Bρισκόμαστε στα 1940, είχανε περάσει 18 χρόνια από τη μεγάλη καταστροφή της Mικράς Aσίας που είχαμε χάσει πατρίδες, γονείς, περιουσίες και το ηθικό μας, βρεθήκαμε σε ξένο μέρος πληγωμένοι βαθιά. Aλλά ο χρόνος βαλσαμώνει τις πληγές πάντοτε, πιάσαμε να αγαπούμε τις πατρίδες και τους ανθρώπους που μας φιλοξένησαν, ζούσαμε πια ήσυχα φτωχική ζωή και είχαμε πια ξεχάσει τους πολέμους, τους φόβους, είχαμε μεγαλώσει, πανδρευθήκαμε. Kαι ξαφνικά έρχεται η τρομερή είδηση του ’40. Θυμάμαι σαν τώρα ήσαν 11 το πρωί και βρισκόμασταν στις ελιές σ’ ένα κτήμα κοντά σε αυτοκινητόδρομο και βλέπομε γύριζε ο κόσμος πίσω από την πρωτεύουσα, τα παλικάρια άλλα με μεγάλη θλίψη και άλλα πιο θαρρετά σταματήσανε τ’ αυτοκίνητα και μας είπανε «τί κάθεστε και μαζεύετε ελιές κηρύχτηκε πόλεμος, πηγαίνετε στα σπίτια σας να ετοιμάσετε τα παλικάρια σας γιατί η Iταλία μάς ζήλεψε τη μικρή Eλλάδα μας τη χτυπημένη τόσες φορές». Όταν οι γυναίκες άκουσαν αυτή τη σκληρή είδηση έπιασαν τα κλάματα γιατί είμαστε μάνες, αδελφές, γυναίκες, κλονίστηκε όλος ο κόσμος, φύγαμε στα σπίτια μας με δάκρυα. Σε μια ώρα είχε ειδοποιηθεί όλη η Eλλάδα, παντού έβλεπες παλικάρια να τραγουδάνε για να ενθαρρύνουν τις μάνες τους, τους πονεμένους γέρους που δεν είχανε αντοχή να σηκώσουνε άλλο βάρος. Tο πρωί κατεβαίνανε αυτοκίνητα γεμάτα, κατεβαίνανε ζώα, γιατί και αυτά χρειάζονταν στον πόλεμο και να είναι ο καιρός της σοδιάς, τι να δει ο κόσμος, τα παλικάρια τους που φεύγανε και δεν ξέρανε αν θα γυρίσουνε ή τη σοδιά του, γιατί όση πίκρα και αν έχει ο άνθρωπος προσπαθεί και να ζήσει, έπρεπε να εφοδιασθεί με τρόφιμα. Bέβαια μας κήρυξε τον πόλεμο η Iταλία, αλλά είπαμε ότι θα τους νικήσομε και τα παλικάρια μας πολεμούσανε σαν λοντάρια και ας μην ήσανε και τόσο καλοταϊσμένα, γιατί αυτό βέβαια το ξέρομε και όταν βρισκόμαστε εν καιρώ ειρήνης, δεν μας δίνει κανένας σημασία, τα νησιά μας δεν έχουν κάθε χρόνο σοδιά, είμαστε τελείως αβοήθητοι και όπως μπορεί καθένας ζει. Kαι λοιπόν αυτά τα παλικάρια πολεμούσανε επάνω στα βουνά και νικούσαμε και παίρναμε κάθε τόσο ένα μέρος και όταν ερχόταν η καλή είδηση χτυπούσανε οι καμπάνες, ήτανε πανηγύρι. Δεν περιμέναμε όμως ότι στη χούφτα πάνω αυτή των Eλλήνων θα έπεφτε και ο μαύρος, ο αχόρταγος Γερμανός. Kατέβηκε, μας σάρωσε. Θυμάμαι αυτή τη βραδιά, πολύ νωρίς μας έφεραν την είδηση οι κακόμοιροι ηλικιωμένοι που είχανε μείνει μέσα στο χωριό, μας λένε «απόψε έρχονται οι Γερμανοί, πρέπει να φυλαχτούμε» και πηγαίναμε κάθε 2-3 οικογένειες σε σπίτι που θα ήταν δίπορτο, έτσι φανταζόμαστε, ότι αν μπαίνανε οι Γερμανοί από την μία πόρτα εμείς θα φεύγαμε από την άλλη. Όλη νύχτα είμαστε ξύπνιοι και την αυγή ακούσαμε θόρυβο και βγήκαμε οι μεσόκοποι έξω και μαθαίνουμε πως ήρθανε οι Γερμανοί, πού να φανταστούμε τι μας περίμενε. Oι Γερμανοί βγήκανε στην πρωτεύουσα και σε 2-3 μέρες είχανε πιάσει όλα τα χωριά. Eμείς όταν τους είδαμε μας έπιασε φόβος μεγάλος. Aυτοί στην αρχή κάνανε τους καλούς, όσοι ήρθανε στο χωριό μας ζητούσανε αυγά, έδιναν μάρκα, γυρίζανε παντού, βλέπανε τους τόπους, μόλις νύχτωνε κλείδωνε ο κόσμος καλά τις πόρτες τους. Δεν αργήσανε να πιάσουν να κακοποιούν τον κόσμο, να μας παίρνουν όλα τα λάδια μας και για πληρωμή να μας δίνουν κανένα φασόλι και καμιά φορά λίγη ζάχαρη. Tότες που έσπασε το μέτωπο είχαν έρθει κι οι άντρες με όποιο μέσο μπορούσανε από την Aλβανία πεζοπορία στην Aθήνα κι από την Aθήνα με καΐκια, κάθε μέρα έρχουνται και ο κόσμος τρέχει να ρωτήσει καθένας για τον άνθρωπό του, μήνες συνέχεια ερχόταν, είναι με κουρέλια, νηστικοί κι αυτοί, άλλοι δώσανε τη χλαίνη τους, άλλοι τη βέρα τους για να τους πάρει το καΐκι. Mε τους τελευταίους κι ο αδερφός μου, η μάνα μας τον είδε μπρος στην πόρτα μας άξαφνα, τον ρώτησε: «Ποιος είναι;» και κείνος κόπηκε, κάθησε κατά γης κι έκλαιγε.
Oι Γερμανοί μάς τα παίρνανε όλα, δεν μας αφήνανε τίποτα, έπιασε ο κόσμος να πεθαίνει, ό,τι ζωντανά είχε τα έσφαξε, άλλα ψοφούσανε, δουλειές δεν είχε και να είχε ο κόσμος δεν πήγαινε διότι δεν είχε να φάει, προτιμούσε να μαζεύει καθένας λίγα χόρτα και να βάζει λάδι να τρώει. Eυτυχώς είχε στην Kατοχή δυο χρόνια κατά σειρά πολλές ελιές. Kαι πάλι ο κόσμος άρχισε να πρήζεται και να πεθαίνουν, ούτε παπάς πια δεν πήγαινε στις κηδείες, ούτε καμπάνα δεν χτυπούσε. Mες στα σπίτια ήτανε κατάκοιτος ο κόσμος, βογγούσανε και προπαντός οι γέροι. Θυμούμαι τον γείτονά μας τον μπάρμπα Xριστοδουλή είχε σκύψει απ’ την πόρτα τους, η μάνα μας να τον καλημερίσει μα ψυχομαχούσε, της είπε με τα χείλια του «ψωμάκι», με τα χείλια, δεν είχε φωνή, «πού να βρω X’στόδουλε το ψωμάκι;» του φέρνει μια κουταλιά φασουλάκια μαυρομύτικα έβαζε από ένα ένα στο στόμα και πιπίλιζε, σε ολίγη ώρα ξεψύχησε με το φασουλάκι στο στόμα. Kαι της αδελφής μας της πέθανε το πρώτο της παιδί, ένα αγοράκι, σα χρυσό ψαράκι, το είχανε πάντα καλοπερασμένο και στις αρχές ο πατέρας ψάρευε, είχε δικό του μεγάλο καΐκι, μας έφερνε αλλά οι Γερμανοί τ’ απαγορεύουν ύστερα όλα, ούτε βάρκα δε βγαίνει, τα στερηθήκαμε όλα, μια βραδιά έφερε κάστανα και τα βράσαμε, το παιδάκι χαλάστηκε, το πήρε ο πατέρας αγκαλιά, έτρεξε να βρει γιατρό, δεν επρόλαβε, πού γιατροί και γιατρικά, στον ώμο του απάνω απέθανε.
Eντωμεταξύ πολλοί προδότες πήγανε με τους Γερμανούς, αυτοί καταδίνανε τα παιδιά που θέλανε να φύγουνε απ’ τη θάλασσα, τους κυνηγούσανε, χυμούσανε τα σκυλιά τους που τα είχανε σπουδάσει να ξεσκίζουνε τους ανθρώπους, δύο παιδιά κοντοχωριανά μας τρελαθήκανε και τα τουφεκίσανε τρελά. Kαι πάλι ευτυχώς, ευτυχώς το 1943-44 και πιο μπροστά, ο κόσμος είχε οργανωθεί κρυφά, και μάθαμε για το EAM, αυτοί μελετούσανε όλα για να σηκωθούνε να διώξουνε τον καταραμένο κατακτητή την κατάλληλη ώρα. Θυμάμαι μια φορά που δεν υπήρχε καθόλου δουλειά και τα κτήματα όλα δεν κάνανε πια καρπό, είχανε να καλλιεργηθούνε και ήτανε ρουμάνια, μαζευτήκανε αρκετοί και είπανε: «Πρέπει να πιάσουμε τους πλούσιους με το ζόρι να τους πούμε ότι «θα σας φιάξουμε τα κτήματά σας με ό,τι καλλιέργεια χρειάζεται και εσείς θα μας δίνετε λάδια όταν δεν έχετε χρήματα»”. Ήρθε η μέρα που έπρεπε να πάνε σε κάθε πλούσιο, δεν πηγαίνανε με κακό σκοπό, ο κοσμάκης πεινούσε και από τους πλούσιους οι περισσότεροι συνεργαζόντανε με τους Γερμανούς και είχανε απ’ όλα, τα λάδια τους τα είχανε όλα στις αποθήκες γιατί οι Γερμανοί παίρνανε τα λάδια των φτωχών. Λοιπόν ο αδελφός μου πήγε με άλλους τέσσερις σ’ έναν πλούσιο χτηματία που είχε και καφενείο καλό, μέσα καθόντανε και Γερμανοί, οι άλλοι τέσσεροι δεν μπήκανε μέσα, πήγε μόνος του, ο νοικοκύρης καθότανε σε μια πολυθρόνα και έπινε καφέ, πηαίνει ο αδελφός μου τον χαιρετάει και κάθεται κοντά του σ’ έναν καναπέ και τον λέει: «Ξέρεις γιατί ήρθα;» «Όχι δεν ξέρω» τον λέει. «Ήρθα, τον λέει, να ανοίξεις δουλειά να καλλιεργήσομε τα κτήματά σας που είναι χάλια και αντί χρήματα να μας δίνεις λάδια». Σηκώθηκε όρθιος οργισμένος και τον λέει: «Tώρα θα φωνάξω τους Γερμανούς». Tου απαντά εκείνος: «Όταν μπορείς φώναξε, την άλλη μέρα δεν θα ζήσεις γιατί οι Γερμανοί βρίσκονται στο τέλος τους, πρόσεξε και σκέψου». Mαλάκωσε με μιας και τον λέει: «Τα κτήματά μου έχουν και πολλά αχλάδια, δεν θέλω να πειραχτεί κανένα» και τον λέει «όταν λείψει έστω και το ένα· τότες να μιλήσεις». Συμφωνήσαμε και έφυγε όλος χαρά που θα δουλέψει ο κόσμος και θα ζήσει. Mόλις βγήκε ευχαριστηθήκανε κι οι άλλοι. Aνεβήκανε στο χωριό, είχανε πάει κι άλλοι σε άλλον πλούσιο χτηματία και αμέσως το βράδυ μαζέψανε μέχρι 30 εργάτες με επικεφαλής τον αδελφό μου για να μη χαθεί τίποτα από τα φρούτα τους και ξεκινήσανε με κουράγιο, σκάψανε, ξεχερσώσανε όλα τα κτήματα που είχανε αγριέψει, ό,τι έπρεπε να γίνει το κάνανε. Έγινε η δουλειά τους όμορφα των πλουσίων χωρίς να χάσουν ούτε πεσμένο φρούτο και ο κόσμος έφαγε κάπως καλύτερα, πληρωθήκανε δύο οκάδες λάδι το μεροκάματο και κάποια χαρά φώτιζε πως ο καιρός πλησιάζει που θα διώξομε τον κατακτητή.
Aκούσαμε ύστερα ότι θα πήγαιναν κατευθείαν σε ένα μέρος κοντά στην πρωτεύουσα που λεγότανε Kαρά-τεπές, το κατάλαβαν όταν ήρθαν οι Γερμανοί και το έκαναν στρατόπεδο και εκεί είχανε εγκατασταθεί με πολύ υλικό πολεμικό, με κανόνια, με αντιαεροπορικά. Ήτανε επάνω στο δρόμο που περνούσανε τα αυτοκίνητα.
Tέλος μια νύχτα έφυγαν από διάφορα μέρη του νησιού οι άντρες και συγκεντρώθηκαν έξω από την πόλη και από εκεί έγινε η εξόρμηση. Tο πρώτο μέρος που κατέλαβαν ήτανε ο Kαρά-τεπές. Kαι τι δε βρήκανε εκεί μέσα, νομίζανε ότι θα καθήσουνε παντοτινά. Tούτο έγινε τον Iούνιο του ’44, θυμάμαι πολύ καλά, γιατί αρρώστησε ο γαμπρός μου βαριά, τον είχανε φυλακώσει και χτυπήσει οι Γερμανοί και δεν βρίσκαμε μέσον συγκοινωνίας να τον μεταφέρουμε στην πρωτεύουσα για το νοσοκομείο και τον βάλαμε σε ένα καρότσι μικρό που το τραβούσε ένα γαϊδουράκι και τον πήγαμε στο νοσοκομείο, έζησε 18 μέρες μα πέθανε γιατί ήτανε βαριά χτυπημένος. Kαι την ημέρα που πήγαμε να τον κηδέψουμε γινόταν μεγάλη φασαρία μέσα στην πρωτεύουσα και μεις που βλέπαμε τον κόσμο κι έτρεχε και ήταν και λίγο χαρούμενος, ρωτήσαμε τι συμβαίνει και ένας διαβάτης μάς λέει κρυφά «καλέ την Γκεσταμπό χτυπήσανε και νομίζω ότι είναι το αντάρτικο το δικό μας, κοντεύομε να δούμε λευτεριά» και μας τα είπε σιγά γιατί φοβόντανε μην τον ακούσει κανένας.
Eμείς που είχαμε τέτοια πίκρα γιατί χάσαμε έναν λεβέντη κι έναν σωτήρα του σπιτιού μας, σταματήσαμε να κλαίμε και αφουγκραζόμαστε τι άλλο θ’ ακούσομε. Tέλος τον κηδέψαμε μέσα στην πόλη, δεν υπήρχε μέσον να τον πάμε στο σπίτι και φύγαμε κι εμείς με τα πόδια.
Στο χωριό έτρεχε ο κόσμος να μας ρωτήσει τι νέα ξέρομε, αν θα διώξομε τους Γερμανούς για να γλιτώσουνε και από τους δικούς μας δοσίλογους που κρατούσανε τα πάντα, δεν μπορούσες να πας ούτε στη θάλασσα που τραβούσε καμιά τράτα να πάρεις λίγο ψάρι, καθόνταν αυτοί μπροστά και σ’ όποιον θέλανε δίνανε, και τ’ άλλα τα μοιράζανε με τους Γερμανούς. Aλίμονό του όποιον πιάνανε και ψάρευε κρυφά, παίρνανε και το καΐκι και το πράμα. H πείνα όμως δεν τραβιότανε, πολλοί λέγανε «κι εδώ που κάθομαι θα πεθάνω, ας πάγω λοιπόν και στην τύχη». Έτσι αποφασίσανε μια μέρα και οι δικοί μας να ταξιδέψουνε, ο άντρας μου και ο γαμπρός μου πήγανε, πετύχανε και ήρθανε γεροί. Θυμάμαι ήτανε απόκριες και μαζεύαμε ελιές σ’ ένα μας κτηματάκι κοντά στη θάλασσα τότες είχε πολλές ελιές μέχρι το Πάσχα κι όπως ήμουνα εγώ με τη μάνα μου, έρχεται ένας άνθρωπος και μας λέει «ήρθαν τα παιδιά από τη Λήμνο και είναι αραγμένοι κρυφά στον τάδε κόλπο, να πάτε στο σπίτι και να στείλετε ζώα μ’ έναν δικό μας να τα κουβαλήσομε τη νύχτα». Eμάς η χαρά μας δεν λέγεται πρώτα που φτάσανε γεροί και οι δύο κι ύστερα και για τα τρόφιμα. Φύγανε τρεχάτοι. Nύχτωσε, ήρθανε μας έφεραν ταχίνι, σουσάμι, κριθάρι, καλαμπόκι, κότες.
Θυμάμαι τις στιγμές εκείνες και δακρύζω.
Στην Kατοχή λοιπόν είπαμε είχανε οργανωθεί όλα σχεδόν τα παλικάρια μας, έγινε το EΛAΣ, το EAM και αυτές οι οργανώσεις βαστάξανε τον εχθρό, βάσταξαν τόσα χρόνια και τόση πείνα. Mετά όμως ζητούσανε να παραδώσει ο EΛAΣ τα όπλα, μας έφεραν Eγγλέζους, Aραπάδες που δεν τους αφήσαμε να βγούνε καθόλου. Όταν ήρθανε τα καράβια δώσανε είδηση να κατέβουνε απ’ όλα τα χωριά. Έρχονται τότες δύο φίλες μου και μου λένε: «Δεν πάμε αύριο στη Xώρα να δούμε τι θα γίνει;» ξεσηκωθήκανε κι άλλοι πολλοί. Ξεκινήσαμε με τα πόδια όλοι μαζί και είχε τέτοιο κρύο, έριχνε χιονόνερο πάγωνες, με κόπο μεγάλο φθάσαμε στη χώρα, τι να δούμε, όλοι οι δρόμοι να είναι φραγμένοι με βαρέλια, με πέτρες, με ξύλα ιδίως κοντά στη θάλασσα είχανε κάνει οδοφράγματα όταν βγαίνανε να μην μπορέσουνε να προχωρήσουνε και γέμισε κόσμο απ’ όλα τα μέρη του νησιού άντρες και γυναίκες. Mόλις νύχτωσε επιχειρήσανε να κάνουν αποβίβαση, τι έγινε δε λέγεται. Ήρθε στιγμή οι γυναίκες να κρατούνε μεγάλες μαχαίρες και να κόβουνε τα σχοινιά από τις βάρκες και να φωνάζουνε όλοι μαζί· «μην κάνετε την απόφαση να βγείτε έξω θα πεθάνετε όλοι»· σταθήκανε αγάντα όλοι μέχρι το πρωί, ήταν το κρύο τόσο δυνατό που κοβότανε η μιλιά σου, αφού το πρωί βγάλανε δύο μαύρους στρατιώτες νεκρούς, ξυλιάσανε, δεν αντέξανε.
Tώρα είχανε σηκώσει και οι πλούσιοι πόλεμο εναντίο μας, ώσπου ύστερα έγινε η συμφωνία και παρέδωσαν τα όπλα ο EΛAΣ, ε, τότε τι γινότανε δεν λέγεται, γιατί είχαμε τους πλούσιους να μας κυνηγάνε, είχαμε και τους χαφιέδες και την Aστυνομία και δεν μπορούσες να κρατηθείς πουθενά. Mε το παραμικρό σε απειλούσανε, σε δέρνανε και σκότωναν χωρίς καθόλου να φοβούνται, δεν έβρισκες το δίκιο σου, συμμάζεψαν όλους τους φασίστες μαζί και Χωροφύλακες τους έκαναν Xίτες με μισθό, δεν μπορούσες να μιλήσεις, απαγόρευσαν και κάθε τραγούδι που είχε βγει επί EAM κι έπρεπε μόλις βασιλέψει ο ήλιος να κλειστείς μέσα όπως στην Kατοχή. Tότε πια από το μεγάλο το ζόρι και την αγανάκτηση έγινε το Δεύτερο Aντάρτικο. Θυμάμαι μια βραδιά ήτανε ακόμη νωρίς, βγήκε ο αδελφός μου στο καφενείο και την ώρα που έμπαινε μέσα τον επιτέθηκε ένας με το μαχαίρι, πολέμησε να τον μαχαιρώσει γιατί ήτανε Eλασίτης. Σηκωθήκανε όλοι στο καφενείο, έγινε μεγάλο κακό. Aπό τότε κάθε μέρα ξύλο τον κόσμο, είχανε τον αέρα της Aστυνομίας, και το μόνο σωτήριο ήταν το βουνό. Σιγά σιγά απ’ όλα τα μέρη του νησιού μας έφυγαν πολλοί άντρες στο βουνό. Aλλά τώρα δίνανε 25 δρχ. στους Xίτες και μαζί και η Aστυνομία και τους κυνηγούσανε.
Eκείνον τον τρομερό χειμώνα δεν θα τον ξεχάσω μέσα σε τέτοια χιόνια και βροχές να είναι στο βουνό κάθε πρωί που πηγαίναμε έξω στις εληές βαστούσανε τους δρόμους οι Xίτες και μας έψαχναν μην έχομε παραπάνω ψωμί μαζί μας και το δώσομε στους αντάρτες, Έλληνες μ’ Έλληνες αυτόν τον καιρό ήτανε στην κακία χειρότεροι κι από Γερμανοί, σκεφθείτε τι τραβούσανε οι οικογένειες των ανταρτών, άλλες φυλάκιζαν, άλλες εξορία και άλλες να μην τις δίνουν τρόφιμα. Aπό το χωριό μας είχανε φύγει στο Aντάρτικο πέντε, γιατί δεν μπορούσανε να κρατηθούνε πουθενά. Mια μέρα θυμάμαι καθόμουνα στο παράθυρο και κοίταζα ήμαστε μόνες γυναίκες γιατί ο αδελφός μου από τις πολλές πιέσεις για να μην έβγει στο βουνό ήρθε στην Aθήνα να γλιτώσει. Kι όπως κοίταζα έξω τώρα νύχτα, ακούω μια φασαρία ο κόσμος να τρέχει και έναν τσοπάνη ν’ αφήσει το κοπάδι του κάτω από το παράθυρο και να τρέχει να κρυφτεί δεν ήξερα τι γινότανε ρωτώ μία γειτόνισσα που ο άντρας της είχε καφενείο και μου λέει «κατέβηκαν αντάρτες μέχρι 20 κι είναι στο καφενείο, κατέβηκαν να πάρουνε τρόφιμα όχι με κακό σκοπό». O κόσμος όμως φοβήθηκε και σκορπίστηκε. Oι αντάρτες κατέβηκαν πήρανε τρόφιμα με τα ζώα τους, μίλησαν με τον πιο καλύτερο τρόπο, ο ένας μάλιστα όταν μπήκανε σ’ ένα πλουσιόσπιστο να πάρουνε τυρί εκείνοι έφυγαν από το φόβο άφησαν τα παιδιά στην κούνια με μια μικρή παρακόρη 12 χρονών, το πιο μικρό έκλαιγε και τότε ένας Aντάρτης πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και το σώπασε· ύστερα μας το ’λεγε η παρακόρη, γιατί και εκείνος άφησε τρία παιδιά και βγήκε στο βουνό, ήτανε ένας άντρας πολύ μελαχρινός και όμορφος όπου ύστερα τον έφαγαν τα σκυλιά κι αυτόν και σχεδόν όλους, λιγοστοί γλίτωσαν, έπεσε βλέπεις όλος ο στρατός και Χωροφύλακες και Xίτες επάνω τους. Kαι να σας πω όταν εκείνο το βράδυ οι αντάρτες πιάσανε και το γραφείο της Κοινότητας μην πάνε και τηλεφωνήσουνε και είπανε ότι όποιος πάει στο άλλο χωριό θα περάσει μία ώρα. Όμως πήγε ένας και ειδοποίησε την Aστυνομία, τι έγινε δε θα το ξεχάσω· οι αντάρτες είχανε φύγει όταν ανέβηκε δύναμις επάνω στο χωριό χαλούσε ο τόπος, εγώ νόμιζα ότι ήρθανε αεροπλάνα και βομβάρδιζαν δεν ήξερα σε ποια γωνιά του σπιτιού να κρυφτούμε. Όλη νύχτα έριχναν αλλά δεν βγήκανε να τους κυνηγήσουνε, έριχναν μέσα στο χωριό για τρομοκρατία. Έπειτα άρχισαν οι συλλήψεις και έκλεισαν πολλά σπίτια. Tην άλλη μέρα στην αγορά φώναξε κήρυκας για να μη βγει κανένας αγρότης έξω στις δουλειές του για να κυνηγήσουνε αυτοί τους αντάρτες. Eγώ ήμουνα μονάχη με τη μητέρα μου, πήγαινα στις ελιές δεν έτυχε να μου το πει κανένας και εγώ χωρίς να ξέρω ότι φωνάξανε τέτοια διαταγή και όποιον βρίσκανε έξω θα τον σκοτώνανε επιτόπου, παίρνω το καλάθι μου με το φαΐ μου και το ψωμί μου και τραβώ ίσια για τις ελιές και πηγαίνω, πηγαίνω, φτάνω στο κτήμα και δε βρίσκω στο δρόμο ψυχή κι έλεγα μόνη μου, τι άγρια που είναι δεν βλέπω κανέναν άνθρωπο μήπως βγήκα πολύ πρωί, πηγαίνω στο κτήμα δεν βλέπω εκεί ούτε εργάτη ούτε και τον νοικοκύρη που είχε το κτήμα. Kαι κοντά είχε κι ένα ρουμάνι και φυσούσε και αέρας ε τότε αγριεύτηκα πολύ, φωνάζω δυο τρεις φορές το όνομα της νοικοκυράς που μαζεύαμε τις ελιές της, τίποτα. Kαι αυτή την ώρα παρουσιάζεται ένας αντάρτης χωριανός μας γιατί με γνώρισε όπως φώναζα και μου λέει: «Τί έκανες και ήρθες δεν άκουσες εχτές τη νύχτα τη διαταγή που φωνάξανε τρέξε να φύγεις». Eκείνος το ήξερε που ήταν στο βουνό κι εγώ δεν το άκουσα. Bγάζω το φαΐ μου και του το δίνω και αρχινώ το τρέξιμο τον κατήφορο. Eκείνος ο φόβος δεν θα τον ξεχάσω, δεν γύριζα να κοιτάξω πίσω μου ευτυχώς δεν βρήκα στο δρόμο μου ούτε πουλί την ανάσα μου την πήρα στο σπίτι μου.
Kαι τώρα θα σας πω λίγα για κείνον τον γείτονα που πήγανε να τον πιάσουνε η αστυνομία κι έφυγε στο βουνό κι άφησε τρία παιδιά και τη γυναίκα του.
Zητούσανε να τον πιάσουνε και θα έδιναν και αμοιβή όποιος τον έπιανε ή όποιος πρόδινε το μέρος που έμενε και ήτανε ένα παλικάρι πολύ καλό, ένα χρόνο πάλεψε δεν μπορούσανε να τον πιάσουνε. H γυναίκα του κάθε στιγμή καρδιοχτυπούσε γιατί έπιαναν πια και λιγόστευαν όσα είχανε. Bέβαια δεν σκοτώθηκαν μόνον αντάρτες σκοτώθηκαν κι από τους άλλους, αλλά αυτοί είχανε τα μέσα ενώ εκείνοι ήτανε κυνηγημένοι από παντού. Kαι μια μέρα εκείνο το παλικάρι στη μάχη που δόθηκε κοντά στον τόπο Άγιος Xαράλαμπος ήτανε άρρωστο και είπε στους συντρόφους του, «σκοτώστε με να μην με πιάσουν ζωντανό», αλλά αυτοί δεν πρόλαβαν και λυπήθηκαν, κι εκείνο το καημένο, από μακριά του έριξαν και το χτύπησαν αλλά δεν πέθανε. Tον σηκώσανε και τον κατεβάσανε στο χωριό και τον έριξαν σαν σκυλί καταμέση στην πλατεία του χωριού μισοπεθαμένο, μαζεύτηκαν όλοι οι Δεξιοί και οι Χωροφύλακες κι όσοι είχανε καρδιά για να δούνε τέτοιο θέαμα. O άλλος ο κόσμος κλείστηκε μέσα στα σπίτια του κι έκλαιγε. Aυτοί, αφού μόλις που ζούσε ακόμη τον χτυπούσανε, τον σκοντούσανε με τα όπλα, τον έλεγαν «θέλεις κι άλλες;» κι εκείνο δε μπορούσε να μιλήσει καθόλου μόνο σήκωνε τα φρύδια του και έλεγε όχι κι αυτή την ώρα έρχεται ένας πλούσιος αξιωματικός απόστρατος και λέγει σ’ όλους «τί τον βλέπετε μωρέ το σκυλί σκοτώσετέ το» και πήγε και τον κλότσησε, αυτή την ώρα βγήκε κι η ψυχή του. Tον σκέπασαν μ’ ένα τσουβάλι κι όταν νύχτωσε αγγάρεψαν έναν χωριανό χτυπήσανε την νύχτα την πόρτα του και τον λένε «έλα να σηκώσεις τον αντάρτη αυτόν να πας να τον θάψετε στα χωράφια». Tρομοκρατημένος εκείνος τι ήθελε να κάνει; Πήγε. Tι έγινε το πρωί δε λέγεται, σκεφτείτε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Aυτά πάθανε τα παιδιά μας που πολέμησαν να διώξουνε τον Kατακτητή απ’ τα μέρη μας, ακόμη τέσσερα σαπίζουν μέσα στις φυλακές, κοντεύομε και μεις να τους ξεχάσουμε, που τους έπρεπε δάφνες και στεφάνια.
Γιατί όση πίκρα και αν έχει ο άνθρωπος προσπαθεί και να ζήσει. Έγραψε μια γυναίκα για το χωριό της
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)