Ξεκίναγε από το τρίστρατο τση Άγιας Φωτεινής σαν συνέχεια του Φραγκομαχαλά, ο δρόμος που λεγότανε Γυαλιάδικα. Είχε λογής λογής καταστήματα, βερχανέδες και μεγάλα υαλοπωλεία. Tο Mικρό Bεζύρ χάνι είχε σ’ αυτόν το δρόμο την είσοδό του. Τα Γυαλιάδικα τελειώνανε μπρος από το σκοτεινό μπεζεστένι κι από κει πια έμπαινες μέσα στο κλίμα της ήρεμης Ιωνικής Ανατολής. Τα μπεζεστένια ήτανε στενόμακρες σκεπασμένες στοές, η στέγη τους ήτανε ημικυλινδρική και υπήρχανε φεγγίτες που φωτίζανε το εσωτερικό τους. Στις δυο πλευρές τους είχανε μικρά μαγαζιά, σαράφικα των Αρμεναίων, υφασματοπωλεία τα οποία πουλάγανε μεταξωτά ανατολίτικα, καταστήματα χαλιών, ρολογάδικα, χρυσοχοεία, κουγιουμτζήδικα και άλλα διάφορα καταστήματα. Εκεί ήτανε και ένα Τούρκικο ζαχαροπλαστείο φημισμένο για τα αγνά υλικά του και την καθαριότητα. Στη μέση του σκοτεινού μπεζεστενιού υπήρχε μια εγκάρσια δίοδος δεξιά και αριστερά. Η αριστερή σ’ έφερνε στο Μεγάλο Βεζύρ χάνι κι η δεξιά στο δεύτερο Μπεζεστένι, παράλληλο με το πρώτο, το οποίο λεγότανε Τσοχατζίδικο γιατί σ’ αυτό μέσα πουλάγανε ακριβά κασμήρια και τσόχες. Λένε πως σ’ αυτό το μπεζεστένι είχεν ο πατέρας του Κοραή το κασμηράδικό του. Δεν ήτανε τόσο πολυσύχναστο, είχε μιαν επισημότητα και διάχυτη τη μυρωδιά των κασμηριών. Δίπλα απ’ αυτό το μπεζεστένι ήτανε το Κρητικό Χάνι, το οποίο είχε όλο γραφεία και αποθήκες. Το λέγανε Κρητικό γιατί το χτίσανε οι Τούρκοι για να βάζουνε πολεμοφόδια και να αντιμετωπίσουνε την Κρητικήν επανάσταση του 1866.
Το πιο αξιοσημείωτο χτίσμα αυτών των συγκροτημάτων ήτανε το μεγάλο Βεζύρ Χάνι, στο οποίο έμπαινες μέσα από το σκοτεινό μπεζεστένι. Ήτανε χτισμένο στις πλευρές πελώριας αυλής, στη μέση της οποίας υπήρχε κρήνη και πλατάνια. Το οικοδόμημα ήτανε τετράγωνο, δίπατο. Μπρος από τα δωμάτια του ισογείου υπήρχε στοά και στις τέσσερες πλευρές του. Οι κολώνες της στοάς ήτανε τετράγωνοι ―πεσσοί― και ενωνόντουστε με οξυκόρυφα τόξα. Πάνω από την ισόγεια στοά υπήρχε όμοια στο δεύτερο πάτωμα κι είχε λεπτότερους πεσσούς. Τότε που το θυμάμαι, στο ισόγειο είχε αποθήκες και στο απάνω πάτωμα γραφεία. Σ’ άλλα δωμάτια μένανε πολλοί Χριστιανοί εργάτες, καμμιά δεκαριά ματζί σ’ ένα δωμάτιο.
Την παλαιότερη εποχή σ’ αυτό κατασταλάζανε τα καραβάνια που ερχόντουστε από την Ανατολή. Αφίνανε τις καμήλες στην αυλή κι οι εμπόροι και οι ταξιδιώτες μένανε στα δωμάτια. Το χάνι το αναφέρει ο Βικέλας στο Λουκή Λάρα του. Το χάνι αυτό χτίστηκε το 1676 από τον Μεγάλο Βεζύρη Κιοπρουλού Φαζήλ Αχμέτ πασά με μεγάλες πέτρες που τις πήρανε από το αρχαίο ρωμαϊκό Στάδιο, που βρισκότανε απάνω στο λόφο Πάγο.
Αυτά τα οικοδομικά συγκροτήματα τα περίγραψεν ο Φίλ. Κ. Φάλμπος σε ειδική πραγματεία του που δημοσιεύτηκε στα Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Θ, 1961.
Τη νύχτα τα μπεζεστένια ηκλούσανε με μεγάλες ξυλένιες πόρτες καπλαντισμένες με πλατειά σιδερένια φύλλα καρφωμένα απάνω τους με μεγάλα σιδερένια καρφιά. Οι Τούρκοι φύλακες, Κονιαλήδες, κατοικούσανε σε ένα ξύλινο δωμάτιο που ήτανε χωμένο σαν φωλιά μεταξύ του υπέρθυρου της μεγάλης πόρτας και της θολωτής οροφής κι ανεβαίνανε απάνω με ανεμόσκαλα.
Μόλις ήβγαινες από τα μπεζεστένια βρισκόσουνα μέσα στα σκεπασμένα τσαρσιά-καπαλή. Αυτά ήτανε ολόκληρη λαβυρινθώδης συνοικία που την αποτελούσανε λογιών λογιών μαγαζιά που πουλάγανε όλα τα είδη. Τα εμπορεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Τα λέγανε σκεπασμένα τσαρσιά, γιατί οι αγορές αυτές ήτανε με ξύλινες σαμαρωτές στέγες με κεραμίδια σκεπασμένες. Σε κάθε διάστημα υπήρχανε φεγγίτες που φωτίζανε αμυδρά βέβαια τους δρόμους αυτούς. Πολλά μαγαζιά σ’ αυτά τα τσαρσιά που πουλάγανε τα ίδια είδη ήτανε συγκεντρωμένα στο ίδιο σοκάκι κι ο δρόμος ήπαιρνε τη μυρωδιά των εμπορευμάτων που πουλιόντουστε εκεί. Ας πούμε όπου ήτανε συγκεντρωμένα τα τσαγκαράδικα, μύριζε πετσιά. Ο δρόμος που ήτανε τα μεγάλα εμποροφαρμακεία είχε τη μυρωδιά των μπαχαρικών και των αρωμάτων. Η φοβερή βρώμα ήβγαινε από τις αποθήκες των τυριών. Αλλά τι ευχάριστη μυρωδιά ηβγάζανε τα μαγαζιά που ηκάνανε τση τσεμπλεμπούδες. Ήτανε συγκεντρωμένα κοντά στο Ισάρ Τζαμί. Καβουρντίζανε τα ροβύθια και τα κάνανε τσεμπλεμπούδες. Είχανε και μεγάλα καζάνια που ήβραζε μέσα τους χρωματιστή ζάχαρη κόκκινη, κίτρινη, μπλε, βουτάγανε μέσα με συρματένιες κουτάλες τση τσεμπλεμπούδες και τση κάνανε ζαχαρωτές. Δεν ημπορούσες να πας στο τσαρσί να ψουνίσης χωρίς ν’ αγοράσεις ζεστές τσεμπλεμπούδες για τα παιδιά σου.
Οι Τούρκοι τση Σμύρνης, οι μεγάλοι κι ο λαός, ποτές δεν πειράζανε Χριστιανό. Το θεωρούσανε φυσικό να ζούμε ματζί τους γιατί είμαστε και οι δυο λαοί γηγενείς αναντάν μπαμπαντάν. Οι Τούρκοι αυτοί που γνωρίσαμε ήτανε αγαθοί, κρατάγανε το λόγο τους, δεν είχανε την πονηριά μέσα τους και θυμούντουστε πάντα αν τους έκανες κάποιο καλό. Δεν ήτανε αναμικιόρηδες ―αχάριστοι. Ο Aϊβαλιώτης καθηγητής μας Καραμπλιάς που σαν γύρισεν από την εξορία πούτανε, τον στείλανε στο Μπαλή Κεσέρ, μας έλεγε: Ακούστε παιδιά μου, ο Τούρκικος λαός έχει πολλά προσόντα, είναι σοβαρός, πειθαρχικός και ελεήμονας. Πρώτη φορά μας που ακούγαμε από έναν επιστήμονα τέτοια λόγια για τση Τούρκοι. Εμάς, οι δάσκαλοι κι οι παπάδες μας, όλο μας λέγανε να τους μισούμε. Κανένας δεν μας είπε ποτές πως μπορούσαμε να συνυπάρξουμε ματζί τους στην κοινή πατρίδα μας.
Κάθε μέρα τα τσαρσιά και τα μπεζεστένια ήτανε γιομάτα κόσμο από τους λαϊκούς μαχαλάδες κι απ’ το εσωτερικό. Μετά από τα ψούνια ηπηγαίνανε στα καθαρώτατα τούρκικα ζαχαροπλαστεία, στα κεμπαψίδικα, στση λοκάντες, στση φούρνοι που βγάζανε ζεστοί λουκουμάδες και κατημέρια, τρώγανε και ευχαριστιούντοστε.
Πολύ κόσμο γύρισα αλλά αυτήν την ανθρωπιά και τη ζεστασιά της Aνατολής δεν την βρήκα πουθενά.
Το κέντρο του Ανατολίτικου τομέα ήτανε το μεγάλο Ισάρ τζαμί που χτίστηκε το 1850 από τον ΓΙΑΚΟΥΜ ΜΠΕΗ της επίσημης οικογένειας Geminan Oguliari.
Η αρχιτεκτονική του είναι καθαρά Τούρκικη όπως διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες. Βρίσκεται μέσα σε έναν μεγάλον αυλόγυρο, ο οποίος έχει τρεις εισόδους. Το οικοδόμημα είναι τετράγωνο με ψηλό τρούλο στο κέντρο και πολλούς άλλους σε χαμηλότερο επίπεδο. Στην αυλή του ήτανε η κρήνη με τις βρύσες που πλενόντουστε οι πιστοί πριν μπούνε μέσα στο τζαμί για να προσευχηθούνε χωρίς παπούτσια για να μην φέρουνε το ρύπο των δρόμων μέσα στο τζαμί. Oι Xοτζάδες ήτανε καθαροί και αξιοπρεπείς μέσα στα μεταξωτά τους ράσα. Απ’ όξω από το τζαμί υπήρχανε καφενεία, ζαχαροπλαστεία και μυροπωλεία που πουλάγανε αρώματα της Aνατολής και αλοιφές για τση Τουρκάλες. Κάτω από τα μεγάλα πλατάνια ηκαθούντοστε μόνο Τούρκοι κι ηφουμάρανε τση ναργκιλέδες τους. Απ’ όξω από τις πόρτες του αυλόγυρου ηκαθούντοστε Τούρκοι γραφιάδες που γράφανε γράμματα στους αγράμματους και αρτζουχάλια, αναφορές, αιτήσεις.
Πολλές φορές τα καλοκαίρια όταν ητελείωνε η δουλειά μου στη Λέσχη, ξεκινούσα 10 μ.μ. απ’ αυτήν, πήγαινα προς το Κονάκι, έμπαινα μέσα στους έρημους δρόμους των τσαρσιών, που ήτανε λαβύρινθος, πέρναγα από το Τιρκιλίκι, από τα κράσπεδα των Τούρκικων μαχαλάδων, ήστριβα προς τον σιδηροδρομικό σταθμό των Μπασμά χανέ και ητράβαγα για τον Άη Δημήτρη όπου ήτανε το σπίτι μας. Όλη αυτή η διαδρομή μέσα στους μισοσκότεινους δρόμους της ανατολίτικης Σμύρνης ηγέμιζε την ψυχή μου μυστήριο.
Γυαλιάδικα - Mπεζεστένια - Tσαρσιά
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)