Το αφιερώνω στον αξέχαστο αδερφό μου Λάσκο, παλιό κομμουνιστή-αγωνιστή από το 1931, δάσκαλο στην πορεία μου, πρωτοπόρο αντιστασιακό, κρατούμενο στην Ικαρία, Μακρονήσι και Αϊ-Στράτη.
Ιούλιο μήνα του 1947, στις 10, γίνανε σε μια νύχτα 3.000 συλλήψεις αριστερών, αντιστασιακών της Αθήνας και του Πειραιά με τα νέα μέτρα.
Ο Εμφύλιος έχει αρχίσει και γενικεύεται μ’ όλες τις συνέπειες, αλλά και με τις αυταπάτες μας πως θα εξελιχτεί για το καλό του λαού μας και της χώρας μας. Δεν με συνέλαβαν τότε και δεν είμαι μεταξύ των τριών χιλιάδων. Ήδη έχουμε αρχίσει να παίρνουμε τα μέτρα μας. Ο Μίμης Δεσποτίδης με πήρε μαζί με τον Παύλο Παπαμερκουρίου και πήγαμε να προφυλαχτούμε σε μια από τις αποθήκες του Κ. Βερόπουλου, στη Σοφοκλέους. Αυτό όμως δεν συνεχίστηκε και κοιμόμουνα κατόπιν σε μια θεία μου, στη συνοικία του Αγίου Σώστη.
Η δουλειά μου –η ευθύνη μου– αυτή την περίοδο ήταν β/ γραμματέας-μαζικός, επονίτικα, στον 5ο τομέα της Νότιας Αθήνας με κέντρο την Καλλιθέα. Επίσης, κομματικός με καθημερινή επαφή με την αντίστοιχη αχτίδα του ΚΚΕ. Ήμουν και γραμματέας της νόμιμης, με καταστατικό, ΤΕΠΑΣΑΚ (Τοπική Ένωση Ποδοσφαιρικών Αθλητικών Σωματείων Ανεξάρτητων Καλλιθέας), που συσπείρωνε πάνω από είκοσι σωματεία. Με βοηθούσε και μου έδινε κύρος σ’ αυτή την ευθύνη το γεγονός ότι ήμουν συγχρόνως και ποδοσφαιριστής. Από την Αθήνα με έβλεπε ο Παύλος Παπαμερκουρίου, πρώτος βοηθός του Νίκου Καρρά, υπεύθυνος όλης της επονίτικης μαζικής δουλειάς εκ μέρους της γραμματείας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας όπου ανήκε.
Επειδή ο 5ος τομέας της ΕΠΟΝ (Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο, Ταύρος και παραλία μέχρι τη Βούλα) παρουσίαζε με τη δράση του τα δύο πέμπτα της όλης μαζικής δουλειάς της Αθήνας και ενόψει της νέας κατάστασης που δημιουργήθηκε (παρανομία, μισοπαρανομία και νομιμότητα) ορίστηκε μια συνεργασία στις 21.7.1947 μεταξύ Νίκου Καρρά, Παύλου Παπαμερκουρίου και εμένα. Πραγματοποιήθηκε στο σπίτι επονίτη, του Παναγιώτη Γενάδη, στη γωνία των κτιστών προσφυγικών του Νέου Πόντου, Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη. Κράτησε τρεις ώρες, από τη 1 έως τις 4 το απομεσήμερο. Συζητήσαμε με βάση όλα τα χαρτιά και την οργανωτική λεπτομερειακή κατάσταση που είχα συντάξει. Με τον Παύλο Παπαμερκουρίου τρεις μήνες (Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο), ανταμώναμε κάθε τρεις και δύο μέρες. Λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, η ΕΠΟΝ έδινε βάρος στη νόμιμη μαζική δουλειά. Τη γραμματεία του τομέα για όλη τη δουλειά της ΕΠΟΝ την κράταγε, μέσω εμού, ο Β/ γραμματέας της Αθήνας, ο Μάνθος Τσιμπουκίδης. Επειδή όπως διαμορφωνόταν η κατάσταση αδυνατούσε να ανταποκριθεί, μου λέει: «Βασίλη σου στέλνουμε από το γραφείο της Σπουδάζουσας Αθήνας τον καλύτερο, τον Γρηγόρη Φαράκο». Τότε, για την ιστορία, στο γραφείο της Σπουδάζουσας ανήκαν ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, ο Λεωνίδας Κύρκος κ.ά.
Επί μία εβδομάδα, για την ακρίβεια τρεις φορές, με πολύωρες συνεργασίες-συζητήσεις, τον κατατόπιζα για όλη την οργανωτική κατάσταση του τομέα. Όμως, αυτό ήτανε, ξαφνικά ο Φαράκος εξαφανίστηκε. Φάνηκε καθαρά πως είχε εντολή να πάει στο βουνό. Όπως και έγινε.
Μετά τη συνεργασία με τον Καρρά και τον Παπαμερκουρίου, αφού χωρίσαμε, πηγαίνω σπίτι μου με προσοχή (δεν έμενα εκεί), πλένομαι, τρώω και φεύγω, γιατί στις 6 είχα ραντεβού με τη Βάσω, υπεύθυνη της ΕΠΟΝ για τον σύλλογο «Έσπερο». Έμενε (κι εκεί είχαμε ραντεβού, στο σπίτι της) στον συνοικισμό Χαροκόπου, πίσω και δίπλα από τη Χαροκόπειο Σχολή. Έξι παρά ένα λεπτό, στρίβοντας στη γωνία Θησέως και Ευαγγελίστριας, πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο με δύο της Ασφάλειας. Δεν ήτανε δυνατό να τους αποφύγω. Βγάλανε κάτι ταυτότητες και αφού με ρωτήσανε πώς λέγομαι με κράτησαν και με οδήγησαν στο ΙΑ/ Τμήμα της Καλλιθέας. Ήταν 21.7.47. Αυτό ήταν, ανήκα πια στις «σποραδικές συλλήψεις» όπως τις έλεγαν, που έγιναν μετά τις τρεις χιλιάδες μαζικές.
Κάθε μέρα και κάποιον έφερναν. Έτσι μαζεύτηκαν μέχρι τις 29 Ιουλίου άλλοι εφτά μαζί με μένα: Ηλίας Καταχανάς, Γιώργος Χατζόπουλος, Αρίστος Μοσχόπουλος, Στέλιος Ευκαρπίδης, Κώστας Παρόπουλος, Γιώργος Πλούτζης και ένας από την Ήπειρο, ονομαζόμενος Γκόνης. Το απόγευμα 29 Ιουλίου μας μετεφέρανε στον Πειραιά και μας φορτώσανε στο αρματαγωγό «Αλφειός». Ήτανε και πολλοί από την Πάτρα, την Κοκκινιά και άλλα μέρη της χώρας. Γύρω στα χίλια άτομα. Ξεκίνησε το καράβι και θεωρούσαμε φυσικό πως μας προορίζουνε για την Ικαρία. Μας είχανε τσουβαλιασμένους στο αμπάρι χωρίς καμιά επαφή με το κατάστρωμα. Μετά από ώρες μερικοί ναύτες προσπαθούσανε να έρθουνε σε επαφή μαζί μας από κάτι ανοίγματα. Τους ρωτούσαμε πού βρισκόμαστε και αυτοί μας έλεγαν πως πάμε για τον Αϊ-Στράτη. Δεν το πιστεύαμε. Το πρωί της επόμενης μέρας ακούσαμε τις άγκυρες να πέφτουνε κι ανοίγοντας τη μπουκαπόρτα επιβεβαιώθηκε ότι αράξαμε στη μεγάλη αμμουδιά της παραλίας του Αϊ-Στράτη. Μάλιστα, οι διοικούντες θέλανε να μας αφήσουν εκεί στο βάθος της παραλίας που ήταν άνυδρο και άδενδρο. Ύστερα από επιμονή μας και των άλλων εξόριστων του στρατοπέδου, που ήτανε διαμορφωμένο μετά το χωριό μέσα σε χωράφια, κήπους με πηγάδια ανάμεσα σε δύο χαράδρες, μας πήγαν και εμάς εκεί. Σ’ αυτό το στρατόπεδο είχανε φέρει κρατούμενους, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα. Τώρα ανακατευτήκαμε και εμείς από την Αττική, Πελοπόννησο, Κρήτη, Εφτάνησα κ.α. Με μια μικρή καραβιά από το στρατόπεδο της Σαμοθράκης ήρθαν περί τους 300 και συμπληρώθηκε ο αριθμός 5.500, στις οποίες περιλαμβάνονταν και 500 γυναίκες. Αυτά τον Αύγουστο. Πριν από τον Ιούλη είχανε απομείνει λιγότεροι από διακόσιους της παλιάς ομάδας, από το 1946, που προερχόντουσαν οι περισσότεροι από τη Βόρεια Ελλάδα. Σ’ αυτούς υπήρχαν περίπου 15 νέοι. Μέσα στο σύνολο των 5.500 ήταν και 300 νέα παιδιά, ξυπόλητα, χωρίς κουβέρτες, Σλαβομακεδόνες, που τα είχανε πιάσει στα χωράφια. Στους λίγους νέους από την παλιά ομάδα γραμματέας ήταν ο Γιώργος Μπαρογιάννης από τον Πύργο ή την Αμαλιάδα. Ωραίος, δούλευε το μυαλό του. Φαίνεται όμως ότι η παρουσία μεταξύ των γυναικών και ωραίων κοριτσιών του τραυμάτισαν τα αισθήματά του. Απολύθηκε μετά ένα μήνα, όταν άρχισαν να απολύουνε γυναίκες. Έκτοτε δεν φάνηκε πουθενά. Χίλιοι τριακόσιοι στους 5.500 είναι νέοι, αγόρια και κορίτσια. Τεράστια τα προβλήματα για το στρατόπεδο. Έπρεπε να στηθούνε σκηνές –όσο κι αν βοηθούσε που ήταν καλοκαίρι– να δημιουργηθούνε μαγειρεία, να μπούνε τα καζάνια για συσσίτιο, να δουλέψει ο φούρνος και να βγει ψωμί για όλους.
Σε αυτή την πολύπλοκη και δύσκολη κατάσταση με τα επείγοντα προβλήματα πάνω απ’ όλα χρειαζόταν πολλή δουλειά και σωστή οργανωτική αντιμετώπιση. Τις δύο τρεις μέρες γύριζα από το πρωί μέχρι το βράδυ και προσπαθούσα να πάρω μια αίσθηση της πραγματικότητας. Ήθελα πολύ να πάρω πρωτοβουλία και να συμβάλω. Ήρθα σε επαφή με τον παλιό γραμματέα των λίγων νέων της παλιάς ομάδας και τα βάλαμε κάτω πώς θα δουλέψουμε, τι μορφή θα δώσουμε στην οργάνωση των νέων, το περιεχόμενο και τη συμβολή μας στα κοινά και επείγοντα προβλήματα του στρατοπέδου. Έχει ήδη δημιουργηθεί η ΟΣΠΕ (Οργάνωση Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων). Κατά καλή τύχη επικεφαλής ήταν ο σ. Απόστολος Γκρόζος,1 παλαίμαχος συνδικαλιστής με μεγάλη πείρα. Είχε πέσει με όλη του τη δύναμη και την ψυχή του, με αποφασιστικότητα στη μάχη για τη λύση των άμεσων επειγόντων προβλημάτων του στρατοπέδου. Περνάνε οι ώρες, οι μέρες και δημιουργώ, ύστερα από σχετική έρευνα, μια επιτροπή Νεολαίας με έναν από την Καλαμάτα, άλλον έναν από την Κοκκινιά (Ευσταθιάδης), έναν Μακεδόνα από τη Νεάπολη, άλλον έναν από την Αθήνα και μια κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη (Πόπη Καράμπελη). Οργανώνουμε τους νέους σε τμήματα κατά χωράφι και τους εμπνέουμε το πνεύμα της πρωτοπορίας στις διάφορες υπηρεσίες που αφορούν τη ζωή του στρατοπέδου.
Προσπαθώ και έρχομαι σε συνάντηση με τον σ. Γκρόζο, που με δέχτηκε με ευχαρίστηση και κατανόηση. Έχω μαζί μου και τον Γιώργο (Μπαρογιάννη), τον γραμματέα της παλιάς ομάδας. Επί μισή ώρα αναπτύσσω στον πρόεδρο της ΟΣΠΕ τα ιδιαίτερα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η νεολαία και την υποδειγματική της συμβολή με τη συμμετοχή της στην όλη ζωή και δράση του στρατοπέδου. Ιδιαίτερα στέκομαι στο ζήτημα της μάθησης-μόρφωσης και της ψυχαγωγίας. Αφού με άκουσε με προσοχή και υπομονή, μου είπε: «Σύντροφε Βασίλη, κάνε όπως τα είπες και τα ξέρεις και θα έρθεις σε μένα ξανά μόνο αν είναι ανάγκη να λυθεί κάποιο από τα προβλήματα, αν είναι απαραίτητη η συμβολή μας και εάν σας μπει κανείς εμπόδιο».
Μένω σε μια σκηνή στην άκρη του πέρα τομέα με τους εφτά που προανέφερα από την Καλλιθέα. Αυτό κρατάει κάπου δύο μήνες. Ακολουθεί η «αποσυμφόρηση» με τις απολύσεις. Σ’ αυτό το διάστημα δένεται η οργάνωση του στρατοπέδου και ιδιαίτερα της Νεολαίας. Δεν υπάρχει χωράφι με τέσσερις ή πέντε σκηνές που να μην έχει ομάδα με δάσκαλο ή καθηγητή που να παραδίδει σχετικά μαθήματα. Παράλληλα δημιουργείται θεατρική ομάδα και ανεβαίνει το έργο του Μπόγρη Τα αρραβωνιάσματα, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο και την Πόπη.
Η ομάδα λειτουργεί κανονικά με τα καζάνια στα μαγειρεία και τον φούρνο για το ψωμί. Έχουν οργανωθεί και επανδρωθεί τα διάφορα αναγκαία συνεργεία, τσαγκαράδικο, ραφτάδικο, κουρείο, λιμενεργατών, χτιστάδων, κηπουρών για καλλιέργεια μερικών λαχανικών, υγειονομικών κ.λπ. Επίσης, το πρόβλημα των 300 νέων Σλαβομακεδόνων, που τους τσουβαλιάσανε στα χωράφια και τους μετεφέρανε ξυπόλητους, χωρίς κουβέρτα. Αλλά και το φαΐ ήταν δύσκολο να τους χορτάσει από το γλίσχρο επίδομα που μας δίνανε. Πριν πάρει έκταση η «αποσυμφόρηση», γίνεται μια μεταγωγή μες στο Σεπτέμβρη (1947) μερικών συνεξορίστων μας για την Ικαρία. Μεταξύ αυτών ήταν και ο επικεφαλής της ΟΣΠΕ, με τη μεγάλη του συμβολή στην οργάνωση της ζωής του στρατοπέδου, σ. Απόστολος Γκρόζος. Κατασταλάζει κάπως το στρατόπεδο με τους περίπου 2.500 εξόριστους. Χωρίς τις γυναίκες που απολύθηκαν όλες.2
Οι γυναίκες έμεναν στο χωριό σε διάφορα σπίτια. Με το φευγιό τους τα περισσότερα σπίτια κατοικήθηκαν από άνδρες. Σ’ ένα από αυτά μεταφέρθηκαν οι οκτώ Καλλιθεατές και άλλοι τρεις που προέρχονταν από την Ναυπακτία. Ανασυγκροτείται το γραφείο της Νεολαίας και μετέχει ο Σκουλίδης από τις Σέρρες και ο Τάκης (δεν θυμάμαι δυστυχώς επίθετο) από την Αθήνα.
Αρχίζουνε και τα μαρξιστικά μαθήματα σε γκρούπες, πολιτική οικονομία και νεοελληνική ιστορία. Με την ιδιότητα του γραμματέα της νεολαίας του στρατοπέδου συνεργαζόμουνα με τους υπεύθυνους της ΟΣΠΕ, τον Μιχάλη Κλιάνη, Σλαβομακεδόνα, παλιό αγωνιστή και με πείρα, ήταν εσωτερικός γραμματέας της ΟΣΠΕ (αργότερα εκτελέστηκε), τον Γεράσιμο Πρίφτη, εξωτερικό γραμματέα, μετά τον Θωμά Μάντζαρη (παλιό συνδικαλιστή καπνεργατών), τον Κώστα Γκόγκογλου, τον Κοσμά Φουντουκίδη, καθηγητή, τοποθετημένο στη διαφώτιση, και άλλους.
Στο μεταξύ, αποκτώ επαφή με τον Αντώνη Μπριλλάκη του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, που βρίσκεται στο στρατόπεδο εξόριστων στον Μούδρο Λήμνου. Είχαμε τακτική επαφή μέσω αντιπροσώπου μας, προμηθευτή τροφίμων, που κάθε τόσο, με συνοδεία, επισκέπτονταν το νησί που απείχε 18 μίλια από τον Άγιο Ευστράτιο.
Μια απ’ τις φορές (στις αρχές του Οκτώβρη 1947) μου στέλνει ο Μπριλλάκης όλη τη σειρά των μαθημάτων για τα επονίτικα στελέχη με ανάλυση για το πρόγραμμα, τη διακήρυξη και το καταστατικό της ΕΠΟΝ, που είχαν εγκριθεί από το 1ο συνέδριο της ΕΠΟΝ στις αρχές του 1946. Βοήθησαν πάρα πολύ στην πολιτικοθεωρητική δουλειά και τον εξοπλισμό των νέων, που το παρακολούθησαν οργανωμένοι σε αρκετά γκρουπ.
Αποκτώ επαφή με το Κ.Σ. της ΕΠΟΝ, φυσικά παράνομα. Είχα στείλει έξω μερικές εφημερίδες τοίχου που είχαμε βγάλει, και έδειξαν γι’ αυτές πολύ ενδιαφέρον. Η επαφή είχε οριστεί να γίνεται μέσω της Άσπας Παπαθανασίου. Ήτανε μέλος του γραφείου ΕΠΟΝ της Αθήνας και είχε έξω επαφή με την αδελφή μου Ζωζώ. Ερχότανε τακτικά στο σπίτι μου και είχαμε γνωριστεί καλά.
Στο χωριό που μένω με τους πέντε πλέον Καλλιθεάτες, τους τρεις Ναυπακτιώτες, στον θάλαμο πάνω είχε δύο δωμάτια (το ένα πολύ μεγάλο). Εγώ έμενα στο κάτω μέρος και εκεί έκανα οργανωτικές επαφές, μελετούσα και κοιμόμουνα μόνος. Είχα βρει ένα κατάλληλο σημείο κάτω από την ξύλινη σκάλα που ανέβαινε πάνω στα δωμάτια και το διαμόρφωσα σε θαυμάσια κρύπτη. Όλα τα σχετικά υλικά της δουλειάς μου μπορούσα αμέσως να τα χώνω στην κρύπτη και να μη φαίνεται τίποτα.
Τον Σεπτέμβρη του 1947 μας φέρανε καμιά τριακοσαριά εξόριστους από τη Σαμοθράκη. Όπως έχω προαναφέρει, ήτανε και εκεί ένα μικρό στρατόπεδο, κυρίως με Θρακιώτες. Τους ξεφόρτωσαν από το αρματαγωγό πέρα από το χωριό, στη λεγόμενη Σαχάρα. Όλο άμμο, άνυδρη και άδενδρη. Αυτό που δεν επέβαλαν σε μας, που φτάσαμε με το αρματαγωγό «Αλφειός» από τον Πειραιά έγινε σ’ αυτή τη φουρνιά. Μετά από λίγες μέρες πιάνει ο καιρός, ένα τρομερό μπουρίνι, καταρρακτώδης βροχή, αστραπές και κεραυνοί. Ένας κεραυνός πέφτει σε μια σκηνή στον κεντρικό πάσσαλο. Όπως κρατούσαν τέσσερα άτομα της σκηνής τον πάσσαλο, για να μην πέσει η σκηνή από τον τρομερό αέρα, τους χτυπάει ο κεραυνός και τους σκοτώνει και τους τέσσερις.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταργήσουνε οι διοικούντες τον ξεχωριστό καταυλισμό. Τι να το κάνεις όμως! Είχαμε ήδη τέσσερα θύματα. Έγινε η κηδεία τους και η ταφή τους στο υψωματάκι του Αϊ-Μηνά με συνοδεία όλο το στρατόπεδο των εξόριστων. Εκεί, στον Αϊ-Μηνά, δίπλα στους ομαδικούς τάφους των τριάντα τριών αγωνιστών εξόριστων που αφήσανε τα κόκαλά τους από την πείνα το 1941, θύματα της εγκληματικής στάσης της φρουράς της Χωροφυλακής και ορισμένων συνεργών ντόπιων. Τα ονόματα των τεσσάρων κεραυνόπληκτων είναι: Κων. Ματσάγκας από το Παληούρι Διδυμοτείχου, 66 χρόνων, Δημήτρης Χονδελούδης, 38 χρόνων, επίσης από το Παληούρι, Σωτήρης Δεάδος, 32 ετών από τη Ζώνη Ορεστιάδας, και Αναστάσιος Δουμπάζης, 48 ετών από τον Κριό Ορεστιάδας.
Από την αρχή που βρέθηκα στον Αϊ-Στράτη, καταπιάστηκα (με πρωτοβουλία μου) να κρατάω σ’ ένα εκατοντάφυλλο τετράδιο ημερολόγιο. Αναγνωρίστηκε αργότερα από τους υπεύθυνους της ομάδας. Κάθε μέρα μετά την ημερομηνία κατέγραφα το είδος του συσσιτίου, την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του στρατοπέδου. Μια μέρα, αρχές του Δεκέμβρη του 1947, ένας της μορφωτικής επιτροπής της ΟΣΠΕ μου το ζήτησε να συμπληρώσει, όπως μου είπε, της ομάδας τα συμβάντα. Είπε πως θα μου το επιστρέψει, αλλά έμεινε στα χέρια της Μορφωτικής Επιτροπής. Και όταν μάλιστα απολύθηκε ο άνθρωπος που μου το είχε ζητήσει, παρέμεινε ανεξερεύνητο το ζήτημα της τύχης του.
Την επαφή με το Κ.Σ. της ΕΠΟΝ μέσω της Άσπας Παπαθανασίου την είχα με σχετική αλληλογραφία. Απευθυνόταν σε εμένα με διαφορετικό όνομα. Οι συναγωνιστές ταχυδρόμοι μας, που βοηθούσανε τη λογοκρισία της διοίκησης και ξεχώριζαν την αλληλογραφία κατά τομείς, είχανε τον τρόπο τους και αρπάζανε το γράμμα βλέποντας το όνομα του αποστολέα και μου το δίνανε. Μια από τις πολλές φορές –και τελευταία– η Άσπα κάνει λάθος και μου βάζει στο γράμμα το πραγματικό μου όνομα. Αυτό πέρασε κανονικά από τη λογοκρισία και ένα πρωί στις 28 Φεβρουαρίου 1948 έρχονται στο θάλαμό μου και κάνουνε μια τρομερή ανακατωσούρα, για να βρούνε κάτι το ενοχοποιητικό. Ό,τι σχετικό με τη δουλειά μου το είχα εξασφαλίσει στη συγκεκριμένη κρύπτη. Λύσσαξαν που δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Με παίρνουν και με παραδίδουν στον διοικητή και στον υπομοίραρχο της Ασφάλειας. Ανάκριση στην ανάκριση τίποτα δεν βγάλανε. Με παραδίδουνε στους δύο που με συνέλαβαν και με κλείνουνε σε απομόνωση στο υπόγειο, κάτω από το κτίριο του σχολείου, που το χρησιμοποιούσε η φρουρά του στρατοπέδου, ένας λόχος της Χωροφυλακής. Με κρατήσανε εκεί σε πλήρη απομόνωση τέσσερις μέρες. Με συνοδεία μου φέρνανε φαΐ και νερό. Η μόνη μου απασχόληση ήταν να φτιάξω κάπως ένα σκάκι και να παίζω –φυσικά– μόνος μου.
Διοικητής εκείνη την περίοδο ήταν ο ταγματάρχης της Χωροφυλακής Κατσουληδάκης. Έμενε στην Καλλιθέα. Η γυναίκα του, Καλλιθεώτισσα, τον επισκέφτηκε τον Οκτώβριο. Μέναμε ακόμα στη σκηνή και ζήτησε να δει τους Καλλιθεώτες. Όπως και έγινε. Ήπιαμε καφέ και, μεταξύ των άλλων, μας είπε πως παρακάλεσε τον άντρα της να μας προσέχει. Φαίνεται πως της είχε αδυναμία και της το υποσχέθηκε. Ήταν μια λεβεντογυναίκα σχετικά εύσωμη και ωραία.
Η υπόθεσή μου σήκωνε τύλιγμα σε μια κόλλα χαρτί και στρατοδικείο για εκτέλεση, τέτοια εποχή στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου... Φαίνεται όμως, εκτός του ότι δεν βρήκανε (χάρη στην κρύπτη) κανένα στοιχείο, η επιθυμία της γυναίκας του διοικητή έπαιξε τον ρόλο της. Αποτέλεσμα ήταν να μην προβούνε σε καμιά περαιτέρω ενέργεια και έτσι τη γλίτωσα. Στο μεταξύ, από το στρατόπεδο των 2.000 ξεχωρίσανε καμιά εικοσιπενταριά, στελέχη υποτίθεται που τα είχανε σε ένα θάλαμο-σπίτι σε απομόνωση με σκοπιά μέρα και νύχτα. Εκεί με πήγανε και εμένα. Αυτό κράτησε έντεκα μήνες. Σε αυτή την πλήρη απομόνωση, με σκοπό στην πόρτα μέρα και νύχτα, διαμορφώθηκε ένας ανάλογος ξεχωριστός τρόπος οργάνωσης της ζωής μας. Δύο φορές την ημέρα, πρωί και απόγευμα, με συνοδεία μας πηγαίνανε για τη φυσική μας ανάγκη στους δύο καμπινέδες δίπλα στο λιμανάκι, που είχαν φτιάξει οι συνεξόριστοί μας, και στον Μπούμπουνα. Έτσι λεγότανε το πίσω μέρος του απότομου βράχου του νησιού που έκρυβε το χωριό.
Στο μεταξύ, η ζωή στο στρατόπεδο ήτανε πια πλήρως οργανωμένη με τα συνεργεία, τα μαθήματα, σχολικά και τα παράνομα μαρξιστικά με πολιτική οικονομία και νεοελληνική ιστορία, καθώς και ξένες γλώσσες. Η οργάνωση της νεολαίας δούλευε ρολόι. Πολλά από τα στελέχη της ομάδας που συνεργαζόμουν τα μεταφέρανε και καταλήξανε σε φυλακές. Εκτός από τον Φουντουκίδη και τον Γκόγκογλου. Άλλαξε και η σύνθεση των στελεχών. Κομματικός υπεύθυνος του στρατοπέδου ήτανε κάποιος σύντροφος που δεν γνώριζα, της περιφερειακής κομματικής οργάνωσης των Σερρών. Αντωνιάδης ονομαζότανε και μετά τον χειμώνα πέρασε από δίκη και εκτελέστηκε. Δεν είχε ζητήσει να με γνωρίσει σαν γραμματέα της Νεολαίας και με αναγνωρισμένη προσφορά. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως, διέκρινα μια σεχταριστική και επιλεκτική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να έχω λόγους να πιστεύω ότι είχανε αναθέσει σε κάποιους να με προσέχουνε. Φυσικά, τίποτε δεν απέμεινε από αυτούς στη συνέχεια, καθώς ακολούθησε η χρόνια κράτηση με τις πολύτροπες δοκιμασίες.
Όταν βρέθηκα στην απομόνωση και λίγο πρίν, αυτή η συμπεριφορά συνεχίστηκε από κάποιον σύντροφο Αθηναίο, Ιπποκράτη Πανταζίδη, μετά τη μεταγωγή του Αντωνιάδη. Είχα μάθει ότι ήτανε γραμματέας της κομματικής οργάνωσης της ΟΥΛΕΝ, από τα «παλικάρια» του Ζαχαριάδη. Τόσο υστερούσε σε κομματικότητα, που όποιος είχε κάποια ικανότητα και οντότητα και δεν τον κολάκευε τον παραγνώριζε. Όπως εμένα, τον Μιχάλη Μπάζα από τη Ναυπακτία, τον Λευτέρη Ιωαννίδη από τις Σέρρες και άλλους. Το αποτέλεσμα ήταν να μην τα καταφέρει στο Μακρονήσι και παρόλο που τον ντύσανε στρατιώτη, ανακάλεσε τη δήλωσή του με σχετική δοκιμασία και ακολούθησε τους 3.000 από τους 13.500 που είχαν απομείνει τον Ιούλη του 1950 στον Αϊ-Στράτη.
Από τις 28 Φεβρουαρίου 1948 μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου 1949 μαζί με άλλους 24 περνάμε διπλή την εξορία στην απομόνωση. Ολοκληρωτική σε ένα παλιόσπιτο-θάλαμο στην άκρη του χωριού, δεκαπέντε μέτρα από τη θάλασσα, στο επονομαζόμενο Φάληρο· ήταν ο θάλαμός μας. Μέρα και νύχτα ο σκοπός στην πόρτα. Από το στρατόπεδο μας φέρνανε πρωινό και φαΐ, το μεσημέρι και το βράδυ, και μια μεγάλη στάμνα πόσιμο νερό. Μέσα σ’ αυτή τη στάμνα βάζανε τα αντίγραφα των μαρξιστικών μαθημάτων της πολιτικής οικονομίας και της νεοελληνικής ιστορίας του Γιάννη Ζέβγου.
Τα Χριστούγεννα του 1947 έπεσε στο στρατόπεδο ένα αναπάντεχο (;) νέο, σαν βόμβα. Δημιουργήθηκε κυβέρνηση του βουνού με πρωθυπουργό τον Μάρκο Βαφειάδη, τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού. Μια βουβαμάρα πλάκωσε το στρατόπεδο, άλλοι να προβληματίζονται και να συζητάνε διάφορα, ενώ ένα μέρος θεωρούσε πως φτάνει το τέλος των προβλημάτων μας. Αργότερα, στην απομόνωση, στα μέσα του 1948, σε συζήτηση σχετική ο Διαμαντής Τσιστίνας, παλιός αγωνιστής από την Καστοριά, μου είπε με έμφαση: «Βασίλη, αυτή η κατάσταση θα πάει πολλά χρόνια και ας έχουνε την αυταπάτη για γρήγορο τέλος πολλοί από εμάς».
Η ζωή μας συνεχιζόταν στην απομόνωση. Είκοσι πέντε από διάφορα μέρη της Ελλάδας, οι περισσότεροι από τη Μακεδονία και ειδικά τη Θεσσαλονίκη, αφού το στρατόπεδο γι’ αυτούς είχε δημιουργηθεί, ενώ ο όγκος από Αθήνα και Πειραιά, Πελοπόννησο κ.λπ. μεταφέρονταν στην Ικαρία.
Περνώντας ένα χρόνο σχεδόν στην απομόνωση, ήταν σαν να κάναμε διπλή εξορία. Εύκολη η οργάνωση της ζωής μας, αλλά διπλή η καρτερικότητα με τον μόνιμο σκοπό χωροφύλακα μέρα νύχτα. Δύο φορές την ημέρα πηγαίναμε συνοδεία για τη φυσική μας ανάγκη. Προσωπικά, το εκμεταλλευόμουνα τις περισσότερες φορές και, αν το επέτρεπε ο καιρός, κολυμπούσα αστραπιαία. Φορούσα το σλιπ κάτω από το σορτς και μόλις έστριβα στη γωνία του βράχου και δεν φαινόμουν, το έβγαζα στα γρήγορα και έπεφτα στη θάλασσα. Κατόρθωσα και έκανα στο διάστημα της απομόνωσης 90 μπάνια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όταν κατορθώνεις να κολυμπάς παράνομα, νιώθεις, εκτός από ευεξία, και μια ικανοποίηση για την επιτυχία!
Μέσα στον θάλαμο της απομόνωσής μας είχαμε όλη την ευχέρεια να κάνουμε τα μαθήματα της πολιτικής οικονομίας του Λεόντιεφ και της νεοελληνικής ιστορίας του Γιάννη Ζεύγου. Ορισμένοι αγρότες που είχαν ανάγκη, κάνανε σχολικά μαθήματα, άλλοι ξένες γλώσσες. Συνήθως αγγλικά ή γαλλικά, με μεθόδους αυτομόρφωσης. Στον θάλαμο δίπλα μου έμενε ο συνεξόριστος καθηγητής μαθηματικών Γιώργος Ιωαννίδης από την Αθήνα, κολλητός του Ιπποκράτη Πανταζίδη. Μ’ αυτόν συμφωνήσαμε και μου έκανε μάθημα μαθηματικών το λιγότερο δύο ώρες την ημέρα. Διάβαζα άλλες τρεις ώρες λύνοντας και σχετικές ασκήσεις. Έτσι, στο πέρασμα των έντεκα μηνών της απομόνωσης έκανα την πρακτική και θεωρητική αριθμητική, την οποία με τη σειρά μου μεταβίβαζα σαν μάθημα σε ορισμένους που είχανε ανάγκη και το ζητούσαν. Έκανα ακόμα άλγεβρα μέχρι τριτοβάθμιες εξισώσεις, λογαρίθμους, γεωμετρία, επιπεδομετρία και τριγωνομετρία. Βέβαια, είχα μια βάση από το γυμνάσιο, ένα μέρος από αυτά τα είχα διδαχτεί. Επίσης, είχα ένα γαλλοελληνικό λεξικό και είχα μάθει πάνω από 1.000 λέξεις.
Είχαμε στον θάλαμο σκάκι και παίζαμε. Καλαμπούρια, εφημερίδες, αστικές και αθλητικές.
Πολύ με απασχολούσε το ζήτημα της πρωινής γυμναστικής. Προσπαθούσα να κάνω γυμναστική στον οπωσδήποτε στενάχωρο χώρο στην είσοδο του θαλάμου, που ήτανε σαν ημιυπόγειο. Ο θάλαμος ήτανε πάνω και επικοινωνούσε με μια εσωτερική σκάλα. Έστρωνα κάτω στο πετρώδες πάτωμα ένα χαρτόνι κι έκανα ένα πρόγραμμα. Είχα και μια πέτρα κάπου δέκα οκάδες για ανατάσεις. Ένα πρωί, όπως σηκωνόμουνα πολύ νωρίς κι έκανα αυτές τις ασκήσεις με την πέτρα, δεν υπολόγισα σωστά και χτύπησα με δύναμη την πέτρα πάνω σε ένα ξύλινο οριζόντιο δοκάρι που υποβάσταζε το πάτωμα του πάνω θαλάμου. Ήταν τέτοιος ο τρανταγμός, που κάμποσοι στον ύπνο τους το πέρασαν για σεισμό. Όταν πέρασε η ώρα και μας φέρανε το τσάι και το πίναμε όλοι μαζί, το τι καλαμπούρι έπεσε δεν περιγράφεται.
Και ένα παράξενο περιστατικό. Μια νύχτα το καλοκαίρι του 1948, στον ύπνο μου βλέπω πως η Ασφάλεια εντόπισε το παράνομο τυπογραφείο του Κ.Σ. της ΕΠΟΝ στο Παλιό Φάληρο και στην επιδρομή της έπιασε και μερικούς συναγωνιστές. Φθάνει το πλοίο της άγονης γραμμής την επόμενη Πέμπτη, το περίφημο «Ιόνιο», που μαζί με ό,τι μεταφέρει φέρνει και το ταχυδρομείο και τις εφημερίδες. Διαβάζουμε σε κραυγαλέους τίτλους το περιστατικό που είδα στον ύπνο μου. Παράξενο, αλλά, όπως είχα διαβάσει τότε κάπου, κάθε εγκέφαλος είναι πομπός και δέχτης. Πάντως, ήτανε μια παράξενη προαίσθηση.
Κάθε εβδομάδα τους μισούς με συνοδεία μας επιτρέπανε και πηγαίναμε στο στρατόπεδο για λουτρό και πλύσιμο των ρούχων μας. Δεν επιτρεπότανε σε κανέναν συνάδελφό μας από το στρατόπεδο να μας πλησιάσει. Εμείς όμως όλο και κάτι κατορθώναμε κάθε φορά.
Τον χειμώνα του 1948 προς 1949, ύστερα από πίεσή μας στη διοίκηση, κατορθώσαμε να μας επιτρέψουνε να βγάλουμε φωτογραφίες για να τις στείλουμε στους δικούς μας. Τις τράβηξε ο ντόπιος περίφημος αυτοδίδακτος φωτογράφος Βασίλης Μαγκάκης. Τις βγάζαμε μόνος ο καθένας έξω από το θάλαμο, λίγα μέτρα από την παραλία, με φόντο τη θάλασσα. Έβγαλα δύο πόζες, η μία με το παλτό που δείχνει πως ήτανε χειμώνας.
Τέλος του Γενάρη 1949 καταργούνε την απομόνωση (του θαλάμου Φάληρο) και μας εντάσσουνε στον τρίτο τομέα, που είχε καμιά διακοσαριά και θεωρούσανε πειθαρχική την εκεί διαβίωση.
Περιορίζανε επαφές και συναναστροφές με τους δύο τομείς από τους οποίους μας χώριζε ένα εκκλησάκι και τυπικά είχε έναν κινητό σκοπό. Φυσικά, εμείς παίρναμε το φαγητό από τα μαγειρεία ή άλλες εξυπηρετήσεις από τα συνεργεία μας και έτσι περιοριζότανε η κάποια παρεμπόδιση στην ελεύθερη κίνησή μας. Από το τέλος του Γενάρη μείναμε με όλη αυτή την κατάσταση μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου 1949, που μας μεταφέρανε σαν πρώτη δόση στο Μακρονήσι από τον Αϊ-Στράτη, στο ονομαζόμενο 4ο τάγμα Πολιτικών Εξορίστων υπό τη Χωροφυλακή. Στο μεταξύ, είχαν μεταφέρει τρεις αποστολές από την Ικαρία και τη Λήμνο, κάπου 4.000 άτομα.
18 Φεβρουαρίου 1949: στη Μακρόνησο
Στις δεκαεφτά μέρες που μείναμε στην πειθαρχική, το γραφείο της Νεολαίας μου ανέθεσε να γράψω τον πανηγυρικό για τα έξι χρόνια της ΕΠΟΝ στις 23 Φεβρουαρίου, ημερομηνία της ίδρυσής της. Ζήτησα του συνεδρίου (του πρώτου και μοναδικού) τη διακήρυξη, το πρόγραμμα και το καταστατικό. Άρχισα να γράφω και είχα σχεδόν τελειώσει, αλλά ο λόγος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί ξαφνικά ήρθε μεταγωγή για Μακρόνησο. Αυτή η μεταγωγή έγινε στις 18 Φεβρουαρίου 1949.
Μας παρέλαβε η Χωροφυλακή, στην τοποθεσία που ήτανε οι φούρνοι και είχε ονομαστεί 4ο τάγμα. Ήδη από τη Λήμνο και την Ικαρία είχανε μεταφερθεί γύρω στις 3.500 κι είχανε συμπληρώσει σχεδόν τέσσερις κλωβούς. Η πειθαρχική από τον Αϊ-Στράτη –πρώτη δόση– ήταν περίπου διακόσιοι. Μας σκορπίσανε στον 4ο κλωβό που είχε κάποια κενά. Εκεί στους φούρνους παραμείναμε μέχρι τον Οκτώβρη του 1949, οπότε μας παρέλαβε ο στρατός. Προηγήθηκαν τον Μάρτη του 1949 τριακόσιοι μικρών κλάσεων (’46-’48). Τους ονόμασαν «μαρτιάτες».
Μετά τη βασανιστική, βάρβαρη, εγκληματική, απάνθρωπη επίθεση του στρατού στο 1ο τάγμα Α/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ τον Μάη του 1950 τελείωσε η «εκπαίδευση» των 3.500 νέων μέχρι τριάντα ετών από Ικαρία, Αϊ-Στράτη, Λήμνο και 4ο Τάγμα, όχι μόνο από τους φούρνους και τον Αϊ-Γιώργη. Το υπόλοιπο από την «εκπαίδευση» καθώς και από το Β/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ μας παραδίδουνε (μας επιστρέφουνε σαν υπόλοιπο) στη Χωροφυλακή στον Αϊ-Γιώργη μέχρι τον Ιούλη (20 και 27), που μας μεταφέρανε στον Αϊ-Στράτη για μόνιμη εγκατάσταση. Αυτό έγινε σε δύο δόσεις.
Τους τρεις μήνες περίπου που ζήσαμε υπό τη Χωροφυλακή, το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με τη βάρβαρη και εγκληματική συμπεριφορά του στρατού. Κάναμε ακόμη και τα μπάνια μας στη θάλασσα.
Από τους 13.500 συνολικά εξόριστους μείναμε 2.894. Μέσα σ’ αυτούς γύρω στους 800 με 900 χωρίς καμιά υποχώρηση – με σχετική διαβάθμιση στη σχετική «εκπαίδευση-αναμόρφωση». Οι υπόλοιποι κάνανε ανάκληση, που έγινε για κάμποσες δεκάδες από αυτούς, ύστερα από πολλά βασανιστήρια.
Αμέσως μετά την παράδοση από το στρατό στη Χωροφυλακή παίρνω την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί νεολαιίστικη οργάνωση. Είχα μαζί και τον Βασίλη Καλδή. Φυσικά, η καθοδήγηση του Κώστα Λυκούρη με άδειασε. Ούτε σημασία δεν μου έδωσε ούτε με κάλεσε να μου εξηγήσει. Ο σεχταρισμός και ο λόγος του ενός ανδρός σε όλο του το μεγαλείο. Ούτε ο Καλδής μου είπε τίποτα. Άλλωστε, είχε και συνέχεια στον Αϊ-Στράτη. Απόλυτα προσκολλημένος και εντολοδόχος της καθοδήγησης, μέχρι που απολύθηκε πριν τη διάσπαση.
Κάντε σύγκριση τη συμπεριφορά του Απόστολου Γκρόζου τον Ιούλη-Αύγουστο του 1947, όταν πήρα την πρωτοβουλία και δημιούργησα την οργάνωση της Νεολαίας, με τη συμπεριφορά του Κώστα Λυκούρη. Και μάλιστα ύστερα από τον πρωτοποριακό ρόλο που είχα παίξει με πρωτοβουλία μου στην προετοιμασία για τη σφαγή που μας περίμενε στο Α/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Σεχταριστικά και αρρωστημένα μυαλά, που το παίζανε καθοδηγητές, υπηρετούμενοι από κάμποσα συντεταγμένα στρατιωτάκια.
Και πάλι στον Αϊ-Στράτη
Η μεταγωγή μας στον Αϊ-Στράτη έγινε σε δύο δόσεις με αρματαγωγό. Η πρώτη στις 20 Ιουλίου 1950 και η δεύτερη 27 του ίδιου μήνα. Σύνολο 2.894.
Στο φόρτωμα του πρώτου αρματαγωγού είχαμε ένα φοβερό ατύχημα. Ο συνεξόριστος Ν. Μαρκεσίνης δέχτηκε ένα χτύπημα στο σαγόνι του από το παλάντζο του βιντσιού γιατί έσπασε το σκοινί. Βαρύ το τραύμα, αλλά ξεπεράστηκε σιγά σιγά, αν και έμεινε παραμόρφωση στο πρόσωπο.
Στον Αϊ-Στράτη, με την προσέγγιση του πρώτου αρματαγωγού, η διοίκηση της φρουράς με τους χωροφύλακες θέλανε και επιμένανε να αδειάσουνε τους πρώτους (1.500) συνεξόριστούς μας πέρα από το χωριό, στο μέρος της παραλίας που το ονομάζαμε Σαχάρα. Όπως το επεδίωξαν και τον Ιούλη του 1947 με το αρματαγωγό «Αλφειός». Τόπος αμμουδερός, άνυδρος και άδενδρος – πραγματική Σαχάρα. Όμως οι κρατούμενοι, με αντίσταση και άρνηση να ξεφορτώσουνε τα πράγματά τους, κατόρθωσαν να μεταφερθούνε και να εγκατασταθούνε στο βάθος μετά το χωριό, ανάμεσα σε δύο διάπλατες χαράδρες, που τις διαπερνούσανε δύο χείμαρροι· τις χώριζε το επίμηκες ύψωμα του Αϊ-Μηνά με το εκκλησάκι του. Μέσα σε πάμπολλα χωραφάκια μικρά, περιφραγμένα, με δένδρα, με πηγάδια σε κάμποσα, και σχετικές καλλιέργειες. Αρχίσαμε να στήνουμε τις σκηνές μας. Ήτανε τριγωνικές και παμπάλαιες για οκτώ ή δέκα άτομα. Μοιραστήκαμε σε τρεις τομείς. Ο πρώτος δίπλα στο ύψωμα, συνέχεια από το σχολείο (όταν εκεί έμενε η φρουρά) και το ποτάμι. Ο δεύτερος, στον χώρο μεταξύ του ποταμού και του υψώματος του Αϊ-Μηνά. Ο τρίτος πίσω, ανατολικά από το ύψωμα του Αϊ-Μηνά και πέρα από το ποτάμι. Τα πρώτα προβλήματα, που έπρεπε αμέσως να αντιμετωπίσουμε, ήτανε η στέγαση, τα μαγειρεία, για να δουλεύουνε τα καζάνια για το συσσίτιο και ο φούρνος για το καθημερινό ψωμί. Και οπωσδήποτε η δημιουργία της ΟΣΠΕ (Οργάνωση Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων). Σ’ αυτή την οργάνωση είχανε θέση όλοι οι συνεξόριστοι, ανεξάρτητα από πολιτική, κομματική, θρησκευτική κ.λπ. θέση.
Πείρα σωρευμένη υπήρχε πολλή από τα προηγούμενα στρατόπεδα Ικαρίας, Λήμνου, Αϊ-Στράτη και είχαμε έμπειρους αγωνιστές, κάμποσους και από προπολεμικούς τόπους εξορίας. Αλλά υπήρχε και η «εκλεκτή» στενή κομματική οργάνωση. Και επειδή ήτανε δύο τα κόμματα, το ΚΚΕ (πιό μαζικό) και το ΑΚΕ (Αγροτικό Κόμμα), είχανε τις αντίστοιχες κομματικές οργανώσεις και από μια Κομματική Επιτροπή.
Οξύτατο το πρόβλημα το επισιτιστικό. Το επίδομα κατά άτομο, το 1950-1951, ήταν 3.500 (3,5 δραχμές). Αν ήταν δυνατό να αρκέσει για πρωινό ρόφημα και δύο γεύματα την ημέρα! Το πετρέλαιο για τα μαγειρεία και τα ξύλα για το φούρνο; Τι να πρωτοαντιμετωπιστεί; Ευτυχώς που επιτράπηκε (με συνοδεία) να πηγαίνει αντιπρόσωπός μας στην αγορά του Πειραιά, της Μυτιλήνης και της Λήμνου και να προμηθευόμαστε τα απαραίτητα τρόφιμα πιο φτηνά, για να βοηθιέται το συσσίτιό μας. Επίσης παίρνανε μέρος ορισμένοι συνεξόριστοί μας σε μια ψαρότρατα και κάπως βοηθούσανε την κατάσταση. Ένα διάστημα τον χρόνο είχαμε στη διάθεσή μας αρκετή ποσότητα φρέσκα τσέρουλα (σαν μαρίδα). Τη βολεύαμε στις σκηνικές ενότητες με τσέρουλες πότε τηγανιτές και πότε βραστές. Ακόμα και κάτι καλλιέργειες με λαχανικά στα χωράφια γύρω από τις σκηνές ενισχύανε το συσσίτιό μας.
Στις αγορές για προμήθειες τροφίμων του στρατοπέδου (με συνοδεία) πήγε κάμποσες φορές ο Γιάννης Λίπας, και αργότερα που μονιμοποιήθηκε, ο Γιάννης Πέτσας, συνδικαλιστής, γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Βέροιας.
Μπήκανε μπρος και οργανώθηκαν στην ομάδα μας τα διάφορα απαραίτητα συνεργεία. Πρώτα τα μαγειρεία λόγω της πολλής δουλειάς σε τρεις βδομαδιάτικες βάρδιες με αρχιμάγειρα τον Γιάννη Βασιλομητσάκο από την Κοκκινιά. Των φουρναρέων, όπου επικεφαλής ήταν ο Παναγιώτης Αφαλής από τη Θεσσαλονίκη. Των λιμενεργατών (όπου ανήκα και εγώ) για το ξεφόρτωμα των τροφίμων που μεταφέρονταν με το πλοίο της άγονης γραμμής, το «Ιόνιο», με βάρκες. Το τσαγκαράδικο, το ραφτάδικο, το κουρείο, των χτιστάδων, το φαναρτζίδικο, των κηπουρών με επικεφαλής τον γεωπόνο Αντώνη Σωτηρόπουλο (έφεδρο αξιωματικό). Της συντήρησης των σκηνών, που ήταν παμπάλαιες, χρησιμοποιημένες από τον αγγλικό στρατό στον πόλεμο της Αφρικής. Με τις βροχές και τους ανέμους πολλές φορές κουρελιάζονταν.
Το επίδομά μας αργότερα, το 1952, έγινε 6.000 (6 δρχ.) αλλά αφαιρώντας τα μεταφορικά των εφοδίων και το μερίδιο των γιατρών και όποιου προσωπικού του ΕΕΣ έπεφτε κάπου στις 4.500 (4,5 δρχ.).
Η βοήθεια από τις οικογένειές μας γενικά ήταν πενιχρή, γιατί βρίσκονταν κατά κανόνα σε ανήμπορη κατάσταση. Με κάθε τρόπο η επιταγή, από όσες οικογένειες είχανε κάποια δυνατότητα, μας ανακούφιζε, γιατί υπήρχε μεταξύ μας αλληλεγγύη.
Όταν μεταφερθήκαμε από το Μακρονήσι στον Αϊ-Στράτη, 45 από τις 3.000 ήτανε γιατροί και φοιτητές ιατρικής. Χρειάστηκε να εξεταστούμε όλοι από τους γιατρούς, για να ξέρουμε σε τι κατάσταση βρισκόμαστε. Μόνο 48 βγήκαμε υγιείς. Πολλοί είχαν δύο και τέσσερις ασθένειες και μεγάλος αριθμός πέντε αρρώστιες.
Οι φυματικοί με προχωρημένη κατάσταση μένανε σε κάτι παραπήγματα και μερικές σκηνές στο τέλος του στρατοπέδου του πρώτου και του δεύτερου τομέα. Αν ήτανε δυνατόν να θεωρούνται συνθήκες για να μένουμε και να νοσηλεύονται φυματικοί!
Χρειάστηκε, και δημιουργήθηκε, ολοκληρωμένο συνεργείο υγειονομικό μ’ όλες σχεδόν τις ειδικότητες. Φυσικά, γινότανε αγώνας με υπομνήματα παντού: ΕΕΣ (Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός), ΔΕΣ (Διεθνής Ερυθρός Σταυρός), αρμόδια υπουργεία, μέχρι και τον ΟΗΕ, για αντιμετώπιση του κολοσσιαίου προβλήματος της υγείας μας. Το παλιό σχολείο με πρόσθετο χτίσιμο μετατράπηκε σε στοιχειώδες νοσηλευτήριο. Προσφέρθηκα εθελοντικά και τα καλοκαίρια το μεσημέρι, στο φαγητό, και το απόγευμα, μετά τον ύπνο (στις 5), τους πήγαινα φρέσκο δροσερό νερό. Ψυγεία δεν υπήρχανε, ως γνωστό.
Ένα πρόβλημα οξύ ήτανε το ότι δεν είχαμε λιμάνι ή έστω έναν λιμενοβραχίονα για να μπορεί ομαλά σχετικώς να γίνεται εκφόρτωση από το πλοίο. Γι’ αυτό πολλές φορές που είχε θαλασσοταραχή, με μεγάλη δυσκολία έριχνε άγκυρα το πλοίο μακριά. Υπήρχε κίνδυνος στη μεταφορά να βραχούνε οι σάκοι με το αλεύρι ή άλλα τρόφιμα. Όσο για τα βαρέλια με το πετρέλαιο, τα ρίχνανε από το κατάστρωμα δεμένα με χοντρό σκοινί με το βίντσι στη θάλασσα και δενόντουσαν στο πίσω μέρος της βάρκας. Η βάρκα, λόγω του κύματος, δεν μπορούσε να τα μεταφέρει μέχρι την ακρογιαλιά και τα άφηνε σε απόσταση τριάντα και σαράντα μέτρα. Τότε έφτανα κολυμπώντας μέχρι το βαρέλι και το τράβαγα μέχρι έξω, ώσπου να το παραλάβουνε μέλη του συνεργείου λιμενεργατών. Αυτό γινότανε σχεδόν όλο τον χειμώνα και πολλές φορές γύρω στα μεσάνυχτα.
Η αλληλογραφία μας περιορίστηκε αυστηρά, από τη διοίκηση που την περιόρισε, σε δύο επιστολές την εβδομάδα και αποκλειστικά με συγγενείς.
Γίνανε και γάμοι στον Αϊ-Στράτη, όπως του Άρη Γιαννουλόπουλου με την αρραβωνιαστικιά του, όπως του Χριστόφορου Τζάτζου που έμεινε στη σκηνή μας, με την αρραβωνιαστικιά του. Κι άλλοι γάμοι γίνανε.
Στις γιορτές βομβαρδίζαμε τον έξω κόσμο –όχι μόνο συγγενείς– με γιορτινές κάρτες και ευχές. Πολλές καλλιτεχνικές κάρτες από τους ζωγράφους μας Δαγκλή, Φαρσακίδη και Τζανετέα.
Στις 17 Ιανουαρίου 1951 ζήσαμε κάτι το τρομερό. Ένας τρελός καιρός με καταρρακτώδη βροχή είχε σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το στρατόπεδο και πολλές σκηνές δίπλα στο ποτάμι να παρασυρθούνε. Στη σκηνή τη δική μας το νερό έφτασε τους δέκα πόντους πάνω από τα κρεβάτια μας. Για κάμποσες μέρες μέναμε σε μία εκκλησία στο τέλος του δρόμου του περιπάτου, δίπλα στο ποτάμι, στην άκρη του χωριού. Στο μεταξύ η κυβέρνηση, εμφορούμενη από μισαλλόδοξες εγκληματικές διαθέσεις, απέλυσε όλους τους γιατρούς και αργότερα τους φοιτητές ιατρικής, πιστεύοντας ότι δεν θα προβάλλαμε την αφόρητη κατάσταση –από πλευράς υγείας– των συνεξορίστων μας. Ήταν οξύτατο το πρόβλημα. Με απολύσεις και άδειες είχε αποσυμφορηθεί το στρατόπεδο, αλλά δεν έπαψε να αποτελεί ένα αγκάθι, πρόβλημα για την αντιλαϊκή κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1952 ήμασταν 1.950 εξόριστοι, 950 τον Απρίλιο του 1955 και 820 τον Μάιο του 1956. Και χωρίς γιατρούς.
Οι σχέσεις μας με τους ντόπιους ήταν αυστηρώς καθορισμένες. Αποφεύγονταν κάθε προσωπική σχέση. Αρμόδιοι εκπρόσωποί μας αντιμετώπιζαν και διευθετούσαν κάθε πρόβλημα που αφορούσε την ομάδα. Χρόνια άψογος σ’ αυτόν τον λεπτό ρόλο ήτανε ο Γιάννης Λίπας. Η γενική απασχόληση των ντόπιων κατοίκων ήταν η γεωργία με σχετικά μικρούς γεωργικούς κλήρους –λόγω ιδιομορφίας του εδάφους– και το ψάρεμα. Τα καλύτερα κτήματα τα κατείχε το μοναστήρι που ανήκει στο Άγιο Όρος.
Η διοίκηση της φρουράς είχε καθιερώσει να κάνουμε τα θαλάσσια μπάνια μας στην πέρα από το χωριό παραλία, στον χώρο που ονομάζαμε Σαχάρα, με μεγάλη αμμουδιά και ομαλή πρόσβαση στη θάλασσα. Μια καταγάλανη και πεντακάθαρη θάλασσα.
Η εσωτερική οργάνωση του στρατοπέδου (ΟΣΠΕ) είχε τον γραμματέα της στρατοπεδικής επιτροπής και τον εκπρόσωπό της απέναντι στη διοίκηση, τον ονομαζόμενο εξωτερικό γραμματέα. Υπήρχε το λογιστήριο, η αντιπροσωπεία του ΕΕΣ που βομβάρδιζε συνεχώς με υπομνήματα για την κρίσιμη κατάστασή μας τον Διεθνή και Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, προβάλλοντας την ανάγκη για ενίσχυση με ιματισμό, φάρμακα κ.λπ.
Το στρατόπεδό μας ήτανε κατά κάποιον τρόπο οργανωμένο και κατά εθνικοτοπικές περιοχές και αυτό βοηθούσε προπαντός στις διάφορες γιορτές, ώστε να παρουσιάζεται καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Το στρατόπεδο είχε τη χορωδία του με δάσκαλο και μαέστρο τον Νίκο Μάργαρη. Επίσης, είχε μαντολινάτα με διευθυντή τον μουσικό Κώστα Τριανταφύλλου. Από το 1951 δημιουργήθηκε θεατρική ομάδα με επικεφαλής τον Καρούσο και τον Κατράκη. Είχε κι άλλους ηθοποιούς. Το καλοκαίρι του 1951 ανεβάσανε αποσπάσματα από τους «Πέρσες» του Αισχύλου. Όταν εμφανίστηκε στη σκηνή ο Κατράκης σαν εξάγγελος, ένιωσα ίσως τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική συγκίνηση. Αισθάνθηκα ένα βαρύ τρανταγμό, σαν να λιγοθύμισα, και αμέσως συνήλθα. Σπάνια, μαγευτική στιγμή!
Είχαμε δημιουργήσει ομάδες βόλεϋ. Τις περισσότερες Κυριακές δίναμε αγώνες μεταξύ μας. Ήτανε κι αυτό, εκτός από δημιουργική απασχόληση, ψυχαγωγία για πολλούς συνεξόριστους που παρακολουθούσανε τις συναντήσεις. Είχαμε σπουδαίους παλαίμαχους βολεϋμπολίστες: τον Μιχ. Παπαγιωτίδη, τον Κώστα Βάμβακα, τον Άγγελο Ελευθεριάδη, τον Μήτσο Νικολαΐδη (έπειτα δήμαρχο Βύρωνα), τον Κούκο από την Πάτρα κ.ά. Διαιτητές τους παλαίμαχους βολεϋμπολίστες Λάσκο Λασκαρίδη (τον αδερφό μου) και τον Σαράντη.
Μια ιδιόμορφη ψυχαγωγία για αρκετούς τα κυριακάτικα πρωινά ήταν να παρακολουθούμε σε δύο καφενεία από ραδιόφωνο το πρόγραμμα της κλασικής μουσικής με πολύ ενδιαφέρον.
Το στρατόπεδο έσφυζε από μορφωτική δουλειά με γκρουπ μαθημάτων. Κυριαρχούσε σε πολλούς η αυτομόρφωση αξιοποιώντας τη βιβλιοθήκη του στρατοπέδου με διάφορα βιβλία επιστημονικά, ιστορικά και λογοτεχνικά, ελληνικά και ξένα, προπαντός κλασικά. Πολλές ομάδες συνεξορίστων επιδίδονταν στις ξένες γλώσσες. Η συμβίωση στις σκηνές, ανάλογα με τη σύνθεση των ενοίκων τους, είχε και σχετικό πολιτικομορφωτικό περιεχόμενο.
Η ύπαρξη δύο κομματικών επιτροπών, του ΚΚΕ και του ΑΚΕ, σαν αφανής πολιτική καθοδήγηση του στρατοπέδου, δημιουργούσε προστριβές και διαφωνίες με συνέπειες για τη ζωή των εξόριστων. Προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από τη στενή αντίληψη του κομματικού υπευθύνου του ΚΚΕ Κώστα Λυκούρη. Πρότυπο σεχταριστή, περιορισμένου θεωρητικού εξοπλισμού.
Το 1952-53, στα βουβά, πού και πού στο στρατόπεδο ακουγόταν πως μια μικροομάδα υπό τον Τσίτσο, παλιό κομμουνιστή αγωνιστή, έκφρασε διαφωνίες για την πολιτική στο στρατόπεδο. Αυτό έγινε γνωστό ή και καταγγέλθηκε σε μικρή ομάδα συνεξορίστων, τύπου κομματικών στελεχών. Φαίνεται η στάση της ομάδας Τσίτσου ενοχλούσε τη σεχταριστική πολιτική της κομματικής επιτροπής. Βέβαια η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων έδειξε το αβάσιμο της καταγγελίας της ΚΕ, που θεώρησε αντικομματική πράξη τη στάση του Τσίτσου.
Άρχισε και η μαρξιστική μορφωτική δουλειά, με σειρές μαθημάτων: κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία και μαρξισμό-λενινισμό. Όταν στο στρατόπεδό μας ήρθε ο Παντελής Καρακίτσος σαν ανώτερο κομματικό στέλεχος, παραμέρισε τον Κώστα Λυκούρη επικεφαλής της ΚΕ. Προχώρησε σε αναδιάταξη στα κομματικά στελέχη, μέχρι και εγώ τοποθετήθηκα σε μια υπεύθυνη κομματική δουλειά.
Τα προβλήματα της νοσηρότητας οξύνθηκαν στο στρατόπεδο, αφού τους γιατρούς τους είχανε απολύσει όλους. Έμεινε ο γιατρός Αντώνης Φλούντζης, που το 1952 ανέλαβε (μόνος του) το νοσηλευτήριο. Δεν περιγράφεται η συμβολή αυτού του ανθρώπου, με άοκνη την καθημερινή δουλειά. Πρόσφερε τις επιστημονικές ιατρικές του φροντίδες στους αρρώστους μας. Το 1955 η Ασφάλεια άφησε το στρατόπεδο χωρίς κανένα γιατρό, αφού τον Φλούντζη τον μετεκτόπισε στα Αντικύθηρα.
Μετά από προσπάθειες και καταγγελίες, τη θετική συμβολή του γιατρού του ΕΕΣ Στεφάνου και τη βοήθεια του ΔΕΕ μας ήρθανε και δέματα από τη Βουλγαρία με τις περίφημες κουβέρτες, τις Βουλγάρες, όπως τις ονομάσαμε. Ήταν κάποια ανακούφιση.
Στο τέλος του Σεπτέμβρη του 1952 πλημμύρισε το στρατόπεδο η είδηση για το βαρύ, αναπάντεχο ξαφνικό θάνατο του ηγέτη της αγροτιάς Κώστα Γαβριηλίδη. Όλο το στρατόπεδο βρίσκεται στο πόδι. Αυτό το γεγονός τράνταξε τους κρατικούς ιθύνοντες. Κατέφθασε από την Αθήνα ο βουλευτής της ΕΔΑ γιατρός Σπηλιωτόπουλος.
Τον Σεπτέμβρη του 1953 έγινε στον Αϊ-Στράτη η μεταγωγή των γυναικών από το Τρίκερι. Ήτανε πενήντα όλες κι όλες. Αυτό το γεγονός ομόρφυνε το στρατόπεδο, αλλά και δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα. Και σ’ αυτές υπήρχε άσχημη εσωτερική οργανωτική κατάσταση. Ιδιαίτερα από καμιά δεκαπενταριά μετεκτοπίσεις, μεταξύ αυτών και της Κατσίβα, που παρά τις πολλές αδυναμίες απαίτησε να παίξει τον ρόλο της σαν «εντεταλμένη» κομματική καθοδήγηση.
Η κατάστασή τους επιδεινώθηκε, όταν στα πράγματα σαν ΚΕ ήταν ο Σουκαράς και ο Κισκίρας και είχε γίνει ένα με αυτούς. Οι γυναίκες μένανε σε ορισμένα σπίτια στο χωριό με σχετικούς περιορισμούς από τη διοίκηση και όχι λίγες πανταχούσες από την καθοδήγηση, στην πρώτη φάση με τον Μενύχτα και στη δεύτερη και χειρότερη με τον Κισκίρα, ήτανε όχι μόνο παράδειγμα προς αποφυγή, αλλά ένα μεγάλο αίσχος.
Την Πρωτομαγιά του 1954 είχαμε μια ενδιαφέρουσα κινητοποίηση με αγωνιστικές διαθέσεις στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η αστυνομία απάντησε με κύμα τρομοκρατίας και συνέλαβε ένα τσούρμο από νεολαίους, κύρια από τον Πειραιά, και τους εκτόπισε στον Αϊ-Στράτη. Τα νιάτα τους φρεσκάρανε το στρατόπεδό μας, αλλά δυστυχώς, όταν φτάσαμε στην ανοιχτή διάσπαση τον Μάιο του 1956, πολλά από αυτά τα παιδιά, μπλοκαρισμένα από την καθοδήγηση του Κισκίρα, έγιναν όργανά του. Αυτό ήτανε αποτέλεσμα της απειρίας τους.
Στο μεταξύ, εκτός από τη διαφορά της ομάδας Τσίτσου για καθαρά πολιτικούς λόγους, η σχετική διαφορά των στελεχών του ΚΚΕ και του ΑΚΕ συνεχίζεται και βαθαίνει με αρνητικές συνέπειες στην ενότητα του στρατοπέδου. Η συκοφάντηση ορισμένων στελεχών του ΑΚΕ από την ΚΕ του ΚΚΕ δεν περιγράφεται. Άρχισε να καλλιεργείται μίσος μεταξύ ορισμένων.
Διασπάσεις στο στρατόπεδο. Η 6η Ολομέλεια του 1956
Μεγάλο ενδιαφέρον διεθνώς κίνησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα η πραγματοποίηση του 20ού συνεδρίου του ΚΚΣΕ και οι αποφάσεις του Φεβρουαρίου του 1956. Ιδιαίτερα η μυστική έκθεση του Χρουστσώφ για τον Στάλιν. Επακόλουθο ήταν να συνέλθει η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας τον Μάρτη του 1956. Το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς είχε παραγίνει. Ιδιαίτερα το 1955 με την αλλοπρόσαλλη σεχταριστική αριστερίστικη πολιτική του Ζαχαριάδη με στενούς συνεργάτες του τους Μπαρτζιώτα, Γούσια και Βλαντά, που παραβίασαν κάθε έννοια δημοκρατίας και συλλογικότητας στο κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει μια κριτική ανάλυση-εξέταση της λαθεμένης πολιτικής της ηγεσίας με στόχο τη διόρθωση του προσανατολισμού και της γραμμής του κινήματος και του κόμματος ιδιαίτερα.
Η ανακοίνωση-απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ τον Μάρτη του 1956 τόνιζε:
Αυτές τις μέρες συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής και της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Στις εργασίες της Ολομέλειας, εκτός από τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και της ΚΕΕ, πήρε μέρος και σημαντικός αριθμός στελεχών του κόμματος.
Η Ολομέλεια συζήτησε ολόπλευρα το ζήτημα της εσωκομματικής κατάστασης και ψήφισε πάνω σε αυτό το θέμα αναλυτική απόφαση. Η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι η καθοδήγηση του κόμματος και πρώτα απ’ όλα ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ σ. Ζαχαριάδης κάνουν σοβαρά πολιτικά λάθη σεχταριστικού χαρακτήρα. Τα λάθη αυτά εξηγούνται σε σημαντικό βαθμό από το γεγονός ότι ίσαμε τελευταία δεν ξεσκεπάστηκε και δεν κριτικαρίστηκε, όπως έπρεπε, η λαθεμένη αριστερίστικη πολιτική του σ. Ζαχαριάδη στην περίοδο του αγώνα του ελληνικού λαού 1946-1949. Ο σ. Ζαχαριάδης αντί να αναλύσει κριτικά τη δράση του κόμματος σε αυτή την περίοδο, να κάνει εκτίμηση των λαθών του και να βγάλει σωστά συμπεράσματα για το μέλλον, προσπάθησε με κάθε τρόπο, διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα, να δικαιολογήσει τη λαθεμένη του γραμμή, να μειώσει τη σημασία των λαθών που έκανε ο ίδιος προσωπικά και η καθοδήγηση του κόμματος.
Επιπλέον ο σ. Ζαχαριάδης και κατοπινά συνέχισε επίμονα να υπερασπίζει τη σεχταριστική γραμμή και προσπαθούσε να την επιβάλει στο κόμμα. Όλα αυτά αποπροσανατολίζουν το κόμμα, το εμπόδιζαν να χαράζει σωστή πολιτική γραμμή και τακτική, που να ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση της χώρας και φρενάρανε τη συσπείρωση όλων των πατριωτικών δυνάμεων του ελληνικού λαού στην πάλη για μια ανεξάρτητη, δημοκρατική Ελλάδα.
Τα σοβαρά πολιτικά λάθη που έκανε η καθοδήγηση του κόμματος συνδέονταν με το γεγονός ότι πολλά χρόνια τώρα σοβαρότατα ζητήματα της πολιτικής και τακτικής του κόμματος δεν τα συζητούσε και δεν τα επεξεργάζονταν η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ σαν συλλογικό όργανο του κόμματος, ενώ αποφάσεις πάνω σε πολλά σοβαρότατα ζητήματα τις έπαιρνε εξ ονόματος της ΚΕ μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον σ. Ζαχαριάδη. Όλα αυτά εμείωναν το ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής σαν συλλογικού καθοδηγητή του κόμματος, έπνιγαν την πρωτοβουλία και τη δραστηριότητα της μάζας των μελών του κόμματος, υπόσκαπταν την εσωκομματική δημοκρατία, εμπόδιζαν την ανάπτυξη της κριτικής και αυτοκριτικής, παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη των καθοδηγητικών στελεχών και τη συσπείρωσή τους.
Για τα σοβαρά πολιτικά λάθη που έκανε ο σ. Ζαχαριάδης και για τη συστηματική από μέρους του παραβίαση των αρχών της εσωκομματικής δημοκρατίας η Ολομέλεια έκρινε απαραίτητο να τον καθαιρέσει από γενικό γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ και να τον βγάλει από το Πολιτικό Γραφείο.
Η Ολομέλεια διαπίστωσε επίσης ότι για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στο κόμμα, μαζί με τον Ζαχαριάδη σοβαρή ευθύνη έχουν και τα άλλα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και ιδιαίτερα ο σ. Μπαρτζιώτας. Η Ολομέλεια καθαίρεσε τον σ. Μπαρτζιώτα από τη θέση του γραμματέα της ΚΕ και τον έβγαλε προσωρινά από το Πολιτικό Γραφείο.
Η Ολομέλεια εξέλεξε επταμελές Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής, στο οποίο ανέθεσε τα καθήκοντα του Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας της ΚΕ του ΚΚΕ. Προεδρεύων του Γραφείου εξελέγη ο σ. Γκρόζος.
Η Ολομέλεια τόνισε ότι το σπουδαιότερο καθήκον του κόμματος σήμερα είναι να διορθώσει γρήγορα τα πολιτικά λάθη που έκανε η καθοδήγηση του κόμματος, να εξοπλίσει τη μάζα των μελών του κόμματος με σαφή αντίληψη των πολιτικών καθηκόντων και της τακτικής του γραμμής στο τωρινό στάδιο, να αποκαταστήσει πέρα για πέρα την αρχή της συλλογικής καθοδήγησης, την εσωκομματική δημοκρατία, να εξασφαλίσει τη σταθερή τήρηση των λενινιστικών κανόνων της κομματικής ζωής, την ανάπτυξη της κριτικής και αυτοκριτικής. Η Ολομέλεια ανέθεσε στο γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ να επεξεργαστεί ντοκουμέντο προγραμματικού χαρακτήρα, όπου να δίνεται ολόπλευρη και βαθιά εκτίμηση της κατάστασης στην Ελλάδα και να καθορίζονται τα καθήκοντα του κόμματος και η τακτική γραμμή του.
Η Ολομέλεια κάλεσε όλα τα μέλη του κόμματος να συσπειρωθούνε γύρω στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ σαν συλλογικό καθοδηγητή του κόμματος. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας πάρθηκαν ομόφωνα.
Μάρτης 1956
Το γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ»
(«Νέος Κόσμος», τ. 4-5).
Όλα τα σχετικά με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ γίνανε γνωστά στο στρατόπεδο, γιατί είχανε δημοσιευτεί στην Αυγή και στον αστικό Τύπο.
Μεγάλη ήταν η αναστάτωση στους συνεξορίστους, που μεγάλο μέρος τους ζητούσαν την ανάλυση των αποφάσεων της 6ης Ολομέλειας. Η ζαχαριαδική καθοδήγηση των Σουκαρά-Κισκίρα είχε ενημερωθεί από προηγούμενα και αρχίσανε να δουλεύουνε προετοιμάζοντας την πλειοψηφία που επηρεάζανε, για να δώσουν τη μάχη κατά αυτών που ξεσηκώθηκαν.
Ο Κισκίρας σε δικό του στενό περιβάλλον είχε πει: «Η απόφαση της 6ης Ολομέλειας είναι λίβελος». Ο δε Σουκαράς ότι «το πνεύμα και την κατεύθυνση της 6ης Ολομέλειας τα εφαρμόζουμε στο στρατόπεδο από το ’55». Ο Κισκίρας συνεχίζοντας επιπρόσθετα είχε πει: «Ευτυχώς που ο σ. Ζαχαριάδης μένει στην ΚΕ και θα βοηθήσει το κόμμα».
Προσδιορίζουνε, Μάη πλέον, να κατεβάσουνε μια ανακοίνωση στο στρατόπεδο σχετικά με την απόφαση της 6ης Ολομέλειας. Στο μεταξύ, είχανε αποσπάσει από το παράνομο κλιμάκιο του κόμματος στην Ελλάδα, του οποίου ηγείτο ακόμη τότε ο πολύς Γιούσιας (Βοντίτσιος), σχετικό σημείωμα που διαβεβαίωνε ότι η πολιτική του στρατοπέδου με την καθοδήγηση τους Σουκαρά-Κισκίρα «ήτανε από το 1955 βασικά σωστή». Από το σύνολο των μελών του στρατοπέδου, που ήτανε 820, απέκλεισαν αυθαίρετα και δεν πήρανε μέρος καμιά σαρανταριά. Μέσα σ’ αυτούς και ο γράφων. Μάλιστα ο Σουκαράς είχε πει: «Τι θα γίνει μ’ αυτόν τον Λασκαρίδη, δεν αφήνει σκηνή για σκηνή σε όλο το στρατόπεδο».
Σ’ αυτή την πρώτη πανστρατοπεδική δουλειά πήρανε θέση καθαρή υπέρ της απόφασης της 6ης Ολομέλειας πάνω από διακόσιοι και γύρω στους εκατό μεσοβέζικη. Η καθοδήγηση (ζαχαριαδική) επηρέαζε και κατεύθυνε την πλειοψηφία και διαβρώνανε με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς όσους πήρανε ξεκάθαρη θέση. Όμως το στρατόπεδο διασπάστηκε ανοιχτά και κάτι διαφορετικό δημιουργήθηκε. Αυτή η διάσπαση κράτησε μέχρι τον Αύγουστο του 1959. Δεν περιγράφεται η αρνητική επίδραση που είχε στο κίνημα.
Προηγούμενα από την πανστρατοπεδική δουλειά ο Κισκίρας είχε πει σε ογδόντα έμπιστους οπαδούς του ότι οι «Καρακίτσης, Λυκούρης, Μενύχτας και Παύλος Νεφελούδης είναι ύποπτοι και αντικομματικά στοιχεία και να τους προσέχουμε». Αυτούς που πήρανε καθαρή θέση και αυτούς που απόκλεισαν στην πρώτη δουλειά, τους ονόμασαν «Κίνηση».
Ακολουθεί δεύτερη δουλειά στο στρατόπεδο για την πολιτική του, που βασίζεται στην αυθαίρετη και σκόπιμη εκτίμηση του ανεκδιήγητου Γούσια ότι «η πολιτική του στρατοπέδου από το ’55 είναι βασικά σωστή». Πάλι απέκλεισαν από αυτή τη δουλειά καμιά δεκαριά. Μεταξύ αυτών και εμένα.
Έχοντας την πλειοψηφία στο στρατόπεδο οι Σουκαράς-Κισκίρας συνέχισαν την απαράδεκτη και βάρβαρη διασπαστική τους αντικομματική δουλειά. Αποτέλεσμα ήταν στις αρχές του ’57 να τους εγκαταλείψουνε καμιά ογδονταριά, γιατί δεν ανέχονταν πλέον το καθεστώς και τις κατηγορίες με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς για αγωνιστές που είχαν ιστορία αγώνων και θυσιών. Είχαν χρησιμοποιήσει τότε μια σειρά νέους, με απειρία οπωσδήποτε, σαν κατηγόρους κατά πολλών αγωνιστών με ιστορία και προσφορά.
Αυτούς τους ογδόντα ο Κισκίρας τους ονόμασε «Τερμίτες». Έτσι έχουμε τους Σουκαρικούς (Ζαχαριαδικούς), την «Κίνηση» και τους «Τερμίτες». Δηλαδή, σε τρία κομμάτια διασπάστηκε το στρατόπεδο.
Στην «Κίνηση» μεταξύ των άλλων ήτανε ο Π. Καραγκίτσης, ο Ν. Τσόχας, ο Ηλ. Αποστολίδης, ο Κ. Λυκούρης, ο Τάκης Δρακόπουλος, ο Χριστόφ. Μαυρίδης, ο Ι. Γουλεμάρης, ο Π. Νεφελούδης, ο Β. Παπαγιαννόπουλος, ο γράφων κ.ά. Στους ονομαζόμενους «Τερμίτες» ήτανε: Χρ. Αγγελάκης, Χρ. Κανάκης, Γερ. Φλωράτος, Παν. Κατερίνης (ο «ναι μεν αλλά»), ο Μήτσος Μανούσος, ο Διον. Γεωργάτος, ο Λευτέρης Κολοβός, ο Ανδρ. Παναγόπουλος, ο Πότης Παρασκευόπουλος κ.ά.
Όμως αμέσως μόλις δημοσιεύτηκε και στον Τύπο η απόφαση της 6ης Ολομέλειας και πριν αρχίσουν οι σχετικές και μαζικές αναταράξεις, μια ομάδα συνεξορίστων μας στελεχών, οι Σαβέλ Γεωργιάδης, Ν. Τσόχας, Ηλ. Αποστολίδης, Μίνως Σταυρίδης και αργότερα ο Ν. Χαραγκιώνης, έστειλαν επιστολή στην καθοδήγηση Σουκαρά-Κισκίρα και τους καλούσαν να παραιτηθούν και να παραδώσουν την καθοδήγηση, για να αποφευχθεί τυχόν ανωμαλία από διάσπαση του στρατοπέδου. Αυτοί, όχι απλώς τους αγνόησαν, αλλά συνέχισαν την απαράδεκτη τακτική τους να τους διαβρώνουν και να τους καταγγέλλουν στον κόσμο τους που κατεύθυναν.
Ακολουθεί τρίτη δουλειά για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Αυτή τη φορά πήραμε μέρος και οι καμιά δεκαριά αποκλεισμένοι στη δεύτερη δουλειά. Με βάλανε σε ένα γκρουπ με καμιά δεκαπενταριά. Τους είπα ότι αφού με αποκλείσατε στις δύο προηγούμενες δουλειές, απαιτώ να με αφήσετε να μιλήσω δύο ώρες. Μίλησα 2,5 ώρες. Παρουσίασα όλο το 20ό συνέδριο, αφού το είχα μάθει σχεδόν όλο απέξω. Χωρίς να προσβάλλω πρόσωπα συνεξορίστων μου, αναφέρθηκα στη στάση και την τακτική των Σουκαρά-Κισκίρα, κατά του Ζαχαριάδη και του Στάλιν σαν κύριους υπεύθυνους, που οδήγησαν το κίνημα, με την ανωμαλία και την παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων της δημοκρατίας και συλλογικότητας, στη διάσπαση και την καταστροφή.
Μετά από μερικές μέρες με πλησίασε ο τομεάρχης του 2ου τομέα που ανήκα και μου λέει: «Βασίλη, η καλύτερη ομιλία σ’ όλο τον τομέα των διακοσίων πενήντα μελών είναι η δική σου». Αυτά μου είπε με έμφαση ο Λάμπρος (που ξεχνάω δυστυχώς το επίθετο), δικηγόρος, Πόντιος και στέλεχος του ΑΚΕ από το Κιλκίς.
Με παρέμβαση, οπωσδήποτε απέξω, βγάζουνε από τη διμελή κομματική επιτροπή τον Κισκίρα και τοποθετούνε τον Ανδρέα Παναγόπουλο. Παρ’ όλη την προσπάθεια του Παναγόπουλου δεν στάθηκε δυνατόν να καταφέρει τίποτα το ουσιαστικό, αφού ο Κισκίρας είχε τον μηχανισμό στα χέρια του και με τους ανθρώπους του –που έχανε την πλειοψηφία– έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατάει την κατάσταση. Διαβρώνανε ακόμα και τον ίδιο τον Παναγόπουλο. Από κοντά και ο Σουκαράς, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ορίστηκε η διμελής ΚΕ απλώς να εποπτεύει και μια δεκαπενταμελή επιτροπή, που είχανε διορίσει απ’ έξω, είχε την ευθύνη για όλα τα προβλήματα του στρατοπέδου. Για τον διορισμό αυτής της αντιπροσωπευτικής επιτροπής την εντολή την έφεραν ο Ηλ. Ηλιού και ο Αντώνης Μπριλλάκης το 1957. Η επιτροπή αυτή μετά από λίγους μήνες θα έκανε εκλογές και η επιτροπή που θα εκλεγότανε θα είχε την ευθύνη, αφού θα είχε εξασφαλιστεί η ενότητα. Αν και είχανε την πλειοψηφία, οι ζαχαριαδικοί, από το αποτέλεσμα των εκλογών, φάνηκε πως χάσανε σαράντα από τους ανθρώπους τους.
Το στρατόπεδο έχει τη ζωή του με τα προβλήματά του, που οξύνονται αφού τα περιοριστικά και καταπιεστικά μέτρα της κυβέρνησης δεν σταματάνε. Τόσο οξυνότανε η κατάσταση και συνεχιζότανε το ανώμαλο εσωοργανωτικό καθεστώς, που ενενήντα δύο συνεξόριστοι, κατά συντριπτική πλειοψηφία νέοι, δημιουργούνε μια ξεχωριστή τυπικά πολιτική οργάνωση μέσα στο στρατόπεδο. Όλοι προέρχονταν από την «Κίνηση». Βγάλανε με εκλογές μια προσωρινή πενταμελή επιτροπή. Κύριος οργανωτής ήτανε ο γράφων, ο Μιχ. Πιταριδάκης και κάμποσοι άλλοι που ενθαρρύνανε αυτή την απόφαση. Ένας από τους παλιούς αγωνιστές, κύριος υποκινητής, ήτανε ο Παύλος Νεφελούδης. Κάναμε όμως υπερβολή και το δημοσιεύσαμε και έξω στον Τύπο, με τις υπογραφές των πέντε της επιτροπής. Παραεκθέταμε έτσι τη διάσπαση έξω και αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι ζαχαριαδικοί.
Όταν ήρθανε στον Αϊ-Στράτη οι βουλευτές (Ηλιού και Μπριλλάκης), πολλές επιτροπές και άτομα τους πλησιάζανε και προβάλλανε την άποψή τους στο όλο πρόβλημα και υποδεικνύανε λύσεις κατά την άποψή τους. Σε κάποια φάση που είχε πάρει έκταση αυτό και ο Μπριλλάκης περιτριγυριζότανε από πολλούς, βρισκόμουνα καμιά δεκαριά μέτρα απέναντί του και βλεπόμασταν, χωρίς να τον πλησιάσω ούτε καν να τον χαιρετήσω, παρ’ όλο τον στενό συντροφικό δεσμό που είχαμε δημιουργήσει στο Μακρονήσι (όπως γράφω πιο πάνω). Και αυτό γιατί ήτανε (ακόμα) σ’ εκείνη τη φάση ζαχαριαδικός. Μάλιστα το έκφρασε σαν παράπονο σε κάποιους κοινούς φίλους μας: «Να μην έρθει ο Λασκαρίδης ούτε να με χαιρετήσει...».
Μια παρένθεση. Το 1954-55 είχανε γίνει κάμποσες συλλήψεις αγωνιστών έξω, που τους φέρανε στον Αϊ-Στράτη. Μεταξύ αυτών και ο Σωτήρης Τουτούνας από την περιφέρεια της Βέροιας. Μετά τη φυλακή έμεινε στην Αθήνα. Στην παρανομία 1951-52 ήτανε μαζί και με τον Μπριλλάκη. Ένα βράδυ πάω στη σκηνή του Γιάννη Πέτσα στον 3ο τομέα που είχανε τοποθετήσει τον Σωτ. Τουτούνα, κι έμενε μαζί του, αφού ήτανε και πατριώτες. Είχα και φιλία με τον Γ. Πέτσα και εκεί που συζητούσαμε και αστειευόμασταν, σε μια στιγμή μου λέει: «Α, ρε Λασκαρίδη, είσαι ακτύπητος». Ξαφνικά σηκώνεται ο Τουτούνας και με έκσταση με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει: «Εσύ είσαι ο Λασκαρίδης ο Βασίλης; Που στη βαριά παρανομία, όταν ανταμώναμε με τον Μπριλλάκη και άλλους θυμότανε το Μακρονήσι, έκλαιγε και έλεγε: “Για μένα Μακρονήσι ίσον Βασίλης Λασκαρίδης”». Ο δεσμός μας είχε αρχίσει το 1947-48, όταν ήμουνα γραμματέας της νεολαίας στον Αϊ-Στράτη και αυτός επιγραμματέας στη Λήμνο με γραμματέα τον Γιάννη Αναστασιάδη από το Κιλκίς, γραμματέα της ΕΠΟΝ του νομού. Ο δεσμός ενισχύθηκε πολύ στο 4ο τάγμα, στους Φούρνους στο Μακρονήσι, και ακόμα πιο πολύ όταν μας παρέλαβε ο στρατός στο Α/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ και καταλήξαμε στο νοσοκομείο του Μακρονησιού με τα βασανιστήρια.
Όσο γι’ αυτό που μου είπε ο Τουτούνας για τον Μπριλλάκη και το Μακρονήσι, δεν αφορά μόνο εμένα. Αναφέρω αρκετά πρόσωπα, ονομαστικά: Τάσος Τσέλος, Αντ. Αθανασόπουλος, Δήμος Βάρας, Παν. Καραμπατζάκης, Ν. Νικηφορίδης, Βασ. Τσιγκούνης, Μανούσος Φραντζεσκάκης, Κώστας Κουλουφάκος, Βασ. Ασημακόπουλος, Τάσος Τσουκνίδας, Ρεμπούτσικας, Σωκρ. Ράγγας, Παντελής Τζανετάκος, Πέτρος Μαντζαβίνος, Πότης Παρασκευόπουλος. Ο τελευταίος ήταν η φυσιογνωμία που έβγαλε παλικαρίσια δυο φορές την κόλαση του Μακρονησιού, μια με το στρατιωτικό στο Α/ ΕΤΟ και άλλη μία στο πολιτικό Α/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ.
Τα καταπιεστικά μέτρα από τη διοίκηση δεν σταματάνε. Μέχρι που θέλουνε να διορίζουνε αυτοί σκηνάρχη σε κάθε σκηνή και αν ήτανε δυνατόν να καθορίζουνε και τη σύνθεσή τους. Το επίδομα εξακολουθεί να είναι πείνας και δεν μας επιτρέπονται δέματα και επιταγές από το εξωτερικό. Με τη χρονίζουσα κράτηση και τις συνεχείς στερήσεις όλο και επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας μας.
Τον Δεκέμβριο του 1955 είχαμε συνεχείς βροχοπτώσεις με αποτέλεσμα να ξαναπλημμυρίσουμε. Οι διοικούντες αδιαφορούσανε για το δράμα μας. Πολλές σκηνές καταξεσκίστηκαν. Δεν φτάνει μόνο αυτό, κάνουνε και μετεκτοπίσεις σε διάφορα νησιά. Μεταξύ των άλλων αιτημάτων, ζητάμε και διακόσιες σκηνές σε καλή κατάσταση για να αντικαταστήσουμε τις σχισμένες.
Από τις αρχές που στρατοπεδεύσαμε, με το στήσιμο των σκηνών, χρειάστηκε άμεσα να αντιμετωπιστεί η σιγουριά για πόσιμο νερό. Είχε αρκετά πηγάδια στα διάφορα χωραφάκια που στήνονταν οι σκηνές. Μερικά μεγαλύτερα και περιποιημένα γύρω τους, πράγμα που έδειχνε ότι γινότανε χρήση από τους ντόπιους. Όμως θα έπρεπε, για να είμαστε σίγουροι για την υγεία μας· έπρεπε να απολυμανθούνε. Δημιουργήθηκε σχετικό συνεργείο και δέχτηκα να κατεβαίνω μέσα στα πηγάδια. Πρώτα βγάζαμε το νερό, μετά κατέβαινα κάτω, καθάριζα το πηγάδι από διάφορα αντικείμενα και από ό,τι λασπώδες είχε στον πάτο. Μετά ρίχναμε στον πάτο καθαρά βότσαλα και γινότανε σαν πάτωμα, ασβεστώναμε καλά τα τοιχώματα και ρίχναμε το ανάλογο φάρμακο. Αυτό έγινε σε τρία με τέσσερα πηγάδια. Έτσι πίναμε δροσερό και υγιεινό νερό.
Οι ντόπιοι χωρικοί είχανε για δικιά τους χρήση την παραλία από την εκβολή του ποταμού δίπλα στο χωριό μέχρι τον περίφημο μοναχικό βράχο που αρχίζει η «δική μας» παραλία, η Σαχάρα. Επίσης στην παραλία των ντόπιων είχανε τα ψαροκάικα και τις ψαρόβαρκές τους, που τις χρησιμοποιούσανε για τη μεταφορά από το πλοίο στην αποβάθρα του χωριού.
Διάβαζα πολλές ώρες την ημέρα αξιοποιώντας τη βιβλιοθήκη του στρατοπέδου. Έπαιρνα μέρος σε ένα μαρξιστικό μάθημα και σε άλλο ένα σαν δάσκαλος σε γκρουπ.
Σηκωνόμουνα πολύ πρωί κι είχα ένα μισάωρο σχεδόν γυμναστική. Από 11 μέχρι τις 12 στη θάλασσα για κολύμπι. Τρεις με τέσσερις φορές έφτασα τα 300 μπάνια τον χρόνο. Ήμουνα χειμερινός κολυμβητής. Ποτέ δεν κοιμόμουνα το μεσημέρι και διάβαζα πολλές φορές μέχρι που νύχτωνε, αν δεν είχα υπηρεσία ή άλλη απασχόληση (βόλεϋ, προπόνηση των επισκεπτών πιτσιρικάδων ή, μυστικά πίσω από τη Σαχάρα, προπόνηση της ντόπιας ποδοσφαιρικής ομάδας).
Στον καταμερισμό δουλειάς στη σκηνή είχα το πλύσιμο των μεσημεριανών πιάτων, που δεν ήθελε κανείς να τα πλύνει. Εκτός από το συνεργείο των λιμενεργατών που ανήκα, είχα εθελοντικά το καθήκον να πηγαίνω φρέσκο δροσερό νερό στο αναρρωτήριο δυο φορές την ημέρα.
Το 1952-54 μεταξύ των άλλων, διάβαζα τρεις ώρες την ημέρα βιβλία ιστορικά. Δεν άφησα κανένα βιβλίο ιστορίας της βιβλιοθήκης που να μην το είχα διαβάσει. Κράταγα και σημειώσεις. Επειδή δεν ήμουνα σε θέση να κρατάω σημειώσεις συνοπτικές, περιεκτικές περιλήψεις, κράταγα τον τίτλο με το θέμα, τις σελίδες και μερικά συμπεράσματα, αποσπάσματα του βιβλίου από ορισμένα κεφάλαια. Είχα διαβάσει ακόμα και την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρηγόπουλου των 2.500 μεγάλων σελίδων με ψιλά γράμματα σε γλώσσα αρχαΐζουσα και με απέραντες υποσημειώσεις με ψιλά γράμματα. Οι σημειώσεις μου από τη μελέτη των ιστορικών βιβλίων ήταν 700 σελίδες σε τετράδια. Ε, αυτά, στο όνομα του συνωμοτισμού και της πειθαρχίας, μου τα πήρανε οι καθοδηγητές κι ούτε ξέρω τι απέγιναν.
Μια από τις φορές που επέστρεφα χειμώνα καιρό από τη θάλασσα (1957), ανταμώσαμε έξω από τον φούρνο με τον Σουκαρά. Αφού χαιρετηθήκαμε, μου λέει: «Βασίλη, εσύ για να κολυμπάς τον χειμώνα, πρέπει να έχεις νευροφυτικές διαταραχές». Χαμογέλασα... Ω, σοφία σοφού ανδρός!
Ένα διάστημα μέναμε στην ίδια σκηνική ενότητα με τον Τάκη Δρακόπουλο. Κάναμε πολλές συζητήσεις και θεωρούσα ότι έχει βαθιά γνώση για τα πολιτικά πράγματα. Σωστός, πράος, χωρίς ακρότητες και με επιχειρήματα. Επίσης συναναστρεφόμουνα τον Χρυσόστομο Μαυρίδη. Σωστά τοποθετημένος, πρωτοποριακός και με επιχειρήματα. Ένα διάστημα ήταν επικεφαλής της μορφωτικής επιτροπής (επί Σουκαρά). Κομματικά, μέχρι τη διάσπαση, με κράταγε ο Παναγιώτης Μακρής, μετρημένος άνθρωπος και από την ομάδα ο Τάκης Σαρρής από το Χαλάνδρι, άνθρωπος αξιόλογος, μεθοδικός και πειστικός.
Με τον ερχομό των γυναικών είχαμε τακτικά παρατεταμένο επισκεπτήριο των παιδιών μας. Τα αναλάβαινα προσωπικά και τα προπονούσα στο ποδόσφαιρο και σε μερικά μάθαινα να κολυμπούνε.
Κάναμε σαν ομάδα ποδοσφαιρική συνάντηση με την παιδική ομάδα του χωριού. Αν και μεγαλύτερα, τα νικήσαμε δυο-τρεις φορές που παίξαμε στο γηπεδάκι, στο πάνω μέρος των δύο τομέων. Σε όλο το διάστημα του παιχνιδιού κατεύθυνα την παιδική ομάδα και τη δική μας. Ξεχώριζαν τα παιδιά της Βέρας (και του Μάνθου) Τσιμπουκίδη, ο ανιψιός ο Ανδρέας, της Δώρας Ψαλτοπούλου, ο Κωστάκης του Μένιου Αλεξιάδη (μετέπειτα δήμαρχου Καλαμαριάς) και το τρομερό ταλέντο ο Λευτεράκης, γιος της Αθανασίας από το Σουφλί, που έμεναν στην Αλεξανδρούπολη.
Τον Οκτώβρη του 1956 επισκέφτηκαν το στρατόπεδό μας οχτώ βουλευτές απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής. Μείνανε δύο μέρες και με τα ίδια τους τα μάτια είδαν και έζησαν την όλη απαράδεκτη για αυτούς κατάσταση. Έκαναν αναφορά στην κυβέρνηση χωρίς αποτέλεσμα. Από τη διοίκηση, κατ’ εντολή της κυβέρνησης, εντείνονταν τα καταπιεστικά μέτρα. Ανακάλεσαν το κλιμάκιο του ΕΕΣ και διορίσανε εντεταλμένους γιατρούς της Ασφάλειας, προκειμένου να παρουσιάζουνε τη μαζική κατάσταση νοσηρότητας του στρατοπέδου μειωμένη σε σχέση με τα στοιχεία των γιατρών μας και του ΕΕΣ.
Η αποστολή του γιατρού του ΕΕΣ Στεφάνου ήτανε πολύ θετική. Όμως πέθανε. Ήτανε και αυτός βαριά άρρωστος. Οι αποκαλύψεις του γιατρού Στεφάνου και μετέπειτα του γιατρού Τσιρώνη ήταν καταπέλτης. Ιδιαίτερα η πολιτεία του γιατρού Τσιρώνη ήτανε αποκαλυπτική. Ήρθε σε αντίθεση ανοιχτή με την κυβέρνηση και τους διέψευσε για τα ανακριβή στοιχεία που παρουσιάζανε σε σχέση με την όλη κατάσταση, την πραγματική. Δεν λάβαιναν υπόψη τους ούτε τη Σύμβαση της Ρώμης, η οποία είχε κυρωθεί με νόμο (Ν. 2329/53). Να μην ξεχνάμε ότι ο πολύς υφυπουργός Ασφαλείας Καλατζής, ο τόσο ανένδοτος, ήταν τεταρταυγουστιανός. Άξιος ο μισθός του.
Το ανοιχτό μέτωπο που δημιουργήθηκε μεταξύ του γιατρού του ΕΕΣ Τσιρώνη και του κράτους πήρε έκταση, ώσπου τελικά, αρκετά αργότερα η Ασφάλεια τον σκότωσε. Ύστερα από ολόκληρη επιχείρηση στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο στις 11 Ιουλίου 1978, αυτό ήτανε το τραγικό τέλος του γιατρού και αγωνιστή Τσιρώνη.
Το πρόβλημα του Αϊ-Στράτη έχει κατά κάποιον τρόπο διεθνοποιηθεί. Απανωτά διαβήματα από βουλευτές της ΕΔΑ και προσωπικά εμπεριστατωμένο διάβημα από τον πρόεδρο της ΕΔΑ Γιάννη Πασαλίδη προσωπικά. Και οι ξένοι βοηθούνε με τις ενέργειές τους τους πολιτικούς κρατουμένους στην Ελλάδα μέσω διαφόρων έγκυρων οργανώσεων. Όμως έχουμε και επιθέσεις σε βάρος μας από αντιδραστικούς κύκλους της Ευρώπης.
Εμείς επιμένουμε να έχουμε τους γιατρούς μας στο στρατόπεδό μας για να μας συνδράμουν με τις επιστημονικές δυνατότητές τους και όχι να τους έχουνε μετεκτοπισμένους στα Αντικύθηρα, όπως τον Αντώνη Φλούντζη και τον Παπαδόπουλο.
Η ζωή στο στρατόπεδο με τα προβλήματά της συνεχίζεται. Και η οργανωμένη μορφωτική δουλειά σε κάθε ξεχωριστή προσπάθεια αυτομόρφωσης. Και η ψυχαγωγία που τόσο απαραίτητη και αναγκαία ήταν. Εκτός από το θέατρο, που έχει πάρει έκταση και έχουν ανεβαστεί αρκετά έργα με επιτυχία, έχουμε και τις εκδηλώσεις στις εθνικές γιορτές με τοπικούς χορούς και τραγούδια. Χοροί απ’ όλη την Ελλάδα. Κάτι το φαντασμαγορικό: χοροί κρητικοί, θρακιώτικοι, επτανήσιοι, ποντιακοί, ηπειρωτικοί, μακεδονικοί, ρουμελιώτικοι, νησιώτικοι, πελοποννησιακοί κ.λπ., κ.λπ.
Είχαμε διάφορες μορφές απασχόλησης και ψυχαγωγίας. Το βόλεϋ που το παρακολουθούσανε, όταν γινόντουσαν παιχνίδια, αρκετές δεκάδες θεατές μας. Ακόμα και εκείνα τα παιχνίδια ποδοσφαίρου που είχα οργανώσει με τα παιδιά-επισκέπτες και με την παιδική ομάδα του χωριού σε ένα γηπεδάκι 50x25, στο τέρμα των δύο τομέων του στρατοπέδου. Ακόμα είχαμε και αρκετά παιχνίδια μεταξύ μας οι τέως ποδοσφαιριστές εξόριστοι. Και αυτά τα παρακολουθούσανε κάμποσοι θεατές κάθε φορά. Να και μια άλλη μορφή ψυχαγωγίας. Κάθε Κυριακή σχεδόν, κάτω στη Σαχάρα στην πλατιά αμμουδιά, γινότανε συνάντηση ποδοσφαιρική των χωροφυλάκων της φρουράς με τους ντόπιους νέους. Οι χωροφύλακες, παιδιά γύρω στα είκοσι, καλοταϊσμένα και ορισμένοι που ξέρανε μπάλα, τους νικούσανε τους ντόπιους συνέχεια. Οι τοπικοί, αν και είχανε μερικούς καλούς παίχτες, παίζανε ανοργάνωτα, άτσαλα, γι’ αυτό και νικούσανε οι χωροφύλακες. Το γήπεδο στην άμμο!
Το 1957 βρήκα τον τρόπο και άρχισα να προπονώ τους ντόπιους μυστικά. Κάναμε προπονήσεις στο πίσω μέρος της Σαχάρας σε ένα χωράφι, τέως αμπέλι, σαν γηπεδάκι, αφού δεν είχε ρίζες και κουτσούρια. Τους έμαθα πώς θα στήνεται η ομάδα στο γήπεδο και ο καθένας στην κατάλληλη θέση. Αυτό ήτανε. Από τότε όλο νικούσανε οι ντόπιοι. Πήγαινε ρολόι η ομάδα. Αυτό έδινε μεγάλη χαρά στους ντόπιους θεατές και πολυάριθμους δικούς μας, που παρακολουθούσανε με πολύ ενδιαφέρον τα παιχνίδια. Φαίνεται θα φλυάρησαν κάποιοι ντόπιοι ποδοσφαιριστές ότι τους προπονούσα, παρότι είχαμε πει ότι το είχαμε μυστικό. Πήγε στα αυτιά των ποδοσφαιριστών χωροφυλάκων και λέγανε: «Μάθαμε πως κάποιος κομμουνιστής τους προπονάει, γι’ αυτό έχουμε αυτά τα αποτελέσματα».
Ένα θλιβερό περιστατικό. Τέλος του 1957 ο Μίνως Σταυρίδης παίρνει άδεια. Στενός φίλος του Β. Παπαγιαννόπουλου και του Τάκη Δρακόπουλου. Ο Τάκης Δρακόπουλος γράφει μια έκθεση σχετικά με την ανώμαλη κατάσταση του στρατοπέδου και ζωγραφίζει το καθεστώς των Σουκαρά-Κισκίρα και το κακό που έχουνε κάνει σε αρκετούς νεολαίους που κατευθύνουν, και ιδιαίτερα σε μερικούς που τους έχουνε ενσταλάξει μίσος και εμπάθεια για πολλούς αγωνιστές με ιστορία και προσφορά στους αγώνες του λαού μας. Δεν αναφέρω ονόματα, γιατί άλλοι έχουνε αναθεωρήσει τη στάση τους και μερικοί από τους πιο εμπαθείς έφυγαν άρον άρον από τη Γιούρα της χούντας το 1967.
Την έκθεση ο Τ. Δρακόπουλος τη δίνει στον Μίνω Σταυρίδη να την προφυλάξει και να τη δώσει έξω, στους αρμόδιους. Από επιπολαιότητα την ακουμπάει και την ξεχνάει στη βαλίτσα του πάνω στα ρούχα, χωρίς να την εξασφαλίσει από τον έλεγχο. Όταν έφευγε, στον έλεγχο τη βρήκανε και την παραδώσανε στην υπηρεσία της Ασφάλειας. Αυτό ήταν. Το εκμεταλλεύτηκε η αντίδραση με τη δημοσίευση και τον σχολιασμό σε όλον τον αστικό Τύπο. Η αντίδραση πανηγύριζε για το «κατάντημα» του στρατοπέδου, για τη φαγωμάρα μεταξύ μας. Επίσης το εκμεταλλεύτηκε ανάλογα η ζαχαριαδική παράταξη και τους δόθηκε η ευκαιρία να ντοπάρουνε πρόσθετα τους πιστούς του Κισκίρα.
Ενώ την ευθύνη την είχε ο Σταυρίδης, όταν βγήκε έξω την πλήρωσε ο Τάκης Δρακόπουλος, εννοείται εσωοργανωτικά-κομματικά. Ουσιαστικά τον αγνοούσανε ακόμη και ο αδελφός του Μπάμπης Δρακόπουλος – ο γραμματέας αργότερα του ΚΚΕ εσωτερικού. Αφού είμαστε φίλοι από τον Αϊ-Στράτη με τον Τάκη, όταν ανταμώσαμε στα γραφεία του ΚΚΕ εσωτερικού στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου το 1974-77 μου έλεγε με πικρία και ειρωνικά: «Βασίλη, έρχομαι στα γραφεία για να μη νομίζουνε ότι είμαι σπασμένος». Ναι, ο σύντροφος Τάκης με την πολιτική και ιδεολογική εμβάθυνση στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Αυτός ο καλός συζητητής, ο πειστικός.
Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Ο Ανδρέας Χατζηγιάννης, ένα από τα μεγάλα παλικάρια των εικοσάρηδων τότε (1949-50) στο «σύρμα»-χαράδρα, και αυτές του Α/ ΕΤΟ-ΕΣΑΪ. Ωραίος, σεμνός και νέος με ευαισθησίες, αγαπούσε το τραγούδι, ιδιαίτερα το ρομαντικό, ελαφρό (;). Τραγουδούσε ωραία και έπαιζε κιθάρα. Είχε και μια αντίστοιχη παρέα του τραγουδιού και της χαράς. Είχε πολλούς οπαδούς σε αυτού του είδους την ψυχαγωγία. Φανερός ή και λίγο κρυφός κι εγώ σ’ αυτά τα τραγούδια. Αφού έπαιζα χρόνια φυσαρμόνικα. Δεν έπαιζα μόνο αντάρτικα-Aντιστασιακά αλλά και χορευτικά συρτά και νησιώτικα. Όμως το επίσημο κομματικό καθεστώς της δυάδας του σεχταρισμού και του αρρωστημένου προσανατολισμού, του εμβατηρίου και των «επαναστατικών» τραγουδιών, θεωρούσε ότι αυτά αποπροσανατόλιζαν τη νεολαία και την ευνούχιζαν αγωνιστικά. Κατά τα γνωστά, ήταν κήρυκες της καθαρής «Aγωνιστικότητας». Τι στρεβλή διαπαιδαγώγηση στους νέους, τους καταντούσαν να τους ακολουθούνε τυφλά, λες κι ήτανε στρατιωτάκια!
Τον Μάρτη του 1958 απρόσμενα μου δόθηκε άδεια και αφήνω τον Αϊ-Στράτη. Μένω και δρω κυρίως στον χώρο της ΕΔΑ Καλλιθέας. Σε επαφή αμέσως με άνθρωπο του παράνομου ΚΚΕ, προσανατολισμένος και αυτός σωστά για εκείνες τις συνθήκες, με όρισε στον χώρο της Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ταύρου με στόχο την προσπάθεια ισχυροποίησης ή δημιουργίας οργανώσεων της ΕΔΑ. Οργάνωσης όπου θα πρέπει να έχουν θέση πρωτοποριακή οι κομμουνιστές. Υπήρχαν ακόμη κατάλοιπα από παρόνομους κομμουνιστές με την ξεπερασμένη, ξεκομμένη, απομονωμένη και με ατομικές επαφές, μορφή οργάνωσης χωρίς αποτέλεσμα. Έπεσα με τα μούτρα στη νόμιμη δουλειά της ΕΔΑ, με επακόλουθο να δημιουργήσουμε μια δεμένη οργάνωση με θετικά αποτελέσματα.
Επί τέσσερις μήνες οι δικοί μου στην οικογένεια δεν με άφησαν να δουλέψω στην παραγωγή. Μετά από τέσσερις μήνες προσλήφθηκα στη βιομηχανία «Ινδιάνα» (εργοστάσιο ελαστικού) στου Ρέντη, εργάτης στην αποθήκη και την προετοιμασία των παραγγελιών. Στους τέσσερις μήνες που καθόμουνα με το πέρα-δώθε είχα σκάψει κυριολεκτικά την Καλλιθέα. Σ’ αυτούς τους τέσσερις μήνες θα είδα δεκάδες κινηματογραφικά έργα. Με οδηγό τις ταινίες ποιότητας γύριζα σ’ όλη την Αθήνα.
Όπως μαθαίνω στον Αϊ-Στράτη, αν και έχει αποσυμφορηθεί αριθμητικά, όλο και οξύνουνε την κατάσταση οι εντολοδόχοι της κυβέρνησης. Έχουνε το στρατόπεδο για μπαμπούλα για τον κόσμο που αγωνίζεται έξω. Οι παράγοντες της ΕΔΑ κάνουνε προσπάθειες για αντιμετώπιση της κατάστασης, διεθνοποιούν το πρόβλημα της εξορίας και των φυλακών. Οι κυβερνώντες, παρ’ όλα αυτά, φτάνουνε να μετεκτοπίζουνε σκόρπια σε διάφορα νησιά το 1959 ή να επιδεινώσουν την κατάσταση με την επανεκτόπιση αδειούχων ή απολυμένων από τις φυλακές, καμιά πενηνταριά απ’ όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα από την Αθήνα (μεταξύ αυτών και ο γράφων). Όσο για το πρόβλημα της νοσηρότητας όλο και περισσότερο οξύνεται χωρίς γιατρούς δικούς μας ή του ΕΕΣ. Καταργήσανε τις μεταγωγές βαριά ασθενών στα νοσοκομεία των Αθηνών, παρά τις ανάγκες που παρουσιάζονταν.
Στις 13 Μαρτίου 1959 έχουμε το τρομερό συμβάν: τον θάνατο του Κ. Ρεπέλα από τη Θεσσαλονίκη. Παλικάρι από το στρατιωτικό σύρμα στο Α/ ΕΤΟ του Μακρονησιού. Χρόνια στον Αϊ-Στράτη, αρνήθηκε η διοίκηση του στρατοπέδου να τον μεταγάγουνε έγκαιρα σε νοσοκομείο της Αθήνας και ας ήτανε βαριά άρρωστος. Όταν αναγκάστηκαν να τον μεταγάγουν, ήταν πλέον αργά, τον χάσαμε. Σαν να τον βλέπω...
Ήρθανε οι βουλευτικές εκλογές τον Μάη του 1958. Ηγήθηκα της οργανωτικής προπαρασκευαστικής δουλειάς και καθοδήγησης των εκλογών στον δήμο της Καλλιθέας.
Εντατική καθημερινή δουλειά με επαφές, συνεδριάσεις, συσκέψεις με βάση τις κατευθύνσεις της οργανωτικής καθοδήγησης της ΕΔΑ Αθήνας. Προσπαθήσαμε και δέσαμε οργανωτικά τον κόσμο μας και τον κατευθύναμε στο θετικό αποτέλεσμα. Από την προπαραμονή των εκλογών, την Παρασκευή, μέχρι το πρωί της Δευτέρας όχι δεν κοιμήθηκα, δεν έκλεισα μάτι. Πάνω στα χαρτιά, προγράμματα, σχεδιασμούς, με το τηλέφωνο, τους συνδέσμους, τις ζωντανές συνεργασίες με συνεργάτες ακατάπαυστα. Μου φαίνεται, εκείνο το τριήμερο, ότι συνέλαβα τον ζωντανό τρόπο οργάνωσης και καθοδήγησης ενός εκλογικού αγώνα. Από εκεί ξεκινάει η βάση της δημιουργίας σχολής για τέτοιου είδους αγώνες (πού, παρενθετικά, χρησιμοποίησα επιτυχημένα από το 1961 έως το 1986 στη Νέα Σμύρνη με τη σημαία της ΕΔΑ και αργότερα του ΚΚΕ εσωτερικού). Το αποτέλεσμα ήτανε νικηφόρο για τον λαό και το κόμμα μας της ΕΔΑ το 1958. Ακολουθούνε οι δημοτικές εκλογές τον Απρίλιο του 1959. Βρίσκομαι και δουλεύω στην οργάνωση της Καλλιθέας. Έχουμε πλέον αποκτήσει πείρα και προετοιμαζόμαστε καλά με λιγότερες προσπάθειες. Δεν κερδίσαμε στις εκλογές. Κατεβήκαμε σε συνεργασία και με επικεφαλής (μέ το Κόμμα των Φιλελευθέρων) τον υποστράτηγο Γεώργιο Φραντζεσκάκη.
Ένα ξεχωριστό περιστατικό. Ο επικεφαλής του δημοτικού ψηφοδελτίου τοποθέτησε έναν νεαρό σχετικά, που είχε σπουδάσει στο εξωτερικό οργάνωση και καθοδήγηση του εκλογικού αγώνα. Την ημέρα των εκλογών βρισκόμαστε και οι δύο στο εκλογικό κέντρο και παρακολουθούσαμε την πορεία της ψηφοφορίας λύνοντας σχετικά ζητήματα που προέκυπταν. Ο υπεύθυνος του συνεργαζόμενου ψηφοδελτίου με παρακολουθούσε πώς αντιμετώπιζα τα ζητήματα και έδινα λύσεις που αφορούσανε τον συνδυασμό μας. Του έκανε εντύπωση η έντιμη και αντικειμενική θέση που έπαιρνα. Σε μια στιγμή σηκώνεται, μου δίνει το χέρι του, με χαιρετάει, με ευχαριστεί και φεύγει λέγοντας: «Είναι περιττή η παρουσία μου, αφού είσθε εσείς εδώ». Αργότερα όλα τα αποτελέσματα έδειχναν ότι κερδίζει τις εκλογές ο αντίπαλος συνδυασμός.
Η μεγάλη νίκη στις εκλογές τον Μάη του 1958, με το 25% και τους 78 βουλευτές, έφερε δεύτερο κόμμα την ΕΔΑ και αξιωματική αντιπολίτευση. Αγρίεψε η δεξιά που είχε το πάνω χέρι με την κυβέρνησή της. Εξαπολύει αντεπίθεση σ’ όλους τους τομείς κι ενώ στον Αϊ-Στράτη έχουμε μια φθίνουσα κατάσταση αριθμητικά, συλλαμβάνουνε σε όλη την Ελλάδα καμιά πενηνταριά, για να τρομοκρατήσουνε τον κόσμο που είχε ξεθαρρέψει. Μεταξύ αυτών που συλλάβανε για επανεκτόπιση ήμουν κι εγώ. Επίσης ο Μήτσος Σιδέρης από τη Νέα Ιωνία και άλλοι. Ακόμη αποφυλακισμένοι, στελέχη της ΕΔΑ, όπως ο Νίκος Καρράς, ο Νίκος Σολωμός, ο Μίμης Δεσποτίδης κ.ά.
Και πάλι στον Αϊ-Στράτη
Από τον Ιούνη του 1959 ξανά στον Αϊ-Στράτη μέχρι τον Μάρτη του 1961. Στον Αϊ-Στράτη εξακολουθούν να έχουν την πλειοψηφία οι ζαχαριαδικοί Σουκαράς και Κισκίρας. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου, που λέει η παροιμία. Η εσωστρατοπεδική διαπάλη, πολιτική και ιδεολογική, βρίσκεται σε ένταση. Εμένα με στείλανε σε μια σκηνή στην άκρη του 3ου τομέα, σαν απομόνωση. Μαζί μου στην ίδια σκηνή μένανε ο Μήτσος Σιδέρης, ο Χριστόφορος Τιτέλης, δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη, και ο Μήτσος Μαλαγαρδής από τον Κορυδαλλό (μετέπειτα δήμαρχος), παλιός αγωνιστής από τους επιζήσαντες εξόριστους στον Αϊ-Στράτη προπολεμικά και κατοχικά. Και οι τέσσερις κατά του καθεστώτος Σουκαρά-Κισκίρα. Γινόντουσαν διάφορες δουλειές-συνάξεις σε δύο με τρεις σκηνές με πολιτικό περιεχόμενο, που έπαιρναν έκταση και ερχόμασταν σε αντιπαράθεση απ’ αφορμή διάφορα προβλήματα που συζητιόντουσαν. Παραπέρα, σε άλλη σκηνή, στην άκρη κι αυτή σαν να είμαστε λεπροί, έμενε ο Νίκος Καρράς.
Στις συνεδριάσεις με τη διαπάλη δεν περιγράφεται η επίθεση που γινότανε κατά του Ν. Καρρά. Και εγώ από κοντά, λες και ήμουν εντεταλμένος να τον υπερασπίζομαι μαχητικά. Τον Νίκο τον διέκρινε πραότητα. Ο λόγος του ήταν με επιχειρήματα, λες και κράταγε κάποιο κρυφό χαρτί. Αυτό το βιολί κράτησε κάπου δύο μήνες, ώσπου έσκασε η βόμβα. Τον Αύγουστο του 1959 είχε εντολή προσωπικά από τον γραμματέα του κόμματος Κώστα Κολιγιάννη. Τυπικά, λοιπόν, έχουμε την αρχή του γκρεμίσματος της διάσπασης με τον παραμερισμό των Σουκαρά-Κισκίρα. Σιγά σιγά, σταθερά, με έντονη πολιτικοϊδεολογική δουλειά, άρχισε να χτίζεται η πολυπόθητη και αναγκαία ενότητα του στρατοπέδου. Ο Ν. Καρράς άμεσους βοηθούς είχε τον Μίμη Δεσποτίδη και τον Νίκο Σολωμό (τελευταίο γραμματέα της ΕΠΟΝ). Ένα ένα τα στελέχη προσχωρούσανε και ενεργητικά βοηθούσανε τη νέα και τελευταία Κομματική Επιτροπή. Κυρίως από τους ονομασθέντες «Τερμίτες»: Λευτέρη Κολοβό, Κώστα Τσαρούχα, Νιόνιο Γεωργάτο, Απόστολο Παπανδρέου κ.ά., και όλη η «Κίνηση»: Παύλος Νεφελούδης, ο γράφων κ.λπ. Δημιουργείται οπωσδήποτε άλλος καταμερισμός στις δουλειές-ευθύνες του στρατοπέδου και σιγά σιγά οι τέως κρατούντες ζαχαριαδικοί παραδίνουνε το μηχανισμό, αλλά βασανιστικά.
Προσπάθησα αμέσως, με τη συμβολή και άλλων συνεργατών μου (Μ. Πιταριδάκης), να διαλύσουμε την πολιτική οργάνωση των 92 (στό ξεκίνημα) από την «Κίνηση» και τυπικά, αφού άρχισε να διαμορφώνεται μια εντελώς άλλη κατάσταση θετική για την ενότητα του στρατοπέδου.
Μια ιδιόρρυθμη κατάσταση του στρατοπέδου μας στον Αϊ-Στράτη ήτανε ότι όχι μόνο η σύνθεσή του αποτελούνταν από όλη την Ελλάδα, αλλά με τον θεσμό των αδειών και των επανεκτοπίσεων και τον εκτοπισμό όσων βγαίνανε από τις φυλακές στο στρατόπεδό μας, μπολιαζόντουσαν όλα τα μέρη της χώρας μας από το πνεύμα το διασπαστικό και της διαπάλης του Αϊ-Στράτη. Αυτό ήτανε πολύ μεγάλο κακό για το κίνημά μας. Παρ’ όλες τις απεγνωσμένες προσπάθειες που καταβάλανε οι αρμόδιοι της ηγεσίας της ΕΔΑ, δεν πετυχαίνανε πολλά πράγματα. Με την αλλαγή της Κομματικής Επιτροπής, σιγά σιγά αλλά σταθερά, ζούσαμε αισθητά τη βελτίωση, που ήτανε αποτέλεσμα της έντονης καθημερινής πολιτικοϊδεολογικής δουλειάς.
Με τις ανακατατάξεις μου ανέθεσαν την ευθύνη της λειτουργίας της βιβλιοθήκης του στρατοπέδου. Προσπάθησα και τη βελτίωσα όσο μπορούσα. Λειτουργούσε σαν δανειστική και οπωσδήποτε η συμβολή της στην αυτομόρφωση των συνεξορίστων μας ήτανε αποφασιστική. Με την απόλυση του Μίμη Δεσποτίδη, μέσα στο 1960, πήρα την ευθύνη για τις κρύπτες με τις διαλέξεις και τα μαθήματα, τα μαρξιστικά. Διανομή στους δασκάλους· μάζευα στο τέλος της ημέρας τα υλικά για την εξασφάλισή τους στις κρύπτες.
Μπορούμε να εκτιμήσουμε σίγουρα πως η συμβολή του Ν. Καρρά στο ξεπέρασμα της διάσπασης και της ενότητας του στρατοπέδου στον Αϊ-Στράτη είναι αποφασιστική. Ξεπεράστηκε η ανώμαλη οργανωτική κατάσταση και σταμάτησε η παραγωγή και εξαγωγή σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας αυτού του καρκινώματος του Αϊ-Στράτη, του πνεύματος του ανώμαλου καθεστώτος που είχαν δημιουργήσει τα υποκατάστατα του Ζαχαριάδη, Σουκαράς και Κισκίρας.
Τον Μάρτη του 1961 μου έδωσαν πάλι άδεια. Αφήνω τον Αϊ-Στράτη, όχι όπως τον άφησα τον Μάρτη του 1958 ώς τις αρχές του καλοκαιριού του 1959. Από την τότε αρνητική κατάσταση τώρα βρισκότανε σε θετική.
Αυτή τη φορά φώλιασα στη Νέα Σμύρνη, όπου στο μεταξύ είχε μεταφερθεί η οικογένειά μου και αρχίζω μια άλλη πορεία. Παράλληλα με τη δουλειά μου στην παραγωγή, σαν πρεσαδόρος αυτή τη φορά στο εργοστάσιο της «Ινδιάνας», δίνω όλες τις δυνάμεις μου για τη δημιουργία μιας πρωτοπόρας οργάνωσης της ΕΔΑ στη Νέα Σμύρνη.
Παρακολουθώ όσο μου είναι δυνατόν τα γεγονότα, θετικά αυτή τη φορά, στον Αϊ-Στράτη. Έζησα εκεί 11,5 χρόνια γεμάτα με αξέχαστες αναμνήσεις.
Με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των εκτρωματικών νόμων του θεσμού της εκτόπισης-εξορίας, που κράτησε 14 ολόκληρα χρόνια (καταργήθηκε μόνο με το Ν.Δ. 4234/36-7-62), καθορίστηκε η τετραετία ως ανώτατο όριο εκτόπισης και διατάχθηκε η απόλυση όσων ήταν εκτοπισμένοι πάνω από τέσσερα χρόνια. Είχανε μείνει τελευταίοι 200 εξόριστοι.
Υ.Γ.: Πολλά στοιχεία, ονόματα (συμπληρωματικά) και χρονολογίες, τα πήρα από το βιβλίο Το στρατόπεδο του Αη Στράτη 1950-1962 (εκδ. Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1986), του αξέχαστου γιατρού και κομμουνιστή αγωνιστή Αντώνη Φλούντζη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο σ. Απόστολος Γκρόζος είναι αυτός που με την αλλαγή της καθοδήγησης του ΚΚΕ μετά την 6η Ολομέλεια (Μάρτιος 1956) τοποθετήθηκε πρόεδρος του Εφταμελούς Προσωρινού Καθοδηγητικού Οργάνου (Πολιτικό Γραφείο και Γραμματεία της Κ.Ε.).
2. Και αρχίζει γι’ αυτές ο Γολγοθάς από το 1948 και μετά με Χίο, Τρίκερι, Μακρονήσι πάλι Τρίκερι μέχρι 9/1953 και τέλος Αϊ-Στράτη.
Γ´: Μνήμες, μαρτυρίες όπως τις έζησα στον Αϊ-Στράτη πολιτικός κρατούμενος (εξόριστος) από τις 29 Ιουλίου 1947 έως 17 Φεβρουαρίου 1949 και από τον Ιούλιο του 1950 έως τον Μάρτιο του 1958 και, τέλος, από τον Ιούνιο του 1959 έως τον Μάρτιο του 1961
(από το βιβλίο: Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες V, Βιβλιόραμα, 2006)