοντά στη φύση και η ίδια η φύση μάς προφύλασσε. Αλλά η λαϊκή φιλοσοφία λέει πως «πολλές φορές η στάμνα πάει στη βρύση μα μια μέρα θα ραγίσει». Αυτό συνέβη με την αδερφή μου την Κούλα, που πήγε στο βουνό μ’ άλλα κορίτσια για ξύλα και χτύπησε στη φτέρνα από ένα καρφί κι έπαθε τέτανο.
Τούτο το περιστατικό είχε τόσα απρόοπτα. Το βράδυ στον ύπνο της ξύπνησε με πονοκέφαλο. Όλη τη νύχτα υπέφερε το κορίτσι. Το πρωί ήρθε ο γιατρός, έδωσε κάτι φάρμακα, αλλά δεν κάνανε τίποτα. Δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Το βράδυ μας φέρνουν και καλά μαντάτα από το Αγρίνιο. Είδαν τον αδερφό μας τον Λάμπη που είχε έρθει από την Αλεξανδρούπολη όπου υπηρετούσε. Έρχεται ο Καμάρας που έκανε συγκοινωνία και φωνάζει τη μάνα, «Τα συχαρίκια, Γοργώ, ο γιος σας ήρθε στο Βραχώρι». Το βράδυ παίζαμε πεντόβολα μέσα στο σπίτι, εγώ, η Αμαλία και η Κούλα, που δεν ένιωθε καλά, μα με τη σκέψη πως αύριο θά ’ρθει ο αδερφός μας που είχαμε να τον δούμε πολύ καιρό, έκανε κουράγιο. Αργά όμως η Κούλα πονάει και κλαίει. Πονάει το κεφάλι της. Αναστατώθηκε το σπίτι, ο τέτανος έκανε τη δουλειά του, η Κούλα έμεινε αβοήθητη κι ώσπου να φέξει ξεψύχησε προφέροντας το όνομα του αδερφού μας. Το απόγιομα την κηδέψαμε. Ο Λάμπης δεν ήξερε τίποτε και μόλις φτάνει, βλέπει κόσμο στην αυλή του σπιτιού μας. Κατεβαίνει από την άμαξα του Καμάρα, τρέχει στο σπίτι κι εκεί μαθαίνει πως ο κόσμος που είναι μαζεμένος στην αυλή μόλις γύρισε από την κηδεία. Ποιον να παρηγορήσουν, τους γονείς ή τον αδερφό, που δεν πρόλαβε να φιλήσει έστω και νεκρή την αδερφή του που της είχε ιδιαίτερη αγάπη και αδυναμία.
Το καλοκαίρι σαν παιδιά ήμασταν ανήσυχα. Τα μεσημέρια δεν κοιμόμαστε, το σκάγαμε ξυπόλυτα και πηγαίναμε στα Γιάργια, κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής που είναι στη λίμνη. Τα Γιάργια είναι άνοιγμα καθαρό από νεροκάλαμα και παπύρια (ψαθιά). Εκεί μαθαίναμε κολύμπι, φτιάχνοντας σωσίβια με δυο μάτσα παπύρια που τα δέναμε παράλληλα με σχοινιά ή βούρλα και τα κάναμε σαν φορείο και ξαπλωμένα πάνω σ’ αυτά κρατιόμαστε στην επιφάνεια κι αρχίζαμε να κολυμπάμε. Τσαλαβουτιόμαστε ώρες ολόκληρες μέσα στα θολά νερά της λίμνης να δροσιστούμε κι όταν βγαίναμε και μας ζέσταινε ο μεσημεριάτικος ήλιος, μας τρέλαινε μια φαγούρα άλλο πράμα. Φτάναμε στο σημείο να βγάζουμε τα πουκάμισά μας και να κυλιόμαστε, όπως τα γαϊδούρια, πάνω στα ξερά χορτάρια ώσπου ματώναμε τις πλάτες.
Από τα Γιάργια πηγαίναμε και πάλι στο λόγγο όπου είχαμε δεμένες τις κατσίκες με φύλακες τα σκυλιά, που μας περίμεναν να τους πάμε αμοιβή για το φύλαγμα κανένα ξεροκόμματο. Βαδίζαμε στα χέρσα χωράφια που ήταν γεμάτα αγκάθια και τριβόλια που καρφώνονταν στις φτέρνες κι όταν τα βγάζαμε, πεταγόταν το αίμα τσαμπούνα. Δεν μας ένοιαζε, μαθημένα τα βουνά από χιόνια.
Σαν φτάναμε στο λόγγο κι αμολάγαμε τις γίδες να βοσκήσουν, ανάβαμε φωτιά κάτω από ψηλά δέντρα, για να μη μας προδώσει ο καπνός στον αγροφύλακα κι έρθει και μας πιάσει να ψήνουμε τα κλεμμένα καλαμπόκια.
[Eξωσχολική ζωή]
(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)