Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Φτώχεια και μπακαλόγατος στην Αθήνα
Γκέκας Κώστας

Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο Φθιώτιδας το έτος 1926. Το 1932 πήγα στο Δημοτικό Σχολείο με δάσκαλο τον Νίκο Βορτσέλα. Στην τετάρτη τάξη ο δάσκαλος μου έμαθε το εξής ποίημα, που θα έλεγα στις 25 Μαρτίου:
 
«Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου,
θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης,
να κατοικήσω στα βουνά και τις ψηλές ραχούλες».
 
Το είπα τόσο καλά, που παρόλο που άλλαξε ο δάσκαλος, συνταξιοδοτήθηκε, και ήλθε άλλος δάσκαλος, ο Ταξιάρχης Καραγιάννης, το ίδιο ποίημα με έβαλε και το είπα στις 25 Μαρτίου και στην πέμπτη τάξη.
    Το 1938 τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο με βαθμό «9», με άριστα το «10». Ο δάσκαλος μου είπε: «Όταν πάρεις το απολυτήριο να έλθει και ο πατέρας σου μαζί». Πήγαμε την άλλη μέρα, μας έδωσε ο δάσκαλος το απολυτήριο και λέει στον πατέρα μου: «Γιάννη το παιδί να το στείλεις στο Γυμνάσιο». «Τι λες, δάσκαλε, εδώ δεν έχομε να φάμε, πού να βρω λεφτά για εγγραφές και ενοίκια στο Καρπενήσι;». Απάντηση του δάσκαλου: «Κανόνισε και αν μπορείς να το στείλεις».
    Στο σπίτι μας ζούσαμε πολύ φτωχά, ακόμη και στο φαγητό μας: φασόλια, ρεβύθια, φακές, ξερό ψωμί και κουρκούτι. Αυτά ήταν τα φαγητά μας. Τα κτήματά μας ήταν τα πιο πολλά άνυδρα και σχεδόν μια ώρα μακριά από το χωριό.
    Βελτίωση δεν έβλεπα να γίνεται και αποφάσισα να φύγω για την Αθήνα. Με πήγε ο πατέρας μου στο Λιανοκλάδι στο τρένο και κλαίγοντας με αποχαιρέτησε.
 
 
Στην Αθήνα βρήκα δουλειά σε ένα μπακάλικο, στην οδό Κρίσης και Αίγλης στην Κυψέλη. Το αφεντικό με έβαλε στο πλυσταριό στην ταράτσα να κοιμάμαι, που η πόρτα δεν έκλεινε. Έτρωγα και έπαιρνα και 10 δραχμές την ημέρα.
    Οι δουλειές μου ήταν το πρωί. Πηγαίναμε στην αγορά στη Βαρβάκειο, αυτός με το τραμ, εγώ με τα πόδια και με καροτσάκι, στο οποίο μου φόρτωνε από την Αγορά διάφορα πράγματα και τα πήγαινα στο μαγαζί, στην Κυψέλη. Μετά έπαιρνα το ζεμπίλι και πήγαινα στη γειτονιά, στα σπίτια των πελατών, να πάρω παραγγελίες και στη συνέχεια να τους πάω στο σπίτι τα πράγματα.
    Το βράδυ, δίπλα από το μαγαζί, στην αποθήκη των κρασιών, είχαμε και 3 τραπέζια που πίνανε κρασί διάφοροι πελάτες. Εγώ καθόμουν στην άκρη και άκουγα τις συζητήσεις τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα απ’ αυτές τις συζητήσεις.
    Τον Οκτώβριο του 1940 μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί και σχεδόν όλοι οι άντρες ήταν στρατιώτες. Αυτοί που έμειναν πίσω, στα σπίτια, δεν είχαν χρήματα να ψωνίσουν και άρχισε το γράψιμο (βερεσές). Έτσι και εγώ έπαψα να πηγαίνω στα σπίτια για παραγγελίες. Σε έναν μήνα το αφεντικό μου λέει: «Όπως βλέπεις κι εσύ δεν έχομε δουλειά και πρέπει να φύγεις». Τότε άρχισαν και οι νίκες του στρατού μας στην Αλβανία και το χαιρόμουνα πολύ αυτό.
    Συγχρόνως όμως άρχισα να ψάχνω για δουλειά και σχεδόν σε δύο ημέρες βρήκα πάλι σε μπακάλικο, στην οδό Αλκαμένους και Πιπίνου, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Αυτός ο μπακάλης είχε και άλλον ένα υπάλληλο, που δούλευε στο μαγαζί. Πουλούσαμε και πάγο στα σπίτια. Κάθε μέρα ο ένας υπάλληλος πήγαινε με το καροτσάκι στην Αγορά να φέρει τα τρόφιμα στο μαγαζί και ο άλλος πήγαινε στο Εργοστάσιο του «ΦΙΞ», Καυτατζόγλου και Πατησίων, στη στροφή του Γαλατσίου, και έφερνε στο μαγαζί με το καροτσάκι 20 κολώνες πάγο.
    Την Άνοιξη του 1941 εκεί με βρήκε η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, που στη συνέχεια ήλθαν και στην Αθήνα. Τώρα τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν στην Αγορά. Βρίσκαμε λίγα πράγματα και η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει.
    Πέρασε ένας ενάμισης μήνας με Γερμανοϊταλική Κατοχή και μια μέρα που πήγαινα για να πάρω τον πάγο, στην οδό Πατησίων, λίγο πιο πέρα από την Πλατεία Αμερικής, σε μια μικρή στροφή του δρόμου –ήταν σκοτεινά, δεν είχε ξημερώσει ακόμα– επί της οδού Πατησίων ερχόταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο προς την Ομόνοια και δίπλα μου πέρασε με μεγάλη ταχύτητα ένα αυτοκίνητο-κούρσα. Σε μικρή απόσταση μπροστά μου, 80-100 μέτρα, ακούω έναν δυνατό κρότο και βλέπω το αυτοκίνητο που πέρασε δίπλα μου να ξεφεύγει από τον δρόμο και να πέφτει πάνω σε μια σιδερένια κολώνα του τραμ. Έτρεξα λίγο και πήγα κατά εκεί. Στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο ήταν τρεις Γερμανοί αξιωματικοί, οι δυο μπροστά ήταν νεκροί και ο άλλος, πίσω, ήταν ζωντανός, αλλά έβγαζε αίμα από τη μύτη και τα αυτιά του. Στον δρόμο καθόλου κόσμος. Προχώρησα λίγο πιο πάνω στον δρόμο, γιατί βιαζόμουνα να πάω να πιάσω σειρά για τον πάγο. Γύρω στα 70 μέτρα πήγα δεν πήγα, βλέπω να έρχεται ένα άλλο αυτοκίνητο κοντά στο τρακαρισμένο, με την Γκεστάπο. Βλέπω έναν Γερμανό και ερχόταν προς εμένα. Στάθηκα. Έρχεται κοντά μου και χωρίς να μου πει τίποτα, με πλακώνει στις κλωτσιές, μου έριξε μερικές και έφυγε, χωρίς να μου πει ούτε λέξη.
    Πήγα στο εργοστάσιο για τον πάγο και εκεί που περίμενα στην ουρά άρχισαν να με πονάνε τα πόδια μου και τα κωλομέρια μου. Φόρτωσα τον πάγο και γύρισα προς το μαγαζί. Δεν μπορούσα όμως να περπατήσω και παίρνω τηλέφωνο το αφεντικό και του λέω τα σχετικά και να στείλει τον άλλο υπάλληλο να με βοηθήσει. Το αφεντικό τότε μου είπε: «Δεν ήλθε ακόμη από την Αγορά. Έλα σιγά σιγά από την οδό Αχαρνών και μόλις έλθει θα τον στείλω». Σε καμιά ώρα περίπου ήλθε και ο άλλος, πήρε το καροτσάκι κι εγώ πίσω και φτάσαμε στο μαγαζί. Σχεδόν μια εβδομάδα δεν μπορούσα να περπατήσω.
    Μετά από λίγο καιρό, έναν ενάμιση μήνα, μια μέρα που ερχόμουν από την Αγορά με φορτωμένο το καροτσάκι, στην οδό Γερανίου, στη διασταύρωση με την Πειραιώς, ένα φορτηγό αυτοκίνητο γερμανικό, στη στροφή που πήρε ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και οι πίσω ρόδες διαλύσανε το καροτσάκι και σκορπίστηκαν τα πράγματα. Τηλεφώνησα στο αφεντικό να έλθει να μαζέψουμε τα πράγματα. Σε λίγη ώρα ήλθε με το άλλο καροτσάκι και τον άλλο υπάλληλο. Μαζέψαμε τα πράγματα, φορτώσαμε και το χαλασμένο καροτσάκι από πάνω και γυρίσαμε στο μαγαζί.
    Η δουλειά άρχισε να λιγοστεύει και σε λίγο καιρό το αφεντικό μού λέει: «Κώστα δεν έχομε δουλειά και πρέπει να φύγεις». Ο άλλος υπάλληλος ήταν συγχωριανός του και συγγενής του. Σκέφτηκα τότε τι να κάνω; Δουλειά δεν έβρισκα και αποφάσισα να γυρίσω στο χωριό. Θα ήταν Αύγουστος του 1941. Κι εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν καλά. Ο κόσμος ήταν απελπισμένος, σκλαβιά μαύρη, φως κανένα.

(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006)