Αν υπήρχε δω πέρα κοσμικογράφος της καταστροφής, θα σημείωνε μεγάλη κίνηση. Θα χρειαζότανε πολλά καρνέ να γεμίσει… Και τι ποικιλία φορεμάτων! Θα ’βλεπε γνωστές κυρίες της αριστοκρατίας της Σμύρνης με ωραία μεταξωτά φουστάνια, γαρνιρισμένα μ’ ένα σκίσιμο στο πίσω μέρος, ή μ’ ένα λεκέ τόσο, από το κάθισμα στο πλακόστρωτο της προκυμαίας. Θα ’βλεπε έξωμες εσθήτες, ανοιγμένες ως τον αφαλό όχι από το ψαλίδι της μοδίστρας, μα από τα χέρια των τσέτηδων, που έψαχναν τις γυναίκες για κοσμήματα. Χτενίσματα που η ποιητική φαντασία δε μπορεί να συλλάβει. Μαλλιά ξανεμισμένα από τη μια μεριά, τσουρουφλισμένα από την άλλη. Όμορφα πόδια, με γάμπες χυτές, που τους χάλαγε την τόση συμμετρία ένα γοβάκι μεταξωτό κι ένα κατσάρι ξεσκισμένο. Ανοίγματα θαυμασίων φουστανιών, στο πλάι, ή μπροστά, ανάλογα στη χειρονομία που έκανε ο Τούρκος. Και πρόσωπα, μακιγιαρισμένα απίθανα. Στο ροζ χρώμα, πασάλειμμα μουντζούρας και στη μέση ένα αυλάκι από δάκρυ, που κατέβαινε ως το πηγούνι. Και μάτια – αχ!, τα χιλιοτραγουδισμένα μάτια της Σμυρνιάς, μάτια γεμάτα έκφραση και τώρα τσιμπλιάρικα και κακομοίρικα από τον τρόμο και την αγωνία.
Αν και το πρωτόκολλο της κοσμικής κίνησης δεν είχε τότε προχωρήσει πολύ, όπως τώρα στις πλαζ, σημειωθήκανε όμως και κύριοι χωρίς σακάκια, με τσαλακωμένα μούτρα και πουκάμισα, με καταργημένη την τσάκιση του πανταλονιού, και μερικοί χωρίς πανταλόνι. Γενική τάση, το ξεκαπέλωμα, γυναικών και αντρών. Το χαρακτηριστικό της κίνησης ήτανε η εξαιρετική φιλοξενία που έκαναν οι πεθαμένοι στους ζωντανούς και το υποχρεωτικό γέλιο των νεκροκεφαλών. Μόνο που δείχνανε και τα δόντια τους από το πολύ άνοιγμα, που ήτανε και κιτρινισμένα. Και τι γέλιο! Είχανε ξεραθεί στα γέλια όλες οι νεκροκεφαλές, καθώς μας κοίταζαν, άλλες ανάσκελα γυρισμένες, άλλες πλάγια κι άλλες πεσμένες μπρούμυτα κάτω στο πάτωμα του οστεοφυλακίου. Και αλλιώτικο κοίταγμα. Λες πως ήτανε βλέμμα χαύνων. Αν ήξεραν τι άσχημες ήτανε, δε θα κοίταγαν έτσι. Όσο για το γέλιο, δε μπορώ να πω κατηγόρια. Η χαιρεκακία είναι ανθρώπινο συναίσθημα και μια που έβλεπαν τα παθήματά μας, γελούσανε. Τι άλλο να κάνανε, αφού κλαίγαμε μεις; Δε θα ήτανε ευγενικό από μέρους τους να κλάψουν και κείνες. Το κλάμα ήτανε το μόνο που μας είχε μείνει. Να μας το πάρουνε κι αυτό;
Το κυλικείο, πλουσιότατο: αγριόχορτα και τσουκνίδες από τους τάφους, αποκόμματα από νεκροσέντουκα σάπια, ήλιος καυτερός που έκανε το κεφάλι ούριο, χώμα και σκόνη πασπαλιστή από το λίβα που μας έκοβε την ανάσα, ιδρώτας που βρωμούσε απλυσιά και καπνίλα και βρώμα πολλή, πτωμαΐνη φρικώδης… Η κίνηση αυτή είχε και ατραξιόν, που θα τη ζήλευαν οι δεξιώσεις που κείνη τη στιγμή θα γινόντουσαν στις Αυλές και στις Πρεσβείες και στα πλούσια μέγαρα άλλων πόλεων που δεν είχανε την εξαιρετική ευτυχία της Σμύρνης να καίγονται. Οι σύμμαχοι κι οι Αμερικάνοι έφεραν μηχανές και μας κινηματογράφησαν. Φαντάσου σε τι μέρη θα πάει η εξοχότης μας και πόσες χιλιάδες ζευγάρια μάτια θα καρφωθούν απάνου μας και πόσα φασαμέν. Αυτό θα πει τύχη, μια φορά. Άλλες, αριστοκράτισσες και κορίτσια του λαού, που παίρνουμε τα μυαλά τους αέρα, δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν και γίνονται μπαίγνιο του κάθε τυχοδιώκτη για να πετύχουν αυτή την ευτυχία και δεν τα καταφέρνουν. Και μεις ποζάραμε τζάμπα! Ένας γκεβετζής όμως –αστείος, να πούμε– ήθελε ν’ αποτελέσει εξαίρεση και να βγει πρωταγωνιστής. Και την ώρα που ο ακούσιος και της κακιάς στιγμής ρεζισέρ έδινε οδηγίες στον οπερατέρ να πάρει μιαν άλλη εικόνα της κίνησης, έκανε μια καραγκιοζίστικη στροφή, κατέβασε τα βρακιά και τούρλωσε τον πισινό του στο φακό, ανοίγοντας και των δυο χεριών του τα δάχτυλα. Η κινηματογράφηση αυτή γέννησε κάποια ελπίδα στην ψυχή των απλοϊκών και –γιατί να ντρεπόμαστε;– και όλων μας σχεδόν. Αυτές οι στιγμές ήτανε κοινές. Ζούσαμε όλοι με τα ίδια συναισθήματα, με τους ίδιους πόθους. Μας έδερνε η ίδια δυστυχία, κι είχαμε γίνει όλοι πρόβατα. Θέληση δεν είχαμε. Διαύγεια νου, όχι. Το μόνο αίσθημα που μας έμεινε ήταν η αυτοσυντήρηση. Ήμαστε ζώα. Λέγαμε πως η κινηματογραφική ταινία που πήρανε οι ξένοι θα στελνότανε όξω και θα συγκινούσε τόσο που να θυμηθούνε και μας. Τουλάχιστον, να μας πάρουν από κείνη την κόλαση κι ας μας πήγαιναν όπου θέλανε. Μακάρι και κει που ψένει ο ήλιος το ψωμί. Σ’ ένα τόπο που να μπορούμε ν’ αναπνεύσουμε ελεύθερα.
Σ’ ένα τόπο που να μπορούμε να σταθούμε ορθοί, χωρίς τον κίνδυνο να μας έρθει καμμιά σπαθιά στο κεφάλι ή καμμιά σφαίρα, ν’ ανοίξουμε το στόμα και τα ρουθούνια διάπλατα, και ν’ αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, τον αέρα του Δημιουργού. Έχετε ιδεί ψοφίμι με τις κοιλιές ανοιγμένες που βράζει το σκουλήκι; Έτσι είμαστε και μεις. Πόσο θα διαρκούσε αυτή η κατάσταση; Και θα διαρκούσε μονάχα ή θα παθαίναμε χειρότερα;
– Γω θαρρώ πως από δω και πέρα θ’ αρχίσουν τα βάσανά μας, είπε με προφητική αξίωση ένας.
– Τι θα μας κάνουν άλλο χειρότερο; τον ρώτησαν.
– Να μας τραβήξουνε για το εσωτερικό.
– Και τα γυναικόπαιδα;
– Χαρά στο πράμα. Θα πάρουνε όσες θέλουνε γυναίκες και παιδιά για τα χαρεμλίκια τους και στις άλλες λεπίδι.
– Δε γίνονται αυτά. Οι ξένοι δε θ’ αφήσουν.
– Μωρέ, ποιοι ξένοι; Αυτοί άφησαν και κάηκε η Σμύρνη και γίνανε τόσα και τόσα.
– Μην κοιτάς. Η φωτιά είναι άλλο.
– Καλά. Σαν μας φευγατίσουνε για την Ανατολή, σου λέω γω.
Αλήθεια, αυτό δεν το ’χαμε σκεφθεί. Ξέρεις να γίνει; Μα πάλι, έναν ολόκληρο κόσμο, τι θα τον κάνανε στο εσωτερικό; Αυτοί δε θα ’χουνε στάρι να τον θρέψουνε. Κι έπειτα… Α μπα, δεν είναι δυνατό αυτό. Φροντίσαμε να διώξουμε αυτόν τον εφιάλτη της εξορίας. Χίλιες φορές καλύτερα, να μας αφήνανε κει μέσα, που άρχισε κιόλας να μας γίνεται συνείδηση, πως ίσως οι άνθρωποι έτσι έπρεπε να ζούνε από την αρχή που έγινε ο κόσμος. Γιατί τάχα; Σάμπως, όταν ζούνε σε οργανωμένες κοινωνίες δεν είναι χειρότεροι; Κει, έχουνε πιο πολλές κακίες, γιατί η ζωή έχει περισσότερες απαιτήσεις. Άμα είσαι καλύτερος, και προοδέψεις, κι αναδειχτείς, σε φθονούν. Άμα σε πάρει ο τροχός από κάτου, σε κοροϊδεύουν. Έτσι, όπως τώρα, είμαστε ούλοι το ίδιο. Το πολύ-πολύ, να μαλώσουμε για την τροφή και για κανένα θηλυκό. Κι ο δυνατός θα βρει το δίκιο του, δίνοντας μια γροθιά στον άλλον, όπως τα ζώα, από τον πάνθηρα ίσαμε το πιο ταπεινό κι ασήμαντο ερπετό. Ενώ στις οργανωμένες κοινωνίες είναι οι νόμοι που εφαρμόζονται όπως συμφέρει. Κι άμα κείνος που αδικιέται φωνάξει:
– Ποιος είσαι συ, μωρέ, που θα κρίνεις; Μονάχα ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους. Αυτός μου ’φαγε το δίκιο μου, γιατί δεν τον τιμωρείς; Επειδή δεν το λέει ο νόμος, ε; Ή επειδή έχει ισχυρούς προστάτες, ε; Τότε, να λοιπόν. Ο πλάστης μου ’δωκε και μένα δύναμη, και τη χρησιμοποιώ. Πάρ’ τηνε κι άντε κάνε έφεση τώρα στον Άγιο Πέτρο. Τότε, τον αρπάζει πάλι η τσιμπίδα του νόμου και τον χώνει μέσα. Κι ας πάει να βουρλίζεται. Τι λες και συ Ντόρα;…
– Για ποιο πράμα;
– Τίποτα… Κάτι κουτές ιδέες μού περνάνε απ’ το μυαλό. Συλλογισμοί της κακιάς στιγμής. Σκεφτόμουνα πως καλύτερα θα ’τανε να ’μαστε ζώα.
– Ψέματα;
– Συμφωνείς κι εσύ;
– Γιατί όχι; Τώρα δεν είμαστε χειρότερα από ζώα; Έχουμε ελευθερία τώρα, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Αν ήμουνα τώρα μαϊμού, θα καθόμουνα στη φωλιά μου και θα θήλαζα το παιδί μου. Κι ο πίθηκος άντρας μου θα καθότανε πλάι να με βλέπει τρυφερά και να γρυλίζει ερωτικά λόγια ή θα πήγαινε να βρει τροφή. Καρπούς γλυκούς από το δάσος, που θα τους κρατούσε μέσα στο στόμα και θα τους έφερνε να τους αποθέσει μπροστά μου και να τους φάω. Κι αν δεν είχα παιδί, θα σκαρφάλωνα απάνου στα κλωνάρια, θα έπαιζα, θα πηδούσα, θα έκανα ό,τι ήθελα και θα χαιρόμουνα τη φύση.
– Καλά τα λες. Τέτοια σκεφτόμουνα κι εγώ. Δέντρα, σκαρφάλωμα, νερό από την πηγή κι όχι από το σκαμνί του φύλακα που ’ναι γεμάτο μικρόβια. Κι αν δεν είμαστε πίθηκοι, ας είμαστε μαμούδια, γρύλλοι, Θ’ αναπνέαμε ελεύθερα, θα ζούσαμε κατά φύση τέλος πάντων. Ενώ τώρα, αγωνιζόμαστε να ζήσουμε και ζαίνουμε. Η ζωή μας είναι ένας ακήρυχτος πόλεμος. Κι όταν κηρυχτεί κι επίσημα, τότε πάμε και σκοτώνουμε, και σκοτωνόμαστε. Γιατί; Αυτό το πράμα δεν το κατάλαβα ποτέ. Καταλαβαίνω μονάχα πως καταστρέφεται ο κόσμος, έτσι τζάμπα, χωρίς πραχτικό αποτέλεσμα. Για να ολοκληρωθούν, λέει, οι εθνικές επιδιώξεις ενός λαού, για να μεγαλώσουν τα σύνορα του κράτους. Και ποιος, μωρέ, είναι εκείνος που ορίζει τα σύνορα; Έχει ο κόσμος σύνορα; Γιατί φύγαμε από το δρόμο του Δημιουργού, γιατί είμαστε κακοί; Είδες τώρα που είμαστε δω μέσα, χωρίς να έχουμε κανένα να μας διοικεί, πώς είμαστε καλύτερα; Γύρεψε απ’ το γείτονα του πλαϊνού τάφου λίγο νερό, να στο δώσει. Ό,τι κι αν του γυρέψεις κι έχει, θα στο δώσει. Όξω, στην οργανωμένη κοινωνία, που ζει στο πλαίσιο του πολιτισμού, πληρώνεις και δε βρίσκεις.
– Μόνο αυτό; Και να μιλήσεις δε μπορείς.
– Έτσι είναι, Ντόρα. Μα πείνασα. Έχει τίποτα μέσα στο μπογαλάκι; Θαρρώ πως είχαμε βάλει ένα ψωμί. Σεις οι άλλοι πεινάτε;
– Κάτι βρίσκεται. Έχει και λίγο τυρί. Ας το φάμε τώρα και βλέπουμε για αύριο. Μπορεί να μας στείλουνε τίποτα. Οι Αμερικάνοι λένε πως είναι φιλάνθρωποι.
– Χμ! Λένε. Να ιδούμε όμως…
– Δεν το πιστεύεις; Αυτοί είναι…
– Γω πιστεύω πως η φιλανθρωπία είναι επιχείρηση. Κείνος που κάνει το φιλάνθρωπο, έχει το σκοπό του. Ή θα εισπράξει για φιλανθρωπικό σκοπό χρήματα και θα δώσει το τρίτο απ’ ό,τι μάζεψε, ή θα μοιράσει τίποτα παλιοτρόφιμα και παλιόρουχα και λίγες δεκάρες, για να γράψει η εφημερίδα ύστερα ένα κατεβατό. Θα διαφημιστεί η φιλανθρωπία και θα ρεζιλευτεί η δυστυχία. Ο Χριστός όμως δεν είπε τέτοιο πράμα. Δίδαξε να δίνει καθένας, χωρίς να το λέει, κι ούτε να φαίνεται καν πως ελεεί. Τώρα όμως, και να μας ρεζιλέψουνε τη δυστυχία μας, δε θα μας δώσουνε. Δω είμαστε, και θα το ιδείς. Δεν υπάρχει τώρα ούτε ο φιλάνθρωπος ούτε κείνος απ’ όπου θα γυρέψει για λογαριασμό μας ζητιανιά και να βγάλει και κείνος τον κόπο του. Μονάχα να σταματήσει η φωτιά και να ησυχάσουν τα πράγματα, να ιδούμε τι θα κάνουμε. Φαντάζομαι όμως πως θα ’ρθουν αύριο τίποτα πουλητάδες, για να μας πάρουν με τρόπο ό,τι μας απόμεινε. Να ιδείς που θα ’ρθουν αύριο όξω απ’ το Νεκροταφείο, να πουλάνε ό,τι κι αν θες. Θα ιδείς.
……………………..
Στο μεταξύ, άρχισε να νυχτώνει. Κάτι τσιμπήσαμε, ήπιαμε και νεράκι, η Ντόρα ρούφηξε το υπόλοιπο γάλα, το μωρό θήλασε, και το στρώσαμε. Είχαμε αρχίσει κιόλας να συνηθίζουμε στη νέα μας κατάσταση. Τουλάχιστον, είμαστε ήσυχοι απ’ τη φωτιά και, για προσωρινά, μακριά απ’ το λεπίδι.
– Καλά που επέμενες να ’ρθούμε εδώ, είπε ο κυρ Γιώργης. Εσάς των δημοσιογράφων, πάντα κάτι κόβει το μυαλό. Γω μεγάλωσα μέσα στη Σμύρνη, και δεν ήξερα πως οι Τούρκοι δεν πατούνε τα νεκροταφεία.
Σε άλλη στιγμή, θα κολακευόμουνα απ’ το κοπλιμάν, θα ’κανα μια υπόκλιση και θα χαμογελούσα υποχρεωτικά. Μα τώρα, αυτά δεν έχουνε τη θέση τους δω. Κείνο που δε χωρούσε το μυαλό μου είναι γιατί οι πεθαμένοι, τάχα, επέμεναν να είναι αδιάφοροι. Ούτε τα καντηλάκια τους ανάψανε απόψε ούτε η μυρωδιά του λιβανιού σκορπίστηκε γύρω. Περίεργο μάλιστα πώς βρεθήκανε αυτοί κει πέρα, που είμαστε μεις. Ξαπλώσαμε ωστόσο. Ο κυρ Γιώργης κι εγώ απάνω στο μνημείο, πρώτη θέση. Μια κουβέρτα από κάτω, κι από πάνω ο ουρανός. Το μαξιλάρι ήτανε πολυτέλεια. Μονάχα τα παπούτσια βγάλαμε, ν’ ανασάνουνε τα πόδια. Οι γυναίκες ξαπλώσανε χάμου και σκεπαστήκανε κιόλας. Και το μωρό, αφού αποκοιμήθηκε στο βυζί της μάνας του, το τράβηξε η Ντόρα και το ’βαλε πλάι της σ’ ένα μνηματάκι που έτυχε να’ ναι εκεί, βαθουλωμένο λίγο, που έμοιαζε, λες, σαν κούνια, καμωμένη στο μπόι του. Λείπανε βέβαια τα πούπουλα, που είχε άλλοτε η αληθινή του κούνια, μα κι εδώ, είχε χορτάρι, καλή μαλακωσιά. Σε λίγο, απόλυτη ησυχία. Είχανε πάψει κι οι τελευταίοι ψίθυροι. Ζωντανοί και πεθαμένοι δοθήκανε στη θεία γαλήνη.
Το γέλιο των νεκροκεφαλών
(από το βιβλίο: Άγγελος Δρόσος, Ανάμεσα στους πεθαμένους. Το βιβλίο του χαλασμού, Ύψιλον, 2005)