Οι Έλληνες της Άγκυρας ήταν τουρκόφωνοι, μόνον οι Πόντιοι μιλούσαν ελληνικά στα σπίτια τους. Αλλά όλοι οι Αγκυρανοί, άντρες και γυναίκες ήξεραν να διαβάζουν ελληνικά και να γράφουν καραμανλίδικα. Αρκετοί όμως μιλούσαν ελληνικά και μάλιστα μ’ αθηναϊκή προφορά, δηλαδή πρόφεραν το δ, το γ, το θ σωστά.
Ο σύλλογος «Ανόρθωσις» έκανε πάρα πολλές προσπάθειες για να συνηθίσει ο κόσμος να μιλά ελληνικά στα σπίτια τους. Συχνά οργάνωνε γιορτές για μικρούς και μεγάλους, τις οποίες ευχαρίστως τις παρακολουθούσε ο κόσμος.
Δεν ήταν λίγοι και οι πολύ καλά σπουδασμένοι, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στη Χάλκη, στην Εμπορική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σε άλλα κέντρα. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Περικλής Αλτιντόπ, όπως φαίνεται απ’ το βιβλίο του Η Γαλάτη, τυπογραφείο Παρασκευά Λεωνή 1930, όπου ύστερα από ένα πολύμορφο πρόλογο, αφηγείται σ’ έμμετρη αρχαΐζουσα, γεγονότα, ιστορίες και κυνήγια στο Γκιετσορέν και στον Όλυμπο της Μικράς Ασίας με τους φίλους του, ώς τη μάχη του Σαγγάριου το 1921. Εκείνο που είναι να θαυμάσει κανείς είναι η πολυγνωσία του ανδρός. Στη διάρκεια της αφήγησής του δίνει άπειρες ιστορικές, γεωγραφικές, αρχαιολογικές και μυθολογικές πληροφορίες μ’ αφάνταστες λεπτομέρειες και πηγές. Στο τέλος δίνει σε πεζό λόγο τα ελληνοτουρκικά, απ’ την κήρυξη του πολέμου ώς την ανταλλαγή, με ντοκουμέντα, ονόματα, ημερομηνίες κτλ. Αρκετοί άλλοι φημίζονταν για τα πολλά και «σοφά» βιβλία που είχαν, παλιές εκδόσεις όλες. Δεν ήταν λίγες κι οι κοπέλες που σπούδαζαν στο Ζάππειο. Η κ. Κιουπετζή, που ήδη την αναφέραμε, διεύθυνε η ίδια το Παρθεναγωγείο με δασκάλες την κ. Ευθαλία και την Ευδοκία Ευτυχίδου, που ήταν ξαδέλφη μου.
Μια άλλη εξαιρετική φυσιογνωμία αξιομνημόνευτη ήταν ο παπα-Γιάννης. Ο παπα-Γιάννης ήταν εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που ήταν η μητρόπολη. Ήταν άνθρωπος μορφωμένος, δραστήριος, τολμηρός κι αφοσιωμένος στο ποίμνιό του. Η δραστηριότητά του ξεπερνούσε τα όρια της ορθοδοξίας. Ο παπα-Γιάννης πρόθυμα έτρεχε σε κάθε ανθρώπου την ανάγκη άσχετα αν ήταν Έλληνας ή Τούρκος ή Αρμένης ή Εβραίος. Ήταν αγαπητός και τους αγαπούσε όλους. Έτσι μπορούσε και να κρατά στενή φιλία με τους ισχυρούς Τούρκους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης. Οι γνωριμίες του έφταναν ίσαμε τον Τααλάτ προσωπικά, τον κύριο εξοντωτή των Αρμενίων. Σ’ οποιαδήποτε δυσκολία όλοι τρέχανε στον παπα-Γιάννη. Στα χρόνια του Α´ Παγκόσμιου Πολέμου, στους διωγμούς των Αρμενίων έσωσε κόσμο και κοσμάκη. Στα δύσκολα αυτά χρόνια, όταν τα πράγματα στένεψαν και για τον ελληνισμό, και ενώ πουλί δεν μπορούσε να πετάξει στην Πόλη, ο παπα-Γιάννης κατάφερε να ταξιδέψει στην Πόλη, να γίνει δεκτός απ’ τον Τααλάτ και να του αποσπάσει ένα φιρμάνι που έλεγε: «Όποιος Έλληνας είναι συγγενής του παπα-Γιάννη μπορεί να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς καμιά διαδικασία». Ζανταρμάδες περιήλθαν τότε την πόλη, χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν: «Αν είστε συγγενείς του παπα-Γιάννη μπορείτε να ταξιδέψετε στην Πόλη χωρίς χαρτιά». Φυσικά τότε φύγανε πολλοί απ’ την Άγκυρα. Είχαν προτείνει και στους γονείς μου αλλά εκείνοι για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούσαν να φύγουν. Δίπλα τους ο παπα-Γιάννης στις λύπες και στις χαρές. Πρώτος στο κέφι στους γάμους και τις βεγγέρες, αλλά κι αυστηρός στο λειτούργημά του. Όταν κατάλαβε ότι ενοχλούνταν μερικοί Τούρκοι απ’ την παρουσία του και κινδύνεψε η ζωή του, διέφυγε στην Αμερική με τον ίδιο τρόπο που έσωζε άλλους.
Γλώσσα και παιδεία
(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)