Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
[H σφαγή των Aρμενίων]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη

Το Καραγκετίκ ήταν Κούρδικο χωριό κάπου 200 σπίτια και ιδιοκτήτης του ο Πεκτάς μπέη, που είχε μεγάλη φιλία με τον πατέρα, και μάλιστα στην σφαγή του δεκαπέντε, ο υιός του Μουστάμπεης έκρυψε τον πατέρα επί πέντε μήνες από τους Tούρκους. Ο Πεκτάς μπέης είχε πεθάνει ευτυχώς και δεν πρόφθασε να δη τον γυιο του τον Μπουσταάμπεη που τον εκτέλεσαν οι Tούρκοι ακριβώς την ημέρα που φεύγαμε εμείς από την Άγκυρα με 300 άλλους αντικεμαλικούς το 1922, 28/10 μηνός. Ο πατέρας λυπήθηκε τόσο πολύ ώστε έπαθε καρδιακή προσβολή μόλις φθάσαμε στην Πόλη.
    Στον πόλεμο του δώδεκα ήμουν πολύ μικρή, δεν θυμάμαι γεγονότα. Αλλά το 1915 την Σφαγή των Αρμενοκαθολικών, τη θυμάμαι αρκετά καλά. Στο σπίτι μας μέναμε με τον αδελφό του πατέρα, τον θείο Ιωάννη. Στον κάτω όροφο εμείς και στο δεύτερο εκείνος. Ένα βράδυ έρχεται ο θείος μου αναστατωμένος, χλωμός και κάτι ψιθυρίζει στην μαμά, γιατί η θεία Κυριακίτσα ήταν λεχώνα. Άρχισαν να διπλοκλειδώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Η μαμά έκλαιγε, ο πατέρας όπως πάντα ήταν στο τσιφλίκι. Από τις κουβέντες τους κατάλαβα πως κάτι σπουδαίο έτρεχε. Στους δρόμους άκουγες βιαστικά βήματα να τρέχουν εδώ και εκεί. Δεν αργήσαμε να μάθουμε πως μαζεύουν του Αρμεναίους και ετοιμάζονται για σφαγή. Μάλιστα έναν πρώτο ξάδελφο του πατέρα, τον Αναστάση Καρακάς τον πήρανε για Αρμένη και σώθηκε τότε μόνον, όταν την άλλη μέρα φώναξαν οι Αρχές τον Παπά-Γιάννη τον ιερέα, και τον έβαλαν να διαλέξει τους Ρωμιούς από τους Αρμεναίους. Τον έβγαλε και αυτόν αλλά δυστυχώς δεν άντεξε στις νευρικές κρίσεις που τον έπιαναν απ’ την τραγωδία που είδε. Ύστερα από λίγο πέθανε. Και ήταν μόλις 19 χρονών.
    Και την νύχτα εκείνη ο θείος και η μαμά ανέβηκαν στον τρίτον όροφο του σπιτιού μας, και ώς τα ξημερώματα παρακολουθούσαν την μεταφορά των δύστυχων ανθρώπων που αλοίμονον έμελλε να κατακρεουργηθούν από τα μαινόμενα ανθρωπόμορφα θηρία. Τα αμάξια πήραν τον δρόμο του Κιζίλ γιοχούς, απ’ εκεί που πηγαίναμε στο τσιφλίκι μας. Το εμάθαμε ύστερα από μια εβδομάδα από τον θείον μου Μιλτιάδη και τον πατέρα, που έμαθαν και είδαν τα γεγονότα. Και μια νύχτα ο θείος Μιλτιάδης παίρνοντας γύρω το Μερκέζ, αρκετά μακριά από τον τόπο της τραγωδίας έφθασε στην Άγκυρα και την άλλη μέρα πήρε και τον θείο Ιωάννη και νύχτα νύχτα έφυγαν με άλογα, στα πόδια των οποίων έδεσαν κετσέδες χονδρούς για να μην ακουσθούν ποδοβολητά στα καλτιρίμια. Και έτσι έφυγαν για την Σμύρνη.
    Την άλλη νύχτα ήλθε ο πατέρας.
    Τους Αρμεναίους πήγαν οι Tούρκοι στο Καρά Κετίκ, στο τσιφλίκι του Μπουσταάμπεη, για τον οποίο έχω γράψει προηγουμένως. Τους κράτησαν εκεί πιστάγκωνα δεμένους και περίμεναν να συμπληρώσουν τους σφαγείς τους. Πεινασμένους, διψασμένους, καταλαβαίνετε την αγωνία τους, να περιμένουν να σφαγούν. Υπάρχει άραγε πέννα να εκφράσει την τραγωδία αυτή; χωρεί ποτέ σε ανθρώπινα κεφάλια η βαρβαρότης αυτή; και λεγόμεθα άνθρωποι, λογικά όντα. Τα άλογα θηρία των βουνών είναι πιο λογικά από τα θηρία που λέγονται άνθρωποι. Δεν σπαράζονται ομαδικά, δεν μοιάζουν καν με τον άνθρωπον με τα θηριώδη ένστικτά του, αλλιώς δεν θα ’μενε ούτε για τα Μουσεία ένα δείγμα τους. Ό,τι και να γράψω δεν μπορώ να δώσω να καταλάβουν την τραγωδία αυτή.
    Όταν βράδυασε, ο Μουσταά μπέης, ζήτησε την άδεια των αρχηγών των Tούρκων, σαν τελευταίο δείπνο να προσφέρει αυτός φαΐ στους μελλοθάνατους. Το επέτρεψαν. Το είχαν ήδη ετοιμάσει από την ώρα που πάτησαν οι Αρμεναίοι εκεί. Είχε διατάξει και έσφαξαν 200 πρόβατα και με την βοήθεια της μάνας του, της Ποστάν Κατίν, έτσι την έλεγαν, την έχω γνωρίσει και εγώ, όλο το χωριό βοήθησε και τους περιποιήθηκαν. Αυτή ήταν και η τελευταία νύχτα της ζωής τους. Την άλλη μέρα ξημερώματα τους πήραν κοντά στο Γκιόλ, αφού τους σκότωσαν με χίλιους βάρβαρους τρόπους, άλλους έρριξαν στα νερά, άλλους άφησαν ακάλυπτους. Όταν ο πατέρας ερχόταν είδε τόσα σώματα κρεουργημένα, φρικτά, πρησμένα, τα τσακάλια, και τα Κοράκια πεσμένα πάνω τους, έπαθε τέτοιο σοκ, αυτός ο γενναίος άνθρωπος, ώστε επί πέντε χρόνια, ύπνο δεν είδαν τα μάτια του και στην εξορία του ακόμα.
    Έμεινε λίγον καιρό μαζί μας. Έπρεπε όμως να πάει στο τσιφλίκι να επιβλέπει στην περιουσία τους, αφού έλειπαν και τα αδέλφια του. Πώς θα πάη; μέσα στο σφαγείο; τι θα βρη εκεί; ένας Θεός ήξερε. Είχε μεγάλη πίστη στον Θεόν, πήρε μαζί τους τον Τίμιον Σταυρόν που του ’δωσε η θεία Κυριακίτσα, έκαμε τον Σταυρό του, μας ευλόγησε, φόρεσε την αρναούτικη στολή του, έκρυψε κάτω απ’ τα ρούχα του το αχώριστο πιστόλι του, το μοναδικό, γιατί τότε είχαν αφοπλίσει όλους τους Xριστιανούς επί ποινή θανάτου, και από τους Αρμεναίους και Καθολικούς ακόμα. Και γι’ αυτό δεν ηύραν καμιά αντίσταση εκ μέρους των όταν τους μάζεψαν και τους εκτέλεσαν, όχι πως δεν υπήρχαν ανάμεσά τους λεβέντες που μπορούσαν να τα βάλουν με δεκάδες απ’ αυτούς.
    Η θεία Κυριακίτσα είχε φέρει στον κόσμο εκείνες τις μέρες ένα ωραιότατο αγόρι και κατά παράκληση του θείου Ιωάννου, το βάφτισα εγώ, και τον ονομάσαμε Μέλανδρον, για ανάμνηση των μαύρων ημερών.
    Δυστυχώς από το πικραμένο γάλα της μάνας του, δεν έζησε.
    Πέρασαν μήνες, ούτε απ’ τον πατέρα, αλλά ούτε και από τους θείους δεν πήραμε είδηση. Η αγωνία μας δεν είχε όρια. Μια μέρα δόξα τω Θεώ ήλθε ο γέρο τσοπάνος μας ο Χαλίτ τσαούς που τον είχανε επί τριάντα χρόνια κοντά μας. Ήταν έμπιστος άνθρωπος του πατέρα. Μας έφερε την είδηση πως ζει και τον κρύβει ο Μουσταά μπέης στο τσιφλίκι του. Όσο για περιουσία, τίποτα δεν έμεινε όρθιο, τρεις μέρες μετά που έφυγαν, ήλθαν οι Tούρκοι, όχι μόνον λεηλάτησαν τα πάντα, πήραν τα πρόβατα που υπερέβαιναν τις τρεις χιλιάδες, τα άλογα, τις αγελάδες, τα βουβάλια, που κολυμπούσαν τα μικρά τους στο μικρό ποτάμι και δεν χόρταινα να τα βλέπω, πήραν μαζί τους και τα δεκαοχτώ τσοπανόσκυλα, που ’σαν φύλακες του τσιφλικιού. Ο πατέρας ηύρε και το κονάκι γκρεμισμένο. Μερικοί απ’ τους Tούρκους χωρικούς μας είχαν πάρει πρόβατα, δήθεν πως ήταν δικά τους. Πολύ λίγα και τα επέστρεψαν στον πατέρα. Τι να τα κάνη ο δυστυχής, τα ’δωσε όσα-όσα για να στείλει κάτι στους θείους, που ’φυγαν στην ξενιτιά σχεδόν χωρίς λεφτά. Να γυρίση πίσω; δεν ήταν σίγουρος. Να μείνη εκεί στα χέρια των Tούρκων του τσιφλικιού; γιατί οι οχτώ οικογένειες Xριστιανούς που ’χαμε, είχαν φύγει με τα γεγονότα της Πόλης. Θεέ, τι φοβερές μέρες!
    Ευτυχώς τον κράτησε ο Μουσταά μπέης κοντά του πέντε μήνες.
    Ξαφνικά ένα άλλο γεγονός τάραξε τους Xριστιανούς. Ο μικρότερος αδελφός της θείας Κυριακίτσας, ο Αναστάσης Δασκαλόογλου μόλις 17 χρονών, ένα ωραίο παιδί, κάλεσε στο σπίτι του μαζί με μερικούς φίλους έναν Tούρκο αξιωματικό που τους ενοχλούσε συνεχώς, δήθεν για να γλεντήσουν. Ήξεραν πως απ’ το σπίτι θα έλειπε η οικογένεια.
    Συγκεντρώθηκαν λοιπόν στο υπόγειο και εκεί σχεδίασαν πώς θα τον τιμωρήσουν. Μόλις κτύπησε η πόρτα όλοι κρύφθηκαν, εξόν από τον Αναστάση και έναν άλλο, που τον υποδέχθηκαν, τον κέρασαν και μετά απότομα τον διέταξαν να σταθή σε προσοχή. Με το χτύπημα του ποδιού τους έδωσαν σύνθημα και βγήκαν απ’ την καταπακτή όλοι. Άλλος κρατούσε τον Σταυρό, άλλος εξαπτέρυγα και ανάγκασαν τον αξιωματικό να πέσει να προσκυνήσει. Ξήλωσαν τα παράσημα και τις επωμίδες του, τον έδειραν καλά-καλά, πήραν το ξίφος και το πηλήκιό του, ενώ αυτός γονατιστός παρακαλούσε, να δώσουν το ξίφος και το πηλήκιό του και δεν θα μαρτυρήσει σε κανέναν. Αλλά πού να ακούσουν αυτά. Χαιρόντουσαν την νίκη τους και τον πέταξαν έξω.
    Την άλλη μέρα ο αξιωματικός δεν μπόρεσε να παρουσιασθεί στο τάγμα του και το γεγονός μαθεύτηκε. Τους συνέλαβαν όλους, τους είδαμε που τους πέρασαν με χειροπέδες από μπροστά μας.
    Ο Κλήμης Δασκαλόογλου, ο μεγάλος αδελφός του, ήταν εμποροράφτης και είχε μεγάλες γνωριμίες με τους Tούρκους και έβαλε όλα τα μέσα που μπορούσε και πολλά λεφτά να σώσει τα παιδιά. Ήταν βέβαια εν αγνοία του όλα αυτά, και δεν τον κατηγόρησαν αυτόν. Κατηγορήθηκε ο αξιωματικός από πολλούς ως ανήθικος. Ο Κλήμης κατόρθωσε και πήρε ένα μήνα άδεια, και μια νύχτα πήρε την οικογένειά του και έφυγε για την Πόλη.
    Ύστερα από λίγο στείλαμε και εμείς την θεία Κυριακίτσα στην Σμύρνη με την μοναχοκόρη της την Σοφία, για να μη μείνει κανείς απ’ την οικογένειά τους, για αντεκδίκηση.
    Εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε, γιατί είχαμε τον πατέρα μου έξω και ήταν τυχερό ν’ ανταμώσουμε όλοι στην Πόλη στο τέλος του 22, στην εξορία μας.
    Ίσως για την εποχή μας να ’ναι ασήμαντη η τόλμη των παιδιών αυτών, αλλά για τότε; μέσα στις ομαδικές σφαγές, ήταν μεγάλη απερισκεψία ή μεγάλος ηρωισμός. Εν τω μεταξύ στην Άγκυρα άρχισαν να μαζεύουν τους Καθολικούς. Άλλος πανικός. Μάζευαν όπου εύρισκαν και όποιον εύρισκαν μπροστά τους για να σκοτώσουν και αυτούς σαν τους Αρμεναίους.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)