Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο. I (απόσπασμα)
Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος

Αν θελήσω να ξαναγυρίσω με το μυαλό μου πίσω στα παιδικά μου χρόνια με σταματάει μια δυσκολία.
    Θυμάμαι πιο εύκολα κείνα τα πράγματα που μου ’χουν ξανάρθει, από τότες, πολλές φορές στο νου και τα ’χω ξαναδιηγηθεί σε άλλους, ή στον εαυτό μου, γιατί τα ’βρισκα ενδιαφέροντα, για να δικαιολογήσω μια πράξη μου, και γιατί οι άλλοι τα είχανε διαλέξει για καλύτερα και μου τα είχανε επιβάλει κι εμένα του ίδιου.
    Τα άλλα, όσα συμβαίνουν στην καθημερινή ζωή, μένουν μπερδεμένα σε κάποιο θαμπό σύννεφο που υπάρχει (γιατί το αισθάνομαι) μέσα μου. Καταλαβαίνω πως θα μου χρειαστεί κόπος για να φτάσω ώς τα εκεί.
    Κι έτσι σκοντάφτει η θέλησή μου και γυρίζει σαν ένας μύλος που δεν αλέθει τίποτα· ώσπου να της δώσω καμιά άλλη τροφή να ικανοποιηθεί, κοιτάζοντας λόγου χάριν απ’ το παράθυρο τον εξωτερικό κόσμο, αφού τόση είναι η αδυναμία μου να γυρίσω στον εσωτερικό.
    Καμιά φορά στον πρωινόν ύπνο ξανάρχονται ξεχασμένα πράγματα σαν φούσκες από τον βυθό μιας λεκάνης που ανεβαίνουν γοργά ως την επιφάνεια του νερού από ένα σφουγγάρι γεμάτο αέρα.
    Με τα τέσσερα, απάνω σ’ ένα χαλί, θυμάμαι για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Ήτανε, μου φαίνεται, μετά το φαΐ, στον αντρέ της κυρούλας μου, που καθότανε σ’ ένα παλιό σπίτι της Πλάκας. Παίζαμε βόλους με τον ξάδελφό μου και για τούτο είχαμε διαλέξει το μεσαίο χαλί, που τα σχέδιά του έκαναν οχτάγωνα, για να βάλουμε τους βόλους. Εκεί, απάνω στο παιχνίδι, έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, κοιτάζοντας προσεχτικά το χαλί. Και τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου και σιγά-σιγά μου επιβλήθηκε η ιδέα ενός χρώματος. Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο. Τότε είδα και τα σχέδια που έκαναν οχτάγωνα μαύρα και άσπρα ―και όχι πριν, όταν το διαλέξαμε επειδή μας φαινόντουσαν καταλληλότερα για να παίξουμε βόλους.
    Έτσι έκανα για πρώτη φορά μια διάκριση και συνέλαβα, χωρίς να το ξέρω, την ύπαρξη της αφηρημένης έννοιας ενός χρώματος κι ενός σχήματος που ώς τότε τα παρατηρούσα μόνο για την ενδεχόμενη χρησιμότητά τους.
    Δεν θα ήτανε κανένας στον αντρέ κείνη την ώρα. Η κυρούλα θα είχε πάει να πλαγιάσει και η θεία μου η Πανδώρα μπαινόβγαινε, μου φαίνεται, από τον αντρέ στην κάμαρή της. Ούτε τους βόλους τους θυμάμαι καλά. Μα αργότερα είχα πολλών λογιών. Είχα μεγάλους βόλους γυάλινους με χρωματιστά στριφτά νερά, και μικρούς ίδιους, κι άλλους πρόστυχους που δεν μ’ άρεσαν, μονόχρωμους, ξύλινους. Και προσπαθούσα, σαν έχανα, να τους δώσω στα άλλα παιδιά μα κι αυτά δεν τους ήθελαν. Πολλοί φίλοι μου είχανε ένα σακουλάκι για τους βόλους. Εκεί τους έκρυβαν άμα τελείωνε το παιχνίδι και σηκώνοντας την ποδιά τους τους έχωναν στιβαρά στην τσέπη του κοντού παντελονιού τους, με την ίδια κίνηση που είδα αργότερα στους «μεγάλους» σαν να είχανε παίξει χαρτιά να μαζεύουν τα χρήματα που είχαν κερδίσει ή όσα τους περίσσευαν απ’ τη χασούρα. Έτσι κι εγώ δεν άφησα τη μητέρα μου σε ησυχία πριν μου κάνει και μένα ένα σακουλάκι, που ήτανε άσπρο, μου φαίνεται, και πάντα λοιπόν λερωμένο.
    Ένα άλλο μεσημέρι ήμουνα καλεσμένος στου ξαδέλφου μου που είχε την ίδια ηλικία με μένα. Από το πρόγευμα μου έμεινε η εντύπωση (ίσως είχανε κλειστά τα παντζούρια) μιας σκοτεινής τραπεζαρίας, και γύρω από ένα τραπέζι τετράγωνο, όρθιοι εμείς, τα δυο παιδιά και η άλλη μου η θεία η Πίτσα. Περιμέναμε να μπει ο θείος μου. Θα είχαμε ως φαίνεται ακούσει ν’ ανοίγει την πόρτα με το κλειδί του.
    Μπήκε εκείνος και μας είπε «Καλημέρα παιδιά». Ύστερα ξεκρέμασε το σπαθί που φορούσε, φίλησε σκύβοντας τη γυναίκα του και το ακούμπησε σε μια γωνιά, γιατί ήτανε «αξιωματικός». Αυτό το σπαθί με τάραζε όλο το διάστημα του φαγητού. Δεν μπορούσα να το ξεχάσω.
    Στο σπίτι του θείου μου κοίταζα με περιέργεια διάφορες οβίδες που ήταν στις εταζέρες και μια πιο μεγάλη στο τραπέζι απάνω που χρησίμευε για βάζο. Εμείς δεν είχαμε τέτοια πράματα σπίτι μας. Και στης κυρούλας έβλεπα τέτοια βάζα από μεγάλες οβίδες μπρούντζινες, γυαλισμένες, αλλά δεν τις είχα παρατηρήσει ακόμα. Ο θείος, λοιπόν, θα τις είχε χαρίσει της κυρούλας ή της Πανδώρας. Τώρα όμως που πέρασαν χρόνια και ο θείος μου άλλαξε σπίτι, παρήγγειλε έπιπλα εγγλέζικα και δεν βλέπεις πια στην τραπεζαρία ή στο σαλόνι τέτοιες οβίδες.
    Η κυρούλα όμως τις κράτησε, και μόλις μπεις, στον δεύτερο πάτο μιας κονσόλας με μια γλάστρα, βλέπεις ακόμη ένα τέτοιο βάζο. Η κυρούλα πια γέρασε και δεν έχει όρεξη να αλλάζει το σπίτι της καθώς αλλάζουν το δικό τους τα παιδιά της. Και η θεία Πανδώρα, που κάθεται πάντα μαζί της για να μην την αφήσει μόνη της, περιορίζεται στην κάμαρά της, που τη διορθώνει του γούστου της, και σ’ ένα μικρό γραφειάκι για να δέχεται τις φιλενάδες της. «Αυτό είναι δικό μου», λέγει. «Βλέπετε», προσθέτει κάπως στενοχωρημένη και σαν για να δικαιολογηθεί, «κάθομαι με τη μαμά και στην ηλικία της πώς να της πω να αλλάξουμε έπιπλα;».
    Αυτό το γραφειάκι της Πανδώρας, που έδινε απάνω στον αντρέ και δίπλα στην κάμαρά της, και που τότε δεν το είχε «φτιάσει» ακόμα και χρησίμευε μάλλον για σιδερωτήριο, ώστε δεν υπήρχε φόβος να σπάσουμε τίποτα, ήτανε το βασίλειο του ξαδέλφου μου και μένα. Εκεί παίζαμε. Το παράθυρο έδινε σε μια ταρατσίτσα και μπορούσαμε να κάνουμε μάχες από μέσα και απ’ έξω απ’ το πεζούλι. Η μικροσκοπική ταράτσα μάς φαινόταν ολόκληρο «πεδίον μάχης». Και έχω παρατηρήσει την προτίμηση των παιδιών για τα μικρά δωμάτια, τα μικρά παιχνίδια, τα «αλογάκια», τα «σκυλάκια» και εν γένει όλα τα υποκοριστικά, που δείχνουν την προσπάθειά τους να αναγάγουν τα πάντα στην κλίμακα τη δική τους.
    Αντίκρυ στην τραπεζαρία ήτανε η σάλα. Εκεί, κάθε φορά που έμπαινα, πίσω από τα φουστάνια της κυρούλας ή της θείας μου, κοίταζα με σέβας και προσπαθούσα να ανακαλύψω για ποιο μυστηριώδη λόγο μας απαγόρευαν να μπούμε εκεί μέσα μόνοι μας. Και στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα, τόσο ήτανε σκοτεινά. Η κυρούλα ή η Πανδώρα αφήνοντάς με πίσω, κοντά στην πόρτα, άνοιγε το παράθυρο και σήκωνε το παντζούρι για να ιδεί, και το λίγο φως που έμπαινε απ’ έξω με τρόμαζε ακόμη περισσότερο, γιατί τώρα, ό,τι και να έκανα που δεν έπρεπε, μου φαινόταν πως θα το έβλεπαν καλύτερα τα στοιχειά που ήτανε κρυμμένα μέσα στα μεγάλα κάδρα που στόλιζαν τους τοίχους ή μέσα στο ντουλαπάκι ή πίσω από τις μεγάλες πολυθρόνες, σαβανωμένες το καλοκαίρι με θήκες από άσπρο ύφασμα.
    Με το ίδιο ύφασμα ήταν σκεπασμένα και τα πλαϊνά και το απάνω μέρος των μπερντέδων, και το φως έπαιζε απάνω τους και απάνω στο σοβά του ταβανιού που γύρω-γύρω του τρέχαν ψιλές ζωγραφιστές γραμμές ―μαύρες, πράσινες και χρυσές― και στις τέσσερες άκρες δενόντουσαν σαν σε φιόγκο, με διάφορα άλλα στολίδια, κουκκιδίτσες, φύλλα ή λουλούδια γεωμετρικά. Στη μέση του ταβανιού, μέσα σε τετράγωνα που σχημάτιζαν κάδρα, οι ζωγραφιές, μονόχρωμες αυτή τη φορά, παράσταιναν καραβάκια με πανιά, και πίσω βουνά και θάλασσα, και περιστοίχιζαν έναν κύκλο από άσπρη πάστα σκαλιστή, από το κέντρο του οποίου κρεμόταν, σαν άλλη σπάθη Δαμοκλέους, μια λάμπα με πολλά φώτα, τυλιγμένη σε ψιλό τουλπάνι.
    Το ίδιο χρωματιστό φιλέτο κατέβαινε και έκανε το γύρο των τοίχων σαν να ’θελε να τους φυλακίσει στην περιοχή του και μένα ίσως μαζί. Το πάτωμα ήταν επικίνδυνα κερωμένο και γυάλιζε αφιλόξενα.
    Γύρω-γύρω έκοβαν την οπισθοχώρηση κάτι μαύρες καρέκλες η μια δίπλα στην άλλη. Εγώ προτιμούσα να κάθομαι κοντά στην πόρτα και κοίταζα με περιέργεια τι θα έκανε η κυρούλα.
    Εκείνη πήγαινε στο ντουλάπι, που ήτανε μαύρο κι αυτό με χρυσά στολίδια, και άνοιγε με το κλειδί που ήταν δεμένο με μια μικρή αλυσίδα στη μέση της. Τότε φαινόντουσαν αραδιασμένα πιατάκια με φοντάν, και ένα άλλο με κυδωνόπαστο που το ’φτιανε μόνη της. Άρχιζα κι εγώ να συνηθίζω στην αγριήλα της «σάλας» αλλά ήτανε πια αργά. Η κυρούλα ξανακλείδωνε, έκλεινε το παράθυρο και η «σάλα» ξανασκοτείνιαζε.
    Ύστερα μας έδινε από ένα κυδωνόπαστο και κοίταζε να ιδεί αν μας αρέσει. Δεν μας έδινε όμως άλλο, και το πιατάκι εξαφανιζόταν χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε πώς χάθηκε. Αυτά συνέβαιναν κάθε Κυριακή που έτρωγα στης κυρούλας.
    Τις άλλες μέρες καλά-καλά δεν θυμάμαι τι έκανα. Ίσως γιατί οι Κυριακές ήτανε για μένα το μεγάλο γλέντι, ενώ οι άλλες μέρες έμοιαζαν όλες αναμεταξύ τους και η βδομάδα περνούσε χωρίς να μ’ αφήσει τίποτα το εξαιρετικό.
    Στην κάμαρα της κυρούλας δεν είχα ξαναμπεί πριν από την ημέρα που, επειδή κάναμε πολύ κρότο με τον ξάδελφό μου στο γραφειάκι και στον αντρέ που ήτανε δίπλα στην κάμαρα της Πανδώρας, μας φώναξε η θεία μας να πάμε να παίξουμε πιο μακριά. Η Πανδώρα έπασχε από πονοκεφάλους, αλλά τότε δεν καταλαβαίναμε και καλά-καλά. Αρχίσαμε λοιπόν να τρέχουμε σ’ ένα μακρύ κοριντόρ που πήγαινε στην κουζίνα, μπροστά στη κάμαρα της κυρούλας και του παππού, που ήτανε στη μέση. Η πόρτα ήτανε ανοιχτή και τρέχοντας απάνου-κάτου ρίχναμε ματιές μέσα στην κάμαρα.
    Στο παράθυρο στεκότανε μια στάμνα για να δροσίζεται, και πίσω από την πόρτα φαινόταν ένα μεγάλο σιδερένιο ντουλάπι που μας κινούσε την περιέργεια. Από πάνου από το ντουλάπι ακουμπισμένα στον τοίχο τα εικονίσματα κι ένας μικρός σταυρός πλεχτός, από κείνους που δίνουν των Βαΐων. Μπροστά έκαιγε ένα καντήλι. Στην άκρη, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, σκεπασμένο με μια κουβέρτα μάλλινη, και στο κομοδίνο απάνω χτυπούσε το χοντρό ασημένιο ρολόι του παππού δίπλα σ’ ένα καντηλιέρι κι ένα ποτήρι νερό.
    Σε μια άλλη γωνιά κρυμμένο μ’ ένα παλιό χαλάκι ήτανε ένα μπαούλο, από κείνα τα μαύρα μπαούλα τα ξύλινα με τα σιδερένια ζωνάρια. Ο παππούς ήτανε παλαιικός άνθρωπος και ήθελε να βλέπει κοντά του τα πράγματά του κλειδωμένα από φόβο μην τα χάσει. Και τούτο το είχανε οι περισσότεροι παλαιοί που θυμόντουσαν ακόμη τους χρόνους εκείνους όπου δεν υπήρχε ασφάλεια. Έτσι, μόνον όταν έβλεπε την κασέλα του και το μπαούλο του μέσα στην κάμαρά του ήτανε ήσυχος ο παππούς. Και τούτη τη συνήθεια την είχε κληρονομήσει κι ο πατέρας μου.
    Η χαρά μου ήτανε όταν έβλεπα τον πατέρα μου να ανοίγει ένα ντουλάπι όπου κρεμόντουσαν τα ρούχα του και να βγάζει από τον κάτω πάτο ένα τετράγωνο σιδερένιο κουτί που το ’φερνε με προσοχή και δεν το ακουμπούσε ούτε στο τραπέζι ούτε στο κομό ούτε αλλού, παρά μόνον απάνω στο κρεβάτι.
    (Και τούτη η συνήθεια, που την έχουμε ακόμη πολλοί, ό,τι πράγμα αξίας να το ακουμπάμε στο κρεβάτι, ή αν έχουμε καμιά απόφαση να πάρουμε ή αν θέλουμε να συζητήσουμε και βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή στην κρεβατοκάμαρα, να καθόμαστε απάνω στο κρεβάτι, θα έρχεται ίσως από τον καιρό που δεν είχαμε στα σπίτια πολλά έπιπλα και όπου το κρεβάτι, όπως και τώρα στα χωριά, ήταν το πρώτο, το πιο απαραίτητο και το πιο λουσόζο έπιπλο του σπιτιού.)
    Ακουμπούσε λοιπόν ο πατέρας την «κασετίνα», όπως την έλεγε, στο κρεβάτι κι έτρεχα εγώ να κάτσω δίπλα για να ιδώ τι έχει μέσα.
    Καμιά φορά προσπαθούσα να τη σηκώσω γιατί μου φαινότανε σχετικά μικρή, αλλά ήτανε όλο σίδερο και δεν μπορούσα ούτε να την κουνήσω. Μέσα κει πρώτα έβλεπες πολλά χαρτιά διπλωμένα και κολλαριστά κι άλλα χαρτάκια-σημειώσεις. Αυτά τα ’βγαζε ο πατέρας και τα μετρούσε και τα εξέταζε απ’ όλες τις μεριές. Αλλά εγώ κοίταζα στο βάθος της κασετίνας όπου ήτανε ένα άλλο μικρό κουτάκι από μαύρο πετσί, κι άλλο ένα στρογγυλό, κόκκινο, κι άλλα πράματα ανακατεμένα: πίπες κεχριμπαρένιες, ασήμια, παράσημα, νομίσματα διάφορα, ένας «Μέγας Αλέξανδρος», και με θάμπωναν σαν να βρισκόμουν μπροστά σε κανένα θησαυρό. Ο πατέρας μου τότε έπαιρνε ένα κόκκινο κουτάκι και σαν ταχυδακτυλουργός έβγαζε από μέσα δώδεκα χρυσές λίρες· μετά τις ξανάχωνε χωρίς να μ’ αφήσει να τις αγγίξω. Κι ύστερα το μαύρο κουτί, που είχε μέσα ένα περιδέραιο με πέτρες, μια σφραγίδα χρυσή με αμέθυστο σκαλιστό, μια καδένα και άλλα μπιχλιμπίδια. Εμένα όμως καλύτερα απ’ όλα μ’ άρεσε η σφραγίδα, που είχε απάνω κι ένα πουλί. Το ’παιρνα για αϊτό αλλά ο πατέρας μού έλεγε πως είναι φοίνικας· και μπέρδευα τον φοίνικα το δέντρο με τον φοίνικα το πουλί, που γεννιέται μου ’λεγε από τις στάχτες. Σαν τα κοίταζε όλα καλά ξανακλείδωνε κι έπαιρνε την «κασετίνα», και το θέατρο τελείωνε. Η φαντασία μου όμως έτρεχε ακόμη ώσπου ξανάβρισκα πάλι τον εαυτό μου καθισμένο στην πικεδένια κουβέρτα του κρεβατιού.
    Την ημέρα λοιπόν που κυνηγιόμαστε με τον ξάδελφό μου μπρος στην πόρτα της κάμαρας της κυρούλας μου, συνέβη και κάτι άλλο.
    Αφήνοντας τα παιχνίδια, κοιτάξαμε γύρω-γύρω με την περιέργεια των παιδιών για κάθε καινούριο πράμα, αλλά και χωρίς φόβο γιατί δεν ήτανε κανένας να μας μαλώσει.
    Αφού σκαλίσαμε από λίγο παντού, πήγα και προς το κομοδίνο κοντά στο κρεβάτι, και με μια απρόσεκτη κίνηση έσπρωξα χωρίς να το θέλω το ποτήρι με το νερό και χύθηκε. Ταραχτήκαμε πολύ γιατί τρέμαμε τον παππού μας. Ποτέ δεν μιλούσε· κι όταν έλεγε κάτι, έπρεπε ν’ ακούγεται στο λεπτό. Έμεινα ακίνητος κοιτάζοντας το νερό που ξαπλωνότανε λίγο-λίγο στο χαλί. Και κει όπου είχε πέσει, το χρώμα του χαλιού σκούραινε τόσο πολύ που μου πέρασε άξαφνα η ιδέα πως μπορούσε να ξεβάψει. Τρέξαμε να βρούμε κάτι να το μαζέψουμε και το μόνο που μου ’τυχε ήταν ο κουβάς μου και το φτυαράκι. Μ’ αυτά, καθισμένος χάμω, προσπαθούσα να μαζέψω το νερό όταν άκουσα βήματα.
    Ο ξάδερφός μου, με την πρόφαση ότι έψαχνε να βρει κάτι άλλο για να με βοηθήσει, δεν ξαναφάνηκε στην κάμαρα. Έτσι έμεινα μόνος μου με το φόβο της τιμωρίας.
    Άρχισα τα κλάματα. Από τα μάτια μου τρέχαν τα δάκρυα ενώ προσπαθούσα ακόμη να διορθώσω εκείνο που έκανα. Η πόρτα άνοιξε κι η κυρούλα προχώρησε. Πίσω της ερχόταν κι ο παππούς.
    «Τι έπαθες;», φώναξε τρομαγμένη γιατί μ’ έβλεπε να κλαίω μες στα νερά. (Δεν μπορούσε να ιδεί το ποτήρι γιατί είχε κυλήσει από κάτω από το κρεβάτι.)
    Εγώ δεν απάντησα. Τέλος πάντων είπα τι συνέβη και με μεγάλη απορία είδα πως αντί να θυμώσουν τους έπιασαν τα γέλια. Ύστερα με σήκωσαν και μ’ έδιωξαν από μέσα από την κάμαρά τους, αλλά το μάλωμα δεν το γλίτωσα, όπως θα ιδείτε.
    Την ημέρα εκείνη ήρθαν να με πάρουν από το σπίτι νωρίτερα. Την Κυριακή καθώς φιλούσα το χέρι της κυρούλας, όπως μου είχανε πει να κάνω πάντα άμα έμπαινα, άρχισε να με μαλώνει.
    «Άταχτε! Διαβολόπαιδο! Ποιος σου έδωσε την άδεια να πας στην κάμαρή μου την άλλη φορά και να χύσεις τα νερά;»
    Κιτρίνισα. Ποιος ξέρει τι είχα κάνει και τι επρόκειτο να μου συμβεί. Ευτυχώς επενέβηκε η Πανδώρα.
    «Άσ’ το, Μαμά, το παιδί. Τι θυμάται τώρα αυτό απ’ την άλλη φορά;» Και μ’ έσπρωχνε να πάω να παίξω στο καμαράκι όπου με περίμενε ο ξάδερφός μου χωρίς να τολμάει να παρουσιαστεί. Η κυρούλα μου, που είχε ιδιαίτερη αγάπη της Πανδώρας, σώπασε, κι έτσι γλίτωσα από μεγαλύτερο κακό. Το κέφι μου όμως χάλασε και μου ’ρχότανε να κλάψω. Μου φαινότανε πως ήμουνα με ξένους κι ήθελα να φύγω.
    Το μεσημέρι έφτασε ο παππούς και κάτσαμε όλοι στο τραπέζι. Εγώ απέφευγα να τον κοιτάζω κι έβλεπα μέσα στο πιάτο μου. Αλλά κείνος με φώναξε με το όνομά μου, λέγοντας, με τη χοντρή του φωνή: «Άλλη φορά να μην ξαναπάς μέσα στην κάμαρά μου. Άκουσες; Μια για πάντα σ’ το λέω».
    «Άφησε», είπε η κυρούλα, «τον μάλωσα εγώ πρωτύτερα. Δεν θα το ξανακάνει».
    «Α! καλά», έκανε ο παππούς.
    «Άκουσες, χρυσό μου;», μου είπε η Πανδώρα, σκύφτοντας να με φιλήσει, «Να μην μπεις πια στην κάμαρα του παππού. Προχτές του χάλασες το ρολόι του».
    Στο τραπέζι καθόμαστε κατά τον εξής τρόπο: Στο βάθος ο παππούς, από τις δυο μεριές η κυρούλα και η Πανδώρα, και αντίκρυ από τον παππού τα δυο παιδιά. Πίσω από τον παππού, στον τοίχο, ήτανε κρεμασμένος ένας καθρέφτης με ξύλινη κορνίζα λουστραρισμένη κι από πάνω μια μεγάλη φωτογραφία του παππού.
    Απάνω στο φαΐ η κυρούλα όλο προθυμοποιόταν να ευχαριστήσει τον άντρα της. Πότε να τον σερβίρει, πότε να του διαλέξει το καλύτερο κομμάτι ή να τον ρωτήσει τι θέλει. Και παρακολουθούσε και την υπηρέτρια με το μάτι για να τη μαλώνει αν αργούσε να εκτελέσει μια διαταγή του. Κι απ’ όλους έπαιρνε πρώτος ο παππούς στο τραπέζι, κι άρχιζε να τρώει με κατεβασμένα μούτρα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους ―ούτε απαντούσε σε κανέναν.
    Από πάνω από το κεφάλι του όμως, φωτογραφιστός, χαμογελούσε, και έμοιαζε και αγαθός άνθρωπος. Τούτο μου φαινόταν παράξενο, και πότε κοίταζα εκείνον και πότε τη φωτογραφία.
    «Τι κοιτάζεις, το κάδρο του παππού σου;», με ρώτησε η κυρούλα. «Είναι χρόνια παιδί μου που την έχει βγαλμένη αυτή τη φωτογραφία.»
    Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα καλά τι ήθελε να πει γιατί μου φαινόταν πως «οι μεγάλοι» ήτανε από πάντα, και θα είναι όλη τους τη ζωή, «μεγάλοι». Όσο για μας τα παιδιά, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα αλλάζαμε. Κι αν καμιά φορά έλεγα μέσα μου, γιατί μου το είχανε πει, ότι θα γίνω κι εγώ «μεγάλος», μου φαινότανε πως ο Θεός θα μου έκανε σαν να πούμε ιδιαίτερη χάρη, και θα μεγάλωνα γρηγορότερα και ασφαλέστερα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου.
    Αργότερα χώρισα τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: οι γέροι, οι μεγάλοι κι εμείς τα παιδιά. Και μια μέρα όπου η κυρούλα μου μ’ έβγαλε περίπατο κι εγώ της μιλούσα κι έτρεχα μπροστά της, εκείνη δυσκολευόταν να με ακολουθήσει και με τράβαγε πίσω από το χέρι.
    «Έλα», της έλεγα, «να τρέξουμε».
    «Κάτσε ήσυχος», μου έκανε, «εγώ δεν μπορώ να τρέξω».
    «Γιατί;», τη ρώτησα με την αφέλεια του παιδιού. «Επειδή είσαι γριά;»
    «Φύγε από κει!», μου ’κανε, «δεν είμαι γριά».
    «Ναι, ναι, είσαι γριά, είσαι γριά», φώναζα χοροπηδώντας από ευχαρίστηση γιατί είχα ανακαλύψει κάτι που μου ’κρυβε και δεν ήθελε να ακουστεί.
    Η κυρούλα μου κατακοκκίνισε από θυμό και περπατούσε κοιτάζοντας μπροστά της και μουρμουρίζοντας: «Βρωμόπαιδο, παλιόπαιδο, ου να χαθείς, διάβολε».
    Και όσο έβλεπα πως τη θύμωνα, τόσο εγώ χαιρόμουνα για την ανακάλυψή μου, σαν για κανένα θρίαμβο. Δεν το’ κανα όμως με κακία, γιατί θεωρούσα πιο ζηλευτό να είσαι «μεγάλος» ή «γέρος» παρά «μικρός». Εκείνοι είχαν κάθε ελευθερία, ενώ εμείς τα παιδιά έπρεπε να ζητήσουμε την άδεια για το παραμικρό. Αλλά και για έναν άλλο λόγο μου φαίνεται να μη χαιρόμουνα τότε με κακία. Η κυρούλα μου έμοιαζε θυμωμένη κι αυτό με διασκέδαζε. Η ευχαρίστησή μου θα σταματούσε αν την έβλεπα λυπημένη. Πολύ αργότερα, σαν κάτσαμε όλοι μαζί και την έβλεπα κάθε μέρα, ξανασυλλογίστηκα αυτό το επεισόδιο, και, βλέποντας πόσο της άρεσε να καλλωπίζεται μπροστά στον καθρέφτη, έλεγα πως θα της είχε κάνει κόπο. Αλλά εκείνη θα το είχε ξεχάσει. Ίσως και ποτέ να μην έδωσε σημασία στο πράμα γιατί ήμουνα ακόμη μικρό παιδί.

(από το βιβλίο: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο, Ίκαρος, 1996)